΄΄Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ΄΄

ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (4oς ἕ­ως 7ος)

 

Φλω­ρεν­τί­νας Μπε­ϊν­τουλ­λάι

Φι­λο­λό­γου Εἰ­δι­κῆς Ἀ­γω­γῆς

 

1. Εἰ­σα­γω­γὴ

Πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου ἦ­ταν γνω­στὸς ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς βί­ος σὲ πολ­λὲς θρη­σκεῖ­ες. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὅ­μως ἡ ἄ­σκη­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν Χρι­στι­α­νι­κή, για­τί καὶ οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ ὁ στό­χος.

Στὴν ἐρ­γα­σί­α μας αὐ­τὴ, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸν Χρι­στι­α­νι­κὸ καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να στὸν Ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­χι­σμό. Βέ­βαι­α τὸ θέ­μα εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξαν­τλη­θεῖ μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τό πό­νη­μα.

Ὁ ὅ­ρος μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος μὲ τὸν ὅρο ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή, για­τί ὁ μο­να­χὸς ἀ­σκεῖ­ται στὴν κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ὴ γιὰ νὰ φτά­σει στὴ θέ­ω­ση, τη­ρών­τας τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὸν ἴ­διο χρό­νο ποὺ κά­ποι­οι Χρι­στια­νοὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ἀ­γα­μί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, μά­λι­στα ἀ­πὸ τὶς Ἀ­πο­στο­λι­κὲς ἡ­μέ­ρες γιὰ νὰ γί­νουν μι­μη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι ἐ­νερ­γοῦ­σαν σύμ­φω­να μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (Α΄ Θεσ­. 2,17) ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­ναν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τὸν ἑ­αυ­τόν τους στὸν Χρι­στό, στὴ ζω­ὴ καὶ στὸ σω­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη συ­ναν­τοῦ­με τὴν τά­ξη τῶν παρ­θέ­νων, ἐ­κεί­νων δηλαδή τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­χαν ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν Χρι­στὸ ψυ­χο­σω­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἡ τά­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ πρό­δρο­μος τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου μο­να­χι­σμοῦ. Στὰ με­τα­πο­στο­λι­κὰ χρό­νια, μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου ποὺ εἶ­ναι χρό­νια δι­ωγ­μῶν, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης καὶ τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ, τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σης δηλαδή ἀ­πὸ τὶς πό­λεις, τὶς κοι­νό­τη­τες καὶ τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις στὶς ἐ­ρή­μους. Ση­μεί­ω­σε ἀ­μέ­σως μὲ τὴν ἔμ­φα­σή του τε­ρά­στια ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ προ­ώ­θη­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, εἶ­ναι ὁ ἀ­σκη­τι­σμός. Οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­οι ἰ­δι­ό­τρο­ποι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­πὸ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α βγῆ­καν ἀ­πὸ τὶς πό­λεις καὶ κα­τοι­κοῦ­ν μέ­σα σὲ με­ρι­κὰ Μο­να­στή­ρια, ἀλ­λὰ «οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ», κα­τὰ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «οἱ εὐ­αγ­γε­λι­κῶς ζῶν­τες» κα­τὰ τὸν Εὐά­γριο τὸν Πον­τι­κό, «οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς προ­αί­ρε­σης», κα­τὰ τὸν Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο, «οἱ συ­νε­χι­στὲς τῆς μαρ­τυ­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Συ­με­ὼν τὸν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, «ἡ κό­μη ποὺ κο­σμεῖ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅγιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ἐ­πει­δὴ νε­κρώ­θη­καν κα­τὰ κό­σμο καὶ δο­ξά­ζουν τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους με­τα­χρι­στι­α­νι­κοὺς αἰ­ῶ­νες πα­ρα­τη­ρή­θη­κε ἰ­σχυ­ρὸ ρεῦ­μα φυ­γῆς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ γιὰ λι­μά­νι κα­τα­φυ­γῆς προ­σφέ­ρον­ταν οἱ ἐ­ρη­μι­ὲς τῆς Νι­τρί­ας, τῆς Σκή­της, τοῦ Σι­νᾶ, τῆς Πα­λαι­στί­νης, τῆς Συ­ρί­ας καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τοῦ Πόν­του.

Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­φτα­σε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πὸ τὴ Συ­ρί­α. Τὸ πρῶ­το Μο­να­στή­ρι ἱ­δρύ­θη­κε τὸ 382 μ.Χ. καὶ ἡ μο­να­στι­κὴ ζω­ὴ γνώ­ρι­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἄν­θι­ση τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰ­ῶ­να μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας καὶ μί­ας σει­ρᾶς Αὐ­το­κρα­τό­ρων.

Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμίων ὄ­χι μό­νο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, ἀλ­λὰ καὶ τῶν οὐ­δε­τέ­ρων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων.

2. Λό­γοι φυ­γῆς στὴν ἔ­ρη­μο

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τὲς τῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ προσ­δι­ο­ρί­ζουν ὡς κυ­ρι­ό­τε­ρη αἰ­τί­α τὴ φυ­γὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἔ­ρη­μο, τοῦ δι­ωγ­μοῦ κα­τὰ τὰ μέ­σα τοῦ 3ου αἰ­ῶ­να καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 4ου. Ὅ­ταν οἱ δι­ωγ­μοὶ στα­μά­τη­σαν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ προ­τί­μη­σαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὴν ἔ­ρη­μο, ὄ­χι μό­νο γιὰ οἰ­κο­νο­μι­κοὺς λό­γους, ὅ­πως ἡ φτώ­χεια καὶ οἱ δυ­σβά­στα­χτοι φό­ροι, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γιὰ πνευ­μα­τι­κοὺς λό­γους. Πί­στευ­αν ὅ­τι ἡ ἐγ­κό­σμια ζω­ὴ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐμ­πό­διο στὴν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­ξέ­λι­ξη, ἐ­νῶ ἡ ζω­ὴ στὴν ἔ­ρη­μο θὰ τοὺς βο­η­θοῦ­σε νὰ πε­ρά­σουν στὰ τρί­α στά­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέ­ω­ση.

3. Μορ­φὲς μο­να­χι­σμοῦ

Ὁ κα­τ᾿ ἐξο­χὴν μο­να­χι­κὸς τύ­πος τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­κός. Στὴ συ­νέ­χεια, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται οἱ Λαῦ­ρες καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τὴ μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Κοι­νο­βί­ου. Ὁ ἀ­να­χω­ρη­τὴς ἀ­σκη­τεύ­ει στὴν ἔ­ρη­μο μό­νος του. Ἡ Λαύ­ρα εἶ­ναι πολ­λὲς Σκῆ­τες μα­ζὶ, μὲ ἑ­νια­ία μο­να­χι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ δι­οί­κη­ση. Μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἐν­δι­ά­με­ση μορ­φὴ μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς ἀ­νά­με­σα στὸν ἐ­ρη­μι­τι­σμὸ καὶ τὸ Κοι­νό­βιο.

Τὸ Κοι­νό­βιο εἶ­ναι ἕ­να ἑ­νια­ῖο συγ­κρό­τη­μα κτι­ρί­ων μὲ να­ό, τὸ γνω­στὸ Μο­να­στή­ρι, ὅ­που ζεῖ ἕ­νας με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς μο­να­χῶν. Οἱ Κοι­νο­βιά­τες βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ προ­ε­στῶ­τος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἐ­ρη­μί­τες ἔ­χουν τὸν Πνευ­μα­τι­κό τους Γέ­ρον­τα. Οἱ ἀ­να­χω­ρη­τὲς ζοῦν σχε­δὸν ἀ­πο­μο­νω­μέ­να σὲ σπή­λαι­ο σὲ πρό­χει­ρα Κελ­λιὰ ἢ καὶ πά­νω σὲ στύ­λους.

4. Ὁ πα­τὴρ τοῦ μο­να­χι­σμοῦ: Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος

Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ θε­με­λι­ω­τὴς τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀν­ταλ­λά­ξει τὰ γήι­να καὶ τὰ φθαρ­τὰ ἀ­γα­θὰ μὲ τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἄ­φθαρ­τα. Ἂν καὶ δὲν ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος μο­να­χὸς, οὔ­τε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος ὁ Θη­βαῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ στὴν ἔ­ρη­μο, ὡ­στό­σο ἄ­φη­σε ἔ­ξο­χο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ Μέ­γας Ἀν­τώνος γεν­νή­θη­κε τὸ 251 μ.Χ. στὴν Κό­μα τῆς Ἂ­νω Αἰ­γύ­πτου. Προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ πλού­σια οἰ­κο­γέ­νεια, ἀλ­λὰ μοί­ρα­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χούς. Γρή­γο­ρα ἀ­πο­σύρ­θη­κε στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Ἡ­ρα­κλου­πό­λε­ως καὶ με­τὰ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ ἕ­να ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τά­φο ὅ­που πο­λε­μή­θη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τοὺς δαί­μο­νες. Τὸ 285 μ.Χ. πέ­ρα­σε τὸν Νεῖ­λο καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Λυ­βι­κὴ ἔ­ρη­μο Πι­σπίρ, ὅ­που ἀ­σκή­θη­κε σκλη­ρὰ στοὺς δι­ά­φο­ρους πει­ρα­σμοὺς τῶν δαι­μό­νων γιὰ 20 χρό­νια. Σὲ ἡ­λι­κί­α 50 ἐ­τῶν ὁ Ἀν­τώ­νιος, με­τὰ ἀ­πὸ σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γῶ­να ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ἀ­πο­κτή­σει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη, τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ θε­ρα­πεύ­ει ἀρ­ρώ­στους. Στὸ δι­ωγ­μὸ τοῦ Μα­ξι­μι­λια­νοῦ τὸ 311 μ.Χ. πῆ­γε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μὲ σκο­πὸ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει. Ἐ­κεῖ στή­ρι­ξε τοὺς Χρι­στια­νούς, ἂν καὶ δὲν μαρ­τύ­ρη­σε.

Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­κι­νή­θη­κε πρὸς τὸ ὄ­ρος Κολ­ζίμ, ὅ­που ἔ­μει­νε ὡς τὸ 338 μ.Χ., ἐγ­κα­τα­λεί­πει ἔ­τσι τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἔ­ρη­μο γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, θρη­σκευ­τι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ὅ­που πῆ­γε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πα­ρά­κλη­ση τῶν Ἐπι­σκό­πων, συγ­κλο­νί­ζον­τας τὸν λα­ὸ μὲ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σα ἁ­γι­ό­τη­τά του. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ἔ­ρη­μο, δε­χό­ταν πλῆ­θος ἀ­πὸ ἐ­πι­σκέ­πτες ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ Αὐ­το­κρά­το­ρες. Πέ­θα­νε σὲ ἡ­λι­κί­α 105 χρο­νῶν τὸ 356 μ.Χ. Κα­τὰ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ρε­τὴ γιὰ τὸν μο­να­χὸ εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, για­τί τὸν βο­η­θᾶ νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο, νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει κα­λύ­τε­ρα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νει σω­στὰ τὴν ἄ­σκη­σή του. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ μέ­γι­στη τῶν ἀ­ρε­τῶν εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, δι­ό­τι ὁ­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νει κα­νεὶς τὴν ἀ­λή­θεια, νὰ κρί­νει μὲ δι­και­ο­σύ­νη, νὰ ἀ­πο­φα­σί­ζει καὶ νὰ ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον.

