ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1821 ΣΥΝΕΧΙΖΑΝ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ-ΡΩΜΑΝΙΑ

1821-39bΘΕΩΡΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΡΩΜΗΟΥΣ ΩΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΤΟΥΣ.

ΤΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ» ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ
-Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος, 4/11/1821: “Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν”
-Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέει: “Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαι διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων”.
-Νόμος της Επιδαύρου, Β΄ Εθνική Συνέλευση, εν Άστρει 1823, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω και στις 1/4/1823 από τα Πρακτικά διαβάζουμε: “Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων”.
-Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827: “Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν”.
[Πηγή: “Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου” του Δημήτριου Γκιώνη, 1966, σ. 290, σ. 291, σ.293, σ. 304]
O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει:
«Οι άνθρωποι που ζούσαν στη “Βυζαντινή Αυτοκρατορία” ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη “Βυζαντινός”. Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της “Ρώμης” είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος) Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) “Imperium Romanorum” (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το “Ρωμανία” (Χώρα των Ρωμαίων)».
[http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/, «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996, επίσης δείτε και την μετάφραση στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου στο: www.romanity.org ].
Ο Lorenz Gyomorey, λέει:
«Στην ονομασία της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμηοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψης κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών» [Lorenz Gyomorey , Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση]
Ο ιστορικός Otto Mazal γράφει:
«Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως «βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας. Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ διαβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση».
[Byzanz und das Abendland, Wien 1981, s. 8,11]
Διαβάζουμε:
«Ο όρος «βυζάντιο» είναι νεολογισμός. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιερώνυμος Wolf (1516-80) στα 1562…» και (οι πολίτες της Ρωμανίας) «….Μόνο Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους, η αυτοκρατορία τους ήταν «Ρωμαϊκή» και η πρωτεύουσά τους η Νέα Ρώμη…» [Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ, Τέταρτη έκδοση – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ 51 ]
Στην Εγκυκλοπαίδεια BRITANNICA, διαβάζουμε:
«Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romano rum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (Corpus Byzantinae Historiae 1562), και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος). (…) Μερική επίσης ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Βυζάντιο και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος. Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη.» [Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»]
Jacques Le Goff, διευθυντής σπουδών στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales , πρώην πρόεδρός της:
«Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν 1) να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το βυζαντινό παρελθόν της, 2) να επανεντάξουν το Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) στην γενική ιστορία, στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στη μακρά διάρκειά του. Τέλος 3) οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) τη δική του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας» [Πηγή: Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l’ Europe, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.]
Επίσης:
«Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιένης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος «βυζαντινισμός» δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ «Byzantinistik» και «Neogrzistik», μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διαβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα».
[“Επομένοι τοις θειοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”, εκδ. Βρυέννιος, θεσ/κη 1997]
Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
«Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, δεν έκαμε καμμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτεινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.»
[Θ. Κολοκοτρώνη, «απομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη]
Γράφει ο Μακεδόνας Ίων Δραγούμης
