Ἰωάννης Β. Βελιτσιάνος
Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ. –
Επιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ 21/5/2013
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος υπήρξε Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θάνατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. έως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.[1] .
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι μόνο αυτός ο χαρισματικός ηγέτης, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και όχι κάποιος άλλος, καθιέρωσε αμετάκλητα τη χριστιανική διδασκαλία ως την επίσημη θρησκεία και αφιέρωσε όλη του την πολιτική δραστηριότητα υπέρ της επικρατήσεως του χριστιανισμού, τον οποίο ισχυροποίησε και ενδυνάμωσε. Η μεγάλη του βέβαια προσφορά – η οποία δέχεται και την σκληρότερη κριτική – ήταν να αντιληφθεί το μεγαλείο του Χριστιανισμού, για τον οποίο πίστεψε πως μπορεί να διαδραματίσει μέγιστο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία. Πράγματι το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, γιατί ο Χριστιανισμός μαζί με τον Ελληνισμό, τον Ανθρωπισμό, την Αναγέννηση, τη Γαλλική Επανάσταση και τις άλλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό του λεγόμενου Δυτικού κόσμου.
Ο Κωνσταντίνος ενώ ζούσε στην αυλή του Διοκλητιανού, γνώριζε όλα τα αίτια καθώς και την έκταση των άγριων διωγμών εναντίον των χριστιανών. Το τέλος αυτών των διωγμών άρχισε μόνο μετά το όραμα του Κωνσταντίνου πριν από τη μάχη της Μαλβίας γέφυρας το 312 μ.Χ., όταν είδε (Κωνσταντίνο) στον ουρανό σχηματισμένο το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, με την προτροπή: «εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris)[2].
Αρχές του έτους 313 μ.Χ. αρχίζει η εποχή του Χριστιανισμού με το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο), με το οποίο δόθηκε στη χριστιανική θρησκεία απόλυτη ελευθερία και το οποίο δικαίως θεωρείται ως η Magna Charta της χαρακτηριστικής ομολογίας του Χριστιανισμού. Η ευνοϊκή και θετική στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στο Χριστιανισμό, από πολλούς θεωρήθηκε ως καιροσκοπισμός και ως ένας πολιτικός ελιγμός για την ενότητα της αυτοκρατορίας του. Αυτό όμως δεν ευσταθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Ήδη σπέρματα συμπάθειας του προς τον Χριστιανισμό υπήρχαν από το οικογενειακό του περιβάλλον. Όπως είναι γνωστό η μητέρα του Ελένη ήταν Χριστιανή. Αλλά και ο πατέρας του Κωνστάντιος Χλωρός αν και ειδωλολάτρης διάκειτο ευμενώς προς τους Χριστιανούς και όπως μας διασώζει και ο Ευσέβιος, όχι μόνο δεν τους κατεδίωκε αλλά συμβούλεψε τον Κωνσταντίνο, να πράξει και αυτός το ίδιο: « Ο βασιλεύς Κωνστάντιος, αφού πέρασε όλη του την ζωή πραότατα, φέρθηκε ευνοϊκά προς τους υπηκόους του και φιλικά προς τον θείο λόγο»[3]. Την ειλικρινή μεταστροφή του στο Χριστιανισμό δείχνει και το εξής γεγονός. Το 326 μ.Χ. μετέβη ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη για να γιορτάσει τα Βικενάλια, τα εικοσάχρονα δηλ. της βασιλείας του. Όταν κλήθηκε από την Σύγκλητο να συμμετάσχει σε ειδωλολατρική γιορτή, με θυσίες στους θεούς, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και τις ειρωνεύτηκε, με αποτέλεσμα ο οργισμένος όχλος να λιθοβολήσει το άγαλμά του. Όπως μας μαρτυρεί ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους ενόχους, αλλά χαριτολογώντας ρώτησε τους αυλικούς του, αν βλέπουν κάποια σημάδια στο πρόσωπό του και όταν έλαβε αρνητική απάντηση, άφησε ελεύθερους τους ενόχους[4].
Επιπλέον όσων έχουμε αναφέρει, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας και τούτο, ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στέλνει επιστολή στον βασιλιά των Περσών, Σαπώρ, στην οποία εκθειάζει το μεγαλείο της χριστιανικής πίστης[5] . Περιττό, βέβαια, θεωρούμε να αναφερθούμε στα γνωστά μέτρα που πήρε υπέρ του Χριστιανισμού και τα οποία προκάλεσαν τη μήνιν των Εθνικών (ειδωλολατρών), π.χ. ανέγερση Ναών, σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, καθιέρωση Πάσχα και Κυριακής αργίας και τόσων άλλων που μπορεί να βρει ο αναγνώστης, στον «Βίον Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, έπειτα από τέσσερα χρόνια διωγμών, όμως, άρχισε να δείχνει ανοχή στους σχισματικούς, γιατί αυτό που τον ενδιέφερε κυρίως ήταν η ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας και η ομόνοια μεταξύ των θρησκευτικών λειτουργών.
Από όλα τα θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος στην Ανατολή, το μεγαλύτερο ήταν η διαμάχη του Αλεξάνδρου, επισκόπου Αλεξανδρείας, με τον πρεσβύτερο Άρειο. Η διδασκαλία του Αρείου έως τον 7ο αιώνα είχε μεγάλη απήχηση και πέρα από τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος αμφισβητούσε τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού, τον οποίο θεωρούσε κτίσμα του Θεού. Σε πολλές τοπικές συνόδους η διδασκαλία αυτή όπως και οι οπαδοί της είχαν καταδικαστεί και αναθεματιστεί, ωστόσο η επιρροή της αυξανόταν. Τον Φεβρουάριο του 325, ο Άρειος καταδικάστηκε ακόμα μία φορά στην Αντιόχεια, σε άλλη μια τοπική σύνοδο. Την ίδια χρονιά, λίγο %B