Ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας μέσα ἀπό τόν ἀλάνθαστο λόγο τῆς Ἱστορίας

 

Ἀναδημοσίευση ἀπό 21 Ὀκτωβρίου 2012

Ἀρχιμ. Χρίστος Κυριαζόπουλος

 

Στό ὄ­γδο­ο βι­βλί­ο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του ὁ Ἡ­ρό­δο­τος, ὁ πα­τέ­ρας τῆς ἱ­στο­ρί­ας καί ἱ­στο­ρι­κός τῶν Περ­σι­κῶν πο­λέ­μων, δι­η­γεῖ­ται μέ πο­λύ γλα­φυ­ρό τρό­πο πῶς τό βα­σι­λό­που­λο τοῦ Ἄρ­γους Περ­δίκ­κας ἵ­δρυ­σε τό κρά­τος τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Ἡ δι­ή­γη­ση τοῦ κο­ρυ­φαί­ου ἱ­στο­ρι­κοῦ μας συν­δέ­ει τούς γε­νάρ­χες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας μέ τούς Τη­με­νί­δες τοῦ Ἄρ­γους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νοι τοῦ Ἡ­ρα­κλῆ. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἀ­να­δει­κνύ­ει τήν κοι­νή κα­τα­γω­γή τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ Βορ­ρᾶ καί τῶν Ἑλ­λή­νων τοῦ Νό­του. Ὅ­ταν ἔ­γρα­φε ὅ­λα αὐ­τά ὁ Ἡ­ρό­δο­τος, δέν θά μπο­ροῦ­σε οὔ­τε κἄν νά φαν­τα­στεῖ ὅ­τι 2.500 χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θά ἦ­ταν δυ­να­τόν νά βρε­θεῖ ἕ­νας πο­λυ­σπερ­μα­τι­κός λα­ός, οἱ Σκο­πια­νοί, – πού στά μέ­ρη αὐ­τά τά ἑλ­λη­νι­κό­τα­τα, βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κά τῆς Ἀ­χρί­δας καί τῶν Πρε­σπῶν κι ὡς τά ὄ­ρη τῆς Ρο­δό­πης, σπο­ρα­δι­κά πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε δώ­δε­κα ὁ­λό­κλη­ρους αἰ­ῶ­νες με­τά τόν ἱ­στο­ρι­κό – ὁ ὁ­ποῖ­ος θρα­σύ­τα­τα θά ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά κλέ­ψει τό ὄ­νο­μα καί τά προ­αι­ώ­νια σύμ­βο­λα ἀλ­λά καί τή γῆ τοῦ λα­οῦ τῶν Μα­κε­δό­νων!

 

ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 

Οἱ Ἀρ­χαῖ­οι Μα­κε­δό­νες ἦ­ταν ἀ­ναμ­φί­βο­λα Ἕλ­λη­νες. Τό ἔ­χουν ἀ­πο­δεί­ξει αὐ­τό πο­λύ­χρο­νες ἔ­ρευ­νες. Ἡ ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά τους δέν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται πλέ­ον, δι­ε­θνῶς. Ὅ­λες οἱ ἐ­πι­γρα­φές πού ἔ­χουν βρε­θεῖ στόν χῶ­ρο τόν γε­ω­γρα­φι­κό τῆς Μα­κε­δο­νί­ας εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κές. Τά ὀ­νό­μα­τα ἀν­θρώ­πων καί θε­ῶν ἦ­ταν κοι­νά μέ τῶν ἄλ­λων Ἑλ­λή­νων. Τά κλα­σι­κά μα­κε­δο­νι­κά ὀ­νό­μα­τα Φί­λιπ­πος καί Ἀ­λέ­ξαν­δρος εἶ­ναι ὀ­νό­μα­τα σύν­θε­των ἑλ­λη­νι­κῶν λέ­ξε­ων. Ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶς καί ἱ­στο­ρι­κῶς δέν τί­θε­ται ζή­τη­μα. Τό θέ­μα τό συν­τη­ρεῖ μό­νον ἡ στρε­βλή καί ἀ­νι­στό­ρη­τη προ­πα­γάν­δα τῶν Σκο­πί­ων. Ἄς πα­ρα­θέ­σου­με κά­ποι­ες ἀ­λή­θει­ες.

Γιά τήν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τά τους μαρ­τυ­ροῦν οἱ ἀρ­χαῖ­ες πη­γές καί συ­νη­γο­ροῦν τά πο­ρί­σμα­τα τῆς γλωσ­σο­λο­γί­ας πού βα­σί­ζον­ται στή με­λέ­τη τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ μα­κε­δο­νι­κοῦ γλωσ­σι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος.

Ὅ­πως ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με πρῶ­τος ὁ Ἡ­ρό­δο­τος, στίς ἀρ­χές ἤ­δη τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., ἀ­να­φέ­ρει τούς Μα­κε­δό­νες ὡς Ἕλ­λη­νες: «Ἕλ­λη­νας δέ εἶ­ναι τού­τους το­ύς ἀ­πό Περ­δίκ­κεω γε­γο­νό­τας, κα­τά περ αὐ­τοί λέγουσι αὐ­τός τε οὕ­τω τυγ­χά­νω ἐ­πι­στά­με­νος καί δή καί ἐν τοῖσι ὄ­πι­σθεν λόγοισι ἀ­πο­δεί­ξω…». (Ἡρ. Ἱ­στ. V, 22, 1)(=οἱ Μακεδόνες πού κατάγονται ἀπό τόν Περδίκκα εἶναι Ἕλληνες, ὅπως καί οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ἀλλά καί ἐγώ ὁ ἴδιος προσωπικά γνωρίζω καί θά τό ἀποδείξω αὐτό με ὅσα θά πῶ ἐν συνεχείᾳ…). Ὁ ἴ­διος ἱ­στο­ρι­κός πα­ρου­σιά­ζει τόν βα­σι­λέ­α τῶν Μα­κε­δό­νων Ἀ­λέ­ξαν­δρο Α΄ (+495-450/440), δε­σπό­ζου­σα μορ­φή τῆς μα­κε­δο­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας κα­τά τόν 5ο αἰ. π.Χ., νά λέ­ει τήν ἐ­πο­χή τῶν περ­σι­κῶν πο­λέ­μων: «αὐ­τός τε γάρ Ἕλ­λην γέ­νος εἰ­μί τὠρ­χαῖ­ον, καί ἀντ᾿ ἐ­λευ­θέ­ρης δε­δου­λω­μέ­νην οὐκ ἄν ἐ­θέ­λοι­μι ὁ­ρᾶν τήν Ἑλ­λά­δα». (Ἡρ. Ἱ­στ. ΙΧ, 45, 1-2) (=ὁ ἴ­διος εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας ἀ­πό τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νια καί δέν θά ἤ­θε­λα νά δῶ τήν Ἑλ­λά­δα ὑ­πο­δου­λω­μέ­νη στούς Πέρ­σες). Ὁ Ἡρόδοτος, ἀκόμη, θυμίζει τή σχέση Μακεδόνων καί Θεσσαλῶν, ὅταν μιλᾶ γιά τούς Δωριεῖς τῆς Θεσσαλίας (Ι, 56).

