Το μνημειακό αυτό σύνολο κοσμούσε το σπίτι του ζωγράφου και αποτοιχίστηκε με χορηγία των αδελφών Βασίλη και Νίκου Γουλανδρή εις μνήμην του αδελφού τους Κωνσταντίνου. Είναι ένα επιβλητικό σύνολο, στην εκτέλεση του οποίου συνέδραμαν οι μαθητές του Κόντογλου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος. Και είναι σημαντικό, γιατί ο ζωγράφος το φιλοτέχνησε για τον εαυτό του, δεν υπήρχε λοιπόν κανένας εξωτερικός προσδιορισμός. Έκανε αυτό που του άρεσε και πράγματι αυτό το έργο ισοδυναμεί με εξομολόγηση, με μαρτυρία.
Ο τοίχος έχει χωριστεί με κόκκινες ταινίες, αρχιτεκτονικά οργανωμένες, σε εικονογραφικές ζώνες και πίνακες. Κάθε χώρος περιέχει άλλη σκηνή. Αυτή τη διάταξη την είχε μελετήσει στη διακόσμηση των μεταβυζαντινών ναών. Εξάλλου ο Κόντογλου ήταν και σημαντικός εικονογράφος ναών. Στο κάτω μέρος ζωγραφίζει ένα λευκό πτυχωμένο παραπέτασμα, όπως ακριβώς έκαναν συχνά και οι βυζαντινοί στις εκκλησιές τους. Στην επάνω ζώνη, μέσα σε στρογγυλά μετάλλια, τοποθετεί το πάνθεόν του: όλους δηλαδή τους συγγραφείς και ζωγράφους που θαύμαζε, ξεκινώντας από τον Όμηρο, τον Πυθαγόρα, τον Ηρόδοτο και τον Πλούταρχο, παρεμβάλλοντας τους βυζαντινούς ζωγράφους Πανσέληνο και Θεοφάνη, ως τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.
Όλοι έχουν απεικονιστεί σαν βυζαντινοί ασκητικοί άγιοι. Τα μετάλλια είναι δεκατέσσερα και αξίζει να διαβάσει κανείς τις υπογραφές που συνοδεύουν κάθε μορφή, για να δει ποια ήταν τα πρότυπα των δημιουργών που θαύμαζε ο Κόντογλου. Στο υπέρθυρο είχε απεικονίσει, πάντα με τη βυζαντινή τεχνοτροπία, την οικογένειά του: τον εαυτό του, τη γυναίκα του Μαρία και τη μοναχοκόρη του Δεσπούλα. Δεξιά και αριστερά έχει ζωγραφίσει τον ήλιο και τη σελήνη, όπως έκαναν οι βυζαντινοί αγιογράφοι.
Στους υπόλοιπους πίνακες ο Κόντογλου έχει ζωγραφίσει με φαντασία και με σουρεαλιστική, θα έλεγα, ελευθερία τις σκηνές που στοίχειωναν τη φαντασία του και που έχει περιγράψει στα υπέροχα αφηγήματά του: “”Ο ευτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ””, “”Οι Ολλανδοί”” θαλασσοπόροι που γειτονεύουν με τους “”Ανθρωποφάγους”” της Καραϊβικής· στη διπλανή σκηνή ο ευφάνταστος δημιουργός απεικονίζει τον βιβλικό “”Κατακλυσμό””, εμπνεόμενος από τον εικονογραφικό τύπο των Αγίων Σαράντα. Αριστερά από την πόρτα απεικόνισε το “”Φακίρη της Ινδίας”” σαν ασκητή άγιο, ενώ στον μεγάλο πίνακα που αφήνουν ανάμεσά τους οι δύο πόρτες έβαλε να συγκατοικήσουν, παραβιάζοντας κάθε λογικό κανόνα χώρου και χρόνου, έναν “”Αϊβαλιώτη καπετάνιο”” που στέκεται ανάμεσα σε έναν “”Άγριο της Ιάβας”” και έναν “”Άγριο της Βραζιλίας””. Προσέξτε τα εξωτικά ζώα και ζωύφια, που συνοδεύονται από το όνομά τους κάτω στο έδαφος. Ο Κόντογλου υπήρξε μοντέρνος και σουρεαλιστής με τον δικό του τρόπο. Η βυζαντινή τεχνική, το κωδικοποιημένο σχέδιο στην απόδοση του σώματος, το πλάσιμο με τα επάλληλα στρώματα –από τον προπλασμό ως τα σαρκώματα και τα φώτα– τα βυζαντινά χρώματα –ώχρες, σιένες, καστανά, λευκά, κιννάβαρι για το κόκκινο– ενοποιούν αυτά τα ετερόδοξα παράξενα πλάσματα που συγκατοικούν στο «φανταστικό μουσείο» του ζωγράφου και στον τοίχο ατου σπιτιού του. Ένας κόσμος γοητευτικός, γνώριμος και μαζί εξωτικός. Ο χαμένος παράδεισος της Ανατολής του Φώτη Κόντογλου.