Του π. Κωνσταντίνου Δ. Βαστάκη
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940
“Βαράτε. Είμαι Έλληνας Παπάς. Πεθαίνω για το Χριστό και την Πατρίδα”
(π. Ιωακείμ Λιόλιας)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΛΜΗ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2001
«Επορεύοντο χαίροντες… ότι υπέρ τού ονόματος Αυτού (του Χριστού) κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πράξ. 5, 41)
Η στρατευόμενη και ποιμαίνουσα τότε Εκκλησία, πέρα από την κύρια ποιμαντική και λατρευτική της αποστολή, ανέλαβε να στηρίξει και τον Στρατό και τον λαό τού Θεού. Πράγματι, με τον δοξασμένο μας Στρατό συμπορεύθηκε μέχρι την πρώτη γραμμή του μετώπου, κι άφησε εκεί δεκάδες από αγίους κληρικούς της να την εκπροσωπούν και να συμπολεμήσουν με τους γενναίους φαντάρους μας, ως Ιεροκήρυκες και Στρατιωτικοί Ιερείς… Για το λαό δε του Θεού τα έδωσε όλα, ό,τι είχε και δεν είχε.
Πέρα από την παρηγοριά και ενίσχυσή του στις θλίψεις των ημερών εκείνων, πρωτοστάτησε στον καιρό της φοβερής πείνας για την περίθαλψη των αδυνάτων, ενίσχυσε τις οικογένειες των πολεμιστών και εκείνων που έπεσαν στο πεδίο της τιμής, ίδρυσε δια νόμου την ευεργετική ΕΟΧΑ, περιέλθαψε τραυματίες και αναπήρους, έσωσε Εβραίους, βοήθησε με κάθε τρόπο τους αδικοκαταδικαζομένους αντιστασιακούς μελλοθανάτους και όσους είχαν την ανάγκη τους, συμμετείχε στον αντιστασιακό αγώνα, τόσο στην επάρατη κατοχή όσο και στη μετέπειτα εθνική συμφορά…. και, τέλος, πρόσφερε για την ελευθερία της δούλης Πατρίδας Εκατόμβες Ιερομαρτύρων από τους λειτουργούς της και χιλιάδες Εθνομαρτύρων από τους αγνούς και αθώους πιστούς της.
Για χάρη της ιστορίας και των νέων μας θα επαναλάβω παρακάτω ειδήσεις από παλαιότερο σχετικό έργο μας, με το υπό διαπραγμάτευση θέμα και με τίτλο: «Η προσφορά της Εκκλησίας στη δεκαετία τον ’40», έκδ. της Εταιρείας Ευρυτάνων Επιστημόνων, Αθήνα 1996, σελ. 75 και εξής:
«Όλοι τότε οι κακούργοι και δυνάστες της δούλης Πατρίδας μας: Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι, Αλβανοτσάμηδες και Ρουμανίζοντες, στους οποίους, ως μη όφειλε, προστέθηκαν δυστυχώς και εκ των ημετέρων αντιστασιακών Κομμουνιστές και Αντικομμουνιστές, συμμάχησαν εναντίον της.
Συναγωνίζοντο μεταξύ τους για το ποιος απ’ αυτούς θα επινοήσει και θα επιφέρει περισσότερα και ειδεχθέστερα τραύματα και καταστροφές σε ιερούς ναούς, μονές, σκεύη και εικόνες και απανθρώπους βασανισμούς σε αγίους λειτουργούς της. Όσοι λοιπόν εκ των λειτουργών της συλλαμβάνονταν τότε για οποιοδήποτε αντιστασιακό λόγο κι έπεφταν στα απαίσια χέρια τους, σπάνια διέφευγαν τις ομηρίες, τις φυλακίσεις, τους φρικτούς βασανισμούς και εξευτελισμούς προς το ιερατικόν τους σχήμα και, τέλος, και αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο. Πάνοπλοι οι παραπάνω εχθροί, χωρίς οίκτο, «σώριαζαν -όπως προσφυώς ελέγχθη- αλύπητα τη ζωή, σαν το πιο φτηνό και άχρηστο πράγμα…».
Η διαπίστωση αυτή μαρτυρείται: α) στα όσα συνέβαιναν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων, που, μεταξύ του μαρτυρικού φυλακισμένου λαού, πρώτος στόχος των εχθρών ήσαν οι Ιερείς. Χαϊδάρι…, Νταχάου…., Άουσβιτς., κλπ., όταν ακούονται προξενούν ανατριχίλα και αισθήματα συγκινήσεως για όλους τους φυλακισμένους σ’ αυτά, μεταξύ των οποίων δεκάδες ήσαν και οι «φιλοξενηθέντες» κληρικοί μας. «… Σε όλες τις φυλακές – γράφει ο αείμνηστος Αχιλλέας Κύρρου- ήταν αρκετοί Παπάδες και Καλόγεροι, που είχαν συλληφθεί από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους για τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση, σαν για να αποδείξουν μια φορά ακόμα ότι ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μείνει μακριά από τους Εθνικούς αγώνες τού Ελληνικού λαού».
Και β) στο ότι πέρα από τις κακουχίες των Κληρικών μας στις φυλακές, η Εκκλησία για την απελευθέρωση της Πατρίδας πρόσφερε και πολύ αίμα. «Ιερείς και Μοναχοί που εκρατούντο στις φυλακές ως όμηροι ή ως κατάδικοι, ή που συλλαμβάνονταν για αντίποινα σε κάποια αντιστασιακή δράση [σύμφωνα μάλιστα με το σατανικό γερμανικό εφεύρημα ‘περί συλλογικής ευθύνης’ για όλους τους κατεχόμενους υπ’ αυτών λαούς], βασανίσθηκαν απάνθρωπα και μαρτύρησαν με διάφορους ανατριχιαστικούς τρόπους, όπως οι ένδοξοι Μάρτυρες των πρωτοχριστιανικών χρόνων και οι Νεομάρτυρες επί τουρκοκρατίας.
Έτσι, εκ της μακράς φάλαγγας των νέων τούτων Νεομαρτύρων Κληρικών που έμειναν πιστοί στο Χριστό και στην Ελλάδα: «…άλλοι κατακρεουργήθηκαν και διαμελίσθηκαν, άλλοι έμειναν ημέρες μετέωροι στην αγχόνη, άλλους τους έθαψαν ζωντανούς ή τους έριξαν στη φωτιά, τους κρήμνισαν σε χαράδρες και βάραθρα, τους έριξαν στη θάλασσα, τους άρπαξαν στα βουνά και πήγαν μ’ άγνωστο σε μας θάνατο, άλλους τους έσφαξαν, άλλους τους σταύρωσαν, αφού προηγουμένως τους βασάνισαν βάρβαρα…». Όλοι έμειναν «πιστοί άχρι θανάτου». Όλοι «εβάστασαν τα στίγματα τού Κυρίου εν τοις σώμασιν αυτών».
Και για την αλήθεια τού λόγου, ιδού και οι αριθμοί:
Οι ηττημένοι και καταντροπιασμένοι Ιταλοί στο πόλεμο 1940-41, που αναπάντεχα, χάρη στις πλάτες των προστατών τους, έγιναν και «κατακτητές», χωρίς να ντρέπονται βέβαια για την άδικη θέση που πήραν, θανάτωσαν μαρτυρικά, όπως οι κακούργοι πρόγονοί τους Ρωμαίοι… σαράντα (40) κληρικούς μας.