Τήν ἑλλη­νι­κό­τη­τα τῶν Μα­κε­δό­νων βε­βαι­ώ­νει καί ὁ αὐ­στη­ρός κο­ρυ­φαῖ­ος ἱ­στο­ρι­κός μας Θου­κυ­δί­δης, ὅ­ταν λέ­ει ὅ­τι οἱ βα­σι­λεῖς τῶν Μα­κε­δό­νων εἶ­ναι Τη­με­νί­δες ἀ­πό τό Ἄρ­γος (Θουκ. ΙΙ, 99, 3-6), καθώς ἀρ­γό­τε­ρα καί ὁ Ἀρ­ρια­νός, ὁ ἱ­στο­ρι­κός τοῦ Μεγάλου Ἀ­λε­ξάν­δρου, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­σώ­ζει τό πε­ρι­στα­τι­κό τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τῶν τριακοσίων πο­λυ­τε­λῶν περ­σι­κῶν ἀ­σπί­δων, με­τά ἀ­πό τήν νί­κη στόν Γρα­νι­κό πο­τα­μό, καί κατα­­γρά­φει καί τό ἐ­πί­γραμ­μα πού μέ ἐν­το­λή τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου συ­νό­δευ­σε τίς ἀ­σπί­δες αὐτές, κατά τήν ἀποστολή τους στήν Ἀθήνα, προκειμένου νά ἀναρτηθοῦν στόν Παρθενώνα: «Ἀ­λέ­ξαν­δρος Φι­λίπ­που καί οἱ Ἕλ­λη­νες πλήν Λα­κε­δαι­μο­νί­ων ἀ­πό τῶν βαρ­βά­ρων, τῶν τήν Ἀ­σί­αν κα­τοι­κούν­των» (Ἀρρ. Ι, 16, 11). Οἱ Μα­κε­δό­νες, οἱ κύ­ριοι νι­κη­τές, δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται ὀ­νο­μα­στι­κά στό ἐ­πί­γραμ­μα, δι­ό­τι εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­το πώς συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται μέ­σα στούς «Ἕλ­λη­νες».

Στήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα οὐ­δέ­πο­τε τέ­θη­κε θέ­μα ἐ­θνι­κό­τη­τας τῶν Μα­κε­δό­νων, ἀ­κρι­βῶς για­τί ἦ­ταν Ἕλ­λη­νες. Οἱ «ἱ­στο­ρι­κοί» τῶν Σκο­πί­ων ἔ­χουν εὐ­ρύ­τα­τα ἐκ­με­ταλ­λευ­θεῖ τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἀ­πο­κα­λεῖ τόν Φί­λιπ­πο Β΄ «βάρ­βα­ρο», ὡς ἀ­πο­δει­κτι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς μή ἑλ­λη­νι­κό­τη­τάς του. Ὡ­στό­σο, ὅ­ταν ὁ Δη­μο­σθέ­νης λέ­ει ὁ «βάρ­βα­ρος», ἐν­νο­εῖ «ἄ­ξε­στος», «ἀ­πο­λί­τι­στος» καί ὄ­χι ἀλ­λό­γλωσ­σος ἤ ξέ­νος. Ἄλ­λω­στε, ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον ὁ Δη­μο­σθέ­νης λέ­γον­τας «βάρ­βα­ρο» τόν Φί­λιπ­πο Β΄, τόν πα­τέ­ρα τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου, νά μήν τόν θε­ω­ρεῖ Ἕλ­λη­να, δι­ό­τι ἡ δι­κή του μη­τέ­ρα ἦ­ταν Σκύ­θισ­σα. Ἁ­πλῶς λοι­πόν θε­ω­ροῦ­σε τόν βα­σι­λιά τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ὡς κα­τώ­τε­ρο πο­λι­τι­στι­κά ἀ­πό τούς Ἀ­θη­ναί­ους. Γνωρίζουμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Δημοσθένης ἐπισκέφθηκε δύο φορές τή  Μακεδονία καί ἔμεινε ἐκεῖ τρεῖς μῆνες. Ἄν διαπίστωνε πώς οἱ Μακεδόνες δέν μιλοῦν τήν ἑλληνική γλώσσα, θά τό ἐκμεταλλευόταν αὐτό ἐξάπαντος στην πολεμική του κατά τοῦ Φιλίππου. Καί ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει ἄς ἔ­χου­με ὑπ᾿ ὄ­ψιν μας ὅ­τι ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἦ­ταν μέν ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος καί ἀ­ξε­πέ­ρα­στος ρή­το­ρας τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας, ἀλ­λά δέν ἦταν καθόλου διορατικός πολιτικός, ἀφοῦ, προ­σκολ­λη­μέ­νος στό πα­λαι­ό πο­λι­τεια­κό σχῆ­μα τῆς πό­λης-κρά­τους, δέν μπο­ροῦ­σε νά δε­χθεῖ τήν ἀλ­λα­γή πού ἐ­πέ­βα­λαν οἱ Μα­κε­δό­νες, μιά καί στόν και­νού­ργιο κό­σμο πού αὐ­τοί (οἱ Μα­κε­δό­νες) ὁ­ρα­μα­τί­ζον­ταν ἡ Ἀ­θή­να δέν θά δι­α­δρα­μά­τι­ζε τόν πρῶ­το ρό­λο. Κι ἄς μήν ξεχνοῦμε, φυσικά, πώς διαφορετική στάση ἐπί τοῦ ζητήματος τηροῦσαν ἄλλοι πολιτικοί, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Ἰσοκράτης καί ὁ Αἰσχίνης. Διαχρονική, ἐξάλλου, ἰσχύ ἔχει τό ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἱστορικοῦ Πολύβιου (2ος αἰ. π.Χ.), ὁ ὁποῖος βάζει τόν Ἀκαρνάνα Λυκίσκο νά λέει: «τίνος καί πηλίκης δεῖ τιμῆς ἀξιοῦσθαι Μακεδόνας, οἵ τόν πλείω τοῦ βίου χρόνον οὐ παύονται διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβάρους ὑπέρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας;». Καί γιά τόν λόγο αὐτό χαρακτηρίζει τούς Μακεδόνες «πρόφραγμα» τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Δέν θά μα­κρη­γο­ρή­σουμε ἐ­πί τοῦ θέ­μα­τος τῆς ἑλ­λη­νι­κό­τη­τας τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων. Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νά προ­σθέ­σου­με ὅ­τι αὐ­τή κα­τα­φαί­νε­ται καί ἀ­πό τό γε­γο­νός τῆς συμ­με­το­χῆς Μα­κε­δό­νων στούς Ὀ­λυμ­πια­κούς Ἀ­γῶ­νες, στούς ὁ­ποί­ους, ὡς γνω­στό, συμ­με­τεῖ­χαν μό­νον Ἕλ­λη­νες. Μα­κε­δό­νες πού ἔ­λα­βαν μέ­ρος στούς Ὀ­λυμ­πια­κούς Ἀ­γῶ­νες καί νίκησαν ἦ­ταν οἱ ἀ­κό­λου­θοι:

