ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ – Ο ΠΙΣΤΟΣ ΑΡΧΩΝ

kapodistriasἹ. Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Καλαυρίας Πόρου

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος Ἕλλην ἄρχων τοῦ νέου κράτους τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Ἔπειτα ἀπὸ τετρακοσίων χρόνων τουρκικῆς δουλείας, ηὐδόκησεν ὁ Θεὸς καὶ ἀνέδειξεν ὡς ἄλλον νέον Μωϋσῆ, τὸν πρῶτον κυβερνήτην, σπάνιον χαρισματοῦχον πολιτικὸν ἡγέτην καὶ πιστὸν χριστιανὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἐβοήθησε τοὺς Ρωμηοὺς νὰ δημιουργήσουν τὸ Νέον Ἑλληνικὸν κράτος. Τὴν συνέχειαν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τὴν ἀναδημιουργίαν τῆς Ρωμανίας.

Καταγωγή – Περιβάλλον – Παιδεία

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐγεννήθη εἰς Κέρκυραν τὸ 1776. Ἀνετράφη εἰς μίαν ὑπερπολύτεκνον ἀριστοκρατικὴν οἰκογένειαν. Πατήρ του ἦτο ὁ Ἀντωνο-Μαρία Καποδίστριας καὶ μήτηρ αὐτοῦ ἡ Διαμαντίνα Γονέμη. Ὁ Ἰωάννης ἦτο τὸ ἕκτον ἀπὸ τὰ ἐννέα ἀδέλφια του. Εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς προσωπικότητός του ἔπαιξε σημαντικὸν ρόλον τὸ στενὸν καὶ εὑρύτερον οἰκογενειακὸν περιβάλλον του, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνῆκον ἱερεῖς, ἱερομόναχοι, μοναχοί, καὶ μοναχαί. Αἱ δύο ἀπὸ τὰς τέσσαρας ἀδελφάς του ἠσπάσθησαν τὸν μοναχικὸν βίον1. Ὀ πατήρ του μὲ πολλὴν μόρφωσιν καὶ νομικὴν παιδείαν ἐπηρέασε τὸν υἱόν του ὥστε εἶχε ἀπέναντι του μεγάλην ὐπακοὴν καὶ πολὺν σεβασμόν. Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐδιδάσκετο τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἐφύλαττεν καλῶς ἐν τῇ καρδίᾳ του. Μὲ τὴν ἐπιμελῆ καὶ συστηματικὴν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν συγγραμμάτων τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὸν συμπνευματισμὸν μὲ πλείστους ὅσους κληρικοὺς καὶ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἐκαλλιέργησε τὸν ἔσω ἄνθρωπον καὶ ἐνεσάρκωσε τὴν ἄνωθεν θείαν σοφίαν. Ἐσπούδασε Ἰατρικὴν καὶ φιλοσοφίαν εἰς Πάδοβαν τῆς Ἰταλίας καὶ ὡμίλει τὴν γαλλικὴν, ἰταλικὴν καὶ ρωσικὴν γλῶσσαν. Ἡ θεία πρόνοια τὸν ἐπροίκησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς διοικήσεως. Εἰς Κεφαλληνίαν ἐδιωρίσθη αὐτοκρατορικός ἐπίτροπος Ἰονίων Νήσων καὶ ἀργότερον εἰς Ρωσίαν ἐχρημάτισεν Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τοῦ Τσάρου Νικολάου τοῦ Α’.

Τὸ ὅραμά του

Τὸ ὅραμα τοῦ Καποδίστρια ἦτο ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος του, ἡ ἀναζωπύρωσις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τῶν ραγιάδων, ἡ ἄνθησις τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἡ ἀνάδειξις ἐναρέτων καὶ ἐγγραμάτων κληρικῶν. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀγωνία του διὰ τὴν ἀνόρθωσιν τῆς Ἑλλάδος τὸν κατέτρωγε καὶ τὸν ὡδήγησε νὰ ἀναμειχθῇ μὲ τὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Εὐρώπης, νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν διπλωματίαν καὶ νὰ ἀποκλείσῃ πιθανὸν γάμον του μὲ τὴν Ρωξάνδρα Στούρτζα, κυρίαν ἐπὶ τῶν τιμῶν τῆς αὐτοκρατείρας Ἐλισάβετ τῆς Ρωσίας2. Ἡ ὅλη διπλωματικὴ καὶ πολιτική του δρᾶσις ὡς κρατικοῦ συμβούλου καὶ ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας ἐπηρέασε τὸν τσάρον τῆς Ρωσίας καὶ τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη , ὥστε νὰ ἴδουν εὐμενῶς τὴν ἀνασύστασιν τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους.