«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.». «…Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων Ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση. Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθείαν συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχύνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(…) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (…) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος(…) Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (…) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι “δήμος” και ήταν αμέσως ελληνικό, “σύνταγμα” και ήταν καλό, “βουλευτής” και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» [“Eλληνικός πολιτισμός”, του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]
Το 1901 εκδόθηκε το έργο “Ιστορία της Ρωμιοσύνης” του Α. Εφταλιώτη. Την εποχή εκείνη, ακόμα, τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο από σήμερα τους Ρωμηούς. Τούτο διότι τα ονόματα Έλληνας και Ελληνισμός δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση του απλού λαού. Αμέσως, όμως, ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε κριτική κατά της “Ιστορίας της Ρωμηοσύνης” όπου κατέκρινε την χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Την υπεράσπιση του Αργ. Εφταλιώτη, ανέλαβε ο ομοϊδεάτης του, Κωστης Παλαμάς.
Λέει, ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, για το έργο του Εφταλιώτη:
«(…)Ανάλογη, λογική, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι’ όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί. Το όνομα (Ρωμηός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση – στη συνείδηση του ξεπεσμού μας – για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ’ όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμηός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία
(…) Δεν απορεί κανείς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμηός και όχι “Έλληνας”, έγραψε Ρωμηοσύνη και όχι “Ελληνισμός”. Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων (…) τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της “Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας” του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; “Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν”.
(…) Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμηός ο ραγιάς, ο Ρωμηός ο αδούλωτος, ο Ρωμηός ο Έλλην… Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμηό και για την Ρωμηοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία». [Κ. Παλαμάς, «Ρωμηός και Ρωμηοσύνη», Απαντα, τ. ΣΤ’, Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, Μπίρης, Αθήνα]
Σε όσους θελήσουν να αμφισβητήσουν την αγάπη του Κ.Π. προς την αρχαία Ελλάδα, απλώς θα υπενθυμίσουμε πως δικός του είναι ο ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων. Αλλα ο Παλαμάς, δεν ήταν αρχαιόπληκτος, και γνώριζε πως και το «Έλληνας» και το «Ρωμαίος / Ρωμηός» είναι δικά μας, ήξερε πως οι φράγκοι / Δυτικοί, ήθελαν να χρησιμοποιούμε το Ελληνας, και ΟΧΙ το Ρωμηός, απο συμφέρον και όχι απο αγάπη. Για να ξεχάσουμε ΠΛΗΡΩΣ τη Ρώμη μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν την Ελληνικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δε δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν δεν κατευθύνονταν από σκοπιμότητες. Έτσι το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα (φραγκοθρεμμένα) σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι οι Ρωμαίοι έχουν χαθεί πριν 1200 χρόνια, ο Βενετός τυπογράφος της πρώτης έκδοσης του “Ερωτόκριτου” γράφει ότι τυπώνει αυτό το βιβλίο “παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον γένος των Ρωμαίων”. Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι “Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος”, αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία “τα οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμότερα, οπού υπό τινά Ρωμαίον δεν έγιναν”. Ο πρόλογος κλείνει με παράκληση προς τους “άρχοντες Ρωμαίους” να προσφέρουν τυχόν χειρόγραφα στον εκδότη ώστε να τυπώσει αργότερα μια βελτιωμένη έκδοση. Παρατηρούμε την αντιπαράθεση των όρων «Ρωμαίος» και «Ιταλικός» (=Ιταλός). Μοιάζει να μην έχουν καμία σχέση. Ο ίδιος το παραδέχεται. Θα πρέπει να προβληματίσει όλους τους Έλληνες που πιστεύουν πως κληρονόμοι των Ρωμαίων είναι οι Ιταλοί και όχι οι Έλληνες. Σε γνωστό «μεγάλο» κανάλι, προσφατα, σε κάποιο Ρεπορτάζ στην Ιταλία στο δελτίο ειδήσεων χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Νέο-Ρωμαίοι», για να περιγράψει τους Ιταλούς.
Είναι ενδεικτικό της αμαθειας μας, για την ίδια μας την ιστορία. Τους χαρίζουμε οτι δεν τους ανήκει.
Αντίστοιχα, οι Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς που συνέγραψαν τη “Γεωγραφία Νεωτερική” το 1791 σημειώνουν στην παρουσίαση των ευρωπαϊκών γλωσσών πώς “η Ρωμαίικη γλώσσα η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν αι λέξεις είναι από την Ελληνική”.
(«Ρωμαίικη», εννοεί την ονομαζόμενη σήμερα «Νεοελληνική» / Δημοτική. «Ελληνική», εννοεί την Αρχαία Ελληνική/ Καθαρεύουσα.)
Γι’ αυτό το λόγο, από την Τουρκοκρατία και μετά, υπάρχουν λεξικά, με τίτλο “Γαλλικά-Ρωμαϊκά”, “Ιταλικά – Ρωμαϊκά”, κλπ. Και, για να μην υπάρχει η παραμικρή περίπτωση αμφιβολίας, υπάρχουν και λεξικά, όπως το “Λεξικόπουλο” του Simon Portius (Παρίσι, 1635), που είναι «Ρωμαϊκό – Ελληνικό – Λατινικό» (!!) Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη «fabula», για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα ως «μύθος» και στη ρωμαϊκή ως «παραμύθι». [http://babel.mml.ox.ac.uk/neograeca/gsplr1636/gsplr1636book.htm]
Εκείνη την εποχή θεωρούσαν αυτονόητο πως τα Λατινικά δεν ήταν η γλώσσα των Ρωμαίων.

Θωμάς Δρίτσας