5. Πα­χώ­μιος, ἱ­δρυ­τὴς τοῦ Κοι­νο­βί­ου

Ὁ Πα­χώ­μιος ἐγ­και­νί­α­σε τὴν κοι­νο­βια­κὴ ζω­ὴ πρῶ­τος στὴν ἄ­νω Αἴ­γυ­πτο, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α. Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 290 μ.Χ. στὴν Λα­τό­πο­λη τῆς Αἰ­γύ­πτου. Μα­θή­τευ­σε κον­τὰ στὸν Ἀ­σα­ΐ­τη Πα­λα­μῶνα ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­δά­χθη­κε αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α, ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἐρ­γα­σί­α καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ ἀ­πὸ 10 χρό­νια ἕ­να ὅ­ρα­μα τὸν ὁ­δή­γη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει Μο­να­στή­ρι στὸ Τα­βέν­νη­σι, ἕ­να ἔ­ρη­μο χω­ριὸ κον­τὰ στὸν Νεῖ­λο, ὅ­που συγ­κεν­τρώ­θη­καν 100 μο­να­χοὶ σὲ αὐ­τό. Αὐ­τὸ, τὸν πα­ρα­κί­νη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει 11 Μο­να­στή­ρια ἀ­πὸ τὸ 320 ὡς τὸ 345 μ.Χ. Ὁ κα­νό­νας τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου ποὺ ἄ­φη­σε ὁ Πα­χώ­μιος βα­σί­ζε­ται στὴν ἀ­πο­τα­γή, τὴν ἄ­σκη­ση, τὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Οἱ μο­να­χοὶ ζοῦ­σαν ὁ­μα­δι­κά, ἐρ­γά­ζον­ταν, προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν μα­ζί. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ ἦ­ταν πο­λὺ ση­μαν­τι­κή. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τό­σοι ἄν­θρω­ποι ὀρ­γα­νώ­θη­καν σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα, ἑ­νό­τη­τα καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Με­τὰ ἀ­πὸ τὸν Ἀν­τώ­νιο καὶ τὸν Πα­χώ­μιο τὸ μο­να­χι­κὸ καὶ τὸ Κοι­νο­βια­κὸ πρό­τυ­πο συν­δυ­ά­στη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους.

6. Νέ­ος τύ­πος μο­να­στη­ριοῦ, ἡ Λαύ­ρα

Ἡ Λαύ­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­κε στὴν Πα­λαι­στί­νη καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν εἰ­δι­κὸ τύ­πο Μο­να­στη­ριοῦ μὲ με­ρι­κὰ ξε­χω­ρι­στὰ Κελ­λιὰ ἢ σπή­λαι­α γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­ναν κοι­νὸ οἶ­κο. Σὲ αὐ­τὰ τὰ Κε­λλιὰ κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­ρη­μί­τες ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν γιὰ κοι­νὴ λα­τρεί­α τὰ Σάβ­βα­τα καὶ τὶς Κυ­ρια­κές.

