Tο 2010 το Ίδρυμα Ροκφέλερ δημοσίευσε μια βαρύνουσας σημασίας μελέτη, στην οποία αναλύθηκαν τέσσερα σενάρια για το μέλλον της Τεχνολογίας και της Διεθνούς Ανάπτυξης (Scenarios for the Future of Technology and International Development).
Σύμφωνα με το πιο επίκαιρο για την εποχή μας σενάριο, εκείνο που είχε την κωδική ονομασία «lockstep» (υπό αυτόν τον όρο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τους κρατουμένους στις αμερικανικές φυλακές τον 19ο αιώνα, νοείται ο ρυθμικός βηματισμός σε σφιχτή διάταξη), ο κόσμος μας εκτιμήθηκε ότι θα εισέλθει στην εποχή της αυταρχικής διακυβέρνησης, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας θα είναι η ολική επιτήρηση και ο κρατικός καταναγκασμός.
Για να κατανοήσουμε τι σημαίνουν αυτά τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κοινωνικού μοντέλου που οι συντάκτες της σχετικής μελέτης αποφάνθηκαν ότι ενδέχεται να επιβληθεί στο μέλλον (και πλέον έχει γίνει το δικό μας παρόν), είναι σκόπιμο να πληροφορηθούμε τι έγραφε ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Frédéric Gros στη μονογραφία του με τίτλο «Η αρχή της ασφάλειας» (μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2016, σελ. 209): «Αυτό είναι το βασίλειο της ασφάλειας στο έσχατο σημείο της: η διαρκής παρακολούθηση μιας διαδικασίας, η πλήρης ανιχνευσιμότητα».
Μάλιστα, ο ίδιος συγγραφέας, ο οποίος μας θυμίζει ότι η επιβολή στην Ευρώπη ενός ανιχνευτικού συστήματος για τα βοοειδή ήταν απόρροια της υγειονομικής κρίσης των τρελών αγελάδων, αναφέρεται στα πλεονεκτήματα των υποδορίως εμφυτευμένων κοριών, δηλ. των μικροτσίπ:
«Ένας μειωμένης ικανότητας ασθενής μπορεί εύκολα να ξεχάσει την ασθένειά του ή ακόμα και την ταυτότητά του. Όλο το ιστορικό του μπορεί να περιληφθεί σε ένα υποδόριο μικροτσίπ: αρκεί να το σκανάρουν όταν ο ασθενής εισαχθεί στο νοσοκομείο. Το μικροτσίπ αναπληρώνει τις διανοητικές του ικανότητες. Ο θαμώνας των κλαμπ δεν χρειάζεται πλέον να κουβαλάει μέσο πληρωμής ή ταυτότητα: αρκεί να τον σκανάρουν στο πάνω μέρος του μπράτσου, στην είσοδο και μετά, κάθε φορά που καταναλώνει. Είναι πιο “πρακτικό”, η λειτουργικότητα δεν έχει όρια» (ό.π., σελ. 213).
Η ανησυχία του πολίτη από την ανάγνωση τέτοιων χωρίων θα γίνει μεγαλύτερη, μόλις διαβάσει τι έγραφε το 2017 ο Mark O’Connell στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος του μέλλοντος. Η προσπάθεια να επιμηκύνουμε τη ζωή μας και να λύσουμε το πρόβλημα του θανάτου» (μτφ.: Γ. Στάμου, εκδ. Κλειδάριθμός, Αθήνα 2020, σελ. 23):
«Είδα το στίγμα του διανθρωπισμού σε δηλώσεις όπως αυτή του γενικού διευθυντή της Google, του Έρικ Σμιντ, ο οποίος έλεγε ότι «τελικά όλοι θα έχουμε ένα εμφύτευμα· εσύ απλώς θα σκέφτεσαι κάτι και εκείνο θα σου δίνει την απάντηση».
Οι συντάκτες της προαναφερθείσας μελέτης του Ιδρύματος Ροκφέλερ εκτίμησαν ότι ο οργουελικός κόσμος της ολικής επιτήρησης και του κρατικού καταναγκασμού θα λάβει σάρκα και οστά, αν ξεσπάσει μια μεγάλη πανδημία γρίπης, η οποία εκτιμήθηκε ότι θα εμφανιζόταν το 2012, θα μόλυνε περίπου το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού και θα σκότωνε 8 εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε διάστημα επτά μηνών. Το μοντέλο διαχείρισής της ομοιάζει εντυπωσιακά με ό,τι βιώνουμε εν έτει 2021.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το διαχειριστικό πρότυπο που θα υιοθετηθεί θα είναι το κινεζικό. Από αυτό θα αντιγραφούν τα αυταρχικά μέτρα προστασίας που εφαρμόζει η Κίνα σε τέτοιες περιπτώσεις. Στα επιβληθέντα υγειονομικά μέτρα συγκαταλέγονται η θερμομέτρηση στις εισόδους χώρων προσπελάσιμων σε αόριστο αριθμό προσώπων, όπως σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και σούπερ-μάρκετ, καθώς και η υποχρεωτική χρήση μάσκας. Το ανησυχητικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η μελέτη είναι το εξής:
«Ακόμη και μετά την ύφεση της πανδημίας, ένας πιο αυταρχικός έλεγχος σε συνδυασμό με την επιτήρηση των πολιτών καθώς και των δραστηριοτήτων τους, δεν διατηρούνται απλώς, αλλά επιτείνονται. Προκειμένου να προστατευθούν από προβλήματα που εξαπλώνονται ολοένα και περισσότερο σε παγκόσμια κλίμακα –από τις πανδημίες και τη διεθνή τρομοκρατία μέχρι τις περιβαλλοντικές κρίσεις και τα φαινόμενα αυξανόμενης φτώχειας–, οι ηγέτες των λαών γαντζώνονται ακόμη πιο σφιχτά στην καρέκλα της εξουσίας (took a firmer grip on power). […] Αρχικά, η ιδέα ενός κόσμου στον οποίο επικρατεί αυξημένος έλεγχος (more controlled world) κέρδισε την ευρεία αποδοχή και συναίνεση. Οι πολίτες παραχώρησαν οικειοθελώς μέρος της κυριαρχίας τους –και της ιδιωτικότητάς τους– σε πιο πατερναλιστικά κράτη (more paternalistic states), με αντάλλαγμα τη μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα. Οι μεν πολίτες υπήρξαν πιο ανεκτικοί και μάλιστα ιδιαιτέρως πρόθυμοι να δεχθούν εντολές και επιτήρηση από τα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας, οι δε εθνικοί ηγέτες είχαν μεγαλύτερο περιθώριο να επιβάλλουν την τάξη με τους τρόπους που έκριναν κατάλληλους. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η αυξημένη επιτήρηση είχε πολλές μορφές: επί παραδείγματι, βιομετρικές ταυτότητες για όλους τους πολίτες και αυστηρότερο έλεγχο των σημαντικότερων βιομηχανιών, η σταθερότητα των οποίων κρίθηκε ζωτικής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, η επιβαλλόμενη συνεργασία με μια σειρά νέων κανονισμών και συμβάσεων αποκατέστησε, αργά αλλά σταθερά, τόσο την τάξη όσο και –το σημαντικότερο– την οικονομική ανάπτυξη».
Ο Paul Schreyer στο βιβλίο του με τίτλο «Χρονικό μιας προαναγγελθείας κρίσης. Πώς ένας ιός μπόρεσε να αλλάξει τον κόσμο» («Chronik einer angekündigten Krise. Wie ein Virus die Welt verändern konnte», εκδ. Westend, Frankfurt/Main, 4η έκδ., 2020», σελ. 81) τονίζει ότι, εδώ και δέκα τουλάχιστον χρόνια, οι εκπρόσωποι της παγκόσμιας ελίτ προβληματίζονται σε σχέση με τις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις που θα προκύψουν από τρομακτικές πανδημίες. Παραθέτει μάλιστα μια δημόσια τοποθέτηση του Jacques Attali, ο οποίος δεν ήταν μόνο επί χρόνια σύμβουλος του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, αλλά και εκείνος που ανέδειξε τον σημερινό Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Τον Μάιο του 2009, μόλις είχε ξεσπάσει η επιδημία της γρίπης των χοίρων, είχε δηλώσει τα εξής:
«Η ιστορία διδάσκει ότι η ανθρωπότητα εξελίσσεται σημαντικά, μόνο όταν νιώθει πραγματικό φόβο. […] Η πανδημία που ξεκίνησε θα μπορούσε να προκαλέσει έναν τέτοιον διαρθρωτικό φόβο. […] Μια μεγαλύτερη πανδημία θα αφυπνίσει τους πολίτες, οι οποίοι θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη να επιδείξουν αλτρουισμό με έναν τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ ό,τι αν διεξαγόταν ένας δημόσιος διάλογος με αντικείμενο τον ανθρωπισμό ή την οικολογία. Ακόμη κι αν η τρέχουσα υγειονομική κρίση δεν είναι τόσο σοβαρή, όπως θέλουμε να ελπίζουμε, δεν πρέπει να κάνουμε το ίδιο λάθος με εκείνο που κάναμε επί οικονομικής κρίσεως, δηλ. να μην πάρουμε το μάθημά μας, ώστε ενόψει της επόμενης, αναπόφευκτης υγειονομικής κρίσης, να στήσουμε μηχανισμούς επιτήρησης και ελέγχου, καθώς και εφοδιαστικές αλυσίδες για την δίκαιη κατανομή φαρμάκων και εμβολίων. Προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να ακολουθήσουμε μια παγκόσμια πολιτική, μεριμνώντας για παγκόσμια αποθήκευση και φορολόγηση. Έτσι θα μπορέσουμε, πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι αν υπήρχαν μόνο οικονομικοί λόγοι, να χτίσουμε τα θεμέλια για μια πραγματικά παγκόσμια κυβέρνηση».
Πολλά σημάδια δείχνουν ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, η οποία δυστυχώς εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι δημοκρατική. Η ρητορική περί προβλημάτων που έχουν παγκόσμια διάσταση, όπως η τρομοκρατία, η πανδημία και η κλιματική αλλαγή, βηματίζει ρυθμικά σε σφιχτή διάταξη (lockstep!) με την από πολλών ετών καλλιεργούμενη ιδέα της παγκόσμιας κυβέρνησης, η οποία υποτίθεται ότι είναι η μόνη που προσφέρεται ιδανικά για την «καταπολέμηση» των παγκόσμιων απειλών. Αν όμως οι απειλές αυτές είναι κατασκευασμένες, τότε η υπό προετοιμασία παγκόσμια κυβέρνηση αποτελείται από εμπρηστές που μεταμφιέσθηκαν σε πυροσβέστες.
Άρα, μελέτες σαν εκείνη του «φιλανθρωπικού» Ιδρύματος Ροκφέλερ που παρουσιάσθηκε εν συντομία στο παρόν άρθρο δεν αποτελούν προφητικές αλλά προγραμματικές ασκήσεις επί χάρτου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΒΑΘΙΩΤΗΣ
Κυριακάτικη Δημοκρατία,
28.11.2021, σελ. 08β/24.