της Μυρτώς Τζαννετάκι για το protagon.gr
Έφυγα στα μέσα του μηνός από την Αθήνα με μαύρη διάθεση, μαύρη καρδιά και αυτό το βαρύ καταθλιπτικό πέπλο που έχει απλωθεί πάνω από όλους μας τον τελευταίο καιρό. Φέτος έτυχε να είναι παρατεταμένος και ο χειμώνας, λες και το ‘κανε επίτηδες. Με καταλαβαίνετε φαντάζομαι δεν χρειάζεται να πω περισσότερα.
Πήγα στη Θεσσαλονίκη (για βόλτες) και στη Βέροια (για δουλειά) και γύρισα αλλιώτικη! Σοβαρολογώ! Αισιόδοξη, ανάλαφρη και με κέφια που ακόμα κρατούν. Συνάντησα κάποιους Έλληνες που θέλω να σας τους γνωρίσω γιατί για αυτούς δεν θα ακούσετε δυστυχώς ποτέ στις ειδήσεις.
Ξεκινάω να σας μιλήσω για αυτούς τους ανθρώπους:
Για τον οδηγό ταξί, τον κύριο Γιάννη (τηλ. 6972236123) από την Βέροια. Τον καλύτερο πρεσβευτή για τον τοπικό τουρισμό. Μας μετέφερε το περασμένο Σάββατο από την Βέροια στην Θεσσαλονίκη, αλλά παρεκκλίνοντας από τον δρόμο του (30 ολόκληρα χλμ) μας πήγε στην Βεργίνα και μας περίμενε επί μία ώρα να χορτάσουμε την ξενάγηση μας στον μαγευτικό αρχαιολογικό χώρο. Όταν φθάσαμε στην Θεσσαλονίκη (είχε ήδη πληρωθεί το αντίτιμο της κούρσας του ως εκεί) και θελήσαμε να του δώσουμε κάτι παραπάνω, για να τον ευχαριστήσουμε, ήταν ανένδοτος.
Η απάντηση του ήταν ότι μας είχε κάνει ένα «Δώρο από την ψυχή του για να γνωρίσουμε το καλύτερο κομμάτι της πατρίδας του» και δεν μας άφησε περιθώριο να επιμείνουμε. «Δεν θα ήταν δώρο» είπε κάνοντας μια αποτρεπτική κίνηση με το χέρι του κι αυτό το έκανε με έναν τρόπο, με μια κομψότητα που ουδεμία σχέση είχαν με την ψυχρότητα που έχει συνήθως η συναλλαγή μεταξύ πελάτη και επαγγελματία, (ακόμα και αν αυτή έχει το λούστρο της υποτιθέμενης πολιτισμένης συμπεριφοράς). Και δεν ήταν κανένας άνετος οικονομικά ο κ. Γιάννης. Το αντίθετο. Με το ταξί δεν τα έβγαζε πέρα γι αυτό όλο τον χειμώνα, ψάρευε και πουλούσε την ψαριά του για να θρέψει την οικογένεια του.
Για την Εύα, την Λήδα, την Στέλλα και το όλο προσωπικό της Βιβλιοθήκης της Βέροιας, όλοι τους άνθρωποι με σπουδές και μεταπτυχιακά, νέα παιδιά με όρεξη, κέφι και αγάπη για την δουλειά τους που με ένα τεράστιο χαμόγελο κάθε μέρα, μας υποδέχτηκαν και μας βοήθησαν, στην καλύτερη διεξαγωγή ενός τριήμερου σεμιναρίου που απευθυνόταν σε βιβλιοθηκονόμους και υπάλληλους βιβλιοθηκών από όλη την Ελλάδα. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν απλήρωτοι για καιρό. Ξεχασμένοι από την πολιτεία, υποβαθμισμένοι στα μάτια των παιδιών τους και των συμπολιτών τους, χωρίς καμία ασφάλεια για το αύριο. Κι όμως ήρθαν στο σεμινάριο καλοδιάθετοι και κυρίως διψασμένοι για νέες γνώσεις. Χαμογελαστοί, ορεξάτοι, έτοιμοι να εισπράξουν την χαρά από ένα νέο ξεκίνημα.
Για το ζευγάρι των φίλων μου από την Θεσσαλονίκη, που το επόμενο πρωινό του γάμου τους, μια βροχερή Κυριακή, μοίραζαν στους άστεγους της πόλης, το φαγητό που δεν φάγαμε στο ολονύκτιο γλέντι του γάμου τους. «Μα τι κάνουνε;» σκεφτήκαμε όταν τους είδαμε να σταματάνε με το αυτοκίνητο τους σε κεντρική λεωφόρο της Θεσσαλονίκης και να κρατάνε σακούλες στα χέρια. Πού τα πάνε Κυριακάτικα; Ήταν λίγα δευτερόλεπτα πριν προσέξουμε την κουβέρτα που φούσκωνε, στην είσοδο ενός μεγάλου καταστήματος. Σακούλες δίπλα σε κουκουλωμένα σώματα κατά μήκους της λεωφόρου.
Για αυτούς τους ανθρώπους ήθελα να σας γράψω σήμερα, ήθελα να μοιραστώ την καλή μου εμπειρία και να σας μεταφέρω την καλή μου διάθεση.
Ας σταματήσουμε να γκρινιάζουμε. Υπάρχουν ελπίδες όσο αυτοί οι άνθρωποι ζουν ανάμεσα μας.
Τους υπόλοιπους (αυτούς για τους οποίους μιλάνε κάθε βράδυ οι ειδήσεις), αγνοήστε, μαυρίστε τους. Κάντε ό, τι νομίζετε ότι τους αξίζει!
*H Μυρτώ Τζαννετάκι είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.