Στὴ Συ­ρί­α καὶ στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸς στὰ χρό­νια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Σύ­ρος πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Ἐ­φραὶμ ὁ Σύ­ρος ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ Νι­σί­βη τῆς Με­σσο­πο­τα­μί­ας τὸ 306 μ.Χ. Νέ­ος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν κό­σμο, μα­θη­τὴς τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τῆ ἁγί­ου Ἰ­α­κώ­βου. Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ χά­ρι­σε πο­λὺ νω­ρὶς τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὸν ἁ­για­σμὸ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα χω­ρὶς νὰ σπου­δά­σει τὴν κο­σμι­κὴ σο­φί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀ­πέ­κτη­σε τὴ θεί­α σο­φί­α καὶ τὸ δι­δα­σκα­λι­κὸ χά­ρι­σμα. Tό 363 μ.Χ. ὅ­ταν ἡ Νι­σί­βη ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια τῶν Περ­σῶν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ κα­τέ­φυ­γαν στὴν Ἔ­δεσ­σα τῆς Συ­ρί­ας. Μα­ζί τους πῆ­γε καὶ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραὶμ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἄ­νοι­ξε δι­δα­σκα­λεῖ­ο ὅ­που δί­δα­σκε τὴν πί­στη καὶ τὴν εὐ­σέ­βεια. Σὲ αὐ­τὸ φοί­τη­σαν πολ­λοὶ Ἐ­δεσ­σια­νοὶ ποὺ ἀ­να­δεί­χθη­καν σπου­δαῖ­οι δι­δά­σκα­λοι τῆς Συ­ρια­νῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ὅσιος ἀ­γω­νί­στη­κε καὶ κο­πί­α­σε γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη πο­λε­μών­τας μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς αἱ­ρέ­σεις τοῦ Ἄ­ρει­ου καὶ τοῦ Βαρ­δι­σα­νοῦ. Δι­α­κό­νη­σε μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τοὺς Ἐ­δεσ­σια­νοὺς στὸ με­γά­λο λι­μὸ τοῦ 372 μ.Χ. Ὁ Ἐ­φραίμ, ὁ δι­ά­κο­νος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, κα­τέ­στη­σε τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἄ­ξιο νὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

Αὐ­τὸς λοι­πόν, ἀ­φοῦ βά­δι­σε ἐ­πά­ξια τὴν ὁ­δὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος χω­ρὶς νὰ ξε­φύ­γει κα­θό­λου ἀ­πὸ τὴν εὐ­θεί­α ὁ­δό, κα­τα­ξι­ώ­θη­κε νὰ λά­βει τὸ χά­ρι­σμα τῆς φυ­σι­κῆς γνώ­σε­ως, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­δέ­χε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ ἔ­σχα­τη μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­φοῦ ἄ­σκη­σε πάν­το­τε στὸ ἔ­πα­κρο τὴν ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ἐ­ποι­κο­δο­μών­τας συ­νε­χῶς μὲ αὐ­τὴν γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἐ­κεί­νους ποὺ πή­γαι­ναν σὲ αὐ­τόν, ἀρ­γό­τε­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ Κε­λλί του γιὰ τὸν ἑ­ξῆς λό­γο: ὅ­ταν ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴν πό­λη τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, νοι­ώ­θον­τας αὐ­τὸς ὁ ζη­λω­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ με­γά­λη συμ­πό­νια γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐ­παρ­χί­ας ποὺ πέ­θα­ναν ἀ­πὸ τὴν πεί­να, πῆ­γε στοὺς πλού­σιους καὶ τοὺς εἶ­πε: «Γιὰ ποι­ὸ λό­γο δὲν ἐ­λε­εῖ­τε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ ἀ­φή­νε­τε τὸν πλοῦ­το σας νὰ σα­πί­ζει πρὸς κα­τα­δί­κη τῶν ψυ­χῶν σας;». Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε, ἀ­φοῦ σκέ­φτη­καν τά­χα σω­στά, εἶ­παν στὸν Ἅγιο: «δὲν μπο­ροῦ­με κα­νέ­ναν νὰ ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τοὺς πει­να­σμέ­νους προ­σφέ­ρον­τας ψω­μί. Για­τί ὅ­λοι ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τὴν εὐ­και­ρί­α». Ἀ­παν­τᾶ ὁ ἐ­νά­ρε­τος αὐ­τός: «Τί γνώ­μη ἔ­χε­τε γιὰ μέ­να, πῶς σᾶς φαί­νο­μαι;». «Σὲ θε­ω­ροῦ­με ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ». «Ἂν μὲ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­τσι, ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε σὲ μέ­να τὴν φρον­τί­δα τῶν πει­να­σμέ­νων». Πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χε τὴν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων.

7. Ὁ Ἡ­συ­χα­σμός, ἐμ­πνευ­στὴς ἑ­νὸς με­γά­λου Πα­τέ­ρα

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τὸ 357 μ.Χ. τα­ξί­δε­ψε στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α, Συ­ρί­α, Πα­λαι­στί­νη καὶ Αἴ­γυ­πτο μὲ σκο­πὸ νὰ με­λε­τή­σει τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς ἀ­σκή­σε­ως γιὰ νὰ δι­α­λέ­ξει τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη. Γιὰ τὸν ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸ κα­τέ­λη­ξε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἂν καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος δὲν θὰ βο­η­θᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ βελ­τι­ω­θοῦν μέ­σα ἀ­πὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ συμ­βου­λές. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πέ­λε­ξε τὸν Κοι­νο­βια­κὸ μο­να­χι­σμὸ, ἀλ­λὰ δι­έ­κρι­νε ὅ­τι οἱ οἶ­κοι τοῦ Με­γά­λου Πα­χω­μίου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λοι γιὰ νὰ ἐ­πι­τη­ρη­θοῦν σω­στά. Ἵ­δρυ­σε μί­α κοι­νό­τη­τα με­τρί­ου με­γέ­θους καὶ αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸν κα­νό­να σὲ ὅ­λη τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἂν καὶ θε­ω­ρεῖ­ται κοι­νω­νι­κὸς πα­τήρ, ὅ­μως ἔ­χει βα­θύ­τα­τες ἐμ­πει­ρί­ες τῆς νη­πτι­κῆς καὶ ἡ­συ­χα­στι­κῆς ζω­ῆς. Το­νί­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς ἡ­συ­χί­ας τοῦ νοῦ γιὰ νὰ προ­σα­να­το­λι­στεῖ πρὸς τὸν Θε­ό. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι οἱ μο­να­χοὶ πρέ­πει νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν ἕ­να πρό­γραμ­μα ἡ­με­ρή­σιας ζω­ῆς κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­μνοῦν συ­νε­χῶς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ δι­ά­φο­ρες ἐρ­γα­σί­ες. Ἔ­τσι συν­δυ­ά­ζε­ται ἡ θε­ω­ρί­α καὶ ἡ πρά­ξη, ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ ὑ­πα­κο­ή.

8. Ψυ­χω­φε­λεῖς δι­η­γή­σεις γιὰ τοὺς ἀ­σκη­τὲς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων

Τὸ κε­φά­λαι­ο αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἱ­ε­ρὴ θε­ω­ρί­α καὶ στὴν πρα­κτι­κὴ ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται σὲ δι­ά­φο­ρες δι­η­γή­σεις τῶν τρι­ῶν ἔρ­γων ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­καν τὸν 5ο καί 7ο αἰ­ῶ­να. Τὰ ἔρ­γα αὐ­τὰ εἶ­ναι: Ἡ κα­τ᾿ Αἴ­γυ­πτον τῶν μο­να­χῶν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ ἀ­νώ­νυ­μο συγ­γρα­φέ­α. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Παλ­λα­δί­ου καὶ τὸ Λει­μω­ναρίου τοῦ Μό­σχου. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἔ­λα­βε τὸ ὄ­νο­μά της ἀ­πὸ τὸν Λαῦ­σο τὸν θα­λα­μη­πό­λο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Β΄ ἢ Κου­βι­κου­λά­ριο, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται τὸ ἔρ­γο.

Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν μο­να­χῶν τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­νε­ται σὲ ἁ­δρὲς γραμ­μὲς μί­α σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φὴ 5 ὀ­νο­μα­στῶν μορ­φῶν τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ Ἀ­πολ­λώς, ὁ Παῦ­λος καὶ κά­ποι­οι ἀ­να­χω­ρη­τὲς τῆς Νι­τρί­ας. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμί­ων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων. Ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς τα­πεί­νω­σης, τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νῆς ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τοὺς ἀ­σκη­τές.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ δό­θη­κε στοὺς Ἁγί­ους Πα­τέ­ρες Μα­κά­ριο τὸν Αἰ­γύ­πτιο καὶ Μα­κά­ριο ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ὑ­πάρ­χουν στὸ Λαυ­σα­ϊ­κό. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­σκη­τὲς ξε­χω­ρί­ζουν γιὰ τὰ πολ­λὰ θαύ­μα­τα πά­νω στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὴν κτί­ση, κα­θὼς ζοῦ­σαν μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ή. Ἀ­ξι­ώ­θη­καν τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος καὶ τῆς νί­κης τους κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων.

Δι­α­κρί­θη­καν γιὰ τὴν με­τά­νοι­α, ποὺ εἶ­ναι μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν. Ἦ­ταν πα­ρά­δειγ­μα με­γά­λης ἐγ­κρά­τειας καὶ ὑ­περ­βο­λι­κῆς πε­νί­ας. Οἱ ἀ­σκη­τὲς ἦ­ταν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸ λό­γο ζοῦ­σαν στὴν προ­α­δα­μι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἄ­γρια θη­ρί­α ἦ­ταν ἤ­ρε­μα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὑ­πο­τα­γῆς ποὺ εἶ­χαν τὰ θη­ρί­α στοὺς ἀ­σκη­τὲς, εἶ­ναι ἡ πε­ρί­φη­μη ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Γε­ρά­σι­μο μὲ τὸ λι­ον­τά­ρι.

9. Ἄν­θη τοῦ Κοι­νο­βί­ου καὶ τῆς ἐ­ρή­μου

Σὲ αὐ­τὸ τὸ κε­φά­λαι­ο, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στοὺς ἑ­ξῆς ἐ­ρη­μί­τες: Μα­κά­ριος ὁ Αἰ­γύ­πτιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­στη­κε παι­δα­ρι­ο­γέ­ρων. Σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ με­τα­νοί­ας ἔ­φτα­σε ἕ­νας με­γά­λος ἀ­να­χω­ρη­τὴς τῆς Σκή­της, ὁ Μω­ϋ­σῆς ὁ Αἰ­θί­ο­πας. Στὰ Κελ­λιὰ ἀ­σκή­θη­κε ὁ Εὐά­γριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κι­νών­τας ὡς ἀ­να­γνώ­στης με­τὰ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­πέ­τει­ες ἔ­δω­σε τὸν ὅρ­κο τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­να­χω­ρών­τας γιὰ τὸ ὄ­ρος τῆς Νι­τρί­ας ὅ­που ἔ­λα­βε πολ­λὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε δει­νὸς συγ­γρα­φέ­ας.

Στὸ ὄρος τῆς Νι­τρί­ας ξε­χώ­ρι­ζαν ὁ Ἀμ­μούν καὶ Παμ­βώ. Ὁ Ἀμ­μούν ἔ­ζη­σε ζω­ὴ παρ­θε­νί­ας με­τὰ ἀ­πὸ κοι­νὴ ἀ­πό­φα­ση μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του. Ἔ­πει­τα ἀ­σκή­τε­ψε στὴν Νι­τρί­α ὅ­που ἔ­φτα­σε σὲ ὑ­ψη­λὰ μέ­τρα ἀ­ρε­τῆς.

Ὁ Παμ­βώ εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­ας.

Ἡ ζω­ὴ στὸ Κοι­νό­βιο ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀρ­χί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α της μὲ τὸν ἱ­δρυ­τὴ της τὸν Πα­χώ­μιο, ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς φυ­σι­ο­γνω­μί­ες. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν ὁ Ἀ­πολ­λώς, πα­τέ­ρας 500 μο­να­χῶν μο­λο­νό­τι εἶ­χε με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου του ἔ­κα­νε πολ­λοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ πι­στέ­ψουν στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Πολ­λὰ Μο­να­στή­ρια ἵ­δρυ­σε ἕ­νας ἄλ­λος Κοι­νο­βιά­της, ὁ Ὤρ. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος νου­θετοῦσε 1.000 μο­να­χοὺς–ὑ­πο­τα­κτι­κοὺς ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ταν γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους κά­νον­τας πολ­λὰ θαύ­μα­τα καὶ θε­ρα­πεῖ­ες.

Ἐ­πι­πλέ­ον τὸ χά­ρι­σμα τῶν θαυ­μά­των ἔ­λα­βε καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δο­σί­ου στὴ Σκό­πε­λο.

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἄν­δρες ἀ­σκη­τὲς στὸ Κοι­νό­βιο, δι­α­κρί­θη­καν καὶ γυ­ναῖ­κες ἀ­σκή­τρι­ες. Δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα τέ­τοι­ων ἀ­σκη­τρι­ῶν, εἶ­ναι ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα καὶ ἡ μα­θή­τριά της ἡ Τα­ώρ.

Ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα κα­θο­δη­γοῦ­σε πνευ­μα­τι­κὰ 60 μο­να­χές. Μὲ τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη της. Ἔ­φτα­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­πά­θειας.

10. Ἀ­σκη­τι­κὲς ἀ­κρό­τη­τες

Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὲς μορ­φὲς τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ ποὺ πα­ρα­τη­ρή­θη­καν στὴν Συ­ρί­α λό­γῳ τοῦ κα­τάλ­λη­λου τό­που καὶ κλί­μα­τος. Οἱ μορ­φὲς αὐ­τὲς εἶ­ναι ἔγ­κλει­στοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦ­σαν σὲ θο­λω­τὰ κα­λυ­βά­κια, σπη­λι­ές, τά­φους ἢ σὲ τρύ­πες στὴ γῆ. Σὲ τέ­τοι­ες ἐγ­κλεῖ­στρες ἐρ­γά­ζον­ταν τὰ δι­α­κο­νή­μα­τά τους καὶ προ­σεύ­χον­ταν. Οἱ βο­σκοὶ πε­ρι­φέ­ρον­ταν γυ­μνοὶ στίς ἐ­ρη­μι­ὲς καὶ γιὰ τρο­φὴ τους ἔ­τρω­γαν χόρ­τα.

Στυ­λί­τες ἢ κι­ο­νί­τες.

Ζοῦ­σαν ἐ­πά­νω σὲ στύ­λους, ἐ­νῶ οἱ δεν­δρί­τες ἀ­σκή­τε­ψαν στὰ δέν­τρα.

Σκη­τι­ῶ­τες.

Ἡ σα­λό­τη­τα διὰ Χρι­στὸν, ἦ­ταν καὶ αὐ­τὴ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς αὐ­στη­ροὺς τρό­πους ζω­ῆς τῶν ἀ­σκη­τῶν. Φο­ροῦ­σαν κου­ρε­λι­α­σμέ­να ροῦ­χα, ὑ­πο­κρί­νον­ταν τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους ἢ σα­λοὺς καὶ δὲν ἔ­χα­ναν εὐ­και­ρί­α νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τοὺς ἄλ­λους.

11. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὲς σκέ­ψεις

Ἡ μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πλευ­ρὰ προ­σπά­θεια, πά­λη, ἐ­πι­μο­νή, ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης θέ­λη­σης. Πρέ­πει νὰ κρα­τᾶ­με σὲ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, χω­ρὶς τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς τὴν ἑ­κού­σια συ­νερ­γα­σί­α μας οὔ­τε ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τί­πο­τα.

Ἡ θέ­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­α­στι­κὸς ὅρος, για­τί δί­χως αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει τί­πο­τα. Ἡ σω­τη­ρί­α μας ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν σύγ­κλι­ση δύ­ο πα­ρα­γόν­των ποὺ εἶ­ναι ἄ­νι­σοι ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α, ἀλ­λὰ καὶ οἱ δύ­ο ἀ­πα­ραί­τη­τοι. Θε­ϊ­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τα­πό­κρι­ση. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα πιὸ ση­μαν­τι­κὸ, ἀλ­λὰ καὶ ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­πα­ραί­τη­τη.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα