Μέχρι το 1964, το Σχοινούδι ήταν ένα ανθηρότατο χωριό, το μεγαλύτερο της Τουρκίας, με 2.500 περίπου αμιγή ελληνικό πληθυσμό, απλωμένο σε μεγάλη έκταση ανάμεσα στα βουνά Μαδαρό [=φαλακρό] και Σκάφη. Με μητροπολιτικό ναό του την Αγία Μαρίνα, που δεσπόζει περιτοιχισμένη σαν κάστρο μπροστά στο φόβο νέων συμφορών στην επίπεδη περιοχή Λειβάδια και με τα δύο του σχολεία, από τα οποία το ένα έχει κατεδαφιστεί και το άλλο μόλις που στέκει κατεστραμμένο, «ενοχλητικές» μαρτυρίες μιας αδικαιολόγητης καταστροφής, περιμένει δικαίωση…
Η ονομασία Σχοινούδι προήλθε πιθανότατα από το γεγονός ότι η υγρή πεδιάδα στην οποία αναπτύχθηκε ο οικισμός όταν οι κάτοικοι άρχισαν να μετακινούνται από τα παράλια στην ενδοχώρα για να γλιτώσουν από τους πειρατές, ήταν γεμάτη σχοίνους (βούρλα). Εικάζεται, ωστόσο, ότι πρώτα είχε κατοικηθεί η γειτονική περιοχή Παλαίκαστρο, όπου και σήμερα διακρίνονται απομεινάρια βυζαντινού κάστρου. Ο Χάλακας υπήρξε ο πρώτος οικισμός του και ακολούθησαν η Αγία Ελένη και το Πέρα Χωριό με τις συνοικίες του Γλυνιά, Βουνάρι, Μακραβάδος και Τουρκόταφους, όλες με τις ενοριακές τους εκκλησίες, τις σκεπαστές τους βρύσες-δημόσια πλυσταριά και τη ξεχωριστή τους η καθεμία ζωντάνια και κίνηση.
Το Σχοινούδι γνώρισε σημαντική οικονομική άνθηση, καθώς η γεωγραφική απομόνωσή του από τα υπόλοιπα χωριά της Ίμβρου ώθησε τους κατοίκους του να στραφούν προς τη θάλασσα και, με ορμητήριο το προστατευμένο φυσικό λιμάνι του Πύργου, να ανοιχτούν προς τα νησιά του Αιγαίου με πρώτη τη γειτονική Λήμνο, τις ακτές της Μικράς Ασίας, τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη, ακόμη και την Αίγυπτο, αναπτύσσοντας ποικίλες εμπορικές συναλλαγές και μία εύρωστη αστική τάξη. Λίγο πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας, το Σχοινούδι διέθετε παρθεναγωγείο, αρρεναγωγείο που εξελίχθηκε σε επτατάξια Αστική Σχολή και μια αξιοσημείωτη κοινοτική οργάνωση που περιγράφεται στον «Κανονισμό Κοινότητος Σχοινουδίου», ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία το 1904, εφαρμόστηκε επί Ελληνικής κυριαρχίας (1912-1923) και καταργήθηκε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, όπως και η ίδια η Συνθήκη άλλωστε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα Τουρκική διοίκηση όταν απέκτησε την κυριαρχία της Ίμβρου, ήταν να αποκλείσει από τους αυτόχθονες κατοίκους τη νευραλγικής σημασίας περιοχή του Πύργου. Έτσι η επικοινωνία και οι συνεργασίες των Σχοινουδιωτών με τον «έξω κόσμο» διακόπηκαν, με αρνητικές αλλά όχι δραματικές κατ’ αρχήν επιπτώσεις στη ζωή του τόπου. Φωτισμένοι ιεράρχες και άνθρωποι των γραμμάτων με τις δημιουργικές τους ιδέες και το εμπνευσμένο και επίμονο κοινωνικό και πολιτιστικό τους έργο, αλλά και η κατασκευή δρόμων που συνεισέφερε στη βελτίωση της συγκοινωνίας και των μεταφορών στο εσωτερικό του νησιού, οδήγησαν σε μια νέα άνθηση. Μέχρι και πριν το 1964, το Σχοινούδι άκμαζε, με πλήθος εμπορικές, βιοτεχνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες συγκεντρωμένες στην Πιάτσα του, μια έκταση 15 περίπου στρεμμάτων στο κέντρο περίπου των συνοικιών του, που έσφυζε από ζωή. Σε αυτές συγκαταλέγονταν δύο κινηματογραφικές αίθουσες και τα λεγόμενα «καζίνα», χώροι ψυχαγωγίας και διασκέδασης.
Οι Τουρκικές αρχές, ωστόσο, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την πρόοδο και την ανάπτυξη του τόπου από το ελληνικό στοιχείο. Το λεγόμενο «Πρόγραμμα Διάλυσης και Τουρκοποίησης» μπήκε σε εφαρμογή το 1964, με σκοπό να τη ματαιώσει δια παντός. Η εγκατάσταση στον κάμπο του Σχοινουδίου «Ανοικτών Αγροτικών Φυλακών» με τους βαρυποινίτες τροφίμους τους να κυκλοφορούν ελεύθερα στο χωριό, βιαιοπραγώντας και τρομοκρατώντας τους φιλήσυχους κατοίκους και λεηλατώντας τις περιουσίες τους, ήταν το πρώτο «μέτρο» μιας μεθοδικά σχεδιασμένης εθνικής εκκαθάρισης εις βάρος του ελληνικού στοιχείου.
Ακολούθησε η ολοσχερής απαλλοτρίωση από το Τουρκικό κράτος του μεγάλου κάμπου του Σχοινουδίου, του συνόλου των πεδινών αγροικιών και του οικισμού του Πύργου, με αποτέλεσμα την παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή. Το τελικό πλήγμα κατάφερε η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και η παρεμπόδιση των θρησκευτικών ελευθεριών με καταστροφές και λεηλασίες εκκλησιών και ξωκλησιών και απειλητικές συγκεντρώσεις καταδίκων και εποίκων έξω από τους ναούς κατά την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των κατοίκων.
Το 1984, από τους 2.500 Έλληνες κατοίκους του Σχοινουδίου είχαν μείνει στην πατρίδα τους μόνο 60. Σήμερα, δεν ξεπερνούν τους 40. Η θέα των εκατοντάδων ερειπωμένων σπιτιών που τόσο βίαια και άδικα απογυμνώθηκαν από το έμψυχο και άψυχο υλικό τους, προκαλεί σήμερα σε κάθε νοήμονα και ευαίσθητο επισκέπτη αβάσταχτη θλίψη.