Γράφει ο Δημήτριος Σπηλιώτης, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ
- Στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Προβλέποντας ο συνταγματικός νομοθέτης ότι επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία είναι η Ορθοδοξία, ασφαλώς και δεν αρκείται μόνο στη διαπίστωση ότι η μεγάλη πλειονότητα του Ελληνικού λαού πρεσβεύει το Ορθόδοξο δόγμα, όπως επιμένει να δέχεται η κρατούσα γνώμη. Αναδεικνύει ταυτοχρόνως πολύ πιο ουσιαστικές έννοιες, μερικές από τις οποίες είναι καιρός να αντικρίσουμε.
- Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ των όρων θρησκεία και Εκκλησία. Γνωρίζει δηλαδή ότι θρησκεία είναι η αντίληψη περί Θεού και οι σχετιζόμενες με αυτήν μεταφυσικές και ηθικές παραστάσεις, προς τις οποίες ο άνθρωπος συνδέεται με την πίστη, ενώ η Εκκλησία είναι, σύμφωνα με την κρατούσα Πατερική Θεολογία, Θεανθρώπινος Οργανισμός, ήτοι σώμα Χριστού. Γνωρίζει, με άλλα λόγια, ότι η θρησκεία δηλώνει την κίνηση του ανθρώπου προς το θείο, ενώ η Εκκλησία εκφράζει την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Γνωρίζει συναφώς ότι ο Χριστιανισμός παρουσιάστηκε στην ιστορία ως Εκκλησία και όχι ως θρησκεία (βλ Γεώργιου Πατρώνου «Χριστιανισμός: Εκκλησία ή θρησκεία;», Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιερόθεου ‘‘Θρησκεία και Εκκλησία’’). Γνωρίζει περαιτέρω ότι η θρησκεία εν πολλοίς είναι ασθένεια, η οποία συνίσταται κυρίως στο ότι, ενώ, κατά την κυρίαρχη Ορθόδοξη Παράδοση, υπάρχει διαφορά μεταξύ νοεράς ενέργειας και λογικής ενέργειας της ψυχής του ανθρώπου [η νοερά ενέργεια κινείται στον χώρο της καρδιάς, ενώ η λογική ενέργεια φανερώνεται στην περιοχή του εγκεφάλου], στη θρησκεία (όπου ταυτίζεται το κτιστό με το άκτιστο) η νοερά ενέργεια υποδουλώνεται στη λογική ενέργεια, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να γίνεται ειδωλολάτρης και δούλος του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι από αυτό προέρχονται τα νοήματα του εγκεφάλου (βλ π. Ιωάννη Ρωμανίδη ‘‘Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της’’). Γνωρίζει δε ότι η Εκκλησία θεραπεύει τη νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου με την πατερική ψυχοθεραπευτική αγωγή της (βλ Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιερόθεου «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ»).
- Εκφραζόμενος καταχρηστικά, με τον όρο «επικρατούσα θρησκεία» ο συνταγματικός νομοθέτης εκλαμβάνει κατ’ αρχήν την Ορθοδοξία ως τη μόνη αληθινή «θρησκεία», η οποία επαληθεύεται με τον βίο των θεουμένων της και τα θαύματα που επιτελούνται καθημερινά από τον Ιησού Χριστό και τους αγίους Του, οι δε κατηγορίες και τα δόγματά της αποτελούν την αλήθεια της Εκκλησίας, (αλήθεια) την οποία ενστερνίζεται η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων. Ουδόλως κωλύεται ο συνταγματικός νομοθέτης να εκλαμβάνει την Ορθοδοξία κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεδομένου άλλωστε ότι το Σύνταγμα, σύμφωνα με το προοίμιό του, τέθηκε και ισχύει «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και ότι, εξάλλου, η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους νοείται μόνο στο επίπεδο της νομοθέτησης συγκεκριμένων ρυθμίσεων και όχι στον τρόπο με τον οποίο το Σύνταγμα εννοεί πνευματικά μεγέθη.
- Αναγνωρίζει περαιτέρω τον εκχριστιανισμό του Ελληνισμού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας (του τέταρτου αιώνα και κάποιοι αργότερα) γνώριζαν πολύ καλά την ελληνική φιλοσοφία και τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Ταυτόχρονα γνώριζαν πολύ καλά την εμπειρική αποκαλυπτική θεολογία, μέσα από τη νηπτική-ησυχαστική παράδοση που διασώζεται μέχρι σήμερα. Διαθέτοντας τα δύο αυτά προσόντα, πέτυχαν τη δημιουργική συνάντηση μεταξύ του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, γονιμοποιώντας τον Ελληνισμό και προβάλλοντας το οικουμενικό πνεύμα. Αφενός χρησιμοποίησαν την ορολογία της Ελληνικής φιλοσοφίας για να εκφράσουν την εμπειρία του Θεού που ζούσαν και αφετέρου απάντησαν σε όλα τα υπαρξιακά, οντολογικά και κοσμολογικά προβλήματα των Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι, συνέθεσαν την ‘‘καλή αλλοίωση’’ του Ελληνισμού: τον εκχριστιανισμό του. Αντίθετα, στη Δύση, ο σχολαστικισμός, κατά τη συνάντησή του με την Ελληνική φιλοσοφία, παρέλαβε το περιεχόμενό της, δηλαδή τη μεταφυσική, και διαμόρφωσε έναν εξελληνισμό του Χριστιανισμού (βλ Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννου [Ζηζιούλα] ‘‘Σχέσις Ελληνισμού και Χριστιανισμού’’).
- Ορίζει επίσης ότι φυλαττόμενη στην Ελλάδα «θρησκεία» είναι η Ορθοδοξία. Επιτάσσει δηλαδή τον κοινό νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να διαφυλάττουν την Ορθόδοξη Παράδοση, όπως διαμορφώθηκε κυρίως από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, τα όργανα του Κράτους δεν έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ρυθμίσεις που ακρωτηριάζουν πτυχές εκδήλωσης της Ορθόδοξης Παράδοσης, την οποία υιοθετεί η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, υποβαθμίζοντας την Ορθοδοξία στο επίπεδο μιας οποιασδήποτε θρησκείας και στερώντας από τους Έλληνες τη γνώση και την επαλήθευση του τρόπου με τον οποίο το Ορθόδοξο δόγμα μεταποιείται σε ζωή. Του τρόπου δηλαδή με τον οποίο οι Έλληνες βιώνουν θεραπευτικά την πίστη τους, την εκδηλώνουν και τη διδάσκουν στα παιδιά τους. Αναγνωρίζοντας, συναφώς, ο συνταγματικός νομοθέτης ότι η μεγάλη πλειονότητα του Ελληνικού λαού πρεσβεύει το Ορθόδοξο δόγμα, αναγνωρίζει ότι η πλειονότητα αυτή ασπάζεται αφενός τα μυστήρια της Εκκλησίας και αφετέρου τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες της Ορθόδοξης Παράδοσης. Επομένως, αντίκειται προς το Σύνταγμα νομοθετική ρύθμιση, η οποία αλλοιώνει τη φυσιογνωμία ενός κοινωνικού θεσμού, ο οποίος έχει καθιερωθεί, κατά την αποκαλύπτουσα φύση του πράγματος, με την ίδια, συγκεκριμένη, φυσιογνωμία, από αρχαιοτάτων χρόνων, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, υπό την ισχύ όλων των πνευματικών αντιλήψεων, αποτελεί δε, ταυτοχρόνως, με την αυτή φυσιογνωμία, ως έχει, μυστήριο της Εκκλησίας (όπως π.χ. ο γάμος, ο οποίος από τα αρχαία χρόνια σε όλα τα μέρη της γης τελείται μεταξύ άνδρα και γυναίκας, τυχόν δε σύζευξη μεταξύ ομοφύλων συνιστά διαφορετική ένωση, η οποία πάντως θα μπορούσε να καθιερωθεί ως παραπλήσιος κοινωνικός θεσμός με νομικές συνέπειες ανάλογες εκείνων του γάμου). Παρόμοια νομοθετική ρύθμιση λοιπόν αντίκειται προς το Σύνταγμα, διότι, μολονότι αφορά τον κοινωνικό θεσμό και όχι το ταυτόσημο μυστήριο της Εκκλησίας, εντούτοις, αλλοιώνοντας τη συγκεκριμένη φυσιογνωμία του θεσμού, τον οποίο η Εκκλησία παρέλαβε και κατέστησε μυστήριο, προσκρούει δίχως άλλο στην Ορθόδοξη Παράδοση και, ως εκ τούτου, προσκρούει στη βούληση της μεγάλης πλειονότητας του Ελληνικού λαού. Ήτοι, αντιβαίνει προς τη δημοκρατική αρχή, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την αρχή της πλειοψηφίας, (αρχές) την εφαρμογή των οποίων αξιώνει το Σύνταγμα και κατά τη νομοθέτηση.
- Διακηρύσσει δε σε Ανατολή και Δύση ότι νικώσα «θρησκεία» είναι η Ορθοδοξία. Νικά στους διωγμούς των τριών πρώτων αιώνων. Νικά στις αιρέσεις (Αρειανοί, Μονοφυσίτες, Εικονομάχοι κ.ά.). Νικά στην αίρεση του Παπισμού, έστω και μέσα από τη σκλαβιά {το 1773 ο Πατροκοσμάς έλεγε ότι «Τριακοσίους χρόνους μετά την ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον Άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε Βασίλειον Χριστιανικόν. Και το είχαν οι Χριστιανοί το Βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερεν τον Τούρκον και του το έδωσε δια το ιδικόν μας καλόν και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος [Λατίνους]; Δια ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα [χρήματα] άμα του δώσεις, κάμνεις ό,τι θέλεις» (Νικόλαου Παραλίκα «ΚΟCΜΑC Ο ΑΙΤΩΛΟC»)}. Νικά στη Μωαμεθανική λαίλαπα. Αντιστέκεται και θα νικήσει στο υλιστικό περιβάλλον του λεγόμενου Δυτικού πολιτισμού και στην παγκοσμιοποίηση.
- Η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει την επικράτεια που της αναλογεί, σύμφωνα με την ιστορική της προβολή. Η Ορθοδοξία όμως δεν απώλεσε την επικράτεια της Ρωμιοσύνης, ακόμη και στους λαούς οι οποίοι, παρόλο που καταδυναστεύονται πνευματικώς, είτε συνεχίζουν εν κρυπτώ να αποτελούν μέλη του σώματος του Χριστού, αναμένοντας την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, είτε είναι έτοιμοι να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Έτσι, διατηρώντας την πρότερη επικράτεια της Ρωμιοσύνης, η Ορθοδοξία αποτελεί και κατά κυριολεξία την επικρατούσα στην Ελλάδα Θρησκεία.