Ἀπεστάτησεν ἡ Ἐκκλησία; Κριτική εἰς μίαν κακόδοξον και βλάσφημον θέσιν

 
Πρωτ.  Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου
 
 

Μία ἀπό τίς πλέον διαδεδομένες καί κοινές θέσεις, πού ὑποστηρίζουν οἱ διάφορες αἱρετικές κινήσεις (Ἀντβεντιστές Ζ΄ Ἡμέρας, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανοί, Παγκόσμια Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κ.ἄ.) εἶναι καί ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι ἀπό τά χρόνια ἰδίως τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ Ἐκκλησία ἀποστάτησε, πλανήθηκε, νόθευσε τήν ἀρχική καθαρότητα τοῦ Εὐαγγελίου καί υἱοθέτησε ἀντιευαγγελικές διδασκαλίες καί πρακτικές.

Τό ἐπιχείρημα, ἄν και εἶναι κακόδοξο καί βλάσφημο τόσο ὡς πρός τήν σύλληψή του ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενό του εἶναι κοινό στίς διάφορες αἱρετικές κινήσεις καί πολύ χρήσιμο γιά τούς σκοπούς τους.  Εἶναι ἕνα εἶδος ψευδεπίγραφου ἀνιστόρητου ἄλλοθι, πού ἐξυπηρετεῖ κάθε αἱρετική κίνηση, πού τό χρησιμοποιεῖ, νά δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξή της ἤ διάφορες κακοδοξίες της.

Αὐτοδιαφημίζονται, ὅτι ἀποτελοῦν αὐθεντικές ἐκφράσεις τοῦ ἀρχέγονου χριστιανισμοῦ καί ὅτι διατηροῦν ἀναλλοίωτο τό Εὐαγγέλιο ἀπό τίς ὑποτιθέμενες μεταγενέστερες προσθῆκες πού εἰσήγαγαν ἀποστάτες ἱερωμένοι. Ἄλλες χρησιμοποιοῦν τόν κακόδοξο καί βλάσφημο ἰσχυρισμό περί ἀποστασίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά δικαιολογήσουν τήν παρουσία τοῦ προσδιορισμοῦ «ἀποστολική» στήν ὀνομασία τους μαζί μέ διάφορες ἄλλες δοκησίσοφες δικαιολογίες.

Ἔτσι ἀντιλαμβανόμαστε γιατί ὅλες οἱ νεώτερες αἱρετικές κινήσεις ἰσχυρίζονται, ὅτι ἀποτελεῖ κάθε μία τήν μοναδική αὐθεντική Ἐκκλησία ἐπί τῆς γῆς. Ὁ αἱρετικός καί παράλογος αὐτός ἰσχυρισμός ἀναδεικνύει ταυτοχρόνως καί ἕνα ἄλλο θεμελιώδες γνώρισμα αὐτῶν τῶν κινήσεων γιά τό πόσο προβληματικός εἶναι ὁ τρόπος, πού κατανοοῦν καί ἑρμηνεύουν τόν ὅρο Ἐκκλησία.

Ἀπουσιάζει ὁλότελα ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις ἡ κατανόηση, ἡ αἴσθηση τοῦ πλούτου καί τοῦ βάθους τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ.

Σʼ αὐτές ἔχει, κατά τρόπο παραμορφωτικό, ἀντικατασταθεῖ ἡ θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κατανόησή του ἁπλῶς ὡς μιᾶς κοινότητας πιστῶν, ἕνα εἶδος, δηλαδή, σωματείου εὐσεβῶν. Ἡ διαφορά ὅμως μεταξύ Σώματος Χριστοῦ καί κάποιου σωματείου πιστευόντων (πῶς ἆραγε;) στόν Χριστό εἶναι τεράστια.

Ἄς ἀξιολογήσουμε ὅμως ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς τόν ἰσχυρισμό τῶν αἱρέσεων περί ἀποστασίας τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, καί ὄχι ὡς κάποιο θρησκευτικό σωματεῖο, δέν μπορεῖ ποτέ νά πλανηθεῖ καί νά ἀποστατήσει. Γιατί; Μᾶς ἀπαντᾶ ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποστατήσει καί νά πλανηθεῖ γιατί εἶναι στό διηνεκές ὀντολογικά και ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό πρόσωπο του Χριστοῦ (Ματθ.16, 18) καθώς αὐτός ἀποτελεῖ κεφαλή τοῦ Σώματός της (Ἐφεσ. 5, 23. Κολ. 1, 18. 1, 24).

Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποστατήσει καί νά πλανηθεῖ γιατί ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι:

α) «ἁγία καί ἄμωμος»«μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων (Ἐφεσ. 5, 27), β) «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄.Τιμ. 3, 15), γ) εἶναι μονίμως παρόν στή ζωή της καί καθοδηγεῖται ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού εἶναι « τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καί τήν ὁδηγεῖ, κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου, «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. 16, 13).

Τήν πραγματικότητα αὐτή τήν προσδιορίζει κατά τρόπο μοναδικό ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία: «μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια. Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί» (Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, 3).

Ἀφοῦ εἴδαμε γιατί εἶναι κακόδοξος καί ἀντιγραφικός ὁ ἰσχυρισμός τῶν διαφόρων αἱρετικῶν κινήσεων ὅτι ἀπό μία ἱστορική ἐποχή καί μετά ἡ Ἐκκλησία δῆθεν ἀποστάτησε καί πλανήθηκε, νά δοῦμε γιατί αὐτός ὁ ἰσχυρισμός εἶναι καί βλάσφημος.

Εἶναι βλάσφημος γιατί παρουσιάζει τόν Χριστό νά ψεύδεται(!). Ἄν ἡ Ἐκκλησία πλανήθηκε καί ἀποστάτησε τότε σημαίνει:
i) ὅτι ὑπερίσχυσε τῆς Ἐκκλησίας ὁ Διάβολος καί δέν ἀληθεύουν οἱ λόγοι Του, ὅτι « πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18),
 ii) δέν ἀληθεύουν οἱ λόγοι Του, «ἰδού ἐγώ μεθʼ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20) ἀφοῦ τήν ἐγκατέλειψε καί ἔπεσε σέ ἀποστασία
καί γ) iii) δέν ἀληθεύουν οἱ λόγοι Του, ὅτι θά τήν ὁδηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. 16, 13).

Ἡ βλασφημία ὅμως ὅτι ὁ Χριστός ψεύδεται, φυσική συνέπεια ἰσχυρισμοῦ διαφόρων αἱρετικῶν κινήσεων, μόνο ὡς καρπός καί γνώρισμα δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως μπορεῖ νά θεωρηθεῖ. Γιά μία ἀκόμη φορά ἀποδεικνύεται, ἐν προκειμένῳ, ἐπίκαιρος ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζοντας ὅ λη τήν πατερική ἐκκλησιαστική παράδοση ὑπογραμμίζει ὅτι: «Ὁ καθηγητής πασῶν τῶν αἱρέσεων ἐ στιν ὁ διάβολος» (Κατά Ἀποτακτικῶν, 2).

 

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1986 2 Αὐγούστου 2013

https://www.entaksis.gr