  • Ὁ βα­σι­λιάς Ἀ­λέ­ξαν­δρος Α΄, στήν  80ή Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 460 π.Χ., στό στάδιο.
  • Ὁ βα­σι­λιάς Ἀρ­χέ­λα­ος Περ­δί­κας, στήν  93η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 408 π.Χ., στό τέθριππο.
  • Ὁ βα­σι­λιάς Φί­λιπ­πος Β΄ ἀ­να­δεί­χθη­κε τρεῖς φο­ρές Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κης. Στήν 106η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 356 π.Χ., ἔ­τρε­ξε μέ τό ἄ­λο­γό του. Στήν  107η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 352 π.Χ., ἔ­τρε­ξε μέ τό τέ­θριπ­πό του. Στήν 108η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 348 π.Χ., νί­κη­σε στήν συ­νω­ρί­δα.
  • Ὁ Κλί­των στήν 113η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 328 π.Χ., στό στάδιο.
  • Ὁ Δα­μα­σί­ας ὁ Ἀμ­φι­πο­λί­της, στήν 115η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 320 π.Χ., στό στάδιο.
  • Ὁ Λάμ­πος ὁ Φι­λιπ­πή­σιος, στήν  119η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 304  π.Χ., στό τέθριππο.
  • Ὁ Ἀν­τί­γο­νος στήν 122η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 292 π.Χ., καί στήν 123η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 288  π.Χ., στό στάδιο.
  • Ὁ Σέ­λευ­κος στήν 128η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 268 π.Χ., στό στάδιο.
  • Ἡ Βελεστίχη, στήν 128η Ὀ­λυμ­πιά­δα, τό 268 π.Χ., στό ἀ­γώ­νι­σμα τῶν συ­ρο­μέ­νων ἀ­πό πώ­λους ἁρ­μά­των (συ­νω­ρί­ς πώ­λων).

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

 

Ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, εἶ­ναι ἀ­πό χρό­νια ἀ­πο­δε­δειγ­μέ­νο πώς ἡ γλώσ­σα τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων ἦ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή. Συγ­κρι­τι­κή με­λέ­τη ὅ­λου τοῦ γλωσ­σι­κοῦ μας πλού­του ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι ἡ μα­κε­δο­νι­κή ἦ­ταν μί­α δι­ά­λε­κτος τῆς ἑλληνικῆς γλώσ­σας, ὅ­πως ἡ ἀτ­τι­κή, ἡ δω­ρι­κή, ἡ ἰ­ω­νι­κή, ἡ ἰ­ω­νο­ατ­τι­κή ἤ ἀρ­γό­τε­ρα ἡ κυ­πρια­κή, ἡ πον­τια­κή, ἡ κρη­τι­κή κ.ἄ. Τό ἴ­διο τό ὄ­νο­μα τῶν Μα­κε­δό­νων εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κό: ἡ λέ­ξη μα­κεδ­νός (<μᾶ­κος<μῆ­κος) μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο (Ὀδ. η, 106) καί ση­μαί­νει μα­κρύς, ­ψη­λός, λυ­γε­ρόκορμος. Οἱ λέ­ξεις σέ μα­κε­δο­νι­κό ἰ­δί­ω­μα ἀ­παν­τοῦν σέ ὅ­λες τίς ἑλ­λη­νι­κές δι­α­λέ­κτους καί τό σύ­νο­λο τοῦ μα­κε­δο­νι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ (το­πω­νύ­μια, κύ­ρια ὀ­νό­μα­τα, προ­ση­γο­ρι­κά) συ­νη­γο­ρεῖ στήν ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα τῆς μα­κε­δο­νι­κῆς δι­α­λέ­κτου. Ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή. Φθογ­γι­κά πά­θη, κα­τα­λή­ξεις, κλί­σεις, ἄλ­λα γνω­ρί­σμα­τα, ὅ­λα εἶναι ἑλ­λη­νι­κά.

