Το φαινόμενο των Δήμων στη Βυζαντινή εποχή

Μάριος Νοβακόπουλος – Διεθνολόγος, μεταπτυχιακό Βυζ. Ιστορίας

Μακριά από τις στερεότυπες εκφράσεις περί μίας καθολικά απολυταρχικής, «ανατολίτικης» δεσποτείας, το Βυζάντιο ακολουθούσε τις παλαιές ρωμαϊκές και ελληνιστικές παραδόσεις της μεικτής, έννομης πολιτείας. Μεικτής, διότι τον αυτοκρατορικό θεσμό περιστοίχιζαν πολιτειακοί παράγοντες αριστοκρατικής, τιμοκρατικής και δημοκρατικής υφής, των οποίων η δύναμη κυμαινόταν κατά καιρούς. Έννομης, διότι αν και ο αυτοκράτορας θεωρείτο «έμψυχος νόμος» με ελευθερία να νομοθετεί κατά το δοκούν, υπήρχε η γενικότερη αρχή πως έπρεπε να τηρεί τους υφισταμένους νόμους, να προστατεύει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών και να ακολουθεί και τη χριστιανική αρχή της φιλανθρωπίας. Η βυζαντινή ιστοριογραφία και πολιτική φιλοσοφία κάνει σαφή διάκριση μεταξύ βασιλέως και τυράννου, ορίζει δε την ανατροπή του δευτέρου ως πράξη νόμιμη, επιβεβλημένη και θεοφίλητη.[1] Αντίστοιχα, υπήρχε διάκριση μεταξύ του συγκεκριμένου βασιλέως και της βασιλείας ως θεσμού, καθώς και της βασιλείας με την όλη πολιτεία (res publica). Μαζί με τη σύγκλητο, ο γνωστότερος πολιτειακός παράγων του Βυζαντίου είναι οι Δήμοι.
 
Οι Δήμοι προέκυψαν από τα αθλητικά σωματεία των πόλεων, και ειδικά του ξακουστού ιπποδρόμου της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί κυριαρχούσαν οι αρματοδρομίες, θέαμα το οποίο κέρδιζε την προσοχή και τη φανατική προσήλωση λαού και αρχόντων, ως και αυτοκρατόρων. Υπήρχαν τέσσερις Δήμοι, οι Πράσινοι, οι Βένετοι (γαλάζιοι), οι Ρούσιοι (ερυθροί) και οι Λευκοί. Ισχυρότεροι, και από ένα σημείο και μετά μόνοι Δήμοι, ήταν οι Πράσινοι και οι Βένετοι. Ο θεσμός των Δήμων απαντούσε ήδη στην Ρώμη πριν τη βυζαντινή εποχή. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, οι Δήμοι ήταν διαδεδομένοι στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως στην Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια. Έχει βρεθεί πλήθος επιγραφών σε μνημεία ή σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με ευχές για τον έναν ή τον άλλο Δήμο.
 
Το ζήτημα της ταύτισης των Δήμων με κοινωνικές και θρησκευτικές τάξεις έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές. Σε γενικές γραμμές είναι αποδεκτό πως, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ταύτιση, τους Βενέτους στήριζε η παλιά συγκλητική αριστοκρατία και οι ακόλουθοί της, ενώ τους Πρασίνους οι βιοτέχνες, αυλικοί και ανώτεροι υπάλληλοι, μαζί με τεχνίτες, εργάτες κ.λπ. Οι Βένετοι κατά κανόνα ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, ενώ οι Πράσινοι, μονοφυσίτες. Την περίοδο της μεγαλύτερης επιρροής των Δήμων, μεταξύ της βασιλείας Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και Ηρακλείου (610-641), πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι αλλά και αυτοκράτορες έπαιρναν το μέρος του ενός ή του άλλου Δήμου. Ο Αναστάσιος Α’ (491-518), για παράδειγμα, ήταν οπαδός των Ρουσίων, ενώ ο Θεοδόσιος Β΄ και ο Ζήνων (476-491) των Πρασίνων.
 
Ο κοινωνικός και πολιτικός τους ρόλος
 
Λόγω της δημοφιλίας τους, οι Δήμοι είχαν μεγάλη βαρύτητα στα πολιτικά πράγματα της Κωνσταντινούπολης. Συμμετείχαν, πρώτα από όλα, στην αναγόρευση του νέου αυτοκράτορα. Συγκεντρωμένοι στον ιππόδρομο, του εξέφραζαν τα παράπονά τους, συχνά με πολύ επικριτικό και καυστικό τρόπο, ενώ πρωτοστατούσαν σε εξεγέρσεις. Παράλληλα, συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλεως σε καιρό κινδύνου και βοηθούσαν σε δημόσια έργα, όπως στην επισκευή των τειχών ύστερα από σεισμό το 447. Αρχηγός του Δήμου ήταν ο δήμαρχος, τον οποίο διόριζε ο αυτοκράτορας. Υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των Δήμων και των μερών (factiones), καθώς και του παλαιότερου θεσμού του φακτιοναρίου με του δημάρχου. Εκτός από τους Δήμους της πόλεως υπήρχαν και οι περατικοί, στη μικρασιατική πλευρά του Βοσπόρου, με περισσότερο στρατιωτικό ρόλο. Προϊστάμενος των περατικών Πρασίνων ήταν ο δομέστικος των σχολών, ενώ των περατικών Βενέτων ο δομέστικος των εξκουβητόρων, οι λεγόμενοι δημοκράτες.
 
Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α’ (527-565), οι Δήμοι έφτασαν στο απόγειο της ισχύος τους, αλλά δέχθηκαν και το πιο συντριπτικό πλήγμα από το οποίο δεν θα ανέκαμπταν ποτέ. Αρχικά, ήδη προτού γίνει αυτοκράτορας, ο Ιουστινιανός ταυτίστηκε με τους ορθοδόξους Βενέτους. Την περίοδο 520-524 μάλιστα οι Βένετοι προκάλεσαν επεισόδια και δολοφονίες Πρασίνων στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της ανατολής με την ανοχή των αρχών, προτού η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου και ακολουθήσει καταστολή. Η μονοφυσίτισσα σύζυγος του Ιουστινιανού, Θεοδώρα, στήριζε τους Πρασίνους. Οι δύο Δήμοι παραμέρισαν τις διαφορές τους και συμμάχησαν αναπάντεχα κατά του αυτοκράτορα στη στάση του «Νίκα», το 532, με αφορμή την καταδίκη σε θάνατο δύο μελών τους. Οι εξεγερμένοι απαιτούσαν την απομάκρυνση των ικανών πλην διεφθαρμένων αξιωματούχων του Ιουστινιανού, Τριβωνιανού και Καππαδόκη, ενώ συσπειρώθηκαν γύρω από τους ανιψιούς του αυτοκράτορα Αναστασίου, τους οποίους πολλοί θεωρούσαν νόμιμους διαδόχους του θρόνου έναντι του ταπεινής καταγωγής Ιουστινιανού. Η στάση προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και ο αυτοκράτορας σκέφθηκε να εγκαταλείψει τη Βασιλεύουσα. Η δυναμική παρέμβαση της Θεοδώρας του άλλαξε γνώμη, οπότε έστειλε τον στρατό υπό τους Βελισάριο και Μούνδο να συντρίψει τους στασιαστές. Ακολούθησε σφαγή στον Ιππόδρομο και εκτέλεση του Υπάτιου, ανεψιού του Αναστασίου τον οποίοι οι Δήμοι είχαν (σχεδόν παρά τη θέλησή του) ανακηρύξει αυτοκράτορα.
 
Έκτοτε οι Δήμοι αποδυναμώθηκαν, όμως δεν εξαφανίστηκαν. Ήταν παρόντες στην ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (602) και την πρώτη εκθρόνιση του Ιουστινιανού Β’ (695). Και πάλι όμως δεν είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων όπως παλιότερα. Από τον 7ο αιώνα και μετά ο στρατός ανεβοκατέβαζε αυτοκράτορες, ενώ η σταθεροποίηση δυναστειών και η ενίσχυση του αυτοκρατορικού θεσμού από τον 9ο αιώνα άφηναν μικρότερα περιθώρια πολιτικής παρέμβασης. Από ένα σημείο και μετά ο ρόλος των Δήμων στην πολιτική περιορίστηκε στην ανακτορική εθιμοτυπία, με την απαγγελία ύμνων στον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια τελετών. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης συνέχιζαν να συγκεντρώνονται στον Ιππόδρομο και την Αγία Σοφία για να συζητήσουν κρίσιμα ζητήματα, να ανατρέψουν ή να υπερασπιστούν έναν αυτοκράτορα, όμως οι Δήμοι ως οργανώσεις ήταν απόντες.
 
Τέτοια λαϊκά φαινόμενα και θεσμοί δεν θα πρέπει να δημιουργήσουν ψευδείς και υπερβολικές εντυπώσεις για την πολιτική ζωή του Βυζαντίου, η οποία σαφώς κυριαρχείτο από τη βασιλεία. Όμως έχουν ιδιαίτερη σημασία για να καταδείξουν τις πολλές πτυχές ενός πολιτεύματος ποικιλόμορφου και με αντίρροπες εσωτερικές τάσεις, αλλά και την πολιτιστική γενεαλογία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Όπως σημειώνει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, «Τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰς πόλεις τῆς Ἀνατολῆς τὰ μέρη, τὰ ἄλλοτε ἀθλητικὰ σωματεῖα… προσέλαβον πολιτικὸν χαρακτῆρα καὶ ἀνέπτυξαν πολιτικὴν δρᾶσιν, ἀντίρροπον ἀπολυταρχικῶν τάσεων, φέρει αὐτὰ ὡς συνεχιστὰς τῆς φιλελευθέρας ἑλληνικῆς παραδόσεως, ἀείποτε πλανωμένης εἰς τὸν πολιτικὸν ὁρίζοντα τῶν πόλεων τῆς Ἀνατολῆς, ἀμιγῶς ἑλληνικῶν ἢ ἐξελληνισμένων καὶ ὑπὸ τὴν πολιτιστικὴν πνοὴν τοῦ Ἑλληνισμοῦ διαβιουσῶν»[2].
 
 
Παραπομπές
 
[1] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001 (δ’ έκδοση), σελ. 294-299.
 
[2] Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή ιστορία Α’ 324-610, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996 (β’ έκδοση), σελ. 272.
 
Πηγή: Περιοδικό Η Πόλη Ζει – 04/10/2023