Τα Lockdown Files της βρετανικής εφημερίδας Telegraph αποτελούν μια ανάλυση πάνω από 100,000 μηνυμάτων WhatsApp μεταξύ του πρώην Υπουργού Υγείας, Ματ Χάνκοκ, και των υπόλοιπων στελεχών της κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον κατά τη κορύφωση της υποτιθέμενης πανδημίας.
Παράλληλα, καλλιεργούταν φόβος στο κοινό πως η πόλη τους μπορεί να περάσει σε σκληρότερο τοπικό lockdown αν “δεν είναι προσεκτικοί” και τα κρούσματα αυξηθούν, με το κράτος μάλιστα να εκδίδει λίστες με τις “κόκκινες” περιοχές που υποτίθεται πως κινδύνευαν περισσότερο. Όταν μάλιστα η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τη δημοσίευση αυτής της λίστας επειδή υπήρχε φόβος πως το κοινό θα καταλάβαινε πως δεν ευσταθούσε, προώθησαν την ιδέα πως η κατάργησή της ήταν αποτέλεσμα ακραίας τροπής της πανδημίας ώστε να εκφοβίσουν περαιτέρω τους πολίτες.
Στην ίδια λογική ήταν και το μέτρο υποχρεωτικής χρήσης μάσκας το οποίο εφαρμόστηκε παρά τις συμβουλές των ειδικών οι οποίοι δεν πίστευαν πως θα έχει κάποιο αποτέλεσμα. Όπως είπε σε μήνυμά του ο Χάνκοκ, σκοπός του μέτρου δεν ήταν ο περιορισμός της πανδημίας αλλά το να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό (ο οποίος θα πίστευε πως η πανδημία εξαπλώνεται) αυξάνοντας έτσι την υποταγή του στα μέτρα καραντίνας.
Επί τρία χρόνια η δικαιολογία που ακούμε για όλες τις πολιτικές που έχουν παρθεί γύρω από τον COVID είναι πως “έτσι μας λέει η επιστήμη”. Αν είναι κάτι που αποδεικνύουν τα Lockdown Files είναι πως αυτό δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα μύθο, καθώς όλες οι αποφάσεις που πάρθηκαν στη Βρετανία γύρω από τον εμβολιασμό και τα μέτρα καραντίνας ήταν προϊόντα διαχείρισης των δημοσίων σχέσεων και της εικόνας των πολιτικών ηγετών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ματ Χάνκοκ ή αλλιώς ο “Κύριος Εμβόλιο” (Mr. Vaccine) όπως τον αποκαλούσε το κοινό, έθετε στόχους και χρονοδιαγράμματα εμβολιασμού όχι με βάση τα λεγόμενα των ειδικών αλλά με βάση την ελπίδα του πως ένα μαζικό εμβολιαστικό κίνημα θα έκανε τους πολίτες να ξεχάσουν τα δρακόντεια μέτρα καραντίνας στα οποία τους είχε υποβάλει επί μήνες. Για το λόγο αυτό ήθελε να γίνει το πρόσωπο του εμβολιαστικού προγράμματος, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως εμβολιαστικό μεσσία. Η εμμονή του αυτή τον έφερε σε σημείο να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την υπεύθυνη εμβολιασμού της χώρας όταν σε συνέντευξή της στις Financial Times δήλωσε πως μόνο οι ομάδες υψηλού ρίσκου θα πρέπει να εμβολιαστούν, κάτι που αντέκρουε το αφήγημα που ήθελε να καλλιεργήσει.
Το πιο κραυγαλέο όμως παράδειγμα δημοσίων σχέσεων έναντι επιστήμης ήταν ο χειρισμός των μέτρων καραντίνας για όσους είχαν έρθει σε επαφή με ενεργό κρούσμα. Ενώ ο επικεφαλής υγείας της Βρετανίας, Καθηγητής Σερ Κρις Γουίττυ, πρότεινε 5 μέρες συνεχών ράπιντ τεστ αντί των 14 ημερών καραντίνας που ήταν το ισχύον μέτρο, ο Χάνκοκ επέλεξε το τελευταίο. Ο λόγος αυτού ήταν το γεγονός πως η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν πολύ μεγάλη και μπορεί να έκανε το κοινό να πιστέψει πως το μέτρο των 14 ημερών ήταν λάθος, κάτι που μπορεί να έπληττε την πολιτική εικόνα του Χάνκοκ.
Αποτέλεσμα της άρνησής του να ακούσει τους ειδικούς έτσι ώστε να προστατέψει την πολιτική εικόνα του ήταν πάνω από 20 εκατομμύρια Βρετανοί να μπουν σε καθεστώς αυτο-καραντίνας, να χαθούν εκατομμύρια ώρες εργασίας, οι ήδη πληγείσες επιχειρήσεις να αδυνατούν να λειτουργήσουν λόγω έλλειψης προσωπικού και η επέκταση της η οικονομικής και κοινωνικής ζημιάς των lockdown. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο εμμονικός με την καραντίνα Χανκοκ πρότεινε την άρση της προληπτικής ταξιδιωτικής καραντίνας για τις οικονομικές ελίτ και όσους δουλεύουν για αυτές (π.χ. διαχειριστές επενδυτικών fund).
Στο δια ταύτα
Εν συνόλω, τα Lockdown Files αποτελούν ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο των πολιτικών που στήριξαν φανατικά και άκριτα τα μέτρα καραντίνας, τα οποία σήμερα έχουν οδηγήσει στην αποσάθρωση της κοινωνίας, στην καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων και στον άκρατο πλουτισμό του ανώτατου 1% της οικονομικής ελίτ. Αν και στρέφονται κυρίως κατά του Ματ Χάνκοκ δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως τα όσα μας αποκαλύπτουν ισχύουν για κάθε πολιτικό, σε κάθε χώρα, ο οποίος πήρε την αυθαίρετη απόφαση να βάλει τη χώρα και τον λαό του σε ένα αδοκίμαστο μέτρο καραντίνας προκειμένου να φανεί πως “κάνει κάτι” για την αντιμετώπιση της “πανδημίας” και να ενισχύσει την δημόσια εικόνα του είς βάρος των πολιτών.