Οἱ Σκο­πια­νοί ἔ­χουν ἀ­να­γά­γει σέ μεῖ­ζον θέ­μα τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πλου­τάρ­χου (Πλούτ., Ἀ­λέξ. 51,6) ὅ­τι ἐ­πά­νω στή δυ­σκο­λό­τε­ρη στιγ­μή τῆς δι­α­βά­σε­ως τοῦ Γρα­νι­κοῦ πο­τα­μοῦ ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος «ἀ­νε­βό­α μα­κε­δο­νι­στί κα­λῶν το­ύς ὑ­πα­σπι­στάς». Θε­ω­ροῦν πώς τό «μα­κε­δο­νι­στί» ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ γλώσ­σα τῶν στρα­τι­ω­τῶν τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου δέν ἦ­ταν ἑλ­λη­νι­κή. Ὅ­μως ἐ­δῶ ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει πο­λύ ἁ­πλά τήν το­πι­κή μα­κε­δο­νι­κή δι­ά­λε­κτο καί ὄ­χι μί­α ξε­χω­ρι­στή, μή ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα! Ὅ­πως δη­λα­δή θά ἔ­λε­γε: δω­ρι­στί, ἀτ­τι­κι­στί, ἰ­ω­νι­στί κτλ. Δέν γνω­ρί­ζουν, ὅ­πως φαί­νε­ται, ὅ­τι ὁ Πλού­ταρ­χος ἀλ­λοῦ λέ­ει πώς κατ᾿ ἐν­το­λήν τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου οἱ ξέ­νες ἐ­πι­γρα­φές ἐ­ξη­γοῦν­ταν στά ἑλ­λη­νι­κά, γιά νά τίς κα­τα­λα­βαί­νουν οἱ Μα­κε­δό­νες καί οἱ ἄλ­λοι Ἕλ­λη­νες στρα­τι­ῶ­τες: «τήν δέ ἐ­πι­γρα­φήν ἀ­να­γνούς ἐ­κέ­λευ­σεν ἑλ­λη­νι­κοῖς ὑ­πο­χα­ρά­ξαι γράμ­μα­σιν» (Πλ. Ἀ­λέξ. 69,4)· δέν λέ­ει «μα­κε­δο­νι­κοῖς». Ξε­χνοῦν καί πώς τήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα δι­έ­τα­ξε νά μά­θουν οἱ Πέρ­σες: «ἐ­κέ­λευ­σε γράμ­μα­τα τε ἑλ­λη­νι­κά μαν­θά­νειν καί μα­κε­δο­νι­κοῖς ὅ­πλοις ἐν­τρέ­φε­σθαι». (Πλ. Ἀ­λέξ. 47,6).

Ὁ με­γα­λο­φυ­ής Μ. Ἀ­λέ­ξαν­δρος εἶ­χε τόν λαμ­πρό­τε­ρο δά­σκα­λο τῶν χρό­νων ἐ­κεί­νων, τόν ἐ­πί­σης Μα­κε­δό­να Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς πνευ­μα­τι­κός γιός τοῦ Πλά­τω­νος καί πνευ­μα­τι­κός ἐγ­γο­νός τοῦ Σω­κρά­τη εἶ­χε ἀ­πο­θη­σαυ­ρί­σει μέ­σα του ὅ­λη τή σο­φί­α τοῦ τό­τε κό­σμου κι αὐ­τήν με­τέ­δω­σε στόν ἐ­κλε­κτό μα­θη­τή του. Αὐ­τήν τή σο­φί­α, πού ἄ­ρι­στα κα­τεῖ­χε, με­τέ­φε­ρε μέ ἀ­γά­πη στήν Ἀ­να­το­λή ὁ Μα­κε­δό­νας με­γα­λο­φυ­ής στρα­τη­λά­της, για­τί ἦ­ταν σο­φί­α τῶν δι­κῶν του προ­γό­νων κι ὄ­χι ξέ­νη. Καί κα­θώς ὁ κό­σμος τῆς μα­κρυ­νῆς Ἀ­να­το­λῆς τόν ἀ­γά­πη­σε, ἀ­γά­πη­σε μα­ζί καί τόν πο­λι­τι­σμό πού ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος τοῦ με­τέ­δω­σε κα­θώς καί τήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα, τή γλώσ­σα τήν ὁποία ὁ Ἀλέξανδρος καί οἱ Μακεδόνες μιλοῦσαν, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε τό λαμ­πρό­τα­το ὄ­χη­μα αὐ­τοῦ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τήν κοι­νή ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα ἡ ὁ­ποί­α στή συγκεκριμένη μορφή της μι­λή­θη­κε καί γρά­φη­κε γιά ἕ­ξι πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες ἀ­πό ὅ­λους το­ύς λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Δύ­σης. Τή γλώσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τή γλώσσα στήν ὁποία ἀπευθύνεται ὁ Ἀπ. Παῦλος στούς Μακεδόνες τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Φιλίππων καί στήν ὁποία διατύπωνε τίς θεῖες ἀλήθειες, ὅταν ἐκήρυττε σέ κάθε περιοχή τῆς μακεδονικῆς γῆς ἀπ’ ὅπου πέρασε. Ἀλλά καί μό­νο ἡ ὕ­παρ­ξη του­λά­χι­στον τεσσάρων ἀρ­χαί­ων θε­ά­τρων [Δί­ου, 5ου αἰ. π.Χ., Βερ­γί­νας (Αἰ­γῶν), 4ου αἰ. π.Χ., Φι­λίπ­πων, 4ου αἰ. π.Χ., καί Θάσου 4ου αἰ. π.Χ.] στή Μα­κε­δο­νί­α, ὅ­που πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν ἑλ­λη­νι­κά δρά­μα­τα, ἀ­πο­δει­κνύ­ει πώς καί ἑλ­λη­νι­κά μι­λοῦ­σαν οἱ Μα­κε­δό­νες καί ὑ­ψη­λό ἐ­πί­πε­δο πο­λι­τι­σμοῦ εἶ­χαν. Ἀλλιῶς πῶς θά κατανοοῦσαν τίς τραγωδίες πού διδάσκονταν ἐκεῖ καί τά ἄλλα εἴδη τῆς ἀρχαίας δραματικῆς ποίησης μέ τήν πολύ δύσκολη γλώσσα πού τήν καθιστοῦσαν δυσκολότερη τά ὑψηλά νοήματα τῶν ἔργων αὐτῶν καθώς ἐπίσης καί ἡ ὑποχρέωση τῶν κορυφαίων ποιητῶν τους νά ἀκολουθοῦν στά χορικά τους τίς ἐπιβαλλόμενες γλωσσικές ἀποκλίσεις και τό πολυποίκιλο τῆς μετρικῆς;

Ἑλληνική, λοιπόν, ἡ γλώσσα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων, ἑλληνικά τά ὀνόματά τους, ἑλληνικά καί τά ὀνόματα τῶν θεῶν τους. Ὅλα κοινά μέ ἐκεῖνα τῶν νότιων Ἑλλήνων. Τό ἀποδεικνύουν, ἐπιπροσθέτως, πάμπολλες ἐπιγραφές καί ψηφίσματα τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων ἀπό τόν χῶρο τῆς Μακεδονίας. Π.χ.: «Φιλωτέρα Ἀρριδαίου Ἑρμῇ Ἀγοραίῳ εὐχήν» (Αἰανή), «Βάσσος Ἀντιπάτρου ἐλευθερωθείς ὑπό Ἀντιπάτρου Ἀλεξάνδρου Ἡρακλῇ Κυναγίδᾳ» (Βελβενδός), «Ἐκκλησίας ἀγομένης ὑπό τοῦ Βαττυναίων πολιτάρχου Ἀλεξάνδρου τοῦ Λεωνίδου καί πολλῶν ἀποδυρωμένων πολιτῶν…νῦν δε οἱ δυνατώτεροι τῶν ἐπαρχικῶν ἐκβιάζονται τούς πένητας…τά ἤδη πεπραμένα ἄκυρα εἶναι καί μή κρατεῖσθαι τοῖς ἠγορακόσιν… Ἀλέξανδρος Λεωνίδου ὁ πολιτάρχης ἐπεσφραγισάμην, Θεότιμος Νικολάου, Παρμενίων Κλείτου, Νικόλαος Φίλωνος,…Ὀρέστης Ἀριστολάου,…Ἀντίγονος Κασσάνδρου,…Νικόλαος Μενελάου,…Νικάνωρ Θησέως,…Κλεῖτος Ἀντιγόνου, Φίλιππος Φιλώτου… κ.ἄ. 44 πολίτες» (Βαττύνα, κάπου στήν Καστοριά).

 

ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ – Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥΣ

(ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ)

 

Ἄς δοῦ­με στή συ­νέ­χεια πό­τε καί μέ ποι­ές συν­θῆ­κες ἐμ­φα­νί­σθη­καν στή Βαλ­κα­νι­κή –ἤ ὀρ­θό­τε­ρα στήν Χερ­σό­νη­σο τοῦ Αἵ­μου– οἱ πρῶ­τες σλα­βι­κές φυ­λές, πρό­γο­νοι τῶν ση­με­ρι­νῶν Σκο­πια­νῶν.

Οἱ Σλά­βοι τό 578 μ.Χ. δι­έ­βη­σαν τόν Δού­να­βη καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στίς βο­ρεί­ως τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Αἵ­μου θρα­κι­κές πε­ρι­ο­χές, ὅ­που τό Βυ­ζάν­τιο τούς πα­ρα­χώ­ρη­σε γαῖ­ες. Οἱ Βούλ­γα­ροι –λα­ός ἀ­σι­α­τι­κός πού κα­τά πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα προ­ῆλ­θε ἀ­πό τή συγ­χώ­νευ­ση τῶν ὑ­πο­λειμ­μά­των τῶν Οὕν­νων τοῦ Ἀτ­τί­λα, πού με­τά τόν θά­να­το τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τους ἀ­πο­σύρ­θη­καν πρός τήν Ἀ­να­το­λή, καί τῶν Ὀ­γού­ρων Τούρ­κων, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τοι­κοῦ­σαν στίς βό­ρει­ες ἀ­κτές τῆς Μαύ­ρης Θά­λασ­σας– ἐ­πι­χεί­ρη­σαν λη­στρι­κές ἐ­πι­δρο­μές στίς νο­τί­ως τοῦ Δου­νά­βε­ως βυ­ζαν­τι­νές ἐ­παρ­χί­ες μό­λις τό 681 μ.Χ. Τό Βυ­ζαν­τι­νό Κρά­τος τούς ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς «φοι­δε­ρά­τους» (ὑ­πό­σπον­δους). Ἡ βουλ­γα­ρι­κή ἐ­θνό­τη­τα δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἀ­πό τή «συ­νάν­τη­ση» τῶν ὀ­λι­γα­ριθ­μό­τε­ρων, ἀλ­λά δυ­να­μι­κῶν καί ὀρ­γα­νω­τι­κῶν Βουλ­γά­ρων, καί τῶν πο­λυ­α­ριθ­μό­τε­ρων Σλά­βων.

Στήν ἐ­πί­μα­χη πε­ρι­ο­χή τῆς Πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἔ­χου­με σπο­ρα­δι­κές ἐγ­κα­τα­στά­σεις Σλά­βων με­τά τόν 8ο αἰ. μ.Χ. Οἱ ἐγ­κα­τα­στά­σεις αὐ­τές ὑπῆρξαν μεμονωμένες καί διακεκομμένες. Στά ὀρεινά μέρη διατηρήθηκαν ὡς τόν 10ο αἰ.. Στά πεδινά γρήγορα ἀφομοιώθηκαν ἀπό τό ἑλληνικό τους περιβάλλον. Ἐ­πη­ρέ­α­σαν, ἑπομένως, μό­νο ἐν μέ­ρει τήν ἐ­θνο­λο­γι­κή σύ­στα­ση τῆς πε­ρι­ο­χῆς-ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀπώλεσε τόν ἑλληνικό της χαρακτήρα-καί δέν με­τέ­βα­λαν τήν δι­οι­κη­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τοῦ Βυ­ζαν­τι­νοῦ Κρά­τους στά μέ­ρη αὐ­τά. Ἐξάλλου, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι καθ’ὅλη τή βυζαντινή ἐποχή οἱ νοτιώτερες σερβικές περιοχές ἀπεῖχαν ἀπό τήν πόλη τῶν Σκοπίων περισσότερο ἀπό ἑκατό χιλιόμετρα κι ἀκόμη, φυσικά, πώς ὡς τά τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος ὁλόκληρη ἡ Σερβία εἶναι ὑποτελής στό Βυζάντιο.

Οἱ Σέρβοι προχώρησαν στήν ἐκτός σημερινῶν ἑλληνικῶν συνόρων ΒΔ Μακεδονία μετά τό 1299, ἀλλά πάραυτα ἐκδιώχθηκαν ἀπό τούς Βυζαντινούς. Οἱ Βούλγαροι παρέμειναν στήν ἴδια περιοχή κάπως περισσότερο, ἀναμεμειγμένοι μέ Σέρβους, Ἕλληνες τῶν ἀστικῶν κέντρων καί τῶν κωμοπόλεων καί μέ βοσκούς Ἕλληνες (Βλάχους, Σαρακατσαναίους κἄ.). Ἴχνη ἄλλου σλαβικοῦ λαοῦ ἤ φύλου –μή σερβικοῦ καί μή βουλγαρικοῦ-δέν διαπιστώθηκαν στήν περιοχή.

Ὡς τήν ἐ­πο­χή τῶν Σταυ­ρο­φο­ρι­ῶν καί συγ­κε­κρι­μέ­να ὡς τό 1188, ἐ­πο­χή τῆς ἱ­δρύ­σε­ως τοῦ λε­γό­με­νου β΄ βουλ­γα­ρι­κοῦ κρά­τους ἀ­πό τούς ἀ­δελ­φούς Πέ­τρο καί Ἀσ­σάν στίς βο­ρεί­ως τῆς ὀ­ρο­σει­ρᾶς τοῦ Αἵ­μου θρα­κι­κές πε­ρι­ο­χές, πα­ρά τίς ἐ­πι­δρο­μές τοῦ Συ­με­ών (893-927) στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Θρά­κης καί τήν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ Σα­μου­ήλ (969-1017), ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σπά­θη­σε νά δη­μι­ουρ­γή­σει δικό του κρά­τος στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀ­χρί­δας καί τῶν Πρε­σπῶν (πε­ρι­ο­χή τοῦ ση­με­ρι­νοῦ κρά­τους τῶν Σκο­πί­ων), ἡ βυ­ζαν­τι­νή δι­οί­κη­ση σ᾿ ὁ­λό­κλη­ρη τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Χερ­σο­νή­σου τοῦ Αἵ­μου εἶ­ναι ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη. Οἱ βί­αι­οι ἐκ­βουλ­γα­ρι­σμοί καί ἐκ­σλα­βι­σμοί δέν ἴ­σχυ­σαν νά με­τα­βά­λουν τό κα­θε­στώς. Οἱ ἰ­σχυ­ρι­σμοί τῶν Σκο­πια­νῶν ἱ­στο­ρι­κῶν πώς ὁ Σαμουήλ, πρίν νι­κη­θεῖ ἀ­πό τόν Βα­σί­λει­ο Β΄, δη­μι­ούρ­γη­σε στήν πε­ρι­ο­χή τους τό πρῶ­το «μα­κε­δο­νι­κό κρά­τος» μέ σλα­βι­κό χα­ρα­κτή­ρα στε­ροῦν­ται ἱ­στο­ρι­κῆς βά­σης. Ὁ Βα­σί­λει­ος Β΄ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού με­τά τή συν­τρι­βή τοῦ Σα­μου­ήλ ἵ­δρυ­σε τήν ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή αὐ­τή, ἡ ὁ­ποί­α ἄλ­λω­στε κα­τέ­στη πε­ρι­φα­νές ἑλ­λη­νι­κό πνευ­μα­τι­κό κέν­τρο μέ Ἕλ­λη­νες ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πους. Ἡ πε­ρι­ο­χή, ἐ­ξάλ­λου, τῶν λι­μνῶν βρί­θει ἑλ­λη­νι­κῶν γρα­πτῶν μνη­μεί­ων ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς.

Κα­τά τή διά­ρκεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας οἱ ἑλ­λη­νό­φω­νοι, οἱ σλα­βό­φω­νοι, οἱ βλα­χό­φω­νοι καί οἱ ἀρ­βα­νι­τό­φω­νοι κά­τοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, ταυ­τί­ζον­ται μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί θε­ω­ροῦν­ται μέ­λη τῆς ἴ­διας κοι­νω­νί­ας, δη­λα­δή Ἕλ­λη­νες. Πα­ρά τίς ἐ­θνο­λο­γι­κές πε­ρι­πέ­τει­ες οὐ­δέ­πο­τε δι­α­κό­πη­κε ἡ ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στή Μα­κε­δο­νί­α. Οἱ Σλά­βοι ἐ­πι­δρο­μεῖς-σ’αὐτούς συμπεριλαμβάνουμε καί τούς Βουλγάρους-εἴ­τε ἀ­πο­κρού­σθη­καν εἴ­τε ἀ­φο­μοι­ώ­θη­καν πο­λι­τι­σμι­κά.

 

ΤΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» ΩΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Ὁ­λό­κλη­ρο τό πλέγ­μα τῶν ἀν­τα­γω­νι­σμῶν (ἐ­θνι­κῶν, οἰ­κο­νο­μι­κῶν, δι­πλω­μα­τι­κῶν, στρα­τι­ω­τι­κῶν) πού δη­μι­ουρ­γή­θη­καν στή Βαλ­κα­νι­κή με­τά τήν ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821 καί τήν ἵ­δρυ­ση τοῦ ἀ­νε­ξάρ­τη­του Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους (1830) καί τῶν δύ­ο ἄλ­λων βαλ­κα­νι­κῶν ἡ­γε­μο­νι­ῶν (Σερ­βί­ας 1829 καί Βουλ­γα­ρί­ας 1878) κι ὡς τίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰ. ἔ­γι­νε γνω­στό ὡς «Μα­κε­δο­νι­κό Ζή­τη­μα» καί ἐν­τάσ­σε­ται μέ­σα στά πλαί­σια τοῦ γε­νι­κό­τε­ρου «Ἀ­να­το­λι­κοῦ Ζη­τή­μα­τος».

Μέσα στήν τουρκοκρατούμενη Μακεδονία διεισδύουν μέ ὅλο καί πιό σκληρό τρόπο οἱ Βούλγαροι, ἐνῶ ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἀρχίζουν νά προωθοῦνται στόν χῶρο αὐτό καί οἱ Σέρβοι περιπλέκοντας ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ὁ νικηφόρος γιά τούς Ρώσους ρωσοτουρκικός πόλεμος τοῦ 1877-1878 ὄξυνε τό «Μακεδονικό Ζήτημα»· διότι μέ τή συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (3/3/1878), μέ τήν ὁποία ἡ σύρραξη αὐτή ἔκλεισε, ἡ τσαρική Ρωσία ἐπιχείρησε νά δημιουργήσει μιά Μεγάλη Βουλγαρία, ὑποτελή στή Ρωσία, ἀπό τόν Δούναβη καί τόν Πόντο ὥς τό Αἰγαῖο καί σχεδόν ὥς τήν Ἀδριατική. Στόχος της νά ἀποκτήσει διά τῆς Βουλγαρίας διέξοδο στό Αἰγαῖο καί στή Μεσόγειο, ὑπερφαλαγγίζοντας τά Στενά, καί νά κυριαρχήσει στή Βαλκανική. Παρά τό γεγονός ὅτι εὐθύς ἀμέσως οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μέ τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου (Ἰούλιος 1878) ἀκύρωσαν τή Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, τό ἰδεῶδες τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας, πού τόσο εὔκολα-ἔστω καί πρός στιγμήν καί μέ ξένα ὅπλα-δημιουργήθηκε, ἀπετέλεσε ἔκτοτε ἕνα μόνιμο ὄνειρο τῶν Βουλγάρων.

Τό 1885 οἱ Βούλγαροι προσάρτησαν πραξικοπηματικά στό κράτος τους τήν ἑλληνικότατη Ἀνατολική Ρωμυλία, πράξη πού ἔγινε τελικά ἀποδεκτή ἀπό τίς Μεγάλες Δυνάμεις. Μέ τήν αἴσθηση τοῦ ἰσχυροῦ θέτουν ὡς ἑπόμενο στόχο τους τήν πολιτική αὐτονόμηση ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας, μέ ἀπώτερο στόχο τή διεθνή ἀναγνώριση τοῦ βουλγαρικοῦ χαρακτήρα της, κάτι πού θά ἄνοιγε τόν δρόμο γιά την ἐνσωμάτωση ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας στή Βουλγαρία, ὅπως εἶχαν πράξει καί με τήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Τέτοιες εἶναι μάλιστα οἱ φιλοδοξίες τους, πού μέσα στά σχέδιά τους συμπεριλαμβάνουν ἀκόμη καί τή Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία οὔτε ἡ Ρωσία εἶχε τολμήσει νά περιλάβει στόν χάρτη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Ἡ πολιτική αὐτή ἀκολουθήθηκε ὡς τό 1912.  

Ἡ βουλγαρική τρομοκρατία στή Μακεδονία εἶχε ἀρχίσει ἤδη νωρίτερα μέ τήν ἀ­πό­σχι­ση τῆς βουλ­γα­ρι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο (28 Φε­βρ. 1870). Ἡ ἔ­νο­πλη φά­ση τοῦ ἔν­δο­ξου Μα­κε­δο­νι­κοῦ Ἀ­γώ­να (1904-1908), τόν ὁποῖον οἱ Βούλγαροι ξεκίνησαν, ἔ­γει­ρε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά τήν πλά­στιγ­γα ὑ­πέρ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Μα­κε­δο­νί­ας καί ἔληξε μέ τήν ἥττα τῆς Βουλγαρίας, παρά τίς μαζικές ἀποστολές ἐνόπλων βουλγαρικῶν τμημάτων καί ὁμάδων στή Μακεδονία πού στρέφονταν μέ τόν πλέον ἀδίστακτο τρόπο ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων καί ἰδιαίτερα ἐναντίον τῶν ἑλληνόφρονων, ἀλλά σλαβόφωνων πληθυσμῶν.

Ἡ βουλγαρική ἀπληστία δελέασε τήν ἀρκετά ἀπομακρυσμένη Σερβία, ὥστε ἄρχισε νά εἰσχωρεῖ κι αὐτή ὅσο γινόταν βαθύτερα στή βόρεια Μακεδονία καί νά προσανατολίζεται πρός τήν ἑλληνικότατη Θεσσαλονίκη.

Στά 1912 συμμάχησαν ἡ Ἑλλάδα, ἡ Βουλγαρία, ἡ Σερβία καί τό Μαυροβούνιο καί διεξήγαγαν τόν νικηφόρο πρῶτο βαλκανικό πόλεμο κατά τῆς Τουρκίας. Ἡ κατανομή τῶν μακεδονικῶν ἐδαφῶν δέν ἱκανοποίησε τή Βουλγαρία, ἡ ὁποία μέ τόν δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (Ἰούλιος 1913) ἐναντίον τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησε νά καταλάβει τή Μακεδονία. Ὁ πόλεμος ἔληξε μέ τήν ἧττα τῆς Βουλγαρίας.

Ἡ Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου πού ἀκολούθησε (Αὔγουστος 1913) καθόρισε τά ὁριστικά σύνορα μεταξύ Ἑλλάδος, Σερβίας καί Βουλγαρίας. Ἐπι­δί­κα­σε στήν Ἑλ­λά­δα τίς μα­κε­δο­νι­κές πε­ρι­ο­χές πού σή­με­ρα τῆς ἀ­νή­κουν, ἐ­νῶ οἱ ὑ­πό­λοι­πες πε­ρι­ο­χές τοῦ ἀ­πό τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νια ἑλ­λη­νι­κό­τα­του μα­κε­δο­νι­κοῦ χώ­ρου πε­ρι­ῆλ­θαν κυ­ρί­ως στή Σερ­βί­α-τή μεγάλη κερδισμένη-, ἐν μέ­ρει στή Βουλ­γα­ρί­α («Μα­κε­δο­νί­α τοῦ Πι­ρίν») καί μιά στενή λωρίδα δυτικά τῶν λι­μνῶν, ΒΑ τῆς Κο­ρυ­τσᾶς, στήν Ἀλ­βα­νί­α.

 

Η ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ

 

Γιά τήν πληρέστερη παρουσίαση τοῦ θέματος θά ἀναφερθοῦμε ἐν ὀλίγοις καί στή λεγόμενη σχισματική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων. Σύμφωνα μέ τόν καταστατικό χάρτη τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ψηφίσθηκε τό 1994, ὁ ἀρχιεπίσκοπός της φέρει τόν τίτλο «Πρόεδρος τῆς ἁγίας ἀρχιεπισκοπικῆς συνόδου τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῆς Μακεδονίας, ἀρχιεπίσκοπος  Ἀχρίδος καί Μακεδονίας».

Τό πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας στίς 15/9/1967 ἐκήρυξε τήν τότε λεγόμενη «μακεδονική ὀρθόδοξη ἐκκλησία» σχισματική θρησκευτική ὀργάνωση καί διέκοψε κάθε κανονική κοινωνία μαζί της. Ὅλες οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἐπιδοκίμασαν τή στάση τῆς σερβικῆς ἐκκλησίας.

Στίς 17/5/2002 στό Νίς τῆς Σερβίας συμφωνήθηκε -ἀλλά ἡ σχισματική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ἐν συνεχείᾳ ὑπαναχώρησε – ἡ «ἐκκλησία τῶν Σκοπίων νά ὀνομασθεῖ «Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος». Αὐτόν τόν τίτλο φέρει σήμερα ἡ δημιουργηθεῖσα ἀπό τή σερβική ἐκκλησία «κανονική ἐκκλησία τῶν Σκοπίων».

Τό σερβικό πατριαρχεῖο δέχεται σήμερα -ἐν ἀντιθέσει μέ τό παρελθόν – γιά τή σκοπιανή ἐκκλησία τόν τίτλο αὐτό («Ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος»), ἀλλά ἀρνεῖται τήν προσθήκη στόν τίτλο της τῆς ὀνομασίας «Μακεδονίας» για δικούς του ἐθνικούς λόγους κι ὄχι φυσικά γιά νά προσφέρει ἐκδούλευση στήν Ἑλλάδα. Προφανῶς γιατί ἡ σερβική ἐκκλησία θεωρεῖ τή Μακεδονία σερβική.

Ὅπως ὅμως ὁ τίτλος «Μακεδονίας» εἶναι μόνον ἑλληνικός, ἔτσι και ὁ τίτλος «Ἀχρίδος» εἶναι ἀποκλειστικά ἑλληνικός. Ὁ σημερινός κανονικός ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος θεωρεῖ τόν τίτλο του, κατά τήν δική του διατύπωση, «τελείως σωστό ἀπό ὅλες τίς πλευρές». Σέ εὐχαριστήρια ἐπιστολή του πρός τόν μητροπολίτη Ναυπάκτου στίς 7/7/2007 μεταξύ ἄλλων γράφει: «Ἔχουμε δεχθεῖ νά πάρουμε τό ἔνδοξο ὄνομα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδος πού εἶναι τελείως σωστό ἀπό ὅλες τίς πλευρές, κανονικά καί ἐκκλησιολογικά, ἀντίθετα ἀπό τό ὄνομα πού χρησιμοποιοῦν οἱ σχισματικοί στήν ΠΓΔΜ πού χαρακτηρίζουν τόν ἑαυτό τους ὡς Μακεδονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Θά γνωρίζει, βέβαια, ὁ κανονικός ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σκοπίων ὅτι προφανῶς καί εἶναι ἔνδοξο τό ὄνομα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδος, ὄχι ὅμως διότι τό χρησιμοποιοῦν καταχρηστικῶς οἱ Σλάβοι, ἀλλά διότι τήν ἀρχιεπισκοπή αὐτή τήν ἵδρυσε ὁ ἐνδοξότατος Ἕλληνας αὐτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ὁ ἐπονομασθείς Βουλγαροκτόνος, – ἤδη τό 1020 καί ἐξακολούθησε να ὑφίσταται ὡς τό 1767 – καί τό ὄνομά της τό ἐτίμησαν οἱ διαπρεπεῖς ἀρχιεπίσκοποί της-ὅλοι τους, πλήν ἑνός, Ἑλληνες-μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἐπιφανής Δημήτριος Χωματιανός καί ὁ ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πρώην καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος. Κι ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς ἡ Ἀχρίδα ταυτίζεται μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική Λυχνιδό, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σέ Ἀχρίδα (Ohrid) ἀπό τούς πρώτους Σλάβους πού ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ. Ἡ λίμνη λεγόταν πρό τῶν Σλάβων Λυχνῖτις. Ἡ πόλη Λυχνιδός ὑπῆρξε ἕδρα ἐπισκοπῆς ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου ὡς, τουλάχιστον, τίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰῶνος.Ἀπό τόν 4ον αἰ., λοιπόν, ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀχρίδος, ἡ ὁποία πάντοτε διατήρησε τόν ἀκραιφνῶς ἑλληνικό της χαρακτήρα.

Ἀπό τόν 19ον αἰώνα Βούλγαροι καί Σέρβοι ἐρίζουν γιά τήν ἀρχιεπισκοπή τῆς Ἀχρίδος, ἡ ὁποία δέν ἀνῆκε ποτέ σέ κανένα ἀπό τούς δύο. Τελικά φαίνεται πώς γιά τήν ὥρα τήν κερδίζουν οἱ νεήλυδες, αὐτοί πού τελευταῖοι μπῆκαν στό παιχνίδι, δηλαδή οἱ Σκοπιανοί. Οἱ Ἕλληνες ἁπλῶς θεώμεθα σιγοῦντες. Πόσοι, ἄραγε ὑποψιαζόμαστε τά ἱστορικά μας δίκαια ἐπί τῆς Ἀχρίδος; Τήν ἐκχωροῦμε-μέ τήν ἀδράνειά μας-ἀνυποψίαστοι σάν κάτι τελείως ξένο προς ἐμᾶς! Ἄν ἡ σερβική ἐκκλησία, ἐνώπιον τῆς δεδομένης σκοπιανῆς ἀδιαλλαξίας ἤ πιεζόμενη ἀπό ἐσωτερικούς παράγοντες ἤ ἴσως λόγῳ ἀλλαγῆς τῆς ἡγεσίας της ἤ γιά ἄλλους δικούς της λόγους δεχθεῖ κάποτε – μήπως ἄραγε καί πολύ σύντομα; – τήν προσθήκη «Μακεδονίας» στήν ὀνομασία τῆς σχισματικῆς ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ἐμεῖς καί πάλι δέν θά ἀντιδράσουμε; Ἡ σερβική ἐκκλησία καί οἱ Σέρβοι ἐν γένει ἴσως λύσουν τό πρόβλημά τους. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ὅμως, οἱ κληρονόμοι τῶν δύο αὐτῶν παλαίφατων  ἱστορικῶν τίτλων «Μακεδονίας» καί «Ἀχρίδος», εἶναι σωστό νά συμβιβασθοῦμε μέ δύο σέ βάρος μας ἀσύστολα ἱστορικά ψεύδη; Δέν εἶναι καιρός πιά νά ἀναλογισθοῦμε τίς ευθύνες μας; Πρός Θεοῦ ὅμως, ὄχι, ὅπως συνήθως, ὡς Ἐπιμηθεῖς, κατόπιν ἑορτῆς.

Ἐν τέλει, ἡ ἱστορική ἀλήθεια ἐπιβάλλει νά τονίσουμε πώς ἡ παντοιοτρόπως ἐπιχειρούμενη παραχάραξη τῆς ἱστορίας τῆς Μακεδονίας, στό ἐθνικό εἴτε στό ἐκκλησιαστικό πεδίο, ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν οἱ Μακεδόνες -Ἕλληνες ἀνέκαθεν στήν καταγωγή -ἐσφράγισαν καθοριστικά μέ τήν ἀνεπανάληπτη συνεισφορά τους στόν πολιτισμό τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀλήθεια στό τέλος θά ὑπερισχύσει. Εὐλογημένοι ὅσοι μέ τήν καρδιά τους καί μέ λεβεντιά τήν ὑπηρετοῦν.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα