Το 1654, οι οθωμανικές δυνάμεις έλεγχαν σχεδόν ολόκληρο το βορειοδυτικό τμήμα του κόλπου του Κάταρο στο σημερινό Μαυροβούνιο. Η μικρή παράκτια πόλη Περάστ και το κάστρο της, το οποίο έφερε την ονομασία Κάστρο του Τιμίου Σταυρού, αποτελούσε αγκάθι στα πλευρά των Τούρκων που είχαν κυριεύσει την ενδοχώρα. Το κάστρο κρατούσαν 43 Ενετοί στρατιώτες μαζί με 12 ντόπιους χαϊδούκους (κάτι αντίστοιχο με τους Έλληνες Κλέφτες) πολεμιστές. Η Βενετία βρισκόταν για μια ακόμα φορά σε πόλεμο με τους Τούρκους. Ωστόσο απόπειρα των ενετικών δυνάμεων να προωθηθούν στα ενδότερα αποκρούστηκαν από τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που έδρευαν στην Βοσνία.
Λόγω των τουρκικών διώξεων στην πόλη είχαν καταφύγει αρκετοί πρόσφυγες από τις γειτονικές περιοχές. Μαζί τους κατέφυγαν εκεί και αρκετοί χαϊδούκοι. Οι Τούρκοι ανησυχώντας και για την εξέλιξη αυτή αποφάσισαν να εξουδετερώσουν την φωλιά αυτή αντίστασης που άλλωστε τους έφραζε τον δρόμο για το Κάταρο. Το καλό για τους Ενετούς ήταν ότι είχαν δωροδοκήσει τον Τούρκο διοικητή της Βοσνίας ο οποίος κολυσιεργούσε χωρίς να επιτίθεται. Η Πύλη όμως ανέθεσε στον εξωμότη πασά Μεχμέτ Ριζβανμπέγκοβιτς να αναλάβει την επίθεση. Αυτός συγκέντρωσε 6.000 άνδρες από τη Βοσνία και Δουλτσινιώτες πειρατές και ετοιμάστηκε να επιτεθεί.
Στο κάστρο του Περάστ υπήρχαν μόλις 55 άνδρες της φρουράς, 43 Ενετοί και μισθοφόροι και 12 χαϊντούκοι, υπό τη διοίκηση του εντοπίου Krsto Vickov Visković. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια των Ενετών και πράγματι στάλθηκαν 30 πλοία που μετέφεραν και στρατιώτες προς ενίσχυση. Όμως ο ενετικός στολίσκος δεν κατάφερε να φτάσει εγκαίρως. Έτσι οι αμυνόμενοι έμεινα μόνοι. Πληροφορούμενοι από έναν ιερέα την προσέγγιση των Τούρκων φυγάδευσαν τους αμάχους στα γύρω βουνά και περίμεναν τους εχθρούς, μεταφέροντας στο κάστρο και την ιερή Εικόνα της “Παναγίας των Βράχων” αιτούμενοι το έλεος της Μητέρας του Θεού.
Οι Τούρκοι έφτασαν στο Περάστ και γνωρίζοντας την μικρή δύναμη των αμυνόμενων ένιωσαν πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους. Δεν υπολόγισαν όμως το θάρρος των λιγοστών αμυντόρων οι οποίοι εκτέλεσαν έξοδο (!), αιφνιδιάζοντας και σπέρνοντας τον πανικό στους Τούρκους, αρπάζοντάς τους παράλληλα όσα πυρομαχικά μπορούσαν. Η επίθεση των 55 τρομοκράτησε τους 6.000 Τούρκους. Ο Μεχμέτ Ριζβανμπέγκοβιτς που προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τους άνδρες του σκοτώθηκε μαζί με άλλους 60-70 στρατιώτες του. Στη θέα του νεκρού αρχηγού τους οι Τούρκοι το έβαλαν επαίσχυντα στα πόδια αφήνοντας πίσω τους άλλους 200-300 τραυματίες συστρατιώτες τους οι οποίοι σύντομα πέθαναν είτε από τα τραύματά τους, είτε από την έλλειψη περίθαλψης, είτε με τη… βοήθεια των αντιπάλων τους. Σα να μην έφτανε αυτό ένα σώμα χαϊντούκων έστησε ενέδρα στους υποχωρούντες Τούρκους σκοτώνοντας και τραυματίζοντας άλλους 900 σχεδόν. Λέγεται ότι ο Μεχμέτ Ριζβανμπέγκοβιτς σκοτώθηκε από τον αδελφοποιητό του Τίπο Μπούροβιτς που δεν του συγχώρεσε ποτέ την εξωμοσία.
Οι Τούρκοι για να δικαιολογήσουν την ήττα την απέδωσαν στην προδοσία του πασά της Βοσνίας. Ωστόσο ο πασάς δεν ήταν παρόν στη μάχη και η δύναμη που έδωσε στον Μεχμέτ Ριζβανμπέγκοβιτς ήταν υπέρ-αρκετή για να νικήσει 55 αντιπάλους.