Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Λαρίσης καὶ Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου
Εἶναι διάχυτο ἕνα παράξενο πνεῦμα,
τὸν τελευταῖο καιρό, στοὺς κύκλους μας. Ἄνθρωποι διάφοροι, μικροὶ καὶ
μεγάλοι, εἰδικοὶ καὶ ἄσχετοι, προσπαθοῦν νὰ μᾶς περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι τὰ πράγματα, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Πολιτεία, ἄλλαξαν. Καὶ νομίζοντας ὅτι ἐμεῖς δὲν τὸ ἔχουμε πολυκαταλάβει αὐτό, προσπαθοῦν νὰ μᾶς τὸ περάσουν. Καὶ ἀκοῦμε σὲ διάφορους τόνους, σ’ ὅλους τοὺς ἤχους καὶ μὲ διάφορα ὑφάκια νὰ μᾶς τὸ λένε αὐτό, ἀπαξιώνοντάς μας καὶ λίγο, θέλοντας νὰ περάσουν τὸ μήνυμα ὅτι ζοῦμε στὸν κόσμο μας, ὅτι δὲν παίρνου-με χαμπάρι τί γίνεται γύρω μας, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσαρμοσθοῦμε στὰ νέα δεδομένα κι ὅτι ἑπομένως ἀνάξια κρατᾶμε αὐτὲς τὶς θέσεις κι αὐτὰ τὰ πόστα, τὰ ὁποῖα θἄπρεπε νὰ κατέχουν ἄνθρωποι σὰν κι αὐτούς, ἀτσίδες ποὺ πετοῦν σπίθες καὶ ποὺ χωρὶς νὰ λιμνάζουν καλπάζουν πρὸς τὰ ἐμπρός. Κι ἑπομένως, μ’ αὐτὴν τὴ βραδύτητα στὴν ἀντίληψι ποὺ μᾶς καταλογίζουν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, μᾶς θεωροῦν παρωχημένης ἐποχῆς ἀνθρώπους, ἐκπροσωποῦντας τὴν συντήρησι καὶ τὴν ἀνάσχεσι τῆς προόδου.
Κι ἐμεῖς οἱ «βραδύνοες» τρῶμε κατὰ πρόσωπο τὴν ταμπέλα τοῦ συντηρητικοῦ καὶ δὲν μιλᾶμε. Δὲν δικαιούμαστε νὰ μιλᾶμε, γιατὶ βλέπεις, μιλᾶνε αὐτοὶ ποὺ τὰ κατάλαβαν ὅλα καὶ μποροῦν καὶ ἐγκλιματίζονται εὔκολα στὰ νέα δεδομένα, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν τὴν ἐποχὴ τους, ποὺ μποροῦν καὶ τολμοῦν πολλά, ποὺ δὲν ἀναζητοῦν χαμένους θησαυρούς, ἀλλὰ προσγειωμένοι στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν μποροῦν νὰ ἐφεύρουν λύσεις γιὰ ὅ,τι πρόβλημα ἀνακύπτει καὶ τὰ καταφέρνουν θαυμάσια. Κι ἐνῷ ἔχουν τὴν φούρια νὰ τρέξουν πρὸς τὰ ἐμπρός, μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα γι’ αὐτοὺς μάτια μας, ἀσχολοῦνται κάπου-κάπου καὶ μὲ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσουν. Νὰ ξυπνήσουμε ἐπὶ τέλους. Νὰ καταλάβουμε ὅτι ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Πᾶμε μπρός, δὲν πᾶμε πίσω. Κι ἐμεῖς, κουνῶντας συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι, κάνουμε τὸν κουτὸ καὶ ἀκοῦμε, ἀκοῦμε, καὶ ὅσο ἀκοῦμε παίρνουν διαστάσεις. Γιατὶ σοῦ λέει, βλέπεις πῶς τὸν ἐκπλήσσω; Σιγὰ-σιγὰ θὰ τὸν κάνω νὰ καταλάβῃ. Κι ἔρχομαι τώρα καὶ τοῦ λέω: Τί νὰ καταλάβω, ἀδελφὲ μου; Τὶ κατάλαβες ἐσύ, κι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω; Μᾶλλον πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἐσὺ ἀνεύθυνα, χαλαρὰ κι ἐπικίνδυνα εἶπες τὸ μεγάλο ναί. Ναί, «ἐλᾶτε καταστρέψτε μας κι ἐμεῖς θὰ ζοῦμε στὰ ἐρείπια». Θὰ μάθουμε νέες τεχνικὲς νὰ διορθώνουμε τὰ ἐρείπια. «Ἐλᾶτε, χαλάστε». «Τὸ ξέρουμε θὰ χαλάσετε. Ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν ἔξυπνοι θὰ ἐξεύρουμε πρακτικὲς και-νούργιες νὰ σαρώνουμε τὰ χαλάσματα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, τοὐλάχιστον ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνείδησί μας γιατὶ ἐμεῖς δὲν χαλᾶμε. Ἐσεῖς χαλᾶτε. Ἐμεῖς δὲν καταστρέφουμε. Ἐσεῖς καταστρέφετε». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ καταστρέφουν, φίλε μου, δὲν εἶναι οἱ θεματοφύλακες αὐτῶν ποὺ καταστρέφουν. Ἡ ἐξυπνάδα σου δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται στὸ γε-γονὸς νὰ καταλάβῃς τὴν καταστροφή. Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι νὰ λὲς ὄχι στὴν κα-
Ὁ Χριστὸς «ἡ Χώρα τῶν ζώντων», Ψηδιδωτό, Μονὴ τῆς Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1315-1320
ταστροφή. Τώρα, ποιό εἶναι πιὸ βολικὸ βρές το ἐσύ. Γιατὶ ἂν ἔτσι τὰ μετρᾶς, ἐγὼ θέλω νἆμαι συντηρητικός. Ὅπως τὸν ἐννοεῖς ἐσὺ ὅμως «ὁ ἔξυπνος» τὸν συντηρητισμό. Θέλω νὰ μὲ λὲς ἐσὺ συντηρητικό, γιατὶ ἔτσι φανατίζομαι στὸν συντηρητισμὸ μου καὶ τὸν ὑπερασπίζομαι. Ἂν εἶναι συντηρητικὸ νὰ θέλω νὰ διδάσκωνται οἱ νέοι βλαστοὶ τοῦ ἔθνους μας τὴν πίστι τῶν πατέρων τους, ναί, θέλω νὰ εἶμαι καὶ εἶμαι συντηρητικός. Ἂν εἶναι συντηρητισμὸς νὰ θέλω ἱερεῖς στὶς ἐνορίες καὶ θεολόγους στοὺς ἄμβωνες, ναί, εἶμαι συντηρητικὸς καὶ τὸ καυχιέμαι. Ἂν εἶμαι συντηρητικὸς γιατὶ θέλω νὰ μὴν καταργηθοῦν αὐτὰ ποὺ κερδιθήκανε μὲ ἀγῶνες καὶ αἵματα, ναί, θέλω ὣς καὶ τὸ αἷμα μου νὰ δώσω καὶ ζητῶ τὴ θεία βοήθεια γι’ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ καταλυθῆ τίποτε ἀπὸ ὅσα εἴχαμε!
Ἀλλὰ ἀντίθετα, σήμερα ποὺ ἡ πρόοδος καλπάζει πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ τὰ διάφορα τεχνικὰ μέσα εἶναι στὴ διάθεσί μας, ναί, θέλω ὅλα νὰ τὰ χρησιμοποιήσω γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Δὲν θέλω νὰ ἀπαξιωθοῦν τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Δὲν θέλω νὰ καταργηθοῦν οἱ Θεολογικὲς Σχολές, δὲν θέλω, δὲν θέλω. Ἀλλὰ βέβαια ἐσὺ θὰ πῇς, ὅτι «κι ἐγὼ τὰ θέλω αὐτά, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τἄχω, γιατὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν». «Κι ἐγὼ» θὰ πῇς, «δὲν κυνηγάω χίμαιρες, προσγειώνομαι». Ἀλλὰ ἐμένα ὅμως, ἀδελφὲ μου, γιατὶ μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὰ ἤθελες ὅλα αὐτὰ ὅπως τὰ εἴχαμε, καὶ βρίσκεις εὐκαιρία νὰ τ’ ἀλλάξῃς; Καὶ ἄντε, ὅσον ἀφορᾶ τὰ δικὰ σου, κάνε ὅ,τι θέλῃς· ἄλλαξέ τα καὶ χαῖρε μέσα στοὺς νεωτερισμούς σου καὶ τὶς ἐκκοσμικεύσεις σου. Ἐμένα γιατὶ θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ ἐντάξῃς στὴν ὁμάδα σου καὶ στοὺς ὁμοίους σου; Ἢ μήπως στὴν οὐσία δὲν μὲ θέλεις καθόλου, ἀλλὰ προτιμᾶς νὰ μὲ βλέπῃ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ μὲ οἰκτείρῃς δὲν μᾶς λὲς καλύτερα, ἀδελφὲ μου, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν καταλάβαμε, ἐσὺ τὶ κατάλαβες; Γιατὶ ἐγὼ πάλι νομίζω ὅτι οἰκειοποιήθηκες τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ὑπερασπίζεσαι. Δὲν σὲ εἶδα νἄρθῃς νὰ κλάψουμε μαζὶ καὶ νὰ θρηνήσουμε γιὰ ὅ,τι χάνεται. Ἔ, λοιπὸν δὲν συμφωνοῦμε. Κι ἐγὼ μὲν μένω «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθην» (Β΄ Τιμ. γ.14), σὺ δὲ μακάρι νὰ βρῇς σὰν καλὸ παλληκάρι ἄλλο μονοπάτι νὰ φθάσῃς ἐκεῖ ποὺ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ φθάσω. Ξέρεις ὅμως, ἕνα παληὸ νομικὸ θέσφα-το ἔλεγε: «τοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῷ τοῖς δ’ ὄψοις προσφάτοις». Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς νόμους νὰ χρησιμοποιῇς παληοὺς νόμους καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς. Ἀλλὰ τροφὲς νὰ τρῶς φρέσκες. Κι ὁ πιὸ παληὸς Νόμος, ὅπως ξέρεις, εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Νόμος Αὐτοῦ ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. ιγ.8). Αὐτὸς ποὺ εἶναι «Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν», (Δαν. ζ. 9) ἀλλά ποὺ εἶναι πιὸ σύγχρονος ἀπ’ τὸν πιὸ σύγχρονο, ἀφοῦ μὲ τὴ θεία Πρόνοιὰ Του καλύπτει τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν κρατῇ πάντα. Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ζωῆς ὅλων μας. Καὶ μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε στὰ παιδικὰ μας χρόνια τὶς καλὲς μας γιαγιάδες ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι ἁπλᾶ καὶ προσλαμβάναμε ὅλα τὰ στοιχεῖα της καὶ τὰ βιώναμε. Ἦταν καλύτερα ὅταν εἴχαμε τοὺς καλούς μας δασκάλους ποὺ μᾶς δίδασκαν τὴν Πίστι πρῶτα καὶ τὴν φιλοπατρία μετά. Εἶναι καλύτερα τὰ παληά, τὰ καθιερωμένα, καὶ μακάρι μ’ αὐτὰ νὰ ζήσουμε καὶ νἄχουμε τὴν παρρησία καὶ τὴ δύναμι νὰ τὰ ὑπε-ρασπιστοῦμε καὶ νὰ μὴν τὰ προδώσουμε.
Κι ἂς μᾶς λένε μωροὺς «οἱ φρόνι-μοι». Ἐμεῖς μακάρι νἄμαστε «μωροὶ διὰ Χριστὸν». (Α΄ Κορ. δ.10).
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ ΤΕΥΧΟΣ 13