Ἐμμανουήλ Περσυνάκη
καθηγητοῦ-Ἱεροψάλτου
Ὁ ἀναμορφωτὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Μουσικῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνα, πιθανώτατα τὸ 676 μ.Χ., ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, στὴ Δαμασκὸ καὶ γι’ αὐτὸ Δαμασκηνὸς ἐπικαλεῖται. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Σέργιος, ἦταν πλούσιος χριστιανὸς καὶ λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς του ἦταν πρωτοσύμβουλος τοῦ Ἀμηρᾶ, Ἀγαρηνοῦ ἄρχοντος τῆς Δαμασκοῦ. Γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειά του ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ἕνα παιδὶ, τὸ ὁποῖο ὀνόμασε Ἰωάννη καὶ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ γίνη παγκόσμιος φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ὁποία στόλισε μὲ τόσα παναρμόνια τροπάρια.
Ἰδιαίτερη φροντίδα ἔδειχνε ὁ Σέργιος πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους ἀπελευθέρωνε μὲ δικά του χρήματα, καὶ πρὸς τὰ ὀρφανά. Ἔτσι ὁ Σέργιος πῆρε μὲ υἱοθεσία ἕνα ὀρφανὸ παιδὶ τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη, ὀνομαζόμενο «Κοσμᾶ», τὸ ὁποῖο μεγάλωνε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη στὸ σπίτι του. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων χριστιανῶν ποὺ ἔφεραν τότε οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴ Δαμασκὸ, ἔφεραν καὶ κάποιον μοναχὸ ὀνομαζόμενο Κοσμᾶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὸν ὁποῖο πλησίασε ὁ Σέργιος, καὶ ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἦταν λόγιος, τὸν ἀπελευθέρωσε, ὅπως συνήθιζε, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ διδάξη στὰ δύο παιδιὰ «τὴν Φιλοσοφίαν, Ρητορικήν, Ἀριθμητικήν, Γεωμετρίαν καὶ μάλιστα τὴν ὠφέλιμον καὶ ψυχοσωτήριον χαρμόσυνον μουσικήν». Ἀπὸ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ, λοιπόν, ἔμαθε μουσικὴ ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ ὁ θετὸς ἀδελφὸς του Κοσμᾶς, μετέπειτα ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, δύο μεγάλοι ποιητὲς καὶ μελοποιοὶ ποὺ κόσμησαν τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καρπὸς ἐνάρετης ζωῆς καὶ μεγάλης παιδείας ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς διακρίθηκε καὶ ὑπερέβη κατὰ πολὺ τὸν δάσκαλό του στὴ μουσική, τὴν ποίηση, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τὶς ὁποῖες διδάχθηκε. Ἦταν σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ ἱκανότητά του νὰ συνθέτη καὶ νὰ μελοποιῆ ὕμνους. Βαρυνθείς τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφό Κοσμᾶ πῆγαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου καὶ ἐμόνασαν. Ὁ γέροντας, στὸν ὁποῖο τὸν ὅρισε νὰ ὑποταχθῆ ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν δεχόταν, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προστάζη «τοιοῦτον ἄνθρωπον», ἀλλὰ, γιὰ νὰ ὑπακούση στὸν Ἡγούμενό του, δέχθηκε. Πῆρε στὸ κελλί του τὸν ἀρχάριο Ἰωάννη καὶ τὸν νουθέτησε λέγοντας «πρόσεχε νὰ μὴν κάνης τίποτε, οὔτε νὰ ψάλλης κανένα τροπάριο χωρὶς τὸ θέλημά μου, γιατὶ ἔτσι ἐπιτάσσει ὁ βασικὸς κανόνας τῆς μοναχικῆς ζωῆς».
Κάποτε πέθανε ἕνας γείτονας τοῦ Ἰωάννη καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ, μὴν μπορώντας νὰ ἀνθέξη τὸ γεγονός, παρακάλεσε τὸν Ἰωάννη νὰ συνθέση ὕμνον πρὸς παρηγοριά. Ὁ Ἰωάννης συνέθεσε καὶ μελοποίησε τὸν ἐξαίσιο ὕμνον «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…», ποὺ μέχρι σήμερα ψάλλεται στὴν ἐκκλησία. Τυχαῖα τὸν ἄκουσε ὁ γέροντας νὰ τὸ ψάλλη καὶ ἐπειδὴ τὸ εἶχε κάνει χωρὶς τὴν εὐλογία του, τὸν ἔδιωξε, διότι παραβίασε τὸν βασικὸ κανόνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ὑπακοή. Μάταια παρακάλεσε ὁ Ἰωάννης ζητώντας νὰ μεσιτεύσουν πρὸς τὸν γέροντα ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις ὑποχώρησε ὁ γέροντας νὰ τὸν δεχθῆ καὶ πάλι, μὲ τὸν ὅρο νὰ καθαρίση ὅλες τὶς ἀκαθαρσίες τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα μὲ τὰ χέρια του. Ὁ Ἰωάννης μὲ χαρὰ τὸ ἔκανε προκειμένου νὰ τὸν δεχθῆ ὁ γέροντάς του.
Τὴ νύχτα φανερώθηκε στὸν γέροντα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέγει: «Διατὶ ἔφραξες τοιαύτην βρύσιν θαυμάσιαν; Ἄφες τὴν πηγὴν νὰ ποτίση τὴν οἰκουμένην. Αὐτὸς ἔχει νὰ ὑπερβῆ τὴν προφητικὴν κιθάραν καὶ τὸ ψαλτήριον τοῦ Δαβίδ…». Τὸ πρωὶ ξύπνησε ὁ γέροντας καὶ ἀποκάλυψε στὸν Ἰωάννη τὴν ὀπτασία καί, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε μετάνοια, τοῦ εἶπε: «Ὦ τέκνον τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ, ἄνοιξον τὸ στόμα σου καὶ λάλησον λόγους τοὺς ὁποίους ἔγραψεν εἰς τὴν καρδίαν σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Καὶ συγχώρησόν μοι δι’ ὅσα σοῦ ἔπταισα, διότι ἀπὸ τὴν ἀγνωσίαν μου σὲ ἠμπόδισα» . Τότε ἄρχισε ὁ Ἰωάννης νὰ συνθέτη καὶ νὰ ψάλλη τὰ μελίρρυτα ἐκεῖνα ἄσματα καὶ θεῖα μελωδήματα, μὲ τὰ ὁποῖα τόσο φαιδρύνεται κάθε μέρα ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκούεται ὁ καθαρὸς ἦχος τῶν ἑορταζόντων ποὺ ψάλλουν: «Δόξα σοι, Κύριε» .
Προικισμένος μὲ τὸ ἐξαίρετο μουσικὸ αἰσθητήριο, γνώριζε ὄχι μόνο ὅτι «ἡ μεταβολὴ τῶν μουσικῶν τρόπων (ἤχων) ἐπιφέρει μετακίνησιν καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν σπουδαιοτάτων νόμων», (Πλατ.Πολιτεία 424 C), ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἡ μουσικὴ ὡς ρυθμομελωδιὸ φαινόμενο ἀσκεῖ ὑψίστην ἐπίδρασιν εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν συναισθηματικῶν προδιαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου» (Μ.Βασίλειος). Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα μέλη τῶν ἤχων καθιέρωσε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέλη σεμνὰ καὶ ἁρμόζοντα στὴ θεία λατρεία καὶ προσέδωσε ἔτσι στὴ θεία μελωδία τὸ ἄσπιλο κάλλος της. Εἶναι ἱστορικὰ βεβαιωμένο ὅτι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἀρχίζει ἡ δεύτερη σημαντικὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, μὲ κύρια γνωρίσματα τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παπαδικοῦ μέλους καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς πρώτης μουσικῆς σημειογραφίας. Μέχρι τῶν ἡμερῶν του ἡ διδασκαλία τῆς μουσικῆς γινόταν μόνο μὲ τὴ φωνητικὴ παράδοση «τὴ μεγάλη αὐτὴ διδάσκαλο», γιατὶ δὲν ὑπῆρχε θεωρητικὴ ἐργασία. Τὸ κενὸ αὐτὸ κάλυψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ κράτιστος μουσικὸς πατὴρ ἐκπόνησε θεωρητικὴ μουσικὴ ἐργασία γραμμένη «κατ’ ἐρωταπόκρισιν» καὶ ἐπιγραφομένη μὲ τὸν τίτλο: «Γραμματικὴ τῆς μουσικῆς ἤτοι κανόνιον κατὰ τοὺς ὁρισμοὺς καὶ κανόνας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων».
Ἡ σημειογραφία ἢ παρασημαντική, δηλαδὴ ὁ τρόπος γραφῆς τῆς μουσικῆς, χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἐπιφανῆ Ἕλληνα μουσικὸ καὶ φιλόσοφο, πατέρα τῆς μουσικολογίας Ἀριστόξενο τὸν Ταραντῖνο (3ο π.Χ. αἰῶνα), μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη τοῦ Σταγειρίτη. Ἡ σημειογραφία ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου συνδέθηκαν μὲ διάφορα ἄλλα σύμβολα. Ἔτσι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ «Μαΐστορος» Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα γραφῆς μὲ πλῆθος σημείων καὶ γραμμάτων, τὸ λεγόμενο «ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς». Ἡ γραφὴ αὐτὴ στὴ Δύση ἐξελίχθηκε στὴ σημερινὴ σημειογραφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ ἐκφωνητικοῦ συστήματος γραφῆς.
Πολλοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ εἶναι ἐφεύρημα τοῦ «Ὑφηγητοῦ» τῆς μουσικῆς καὶ μελωδοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἀστήρικτο, γιατὶ ἡ ἀγκιστροειδὴς γραφὴ προϋπῆρχε τοῦ Ἰωάννη. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ μουσικοῦ Ἀντιφωναρίου τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ συνέταξε τὸ Ἀντιφωνάριό του μὲ ἀγκιστροειδῆ γραφή. Ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀγκιστροειδοῦς γραφῆς ἦταν πολὺ δύσκολη καὶ γι’ αὐτό, ὅπως πιστοποιοῦν κριτικοὶ παρατηρητές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὴν τροποποίησε καὶ τὴν ἔκανε εὐκολώτερη. Παρὰ τὴν προσπάθεια τοῦ Δαμασκηνοῦ νὰ τροποποιήση τὴ γραφὴ τῆς μουσικῆς, τὸ μουσικὸ σύστημα δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι μία «μουσικὴ στενογραφία». Σημαδόφωνα ποὺ ὑποδηλώνουν ἀκόμη καὶ ὁλόκληρες μουσικὲς γραμμὲς (ὑποστάσεις) πρέπει νὰ γνωρίζη ὁ μελπήτωρ (ψάλτης) ἀπὸ μνήμης, πρᾶγμα ἐξαιρετικὰ δύσκολο. Ἡ δυσκολία αὐτὴ τοῦ μουσικογραφικοῦ συστήματος δημιούργησε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξηγήσεως καὶ συστηματικῆς ἀναλύσεως τῆς «μελικῆς ἐνέργειας τῶν σημαδοφώνων». Γι’ αὐτὸ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ γραφὴ ὑπέστη πολλὲς ἐξηγήσεις-ἀναλύσεις μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων ἀπὸ ἐξέχουσες μουσικὲς προσωπικότητες καὶ κορυφαίους μελωδούς.
Ὁ ἀείμνηστος Κ. Ψάχος παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ πολυσχιδὴς αὐτὴ ἐξέλιξις τῆς σημειογραφίας εἶναι ἡ πρώτη μουσικὴ γραφὴ ἡ ἀποδιδομένη στὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, ὅστις τυγχάνει ὁ περισσότερον τῶν προγενεστέρων καὶ συγχρόνων αὐτοῦ ἐργασθεὶς πρὸς ἀναμόρφωσιν καὶ τελειοποίησιν τοῦ γραφικοῦ συστήματος». Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἀποτυπώνουν μελωδικὰ συστήματα καὶ ὄχι ἁπλὰ τονικά, τὸ μέτρο τῶν ὕμνων ἐξαρτᾶται προπαντὸς καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸ μέλος αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ μέχρι τὸν 8ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ μελοποιὸς καὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὕμνων ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Οἱ ἱκανότητες αὐτὲς ὑπῆρχαν στὸν μεγαλύτερο δυνατὸ βαθμὸ στὸν ἅγιο Δαμασκηνό.
Στὴ μουσικὴ γραφὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ ἀποδίδονται πολλὲς Θεοτερπεῖς μελισματικὲς δημιουργίες ὅπως «τὰ ὀκτὼ μέγιστα κεκραγάρια», τὸ «Τὸ Προσταχθέν μυστικῶς…», τὸ δίχορο ἀργό «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ…», καὶ πολλὰ ἄλλα. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «ὀκτώηχος», ἔργο μὲ ἀσύγκριτο φιλολογικὸ κάλλος καὶ ἄπειρο θεολογικὸ βάθος. Μερικοὶ τόλμησαν νὰ ἀμφιβάλουν γι’ αὐτό. Τὸ ὅτι συγγραφέας τῆς ὀκτωήχου εἶναι ὁ πολυγραφότατος πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μαΐστωρ μαρτυρεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ποὺ κρύβεται ὡς «θησαύρισμα σεπτόν» μέσα στὴν ὀκτώηχο. Ἄν πάρωμε τὸ πρῶτο γράμμα τῶν Δοξαστικῶν, τῶν ἀντιστοίχων τῆς ὀκτωήχου στοὺς ἑσπερινούς τῶν Σαββάτων κατὰ τὴ σειρὰ τῶν ἤχων πλὴν τοῦ πλαγίου τετάρτου, σχηματίζεται ἡ λέξη «ΙΩΑΝΝΟΥ», αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του (Ἰωάννης) σὲ γενικὴ πτώση. Οἱ μελουργοὶ καὶ ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας συνέθεταν τὰ ἔργα τους aaφωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ σφραγῖδα τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς γνησιότητας ποὺ, δυστυχῶς, στὴν ἐποχή μας δύσκολα ἀναγνωρίζονται.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς συνέταξε καὶ μελοποίησε κανόνες, τροπάρια, μουσικὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια, ἐγκώμια στὴν Παναγία μας καὶ σὲ πολλοὺς Ἁγίους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ βρίσκονται στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλὰ καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, δογματικὲς μελέτες συνέταξε καὶ θεολογικὰ ἔργα οἰκοδομῆς καὶ πίστεως συνέγραψε καὶ καθιέρωσε νὰ διαβάζωνται στὴν Ἐκκλησία, μὲ σπουδαιότερο ὅλων τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως».
Σήμερα ὅλοι δέχονται ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός εἶναι αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν δογμάτων, ἐπηρέασε ὁλόκληρο τὸ Θεολογικὸ κίνημα τῆς Δύσης. Ὑπῆρξε ἀναμορφωτὴς τῆς μεγαλειώδους Βυζαντινῆς Μουσικῆς, γιατὶ καθάρισε τὴν Ἱερὰ μελωδία ἀπὸ μέλη ἀνάρμοστα, γιατὶ δημιούργησε πρόσθετα μελικορυθμικὰ στοιχεῖα μὲ βάση τὴν ἀρχαία ἐλληνικὴ μουσική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «τιμῶσα τὸν μακάριο Ἰωάννη Δαμασκηνό» ὡς «δογματικὸ Θεολόγο», σὰν «ἄριστο μύστη τῆς μουσικῆς» καὶ «σοφώτατο ὑμνογράφο», τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Εκκλησίας καὶ ὅρισε ἡ σεβάσμια μνήμη του νὰ ἐπιτελῆται στὶς 4 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο.