Ἀμέσως ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς νέος πλέον βασιλιάς, κατευθύνθηκε νότια, καταστέλλοντας τοὺς ἐξεγερμένους, πού βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Φιλίππου καὶ τὸ κενὸ ἐξουσίας καὶ δύναμης ποὺ δημιουργήθηκε, νὰ ἀποκτήσουν ξανὰ τὴν αὐτονομία τους. Στὸ συνέδριο τοῦ «Κοινοῦ» τῶν Ἑλλήνων, στὴν Κόρινθο, φανερώνει τὶς ἱκανότητές του καὶ πείθει ὅλους τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν.
Στὴν Κόρινθο ὁ Ἀλέξανδρος συναντᾶ τὸν φιλόσοφο Διογένη. Μένει ἔκπληκτος ἀπὸ τὴ σοφία καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ συνομιλητῆ του, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ἀέναη ἀναζήτηση τοῦ φωτός, τῆς ἀλήθειας, καὶ ἀναφωνεῖ: «Ἂν δὲν ἤμουν ἤδη βασιλιάς, θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν Διογένης». Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Διογένη καθὼς καὶ τὰ μηνύματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴ συνομιλία τους θὰ τὸν συντροφεύουν σὲ ὅλη τὴ ζωή του. Θὰ τοῦ δίνουν δύναμη γιὰ τὶς δύσκολες στιγμὲς ποὺ περνοῦσε σὲ πεδία μαχῶν, σὲ πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, στὴ δημιουργία τοῦ νέου καὶ τεράστιου βασιλείου. Θὰ ἔχει πάντα ὡς ὁδηγοὺς στὴ ζωή του τὴν ταπεινότητα καὶ τὴ σεμνότητα. Κοιμόταν σὲ ἄχυρα καὶ ἔπινε μὲ τὴ χούφτα του νερό.
Ἄλλωστε, εἶχε παραδειγματιστεῖ ἀπὸ τοὺς δασκάλους του, ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Λεωνίδας, συγγενὴς τῆς Ὀλυμπιάδας, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε τὰ ἰδιωτικὰ ἀντικείμενα τοῦ μαθητῆ του, μήπως ἡ Ὀλυμπιάδα τοῦ ἔκρυβε ἀπαγορευμένες τροφές, καὶ κάποτε τὸν μάλωσε, ἐπειδὴ ἔριξε ἄφθονο θυμίαμα στὸ βωμό. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ὑπεραγαποῦσε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ μαθητὴς ἔγινε κυρίαρχος τοῦ κόσμου, τοῦ ἔστειλε δεκαέξι τόνους θυμίαμα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο!
Ὁ Ἀλέξανδρος ὅμως στὸ μυαλό του δὲν ἔχει τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ἀπὸ τὴ σκέψη του δὲν βγαίνει τὸ σχέδιο τοῦ πατέρα του…..
Βίος Μ. Ἀλεξάνδρου – Ἀπὸ τὸν Φίλιππο στὸν Ἀλέξανδρο