Τὸ ἐνδιαφέρον του διὰ τὸν κλῆρον

Περί τῆς μορφώσεως καὶ πνευματικῆς συγκροτήσεως τῶν κληρικῶν ἔλεγε χαρακτηριστικῶς: «Ὅ,τι τὰ νεῦρα διὰ τὸ σῶμα καὶ ὁ κλῆρος διὰ τὴν κοινωνίαν». Εἰς τὴν μὲ ἡμερομηνίαν 18-12-1829 Ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς Μητροπολίτας καὶ Ἐπισκόπους τῆς ἐπικρατείας ἀναφέρει σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Δέν σᾶς λανθάνει, σεβάσμιοι ἱεράρχαι, ὅτι οἱ προβιβαζόμενοι εἰς τὸ μέγα καὶ ὑψηλὸν τοῦ ἱερέως ἐπάγγελμα,ἐμπιστευόμενοι τὴν «καλὴν παρακαταθήκην» τοῦ Θείου Παύλου, ὀφείλουσι πολὺ πρότερον νὰ ἐντρυφῶσιν εἰς τοὺς λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας, διὰ νὰ γενῶσιν ἱκανοὶ νὰ διδάσκωσιν ἄλλους. Ὀφείλουσι νὰ μάθωσι πρῶτον, «Πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ φαίνωνται ἀνώτεροι τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἀρετὴν, ὄντες παντὸς μώμου ἐλεύθεροι καὶ ἀνέγκλητοι, «ἵνα μὴ προσέρχωνται τοῖς ἁγιωτάτοις ἀνίπτοις χερσὶ καὶ ἀμυήτοις ψυχαῖς «κατὰ τὸν θεῖον Γρηγόριον»3. Τοῦτο τὸ ἐγκύκλιον ἀπὸσπασμα ἀποτελεῖ κείμενον οὐχὶ Πατριάρχου ἤ Ἐπισκόπου ἤ ἄλλου τινὸς πεπαιδευμένου κληρικοῦ, ἀλλὰ ἑνὸς πολιτικοῦ, ἑνὸς ἄρχοντος, ὅστις ἐνεφορεῖτο ὑπὸ τῆς Θείας Χάριτος, ἑνὸς ἡγέτου, ὁ ὁποῖος ἠγωνία διὰ τοὺς κληρικούς τῆς Νέας Ἑλλάδος. Εἰς ἄλλον σημεῖον τῆς θεοφωτίστου ἐγκυκλίου του, θέλων νὰ καταδείξῃ τὴν ἀνάγκην ἱδρύσεως ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου τονίζει: «Τοιούτους θέλουν οἱ ἱεροί νόμοι τοὺς προβιβαζομένους εἰς ἱερατικόν βαθμόν, διὰ νὰ εἶναι εἰς τὸν λαὸν διδάσκαλοι τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν λόγον καὶ τῶν καλῶν ἔργων εἰσηγηταὶ μὲ τὸ πρακτικὸν παράδειγμα. Ἀλλά τοιοῦτοι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποβῶσιν, ἐὰν δὲν λάβωσι καὶ παιδείαν ἁρμόζουσαν καὶ ἄσκησιν μακρὰν ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν ἐναρέτων καὶ πεπαιδευμένων τὴν ἱερὰν παιδείαν διδασκάλων, καὶ ὑπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπιμέλειαν τῆς κυβερνητικῆς τοῦ ἔθνους ἀρχῆς». Οὗτος ὁ θεῖος πόθος τοῦ Κυβερνήτου ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ ὅταν μερίμνῃ αὐτοῦ ἱδρύθη τὸ πρῶτον Ἱερατικόν Σχολεῖον εἰς τὴν νῆσον τοῦ Πόρου. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ζωοδόχου Πηγῆς εἰς τὴν ἀνατολικήν πτέρυγα ἐλειτούργησε ἡ πρώτη Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ. Ἡ ἔναρξις τῶν μαθημάτων ἐγένετο «μετὰ πάσης ἐπισημότητος τὴν 30ήν Ὀκτωβρίου τοῦ 1830, ἐπὶ Μητροπολίτου Αἰγίνης Ὕδρας καὶ Πόρου Γερασίμου καὶ Ἐπισκόπου Δαμαλῶν Ἰωνᾶ». Οἱ μαθηταί τῆς Σχολῆς ἦσαν 15 καὶ ἐδιδάσκοντο τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, τὴν ἱερὰν κατήχησιν καὶ τὴν ἱστορίαν, τὴν λογικὴν, ρητορικὴν ἐξήγησιν τῶν Θείων Γραφῶν, δογματικὴν θεολογίαν καὶ διδασκαλίαν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων»4. Διδάσκαλοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου ὡρίσθησαν δύο ἁγιορεῖται πεπαιδευμένοι ἱερομόναχοι, ὁ ἀρχιμ. Προκόπιος Δενδρινός ἐξ Ἰθάκης καὶ ὁ Ἱερομ. Βενέδικτος Ρῶσος ἀπὸ τὴν Σύμην Δωδεκανήσου. Ἀμφότεροι ἐκλήθησαν ἐξ Ἁγίου Ὄρους ὑπὸ τοῦ Κυβερνήτου, διὰ νὰ διακονήσουν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ σεβασμός του πρὸς τοὺς ἱερωμένους

Ὁ σεβασμὸς τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια ἦτο ἔκδηλος πρὸς πάντα ἱερωμένον. Εἰς τὰς ἐγκυκλίους του, τὰς συνεργασίας του, τὴν ἀλληλογραφίαν, παρατηρεῖται ἡ εὐγένειά του, ἡ τιμὴ πρὸς τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα.
Εἰς τὰς χιλιάδας ἐπιστολὰς του προσφωνεῖ μὲ τὴν προσηγορίαν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν βαθμὸν ἑκάστου, ὅπως « Ἅγιοι ἀρχιερεῖς» ἤ «σεβάσμιοι Ἱεράρχαι» ἤ «ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας». Εἰς ἔγγραφόν του πρὸς τὸν ἡγούμενον Νικηφόρον τῆς Ἱ. Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Πόρου εὐχαριστεῖ διὰ ἀποσταλεῖσαν φορητὴν εἰκόνα. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν ὑποβάλλει τὰ προσκυνήματά του γράφων: «τὴν πανοσιότητά σας προσκυνῶ» ἐκφράζων συνάμα καὶ τὴν χαρὰν του διὰ τὴν μετ’ ὀλίγων ἡμερῶν ἔναρξιν τῶν μαθημάτων εἰς τὸ ἐν τῇ Μονῇ Ἐκκλησιαστικόν σχολεῖον. Εἰς τὸ τέλος καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς: «Συνιστῶν ἐμαυτὸν εἰς τὰς εὐχὰς σας μὲ ὅλον τὸ σέβας μένω ταπεινὸς δοῦλος σας. Ἰ. Καποδίστριας5».

Ἡ ἀνιδιοτέλειά του

Ἡ Γ’ Ἐθνοσυνέλευσις τῆς Τροιζῆνος (2-4-1827) ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννην Καποδίστρια, Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος. Τὴν 8ην Ἰανουαρίου 1828 ὁ πρῶτος Κυβερνήτης ἀφίχθη εἰς Αἴγιναν. Ἅμα τῇ ἀναλήψει τῶν ὑψηλῶν του καθηκόντων, αἱ κατὰ καιροὺς ἐθνοσυνελεύσεις καὶ ἡ γερουσία ἐψήφισαν τὴν ἀμοιβὴν του. Ἐκεῖνος ἠρνήθη σκεπτὸμενος τὴν πτωχείαν καὶ ταλαιπωρίαν τοῦ λαοῦ γράφων μεταξὺ ἄλλων εἰς τὴν Δ’ Ἐθνοσυνέλευσιν τοῦ Ἄργους τὰ ἀκόλουθα: «Θέλω ἀποφεύγει νὰ δεχθῶ τὴν προσδιοριζομένην ποσότητα διὰ τὰ ἔξοδα τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐπικρατείας, ἀπεχόμενος ἐν ὅσῳ τὰ ἰδιαίτερά μου χρηματικά μέσα μου ἐπαρκοῦν, ἀπὸ τὸ νὰ ἐγγίσω μέχρι καὶ ὀβολοῦ τὰ δημόσια χρήματα πρὸς τὴν ἰδίαν μου χρῆσιν. Ἀποστρέφομαι τὸ νὰ προμηθεύω εἰς τὸν ἑαυτόν μου τὰς ἀναπαύσεις τοῦ βίου, αἱ ὁποῖαι προϋποθέτουν τὴν εὐπορίαν ἐνῷ εὑρισκόμεθα εἰς τὸ μέσον ἐρειπίων περικυκλωμένοι ἀπὸ πλήθος ὁλοκλήρων ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς τὴν ἐσχάτην ἀμηχανίαν…»6. Πόσον διδάσκει ἡ ἀνιδιοτέλειά του σήμερον, «ἐν ἡμέραις ἐν αἷς ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» ἄρχοντας καὶ ἀρχομένους!

Ἡ λιτότης του καὶ ἡ μέριμνα διὰ τὸν λαόν

Τὸ 1822 ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὑπέβαλλε τὴν παραίτησιν του ἀπὸ ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας καὶ ἐγκατεστάθη εἰς Γενεύην. Τὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του δὲν ἐδέχθη νὰ κατοικήσῃ εἰς πολυτελέστατον οἴκημα ἐνῷ ἐδικαιοῦτο, ἀλλὰ ἠρκέσθη εἰς δύο πτωχικὰ δωμάτια, μίαν ἅμαξα καὶ ἕναν ὑπηρέτην. Ὅταν ἐρωτᾶτο «ὑπό πολλῶν διατὶ δὲν ἐδέχετο τὰς ἀνέσεις ποὺ τοῦ παρεῖχον ἔδιδε τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν. «Διὰ νὰ ἀποστέλλω τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια εἰς τὸν ἀγωνιζόμενον ἑλληνικὸν λαὸν ἔπρεπε νὰ διδάσκω διὰ τοῦ παραδείγματὸς μου. Περιώρισα τὰ ἔξοδά μου διὰ ἐμὲ καὶ τὸν ὑπηρέτην μου, μόνον εἰς 60 φράγκα τὸν μῆνα καὶ ὅλον τὸν ὑπόλοιπον μισθὸν μου τὸν διαθέτω διὰ τὴν Ἑλλάδα». Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀργότερον ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνησιν τῆς χώρας περιοδεύων εἰς πολλὰς περιοχὰς τῆς ἐπικρατείας ἐμίσθωνε ἐξ ἰδίων οἰκήματα. Εἰς Πόρον ἐπὶ πέντε μῆνας ἐμίσθωνε οἰκίαν τὴν ὁποίαν προηγουμένως ἐξ ἰδίων δαπανῶν ἐπιδιώρθωσε. Ἀπὸ τὴν χώραν ἠρέσκετο νὰ ἀναβαίνῃ πεζῆ εἰς τὸ ἠγαπημένον του Μοναστήριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Διερχόμενος ἐν μέσῳ πευκοφύτου δάσους, εἰσήρχετο εἰς τὸ ἱστορικὸν καθολικὸν τῆς Μονῆς διὰ νὰ συμμετάσχῃ εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, νὰ προσευχηθῇ διὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸν δοκιμαζόμενον λαόν. Εἰς τὰς ἰσογείους πτέρυγας τῆς Μονῆς προνοίᾳ του ἐλειτούργησε καὶ τὸ πρῶτον ὀρφανοτροφεῖον ( 1828) τὸ ὁποῖον ἐκάλυπτε ὄχι μόνο τὰς βιοποριστικὰς ἀνάγκας τῶν 180 ὀρφανῶν ἀλλά καὶ ἐλαμβάνετο μέριμνα διὰ τὴν πρόοδον τῶν παίδων «ἐν τῇ μαθήσει ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἠθικῇ τοῦ χαρακτῆρος διαπλάσει» κατὰ τὰ γραφόμενα τοῦ Κυβερνήτου πρὸς τὸν Διευθυντὴν τοῦ ἱδρύματος κ. Βούαν7. Εἰς τὸ ἀρχονταρίκιον τῆς Ἱ. Μονῆς ἐπραγματοποιοῦντο καὶ αἱ συνεδριάσεις τοῦ Καποδίστρια μὲ τοὺς ἐπιτελεῖς του. Τὸ θέρος τοῦ 1828 εἰς τὸν αὐτὸν χῶρον ἐγένετο καὶ ἡ διάσκεψις μετά τῶν ἐκπροσώπων τῶν τριῶν δυνάμεων διὰ τὴν χάραξιν τῶν συνόρων τῆς νέας Ἑλλάδος8. Περί τῆς λιτῆς ζωῆς τοῦ Καποδίστρια γράφει ὁ Γ. Τερτσέτης εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του τὰ ἑξῆς: «Εἰς τὴν Αἴγιναν ἐπῆγεν ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Κυβερνήτην. Ἐφόρεσε τὴν λαμπροτέραν ἐνδυμασίαν του, βουτημένην εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματὰ του, ἐγελοῦσε ἡ καρδία του, διότι ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην. Τὸν ἐδέχθη αὐτὸς ὡς πατέρας τὸν υἱόν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου. καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ ἑλληνικά καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα καὶ ἐβεβαιώθηκα εἶναι καιρὸς

ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμε ὅλοι ζώνην δερματίνην καὶ νὰ τρώγωμεν ἀκρίδες καὶ ἄγριον μέλι· εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωὴν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγιναν, δὲν εἶδα τὸ παρόμοιον ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδῆ· προεῖδον μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἄν σεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς»9. Τὸ πάθος αὐτὸ τῆς πλεονεξίας, τῆς ἀλαζονείας τοῦ βίου ποὺ ἐταλαιπώρει τοὺς περισσοτέρους τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν τὸ ὁποῖον τοσοῦτον ἐδυσκόλευε τὸ ἔργον τοῦ Κυβερνήτου δυστυχῶς ταλανίζει καὶ σήμερον τὸν λαὸν μας.

Ἡ πνευματικότης του

Τέλος, ὁ Ἕλλην εὐπατρίδης Ἰ. Καποδίστριας ἐνεφορεῖτο ἀπὸ μίαν βαθεῖαν πνευματικότητα. Ἦτο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ἠγάπα τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν. Ὡμολόγει καὶ διεκήρυττε εὐθαρσῶς τὴν πίστιν του εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν. Εἰς ἐπιστολήν του (ἐν Αἰγίνῃ 13-1-1829) πρὸς τὸν Ἰππότην Κ. Ἐϋνάρδον γράφει: «Ἑγὼ δε τόσον ἀνακειμένως πέποιθα εἰς τὸν Κύριον, ὥστε οὐδ’ὁπωσοῦν φοβοῦμαι τὰ συμβησόμενα ἐκ τῶν ἐπ’ἀμφοτέροις πολιτευμάτων … καὶ οὕτως ὅμως δὲν ἀθυμῶ, ἀλλὰ καταναλίσκω τὰς δυνάμεις μου, πεποιθώς, ὡς καὶ ἀνωτέρω σὲ εἶπα εἰς Θεὸν καὶ εἰς τῆς προαιρέσεως μου τὸ καθαρὸν καὶ ἀνέγκλητον». Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης του καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνύστακτον αὐτοῦ μέριμναν διὰ τὴν πνευματικήν θωράκισιν τοῦ στρατεύματος. Πιστεύει εἰς τὴν θείαν δύναμιν καὶ τὸν θεῖον φωτισμόν τὰ ὁποῖα παρέχονται διὰ τῆς μυστηριακῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν στρατιωτικόν ἱερέα, τὸν συνταγματάρχην καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ τακτικοῦ στρατιωτικοῦ σὠματος εἰς Ναύπλιον (τὸ 1829) διὰ τὰς ἡμέρας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, νουθετεῖ ὡς ἑξῆς: «οἱ νῦν ἐν Ναυπλίῳ ἐφεδρεύοντες, θέλουσιν ἐκπληρώσῃ κατὰ τὴν ἐνεστῶσαν Τεσσαρακοστὴν τὰ χρέη τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πίστεως, τὰ τῆς ἐξομολογήσεως, λέγω καὶ μεταλήψεως, ἐν οἷς καὶ θέλετε τοῖς δώσῃ πᾶσαν τὴν πνευματικὴν ὑμῶν βοήθειαν καὶ παράστασιν, συμπαραινοῦντες ὡς πατὴρ εἰς τὴν στρατιωτικὴν νεολαίαν τὴν πρὸς τὴν πατρίδα πίστιν καὶ τὸ ἐπιεικὲς τῆς διαγωγῆς. Πόσας ἡμέρας θέλουσι νηστεύσῃ θέλετε τὸ ὁρίσῃ μετὰ τῆς γνώμης τοῦ ἀρχιερέως· ἡμεῖς δὲ φρονοῦμεν ὅτι ἀρκεῖ νὰ νηστεύσωσι μόνον τὴν πρώτην καὶ τελευταίαν ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτι δὲ τὴν ἑβδομάδα καθ’ ἥν κοινωνήσουσι καὶ τὰς Τετράδας καὶ Παρασκευάς. Νὰ πληροφορηθῆτε προσέτι ἄν συνηθίζωσι νὰ κάμνωσι καθ’ἐκάστην τὴν προσευχήν των. καὶ ἄν ὄχι νὰ τοὺς διδάξετε νὰ τὴν κάμνωσι. Κατὸπιν δὲ θέλομεν φροντίσῃ νὰ εἰσάξωμεν βαθμιαίως τὴν ἀνάγνωσιν τῶν προσευχῶν ἐν βιβλίοις τὰ ὁποῖα θέλομεν σᾶς δώσῃ νὰ διανείμετε εἰς τοὺς στρατιώτας». Θαυμάζει τις τὴν ἐργώδη προσπάθειαν, τὴν μέριμναν τοῦ Κυβερνήτου ὥστε ὁ νέος τακτικός Ἑλληνικός Στρατὸς νὰ εἶναι ἀξιόμαχος. καὶ διὰ νὰ εἶναι ἀξιόμαχος ἔπρεπε κατὰ τὸν πιστὸν Κυβερνήτην νὰ εἶναι καὶ φιλόχριστος.

Ὁ Ἰ. Καποδίστριας ἀποτελεῖ ἀπαράμιλλον πρότυπον πιστοῦ ἄρχοντος καὶ χριστιανοῦ πολιτικοῦ ἡγέτου. Ἀνεπιλήπτου ἡγέτου, ὅστις ἐκοπίασε καὶ εἰργάσθη ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος ὅσον οὐδείς ἄλλος πολιτικός τῶν νεωτέρων χρόνων. Διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος του ἔδωσε τὴν περιουσίαν του, συνεισέφερεν μὲ τὴν σοφίαν καὶ τὰς πολυτίμους γνώσεις του τὰ μέγιστα, καθὼς ἐπίσης συνέβαλεν κατὰ πολὺ μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ διπλωματικὴν του προσφορὰν. Ὑπέβαλε τὸν ἑαυτὸν του εἰς ἑκουσίας στερήσεις διάγων ζωὴν ἀπέριττον ἐν πάσῃ πτωχείᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ. Ἀνιδιοτελὴς, ἀφιλοχρήματος, λιτὸς. Ἐπίστευεν εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Ἐκκλησιάζετο τὰς Κυριακὰς λίαν πρωῒ ἀναγινώσκων τὸν ἑξάψαλμον. Προσηύχετο, ἐνήστευε, ἔζη βίον ἁγιοπνευματικὸν. Ἐθυσίασε τὴν ἐπαγγελματικὴν του καριέρα καὶ ἔμεινεν ἄγαμος διὰ νὰ νυμφευθῇ καὶ ὑπηρετήσῃ τὴν Ἑλλάδα τὴν ὁποίαν ἀπὸ νεότητος ἠγάπησεν.

Τὴν 27-9-1831 ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος ἔπεσεν μαρτυρικῶς καὶ ἡρωϊκῶς ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιστὸς Ἄρχων τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἅγιος τῆς πολιτικῆς, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Εἰς τὴν συνείδησίν μας ἀναγνωρίζεται ὡς ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἀνὴρ ἀκολουθῶν τοὺς ἁγίους χριστιανούς ἄρχοντας Κων/νον τὸν Μέγαν, Θεοδόσιον τὸν Μέγαν, Λέοντα τὸν Θρᾶκα, Λέοντα τὸν Σοφὸν, Ἰωάννην τὸν Βατάτζην.

1. Γ. Πιέρης, ὁ Ἰ. Καποδίστριας, Χρῆστος Λοῦκος, Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΤΑ ΝΕΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ σελ. 11

2. Γρ. Δαφνῆς. Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ σ. 255

3. Γεν. Ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάδος, ἔτος Δ’(1829) ἀρ. 88 (Σάββατον 28 Δεκεμβρίου) σ.σ. 349-350

4. Γεν. Ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάδος ἔτος Ε’(1830) ἀρ. 15, σ.58 καὶ ἔτος ΣΤ’(1831) παρ/μα τοῦ ἀρ. 17 σ.66.

5. Ἀρχεῖον Ἱ. Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Πόρου (Ἐπιστ. Καποδίστρια Ναύπλιον 21-9-1830)

6. Περιοδικὸν «Φωτεινή Γραμμή» τεῦχος 42 σ. 50

7. ΓΑΚ Φ. 255 ἔγγρ. Θ. 32-φ.2/σ. 1-3

8. Προφορικαὶ παραδόσεις.

9. Γ. Τερτσέτη Ἀπομνημονεύματα σ. 257-258