ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1904 (Α’)

ΠΑΥΛΟΣ  ΜΕΛΑΣ  –  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ  ΑΓΩΝΑΣ

1904

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ – 1904 (Α)    

 

Πρίν ἀπό 100 χρόνια, στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904, θυσιάστηκε γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας στή Στάτιστα τῆς Καστοριᾶς,  ὁ μεγάλος Μακεδονομάχος ἥρωας Παῦλος Μελᾶς. Ὁ θάνατός του συγκίνησε καί συγκλόνισε ὅλους τούς Ἕλληνες. Ξύπνησαν καί ἀφυπνίσθηκαν οἱ συνειδήσεις καί προέκυψε μέγα καλό. Ἔφυγε νωρίς ὁ Παῦλος Μελᾶς μόλις 34 ἐτῶν, ἀλλά ἔκανε σέ λίγα χρόνια τόσα πολλά!

Ἀλλά, ἄς δοῦμε ποιός ἦταν ὁ Παῦλος Μελᾶς κι ἀπό ποῦ κα-ταγόταν. Ἀπ’ τίς καλύτερες οἰκογένειες τῆς ἡρωϊκῆς Ἠπείρου. Ὁ προπάππος του Παῦλος, σκοτώθηκε κατά τήν Ἔξοδο τοῦ Με-σολογγίου σέ ἡλικία 36 ἐτῶν! Ὁ παππούς του Γεώργιος Μελᾶς ἦταν στή Φιλική Ἑταιρία. Ὁ σπουδαῖος πατέρας του λεγόταν Μιχαήλ Μελᾶς καί στά 1890 ἐξελέγη βουλευτής Ἀττικῆς καί ἔ-πειτα δήμαρχος Ἀθηναίων. Ὁ Παῦλος Μελᾶς γεννήθηκε ἀπό τόν Μιχαήλ καί τήν Ἑλένη στα 1870 στή Μασσαλία καί σέ 4 χρόνια ἦρθε ἡ οἰκογένεια στήν Ἀθήνα. Ἦταν θαυμασία ψυχή

κι ἀπό μικρός ἔδειχνε τί θά γίνει σαν μεγάλωνε.

Στά 16 του χρόνια πῆγε στή Σχολή Εὐελπίδων, γιατί πίστευε ὅτι ἀπό κεῖ θά μποροῦσε νά προσφέρει περισσότερα στήν πα-τρίδα.  Ἀποφοίτησε ὡς ἀξιωματικός τοῦ πυροβολικοῦ καί παν-τρεύτηκε τήν Ναταλία τό γένος Δραγούμη καί ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τόν Μιχαήλ πού τόν φώναζαν Μίκη καί την Ζωή. Καί ἡ οἰκογένεια τῆς γυναίκας του, οἱ Δραγούμηδες, ἦταν σπουδαῖοι. Κατάγονταν άπό τά Γιάννενα. Πῆγαν μετά στό Βογατσικό  τῆς Καστοριᾶς. Εἶχαν μπεῖ κι αὐτοί στην Φιλική Ἑταιρία καί ἀγωνί-ζονταν γιά τήν σκλαβωμένη πατρίδα. Ὁ Στέφανος Δραγούμης, πατέρας τῆς γυναίκας του, ἦταν δικηγόρος καί σπουδαῖος πολι-τικός ἄνδρας. Διετέλεσε ὑπουργός Ἐξωτερικῶν και Πρωθυ-πουργός.

Ὁ γιός του Ἴων Δραγούμης, βοήθησε στόν Μακεδονι-κό Ἀγώνα ὅσο λίγοι. Ὅταν πῆγε ὥς ὑπάλληλος στό Προξενεῖο μας στό Μοναστήρι στά Βιτόλια, ὀργάνωσε ἄριστα τήν ἄμυνα στήν Δυτική Μακεδονία.

Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι, ἡ πορεία τῶν δύο οἰκογενειῶν ἦταν παράλληλη. Σπουδαῖες οἰκογένειες. Ἐνῶ ἦταν πλούσιοι, εὐγενεῖς καί θά μποροῦσαν, ἄν ἤθελαν, νά ἐπιδο-θοῦν στήν καταδαπάνηση τοῦ πλούτου τους , ἔζησαν μέ ὅραμα  τήν ἐλευθερία τοῦ δούλου γένους. Καί τά ἔδωσαν ὅλα. Και ὁ Παῦλος Μελᾶς νέος, ὡραῖος,  ἄφησε τήν οἰκογένειά του, τά πλούτη και τήν καριέρα του, γιά ν’ ἀγωνιστεῖ γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας ἀπ’ την διπλή σκλαβιά: τῶν Τούρκων καί τῶν Βουλγάρων.

     Μετά τήν μεγάλη θλίψη τῆς ἥττας ἀπό τόν Ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897 καί τούς ταπεινωτικούς  ὅρους πού ἐπιβλήθηκαν στήν  Ἑλλάδα, γράφει στήν γυναίκα του Ναταλία, ἡ ὁποία τοῦ συμπαραστεκόταν καί τόν στήριζε πολύ:«Ἡ θλίψις καί ὁ πόνος πού δοκιμάζω, ἐνισχύουν τήν λατρεία μου πρός τήν πατρίδα…Ναί, πρέπει, ὅσοι ἀγαποῦν άκόμα τόν δυστυχῆ τοῦτον τόπον, νά ἐργαστοῦν πάσῃ δυνάμῃ διά νά σώσουν τό μέλλον του». Καί ὁ Ἴων Δραγούμης ἀπό τό Μοναστήρι τονίζει στόν Παῦλο Μελᾶ:«Ἀπό κανένα κράτος τῆς Εὐρώπης, δέν ἔχομε νά περιμένουμε οὔτε βοήθεια, οὔτε τίποτε. Νά ξέρεις πώς εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι μας. Κανείς δέν μᾶς βοηθεῖ καί ὅλοι μᾶς κτυποῦν. Γιατί λοιπόν νά μήν κάνουμε μόνοι μας ὅ,τι πρέπει;»

      Ὁ Παῦλος Μελᾶς μαζί μέ τρεῖς ἀξιωματικούς ἀπεσταλμένους τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, ἔκανε ἀναγνωριστικό ταξίδι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1904, μέ μεγάλη μυστικότητα, γιατί δέν ἔπρεπε νά τούς ἀντιληφθοῦν οὔτε οἱ Τοῦρκοι κατακτητές οὔτε οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες. Πέρασαν μεγάλους κινδύνους καί ἄπειρες δυσκολίες. Κρύβονταν τήν ἡμέρα σέ σπηλιές, σέ φαράγγια, σέ σπίτια γνωστά  καί ὁδοιποροῦσαν τήν νύχτα.

Καί ὁ Παῦλος Μελᾶς δέν ἦταν κανένας γυμνασμένος πολύ, κανένας πού νά ‘χει μάθει στην κακοπάθεια καί στήν σκληραγωγία. Ὄχι! Ἦταν ἄνθρωπος καλομαθημένος,  ἀλλά εἶχε μεγάλη ψυχή καί πολλή ἀγάπη γι’ αὐτό πού πήγαινε να κάνει. Ἦταν τό ὅραμά του, ὁ στόχος του. Καί γράφει: «Καθώς πηγαίναμε στά βουνά καί στά λαγκάδια, πέφταμε ἀπό βράχια κάτω, πέφταμε σέ λακκοῦβες μεγάλες, γεμίζαμε νερά, βρεχό-μαστε ὁλόκληροι. Κι ὅταν βγαίναμε στήν ἄκρη, δέν εἴχαμε τίποτα πού νά μήν εἶναι βρεγμένο, νά σκουπίσουμε τουλάχιστον το πρόσωπό μας». Νηστικοί,διψασμένοι κατά  τρόπο φοβερό, γδαρμένοι,πονεμένοι, φοβισμένοι. « Κι ἦσαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες, μοῦ ‘ρχόταν νά γυρίσω πίσω», ἐξομολογεῖται στή  γυ-ναίκα του στίς ὡραῖες ἐπιστολές πού τῆς στέλνει, «νά τ’ ἀφήσω ὅλα. Μπαίναμε πολλές φορές σ’ ἐκκλησιές καί καθόμουν ἐκεῖ, οἱ ἄλλοι κοιμόντουσαν, μόνος μου καί προσευχόμουν καί παρα-καλοῦσα καί αἰσθανόμουν δύσκολα καί δέν ἤξερα τί νά κάνω. Ἀλλά τήν ἄλλη στιγμή, ἐρχόταν μιά δύναμις Θεία,μιά δύναμις Οὐράνια, μέ συνέπαιρνε μοῦ ‘δινε φτερά, μ’ ἔκανε ἥρωα, μέ γέμιζε αὐτοπεποίθηση, θάρρος καί ἡρωϊσμό, λές καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ με ὁδηγοῦσε καί μέ κατηύθυνε πρός ἐκεῖνο τό μέρος, τό σκλαβωμένο μέρος τῆς Μακεδονίας μας.

Ἔφτασαν στο Βογατικό Καστοριάς. Βρῆκαν τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ψυχή τῆς Καστοριᾶς.

Ὀργάνωσε τόν ἀγώνα, τά σχολεῖα,τά πάντα. Κι ἦταν μόνο 36 ἐτῶν. Γυρνοῦσε πάνω στ’ ἄλογο  σ’ ὅλα τά χωριά τῆς περιοχῆς του, κρατοῦσε τ’ ὅπλο του καί ἐμψύχωνε  τούς φοβισμένους Ἕλληνες. Ὅπου πήγαινε ὁ Παῦλος Μελᾶς μ’ αὐτούς πού τόν συνόδευαν, τούς ὑποδεχόντουσαν μέ κλάμματα, μέ συγκίνηση, μέ τρόπο ἀπερίγραπτο. Καθώς λοιπόν εἶχαν καταστρώσει τό σχέδιο τοῦ ἀγώνα καί ἦσαν ἕτοιμοι, ἔρχεται ἕνα ἔγγραφο ἀπό τό Προξενεῖο τοῦ Μοναστηρίου ἀπ’ τόν Ἴωνα Δραγούμη, πού ἔλεγε  στόν Παῦλο Μελᾶ, νά γυρίσει ξανά στήν Ἀθήνα. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ὑποπτευθεῖ τόν ἐρχομό τοῦ Παύλου Μελᾶ  στήν Μακεδονία καί τῶν ἄλλων ἀξιωματικῶν καί ἀπαίτησαν ἀπό τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση νά τούς ἀνακαλέσουν.

Τί νά κάνει τώρα ὁ Παῦλος Μελᾶς; Πόνεσε, στενοχωρήθηκε, Προσπάθησε ν’ ἀνακληθεῖ αὐτή ἡ ἐντολή, μά στάθηκε ἀδύνατο. Καί  σάν ἀξιωματικός ὄφειλε νά ὑπακούσει. Ἦταν 29 Μαρτίου 1904. Ἦρθε ἐδῶ μέ πολλή στενοχώρια καί τούς μάλωσε. Ἡ μόνη του χαρά ἦταν πού θά ‘βλεπε τήν γυναίκα του καί τά παιδιά του. Ἔγινε καί ἡ Ἐθνική Ἑταιρία. Μάζευαν ὅπλα, στρατολογοῦσαν ἐθελοντές, ἑτοίμαζαν κάθε χρειαζούμενο γιά τήν μεγάλη τήν ὥρα. Καί οἱ κυβερνῶντες οἱ περισσότεροι ἦταν δυσκολεμένοι. Δέν εἶχαν αἷμα καί ζωή ἐπάνω τους, οὔτε ψυχή.Ἐκεῖνος ὅμως καί ἄλλοι ἀρκετοί εἶχαν κι αὐτό ἔφτανε. Ἑτοιμάστηκε λοιπόν και μετά  ἀπό λίγο, ξαναέφυγε για την Μακεδονία. Πῆρε κάμποσες μέρες ἄδεια ὅτι τάχα θα πήγαινε ἀλλοῦ καί τόν Ἰούλιο τοῦ 1904 ἦλθε γιά 2η  φορά στή Μακεδονία  ὁ Παῦλος Μελᾶς μέ τό ψευδώνυμο Παῦλος Δέδες. Ἔφτασε ὡς τήν Κοζάνη, εἶχε διάφορες ἐπαφές καί ὀργάνωσε ἐράνους γιά νά συγκεντρωθοῦν χρήματα γιά νά ντυθοῦν οἱ πολεμιστές καί ν’ ἀγοράσουν ὅπλα. Νά προσφέρουν ἐπίσης σέ κάθε οἰκογένεια, πού ὁ προστάτης της θά ἔλειπε στό ὑπέρτατο αὐτό καθῆκον, μιάμισυ λίρα τό μήνα, γιά ν’ ἀντιμετωπίζουν τά ἔξοδά τους. Ἦταν καί πρακτικός ὁ Παῦλος Μελᾶς. Φερόταν στούς σκλαβωμένους Ἕλληνες δημοκρατικά, μέ ἀγάπη, μέ ἀρχοντιά, μέ δικαιοσύνη. Καί πρόσφερε στίς χῆρες καί στά ὀρφανά, ὅ,τι εἶχε. Τἄδινε ὅλα· ἔμενε ἄφραγκος. Ὀργάνωσε καλά τήν ἀντίσταση, ἔδωσε ὁδηγίες, ἔβαλε ἀρχηγούς. Καί ὕστερα; Τέλειωσε ἡ ἄδεια καί τόν ξανακάλεσαν.

     Ἐπιστρέφοντας στήν Ἀθήνα τόν Ἰούλιο τοῦ 1904, βρῆκε τά πράγματα εὐνοϊκά, χωρίς νά τό περιμένει. Γιατί ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση, ἀποφάσισε νά λάβει ἐνεργό μέρος στόν Μακεδονικό Ἀγώνα. Στέλνει στή Θεσσαλονίκη τόν σπουδαῖο διπλωμάτη Λᾶμπρο Κορομηλᾶ μέ ἐξαίρετους συνεργάτες. Ἱδρύει στήν Ἀθήνα τό Μακεδονικό Κομιτᾶτο μέ πρόεδρο τό δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη καί ἀναθέτει τήν γενικήν ἀρχηγία τῶν σωμάτων σέ ποιόν ἄλλον; – Στόν Παῦλο Μελᾶ.

     Γίνεται ἐπισήμως πλέον ἀρχηγός τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Ξεκινάει λοιπόν στίς 17 Αὐγούστου τοῦ 1904 καί σέ λίγες μέρες ἔφτασε στή Λάρισα. Ἐκεῖ ἑνώθηκε μέ ἄλλους πολεμιστές ἀπ’ τήν Κοζάνη καί τή Σιάτιστα· ἐκείνους πού εἶχε ὀργανώσει καί ἦρθαν εἰδοποιημένοι νά τόν συναντήσουν. Ἦταν ἕνα σῶμα ἀπό 35 ἀποφασισμένους ἄνδρες. Λίγοι, ἀλλά μέ ψυχή καί μέ γενναιότητα. Χρησιμοποιεῖ  τό πολεμικό  ψευδώνυμο «καπετάν Μίκης Ζέζας» σύνθεση τῶν χαϊδευτικῶν ὀνομάτων τῶν ἀγαπημένων παιδιῶν του, Μιχαήλ καί Ζωῆς.

     Ὅπου διάβαινε, οἱ Μακεδόνες τόν δέχονταν ὥς ἄγγελο ἐλευθερωτή. Ἀπό ἀνώνυμο βιογράφο του διαβάζουμε: «Ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ σ’ ὅλη τήν περιφέρεια. Ὅπου ἤξεραν πώς θά τόν ἔβρισκαν, ἔρχονταν ἄνθρωποι νά τόν δοῦν καί τοῦ ἔφερναν τά παιδιά τους,νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι. Καί τοῦ ἔγραφαν  τέτοια  λόγια:« Καταλάβαμε τήν καλωσύνη σου καί εἴδαμε  τό φῶς τό ἀληθινό. Καί ἐγώ  εἶμαι μέ τ’ ἐσένα », τοῦ γράφει  κάποιος Μακεδών, « δοῦλος σου εἶμαι ».

      Πῆγαν  σ’ ἕνα  χωριό στό Νερέτι. Κι ἦσαν μέσα οἱ κομιτα τζῆδες σ’ ἕνα σπίτι. Τούς πολιόρκησαν ἀλλά δέν γινόταν τίποτα· ἦταν ταμπουρωμένοι γιά καλά. Μερικοί ἀπό τούς συναγωνιστές τοῦ Παύλου, εἶπαν νά βάλουν φωτιά. Δέν  ἄφησε  ὁ Παῦλος γιατί  ἄκουσε  πώς ἦσαν μέσα γυναῖκες καί παιδιά· ἔστω καί τῶν ἐχθρῶν. Βλέποντας  πώς  δέν  κάνουν  τίποτα, ὕστερα ἀπό 2 ὧρες, διέταξε νά σηκώσουν τήν πολιορκία γιά νά μήν ξημερώσει καί τούς προφτάσει ὁ στρατός ( ὁ τούρκικος:εἶχαν δυό μέτωπα).

      Καί προχώρησαν. Ἔφτασαν στά Στρέμπαινα ( στήν Ἀσπρόγεια) στήν πατρίδα τοῦ καπετάν Βαγγέλη τοῦ Στρεμπενιώτη, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα πρίν πάει ὁ Παῦλος Μελᾶς. Τοῦ παρουσίασαν τούς δολοφόνους τοῦ ἥρωα καπετάν Βαγγέλη. Ἔτρεμαν μπροστά του ξέροντας  ὅτι τούς περιμένει δίκαιη. Ὁ Μελᾶς τους μίλησε αὐστηρά καί τέλος τούς εἶπε ὅτι τούς χαρίζει τή ζωή, ἀλλά νά ξέρουν πώς ἄν συνέχιζαν τό ἀπαίσιο ἔργο τους, ἔλεος πιά δέν θά ὑπῆρχε. Ἐκεῖνοι κλαίγοντας ἐξέφρασαν τήν εὐγνωμοσύνη τους. Ὑποσχέθηκαν ὅτι στό ἑξῆς δέν θά εἶναι πιά σχισματικοί, ἀλλά θ’ ἀνήκουν στο Πατριαρχεῖο  καί  ζήτησαν  συγχώρεση  γιά  τά  κακουργήματά τους. Τήν ἑπομένη ἦρθε νά τόν δεῖ ἡ νεαρή χήρα τοῦ Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, μέ τό κοριτσάκι της τήν Εἰρήνη στήν ἀγκαλιά μόλις 2 ἐτῶν, κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα, γιατί ὅπως εἶπε στόν Παῦλο Μελᾶ, τό προηγούμενο βράδυ ἔμαθε ὅτι οἱ κομιτατζῆδες σκότωσαν τόν ἀδελφό της, δάσκαλο στό χωριό Μιλίβιτσα κοντά στό Μοναστήρι. Ἦρθε κι ἡ ἀδελφή τοῦ καπετάν Βαγγέλη νά τόν δεῖ. Ἡ ἡρωϊκή Σοφία, πού τόσες φορές εἶχε βοηθήσει τόν ἀδελφό της στίς μάχες. Ἡ Σοφία εἶπε στόν ἀρχηγό, τόν Παῦλο Μελᾶ, πώς μετά τήν δολοφονία τοῦ θείου της, τοῦ ἡρωϊκοῦ παπα-Δημήτρη, ἀνυπεράσπιστο πιά τό χωριό, ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν Βουλγάρων καί προσχώρησε στήν Ἐξαρχία, διαφορετικά ἡ ζωή ὅλων θά κινδύνευε. Μά τώρα πού ἔβλεπαν τον ἀρχηγό κοντά τους, ὅλοι οἱ χωρικοί ξεθαρρεμένοι, ἔρχονται νά τοῦ δηλώσουν τήν πραγματική τους πίστη. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἀφοῦ ἄκουσε συγκινημένος, συγκρότησε φρουρά ἀπό 15 γεν-ναῖα παλληκάρια, τά ὅπλισε καί τ’ἄφησε στό χωριό νά τό ὑπε-ρασπίζονται. Ἡ φήμη πώς ὁ ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων ἔφτασε πιά στή Μακεδονία, κάνει τούς Βουλγάρους νά φεύγουν ἀπό πα-ντοῦ τρομαγμένοι γιά νά κρυφτοῦν. Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες, ὅπου περνοῦν, τρέχουν θαρραλέα νά τούς προϋπαντήσουν.

Ἔφτασαν λοιπόν περνώντας τά χωριά, στή Στάτιστα Καστοριᾶς, πού μετέπειτα ὀνομάστηκε Μελᾶς, κατέλυσαν στό χωριό, κατάκοποι, μουσκεμένοι, σέ χωριστά σπίτια. Τήν ἑπομένη, ἦρθε ἡ σπιτονοικοκυρά πού ἔμενε ὁ Μελᾶς καί τούς εἶπε ὅτι φάνηκε Τουρκικός στρατός. Τούς εἶχε προδώσει ὁ κομιτατζῆς Μητρο-Βλάχος κι ἦρθαν νά συγκρουστοῦν μέ τούς Ἕλληνες ἀντάρτες. Δόθηκε σκληρή μάχη. Ὁ Μελᾶς καθοδηγοῦσε ὅλους. Ἀντιστάθηκαν μέσα ἀπ’ τό σπίτι γενναῖα, ὥσπου νύχτωσε. Σάν καταλάγιασε ἡ μάχη, σκέφτηκαν νά κάνουν ἔξοδο μή καί βάλουν φωτιά στό σπίτι οἱ Τοῦρκοι καί καοῦν ζωντανοί. Πρῶτος ὁ Παῦλος Μελᾶς προχώρησε πρός τήν αὐλή. Τότε ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός. Στράφηκε πρός τόν Πύρζα, τό πρωτοπαλλήκαρό του καί φώναξε: «Στή μέση μέ πῆρε παιδιά». Σύρθηκε καταματωμένος ὥς τό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ, τόν ἅρπαξαν τά παλληκάρια του, τόν ἔφεραν μέσα. Πονοῦσε πολύ. Ἔνοιωθε τό τέλος του. Ἔβγαλε τόν σταυρό του ἀπ’ τό λαιμό, τόν ἔβαλε στά χέρια τοῦ πιστοῦ του Πύρζα: «Νά τόν δώσεις στή γυναίκα μου,» εἶπε. «Τό ντουφέκι μου στό γιό μου. Νά τούς πεῖς ὅτι ἔκανα τό καθῆκον μου». Ἔβγαλε  τίς φωτογραφίες τους καί τίς καταφιλοῦσε. Πονοῦσε, πονοῦσε. «Παιδιά, σκοτῶστε με», παρακαλοῦσε. «Πῶς θά μ’ ἀφήσετε στούς Τούρκους». «Δέν θά σ’ ἀφήσουμε ἀρχηγέ· κοντά σου εἴμαστε», ἔλεγε με σπαραγμό ὁ Πύρζας. Σέ λίγο ξεψύχησε μέσα στά χέρια του.

                                  Ἦταν Τετάρτη 13 Ὀκτωβρίου 1904.


ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Π. ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ Π. ΜΕΛΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΖΩΗ ΠΙΤΑ