Το ίδιο και οι Γερμανοί κατακτητές… Θανάτωσαν με τους πιο φρικιαστικούς τρόπους εκατόν τριάντα (130) κληρικούς μας. Επίσης και οι Αλβανοτσάμηδες με τους Ρουμανίζοντες, άλλοτε βοηθούμενοι ή βοηθώντας τους Γερμανοϊταλούς, θανάτωσαν κι αυτοί είκοσι εννέα (29) κληρικούς μας.
Ατυχώς -γράφει σύγχρονος ιστορικός, ο Ι. Αναστασάκης στο έργο του: «Η Εκκλησία στη Μάχη της Κρήτης… 1941- 45», Χανιά 1994- ποταμός αίματος των κληρικών μας έρευσε και με τους κομμουνιστές, οι οποίοι με την γνωστή διδασκαλία τους: «Δεν θέλουμε παπάδες, δεν θέλουμε Εκκλησίες…», σκότωσαν κι αυτοί με απάνθρωπους και οικτρούς βασανισμούς διακόσιους σαράντα δύο (242) κληρικούς…
Με την παράθεση τού παραπάνω αποσπάσματος δεν αποβλέπω να αναξέσω οδυνηρές πληγές… Άλλωστε, και εκ μέρους των αντικομμουνιστικών, δεξιών ανταρτικών ομάδων, φανατικών στρατοδικών και από άλλες ανεξερεύνητες αιτίες της ανώμαλης τότε εποχής, βρήκαν οικτρό, ταπεινωτικό και μαρτυρικό θάνατο τριάντα (30) ακόμη κληρικοί μας.
Παρακάτω παραθέτω, επιλεκτικά και περιληπτικά, αναφορές από το σύγχρονο Συναξάρι που συνέταξα, Ιεροεθνομαρτύρων Κληρικών τού 40, συνδημοσιευόμενο ως Επίμετρον στο προαναφερθέν έργο μας, σελ. 94-160.
Στο μέτωπο έπεσαν: ο Αρχιμ. Χρυσόστομος Τσοκώνας, ο επικαλούμενος «άγιος παπάς», και ο Αρχιμ. Ιερόθεος Μπαζιώτης.
Στις 9 Μαρτίου 1943, ο Ιερέας π. Δημήτριος Σταμπουλής, εφημέριος Σκοπιάς Φλωρίνης, επειδή αρνήθηκε να λειτουργήσει στο βουλγαρικό – σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα πιεζόμενος από τους άρχοντες, παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι τον απαγχόνισαν μαζί με άλλους πατριώτες (βλ. «Οι θυσίες των Κληρικών της Ελλάδος», έκδ. Ορθ. Ιεραποστ. Αδελφότητος “Ο ΣΤΑΥΡΟΣ”, Αθήναι 1995, σελ. 126-127).
Επίσης στο ίδιο βιβλίο, σελ. 129-130, σημειώνεται ο σταυρικός θάνατος, έπειτα από φρικτούς βασανισμούς, τού ιερέα π. Κωνσταντίνου Τούλια, εφημερίου Σιταριάς Φλωρίνης, την 23 Απριλίου 1943, Μεγάλη Παρασκευή…
Παρόμοιο σταυρικό θάνατο υπέστη επίσης τη Μεγάλη Παρασκευή 11 Απριλίου 1947, ο ιερέας π. Γεώργιος Σκρέκας, εφημέριος Μεγάρχης Τρικάλων.
Ο Κων. Βοβολίνης στο γνωστό βιβλίο του: «Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας» (1453-1953), Αθήναι 1952, σελ. 266-267, αναφέρεται σε 80ντούτη Βορειοηπειρώτη Ιερέα της Δερβιτσάνης, ο οποίος μετά την υποχώρηση τού Στρατού μας (Απρ. 1941) κατεσφάγη από τους Αλβανοτσάμηδες.
Στις 23 Ιουλίου 1943, ο ιερέας εφημέριος τού χωριού Αγία Αναστασία Ιωαννίνων π. Γεώργιος Σιούλης εκάη ζωντανός σε αχυροκαλύβα από τους Γερμανούς, μετά από φρικτά βασανιστήρια, χωρίς να αποτεφρωθεί το μαρτυρικό του σώμα, στο οποίο ευρέθη ανέπαφο από τη φωτιά το μικρό βιβλίο της Καινής Διαθήκης που έφερε μαζί του, οι δε συμμάρτυρές του απετεφρώθησαν παντελώς. Ο Ιεροεθνομάρτυρας τούτος, προ της θυσίας του, είδε να τυφεκίζονται: η σύζυγος – πρεσβυτέρα του, ο υιός του και οι θυγατέρες του…
Στις 3 Ιουλίου 1943, ο Αρχιμ. Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Κοζάνης π. Iωακείμ Λιόλιας συνελήφθη από τους Γερμανούς, ενεκλείσθη στις φοβερές φυλακές της Θεσσαλονίκης, όπου εβασανίζετο απάνθρωπα, απαντώντας στους βασανιστές του με παρρησία: «Βαράτε, είμαι Έλληνας Παπάς. Πεθαίνω για τον Χριστό και την Πατρίδα». Τέλος, εξετελέσθη μαζί με άλλους πενήντα (50) αθώους Έλληνες πολίτες.
Στις 9 Ιουλίου 1944, ο Ιεροδιάκονος – Μοναχός και αδελφός της Ι. Μονής Αγίου Γεωργίου Φενεού της Μητροπόλεως Κορινθίας συνελήφθη, εβασανίσθη και, τέλος, εσφάγη από αντάρτες αριστερών κομμουνιστικών ομάδων.
Επίσης στις 7 Αυγ. 1948, ο ιερέας Γεώργιος Αρ. Νικόπουλος, εφημέριος Βουτύρου της Μητροπόλεως Καρπενησιού, κατεδικάσθη και εξετελέσθη στη Λαμία, ως θύμα φανατισμού στρατοδικών της εποχής.
Ακόμη, ιερό λείψανο, αποδεικτικό και αντιπροσωπευτικό της μαρτυρικής θυσίας όλων των μαρτυρησάντων ιερέων, είναι επιστήθιος σταυρός που ανήκει στην πατρική μου οικογένεια. Είναι λείψανο που διασώθηκε μέσα στις στάχτες, από τη μαρτυρική θυσία τού μακαριστού πατέρα μου Ιεροδιδασκάλου Οικονόμου Δημητρίου Κ. Βαστάκη, εφημερίου του Μεγάλου Χωριού της Μητροπόλεως Καρπενησιού, ο οποίος τελικά μετά από φρικτούς βασανισμούς εκάη ζωντανός από τους Ιταλούς την παραμονή των Χριστουγέννων, 24-12-1942.
Η Εκκλησία μας, λοιπόν, «ως πορφύραν και βύσσον με τα αίματα και των νέων τούτων Ιερομαρτύρων στολισαμένη», δίκαια καυχάται ότι και στους πρόσφατους χρόνους οι λειτουργοί της: «εν υπομονή πολλή…, εν στεχωρίαις, εν πληγαίς και φυλακαίς… και εν λιμώ και θλίψει» (Β’ Κορ. 6,4-5, 10,27), συνέβαλαν στην εθνική αντίσταση και απελευθέρωση της Ελληνικής Πατρίδας.
Τέλος, η Εκκλησία μας δεν αποβλέπει σε δάφνες και υστεροφημίες, από την εκτεθείσα προσφορά της. Η Εκκλησία μας είναι πάντα ένα διαρκές παρόν, όπως και ο Θείος Ιδρυτής της. Και σαν Στρατευομένη που είναι, ένα καθήκον έχει: Να θυσιάζεται… Κι αυτό έκαμε στο μεγάλο ΕΠΟΣ της ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ τού ΣΑΡΑΝΤΑ. Κι αυτό εξακολουθεί να κάνει, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις.