Γεωργίου Μπόκα
Γεωπόνου
«Ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει…», «Οἶνος καρδίαν ἀνθρώπου εὐφραίνει…», ἀλλὰ καὶ «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος».
Γιατί οἱ πρωτόπλαστοι καὶ οἱ πρῶτοι τους ἀπόγονοι ἔζησαν ἑκατοντάδες χρόνια; Γιατί σήμερα κατὰ τὰ κοινῶς ἀποδεδειγμένα σπανίως ἐξαντλεῖται τὸ γενικὸ ὅριο ζωῆς (120 ἔτη). Ὄχι, δέν λιγόστεψαν τὰ καύσιμα, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρυσμένοι συνεχῶς ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία τὰ νοθεύσαμε καὶ ὑπερβαρύναμε τὸ ὄχημα (σῶμα μας). Συνέπεια, μικρόβια (μικρὸς βίος) ζωή, γκρίζα πορεία γεμάτη ἀρρώστιες καὶ χωρὶς νόημα. Ἂν ὄχι τὸ σύνολο ἀλλὰ κατὰ γενικὴ διαπίστωση, πλέον τοῦ 90% τῶν προβλημάτων ὑγείας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ὀφείλονται στὴν ὑπερφαγία καὶ τὴν ταχυφαγία.
Πανηγυρίζουν οἱ φαρμακευτικὲς πολυεθνικὲς καὶ ὅλο τὸ βάρβαρο καὶ ἀπάνθρωπο σύστημα ἐφαρμοσμένης ἰατρικῆς, ἐπεμβατικῆς καὶ θεραπείας. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ φωτεινὲς ἐξαιρέσεις σ᾿ αὐτούς, οἱ λίγοι γιατροὶ καὶ οἱ ἐρευνητὲς ἀξίζουν μεγάλα στεφάνια. Στὶς μέρες μας δυστυχῶς ὁ πόλεμος ποὺ δέχεται ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀμείλικτος καὶ ἀβάστακτη ἴσως ἡ πίεση. Ἀλλίμονο στὴ σημερινὴ νεολαία ἡ ὁποία πορεύεται σὲ τοπίο τόσο δύσκολο, ποὺ οἱ μέρες ποὺ ζήσανε οἱ μεσήλικες ὡς νέοι, νὰ φαντάζουν ὄαση.
Οἱ δόλιες δυνάμεις ἔχουν ἀποδοθεῖ σὲ μία τιτάνια προσπάθεια νὰ ἁλώσουν καὶ τὸ τελευταῖο «κύτταρο» τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ βέβαια ἡ ὕψιστη ἅλωση δὲν εἶναι ἡ κατοχὴ μίας χώρας, οὔτε κἄν ἡ οἰκονομικὴ καὶ ἴσως ὄχι ἡ πολιτισμικὴ, ἀλλὰ αὐτὴ τῆς δημιουργίας πλασματικῶν καὶ συγκεκριμένων ἀναγκῶν καὶ συνηθειῶν μὲ τελικὴ συνέπεια τὴν πνευματικὴ ἐκβαράθρωση καὶ τὴν ὁλοσχερῆ ὑποδούλωση. Καὶ ὁ «ἐχθρὸς» δὲν χτυπάει τὴν πιὸ ὀχυρωμένη περιοχή, ξεκινάει ἀπὸ τὰ «εὔκολα», τὶς καθημερινὲς βιοτικὲς ἀνάγκες. Τί νερὸ θὰ πιοῦμε, πόσο θὰ πιοῦμε, τί θὰ φάγουμε, πὼς θὰ ντυθοῦμε, πὼς θὰ ξυριστοῦμε, πὼς θὰ πλυθοῦμε, πὼς θα … ὅλα ἐπιβάλλονται-ἕτοιμη ἡ «φυλακή». Σήμερα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, τὸ ὄχι ἀποκτᾷ ὄχι μόνο ἐθνικὴ σημασία, ἀλλὰ καὶ ὕψιστη πνευματικὴ σημασία, ἢ λέμε ΟΧΙ ἢ τὰ χάνουμε ΟΛΑ.
Καὶ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὰ μικρότερα στὰ μεγαλύτερα. Ὅλοι παραδέχονται ὅτι τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται σὲ ἕνα τόπο, εἶναι τὰ καλύτερα γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἐμεῖς στὴν Πατρίδα μας, αὐτὸ τὸ θαυμάσιο ἐργαστήρι τῆς φύσης ποὺ μᾶς δώρισε ὁ Θεὸς τὸ ἀποδοκιμάζουμε, ἀφοῦ πρῶτα ἐγκαταλείψαμε, θεωρώντας μάλιστα ὄνειδος, τὴν ἀγροτικὴ ἢ κτηνοτροφικὴ ἐργασία καὶ τρέχουμε νὰ ἀγοράσουμε προϊόντα ἄλλων χωρῶν, ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς καὶ ποῦ παράχθησαν. Ἐπιλέξαμε τὸν “τρόπο” καὶ ὄχι τὸν κόπο, γιὰ νὰ πορευτοῦμε τὶς τελευταῖες δεκαετίες. Ποῦ εἶναι ὁ λαχανόκηπος ποὺ ἀποτελοῦσε τὸν εὐλογημένο τόπο στὸ παρελθὸν καὶ ἔλυνε κάθε δυσκολία τῶν οἰκογενειῶν τῆς ὑπαίθρου; Ποῦ εἶναι ἡ κατσίκα καὶ γενικῶς τὰ οἰκόσιτα ζῶα καὶ πτηνὰ ποὺ ἀνέθρεψαν γενιὲς καὶ γενιὲς μὲ φρέσκο γάλα, αὐγὰ καὶ κρέας; Ποῦ εἶναι τὸ λιοστάσι ποὺ ὅλες οἱ ἐργασίες του ἦταν χαρὰ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα βάλσαμο.; Ποῦ εἶναι τὸ μικρὸ χωμάτινο φουρνάκι στὸ χωριὸ ποὺ τάϊζε τὴν οἰκογένεια μὲ ψωμὶ καὶ ἄλλα φαγητά; Εἶχε δὲ ὅλη ἡ γειτονιὰ, ἂν εἶχε ὁ ἕνας. Ποῦ εἶναι ὅλα ἐκεῖνα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τὰ κάναμε δυστυχῶς σκουπίδια. Εἴμαστε ἡ πρώτη χώρα παραγωγῆς σκουπιδιῶν στὸν κόσμο μὲ περίπου μισὸ τόνο ἀνὰ ἔτος/ἄτομο καὶ δυστυχῶς καὶ αὐτὰ φέρουν ξένες σφραγίδες πάνω τους. Πολλὰ θὰ μπορούσαμε δυστυχῶς ἀκόμη νὰ περιγράψουμε, ὅμως εὐτυχῶς ὑπάρχει ἐλπίς. Τώρα ἢ ποτὲ, λέμε ΟΧΙ στὴ μιζέρια καὶ στὴν ἐξάρτηση. Λέμε ΝΑΙ, στὸν ἁπλὸ τὸν ἀληθινὸ Χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, ἀφοῦ καὶ ὑγεία συνεπάγεται, ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ συνδρομὴ προσφέρει. Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὸν Ἅγιο Πέτρο τὸ Δαμασκηνὸ νὰ μᾶς μιλήσει, μὲ τὴν ἀνάλυσή του στὴ ρήση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν βλάπτουν τὰ εἰσερχόμενα, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα.
Ἡ κατὰ Θεοῦ ἀνάγνωση
Ἡ κατὰ Θεοῦ ἀνάγνωση πρέπει νὰ γίνεται, γιὰ νὰ μὴν περιπλανιέται ὁ νοῦς ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, γιατί ὁ ἐχθρὸς μισεῖ, τὸν ἦχο ποὺ προειδοποιεῖ γιὰ τὸν ἐρχομὸ του, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποφύγει τὴν ἁμαρτία τελείως, πρέπει τὸ μεγαλύτερο διάστημα νὰ μείνῃ στὸ κελλί του. Ἂν τὸν κυριεύῃ ἀκηδία, ἂς ἐργάζεται λίγο, ὅπως καὶ ὁ ἀπαθὴς καὶ ὁ γνωστικός, γιὰ ὠφέλεια ἄλλων καὶ βοήθεια κάποιων ἀσθενῶν. Ἔτσι ἔκαναν οἱ μεγάλοι Πατέρες ἀπὸ συγκατάβαση καὶ ἐξομοιώνονταν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, γιατί μποροῦσαν παντοῦ νὰ ἔχουν τὸν Θεὸ μέσα τους καὶ νὰ σχολάζουν στὴν κατὰ Θεὸν θεωρία, ἀκόμα καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν ἀγορά, ἀφοῦ, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, γιὰ τοὺς πάρα πολὺ τέλειους, «αὐτοὶ καὶ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος εἶναι πάντοτε σὰν μόνοι στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸ Θεό». Ἐκεῖνος τώρα ποὺ δὲν τὰ ἔχει ἀκόμη αὐτά, ἀλλὰ θέλει νὰ δώσῃ διαζύγιο στὴν ἀκηδία, ὀφείλει νὰ ἀπορρίπτῃ κάθε συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ὑπέρμετρο ὕπνο καὶ νὰ τὴν ἀφήσει νὰ τοῦ λιώσῃ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, μέχρις ὅτου βαρεθεῖ καὶ φύγει, διαπιστώνοντας τὴν ὑπομονή του στὴν κατὰ Θεὸν ἀκατάπαυστη σχολὴ, στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴν καθαρὴ προσευχή. Γιατί, ὅταν ὁ ἐχθρὸς δῇ ὅτι εἶναι ἱκανὸς νὰ κατορθώσῃ κάτι, ἐξακολουθεῖ νὰ πολεμᾷ ἀλλοιῶς ὑποχωρεῖ, ἢ τελείως ἢ προσωρινά. Γι᾿ αὐτὸ ὀφείλει ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ νικήσῃ τοὺς ἐχθρούς, νὰ ἔχῃ μεγάλη ὑπομονή, ὅποιος δὲ ὑπομείνει ὡς τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ. «Εἶναι δίκαιο γιὰ τὸν Θεό, λέει ὁ Ἀπόστολος, νὰ ἀνταποδώσῃ θλίψη σ᾿ ὅσους μᾶς λυποῦν, καὶ σ᾿ ἐμᾶς ποὺ θλιβόμαστε, ἀνακούφιση». Δὲν εἶναι κακὸ κανένα πρᾶγμα ποὺ γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ ταπείνωση. Ἀλλὰ ἔχουν διαφορὲς τὰ πράγματα καὶ τὰ ἔργα. Καθετὶ λοιπὸν ποὺ εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, γίνεται ἐμπόδιο σ’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σωθῇ, δηλαδὴ καθετὶ ποὺ δὲν χρησιμεύει γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἢ γιὰ τὴν σωματικὴ ζωή. Δὲν εἶναι τὰ φαγητά, ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία τὸ κακό, oὔτε τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἡ προσκόλληση σὲ αὐτὰ, οὔτε ὁ λόγος, ἀλλὰ ἡ ἀργολογία, οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀκράτεια, οὔτε ἡ ἀγάπη στοὺς δικούς μας, ἀλλὰ ἡ προερχόμενη ἀπὸ αὐτὴν παραμέληση στὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὰ ἐνδύματα, ὅσα χρειάζεται νὰ σκεπαστοῦμε καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ πολυτελῆ, οὔτε τὰ σπίτια γιὰ νὰ ἀποφεύγουμε τὸ κρύο, τὴ ζέστη καὶ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διώροφα καὶ τριώροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα, οὔτε τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς κάτι, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὸ ἔχῃ γιὰ ἀναγκαία χρήση, οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία οἱ πολὺ ἀκτήμονες, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ ἔχουν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἀνάγνωση, οὔτε οἱ φίλοι, ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν προξενοῦν ψυχικὴ ὠφέλεια. Οὔτε ἡ γυναῖκα εἶναι κάτι κακό, ἀλλὰ ἡ πορνεία, οὔτε ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία, οὔτε τὸ κρασί, ἀλλὰ ἡ μέθη, οὔτε ὁ φυσικὸς θυμὸς ποὺ δόθηκε γιὰ τὸν κολασμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἡ χρήση του κατὰ τῶν συνανθρώπων, οὔτε ἡ ἐξουσία, ἀλλὰ ἡ φιλαρχία, οὔτε ἡ δόξα, ἀλλὰ ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ χειρότερη ἀπ᾿ αὐτήν, κενοδοξία, οὔτε τὸ νὰ ἀποκτήσῃ κανεὶς ἀρετή, ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζῃ ὅτι τὴν ἔχει, οὔτε ἡ γνώση, ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζῃ κανεὶς ὅτι εἶναι γνωστικός, καὶ τὸ χειρότερο, νὰ μὴ γνωρίζῃ κανεὶς τὴν ἄγνοιά του, οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση, ἀλλὰ ἡ ψεύτικη. Οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κακός, ἀλλὰ τὰ πάθη, οὔτε ἡ φύση, ἀλλὰ τὰ παρὰ φύσει, οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται γιὰ κακὸ καὶ ὄχι πρὸς ψυχικὴ σωτηρία, οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ παράχρησή τους. Ἡ ὅραση δηλαδὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ κτίσματα καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Δημιουργό, ὥστε νὰ βαδίζουμε σωστὰ πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, οὔτε τὰ αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκοῦμε καταλαλιὲς καὶ μωρολογίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς λαλιὲς τῶν ἀνθρώπων, τῶν πουλιῶν κ.λπ. καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους, οὔτε ἡ ὄσφρηση εἶναι γιὰ νὰ ἐκθηλύνῃ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴ χαλαρώνῃ ἀπὸ τὰ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε γι᾿ αὐτό, γιατί χωρὶς ἀέρα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ σωματικὰ, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ζῶο.
Καὶ θαυμάζω τὴ σοφία τοῦ Εὐεργέτη, πὼς τὰ πιὸ ἀναγκαία πράγματα βρίσκονται εὔκολα ἀπὸ ὅλους, δηλαδὴ ὁ ἀέρας, ἡ φωτιά, τὸ νερό, τὸ χῶμα. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ σώσουν τὴν ψυχή, τὰ ἔκανε εὐκολώτερα ἀπὸ τὰ ἄλλα πράγματα, ἐνῶ ἐκεῖνα ποὺ κολάζουν τὴν ψυχή, τὰ ἔκανε δυσκολώτερα. Ἡ φτώχεια, γιὰ παράδειγμα, πιὸ εὔκολα σώζει τὴν ψυχή, ἐνῶ ὁ πλούσιος γίνεται ἐμπόδιο σωτηρίας σὲ πολλούς. Ὅμως τὴ φτώχεια τὴ βρίσκει ὅποιος νὰ εἶναι, ἐνῶ ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι στὸ χέρι μας νὰ τὸν ἀποκτήσουμε. Ἔπειτα ἡ περιφρόνηση, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑποταγή, ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, τὸ κόψιμο τοῦ θελήματος, ἡ σωματικὴ ἀσθένεια, ἡ εὐχαρία σὲ ὅλα αὐτά, οἱ πειρασμοί, οἱ ζημιές, ἡ στέρηση τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ εὐχάριστα, ἡ γύμνια ἀπὸ τὰ εὐχάριστα, ἡ γύμνια, ἡ μακροθυμία καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἔργα ποὺ γίνονται γιὰ τὸν Θεό, καὶ ἀνεμπόδιστα εἶναι, καὶ κανεὶς δὲν τὰ διεκδικεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ παραχωρεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ τὰ ἔχουν, εἴτε θεληματικὰ ἔρχονται, εἴτε ἀθέλητα. Ἐκεῖνα ποὺ συντείνουν στὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς εἶναι δυσεύρετα, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀκαταδεξία, ἡ ἐξουσία, ἡ ἀρχή, ἡ ἀκράτεια, ἡ πολυφαγία, ἡ πολυϋπνία, τὸ νὰ κάνῃ κανεὶς ὅτι θέλει, ἡ ὑγεία καὶ ἡ δύναμη τοῦ σώματος, ἡ δίχως δεινὰ ζωή, τὰ κέρδη, τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς ὅσα ἐπιθυμεῖ, ἡ ἀπόλαυση ἐκείνων ποὺ φέρνουν εὐχαρίστηση, τὰ πολλὰ καὶ πολυτελῆ ροῦχα καὶ σκεπάσματα καὶ τὰ ὅμοια, γιά τά ὁποῖα πολὺς ὁ ἀγῶνας, λιγοστὴ δὲ ἡ ἀπόκτηση καὶ πρόσκαιρη ἡ ὠφέλεια. Καὶ εἶναι μεγάλη ἡ θλίψη γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ μικρὴ ἡ ἀπόλαυση, γιατί καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὰ ἔχουν, ἀλλὰ τὰ ἐπιθυμοῦν, δοκιμάζουν πολλὴ στενοχώρια, ἂν καὶ κανένα δὲν εἶναι κακό· κακὸ εἶναι ἡ παράχρησή τους, ὅπως εἰπώθηκε.
Ἔτσι τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲ μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾿ ἁρπάζουμε καὶ νὰ τὰ σηκώνουμε ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε κατὰ τὸν Θεό, γιὰ ἐλεημοσύνη, δηλαδή, στοὺς φτωχοὺς· οἱ πιὸ ἀσθενεῖς ψυχικῶς γιὰ τὴν τελειότητά μας καὶ γιὰ βοήθεια ὅσων ἔχουν ἀνάγκη, οἱ δὲ πιὸ δυνατοὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του μαθητῶν, γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουμε τὴ σοφία ποὺ εἶναι κρυμμένη στὰ μέλη μας. Πῶς δηλαδή, αὐτὰ τὰ χέρια μας καὶ τὰ μικρά μας δάχτυλα εἶναι ἕτοιμα γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ τέχνη μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχονται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων γραφῶν, τῆς σοφίας καὶ τῶν θεραπευτικῶν φαρμάκων, τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν διαφόρων γραμμάτων. Καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν μᾶς ἔχουν χαριστεῖ ἀπὸ ἀπέραντη ἀγαθότητα καὶ πάντοτε μᾶς δίνονται γιὰ νὰ ζήσουμε σωματικῶς καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικῶς, ἂν τὰ χρησιμοποιήσουμε σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν δοξάζουμε μὲ ὅλη τὴν εὐγνωμοσύνη μας. Ἀλλιῶς ξεπέφτουμε καὶ χανόμαστε καὶ ὅλα συντελοῦν σὲ θλίψη κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση κατὰ τὴ μέλλουσα.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΑ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012