Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης, Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Μεσούντος του ενσκήψαντος κορωνοϊού διεθνώς αλλά και στην Πατρίδα μας και με το περιρρέον κλίμα φόβου, πανικού και υπαρξιακής αγωνίας είναι λογικό και επόμενο ο νους μας να ανατρέξει σε ιστορικές περιόδους με ανάλογες συνθήκες, προκειμένου να κάνουμε τους απαραίτητους συσχετισμούς και συγκρίσεις. Άλλωστε, οι οριακές στιγμές του κοινωνικού βίου αποτελούσαν ανέκαθεν το γονιμότερο έδαφος για την καλλιέργεια ουσιωδών προβληματισμών ζωής που δυσκολότερα και σπανιότερα εκδηλώνονται σε αρυτίδωτες εποχές νηνεμίας και κανονικότητας.
Το χαρακτηριστικότερο κείμενο ίσως και σύνολης της ελληνικής γραμματείας, αρχαίας και νεότερης, είναι η περιγραφή μιας λοιμώδους ασθένειας στην Αττική, όπως αποδίδεται στον Β’ βιβλίο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη («Ιστορίαι» 2, 47-54). Οι αντιστοιχίσεις με την σημερινή κατάσταση είναι αξιοσημείωτες: «διότι ούτε οι γιατροί ήσαν σε θέση να κάνουν κάτι, αφού αγνοούσαν την φύση της αρρώστιας που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν» [«οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ»], «φάρμακο, για το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι δίνοντάς το στον άρρωστο θα τον βοηθούσε, δεν βρέθηκε ούτε ένα· το ίδιο γιατρικό, που έκανε καλό στον ένα, τον άλλο τον έβλαπτε» [«ἕν τε οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν»], «το φοβερότερο όμως απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη, όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία, παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν)» [«δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον)»], «επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο» [«εἴτε γὰρ μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι»], «διότι με τις διαστάσεις που είχε πάρει το κακό, οι άνθρωποι, στην απόγνωσή τους, αδιαφορούσαν για τα ιερά και τα όσια» [«ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται, ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως»], «και από πολλές απόψεις ο λοιμός έγινε αφρομή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη» [«πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ νόσημα»], «κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε» [«θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε»].
Ο σπουδαίος Έλληνας Ιστορικός, ο οποίος νόσησε και ο ίδιος από την λοιμώδη ασθένεια, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το κλίμα που επικρατούσε τότε: η ιατρική επιστήμη της εποχής «είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά» μη δυνάμενη να κατανοήσει την φύση του θανατηφόρου για ανθρώπους και ζώα ιού με συνέπεια την μη εύρεση αξιόπιστης φαρμακευτικής αγωγής. Περισσότερο όμως έμφαση δίνεται στην περιγραφή της κατάστασης φόβου, πανικού, απελπισίας και κατάθλιψης στους πολίτες της πόλεως των Αθηνών που δεν τους επέτρεπε να πλησιάζει ο ένας τον άλλο (κοινωνική αποστασιοποίηση), αλλά τους έκανε να χάσουν κάθε ενδιαφέρον για τα ιερά και τα όσιά τους με αποτέλεσμα να χαθεί ο σεβασμός σε κάθε θεϊκό και ανθρώπινο νόμο με δυσμενέστατες επιπτώσεις για την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
Οι αναλογίες με την παρούσα κατάσταση ελέω κορωνοϊού είναι αξιομνημόνευτες: εδώ και αρκετούς μήνες η παγκόσμια ιατρική κοινότητα παρά την συστράτευση των σπουδαιότερων ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων αδυνατεί να ανακαλύψει ένα ασφαλές φάρμακο, ενώ και η σημερινή κοινωνία διακατέχεται από κλίμα φόβου υποδαυλιζόμενο εν πολλοίς από τους δημοσιολογούντες στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Ο εκκλησιαζόμενος κόσμος έχει αισθητά συρρικνωθεί (από τον φόβο μόλυνσης; από αδιαφορία; ή -όπως ειπώθηκε- από ταπεινή υπακοή στο «ο Χριστός δεν περιορίζεται σε τόπους αλλά κατοικεί και στα σπίτια μας»;) ενώ οι εμπρηστικές και βλάσφημες δηλώσεις δημοσίων προσώπων κατά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας διασαλεύουν έναν από τους καθοριστικότερους παράγοντες για την κοινωνική συνοχή: την Πίστη στον Θεό!
Ο Βούλγαρος νομπελίστας συγγραφέας και φιλόσοφος Ελίας Κανέττι στην περιβόητη μελέτη του υπό τον τίτλο «Μάζα και Εξουσία» (“Masse und Macht”) αναλύοντας τις ψυχολογικές αντιδράσεις των κοινωνιών στις εκάστοτε εξουσίες αλλά και το γιατί οι μάζες υποτάσσονται στους κυβερνώντες διαλαμβάνει στο βιβλίο του ένα κεφάλαιο με κεντρικό θέμα την επιβίωση.
Γράφει ο Κανέττι: «Η στιγμή της επιβίωσης είναι η στιγμή της εξουσίας. Ο τρόμος μπροστά στον θάνατο μετατρέπεται σε ικανοποίηση, γιατί δεν είμαστε εμείς ο νεκρός. Ο νεκρός είναι σωριασμένος, ο επιζών στέκει όρθιος. Είναι σαν να είχε προηγηθεί πάλη και να είχε ο ίδιος ρίξει κάτω τον νεκρό. Στην επιβίωση καθένας είναι εχθρός των άλλων, σε σύγκριση μ’ αυτόν τον στοιχειακό θρίαμβο, κάθε πόνος είναι ασήμαντος». Αλλά και παρακάτω συνεχίζει εξίσου αποκαλυπτικά: «Όλοι οι πόθοι του ανθρώπου για την αθανασία περιέχουν κάτι από την μανία της επιβίωσης. Δεν θέλουμε απλώς να υπάρχουμε πάντα, θέλουμε να υπάρχουμε όταν άλλοι δεν υπάρχουν πια […]. Αυτό που (ο άνθρωπος) επιθυμεί περισσότερο απ’ όλες τις εξασφαλίσεις είναι ένα αίσθημα του άτρωτου».
Σε επόμενο απόσπασμα σημειώνει: «Ο αδιάκοπος τρόμος, στον οποίο κρατούσε τους καλεσμένους του, τους είχε κάνει να βουβαθούν. Μόνον εκείνος μιλούσε και μιλούσε για θάνατο και για θανάτωση. Έτσι ήταν σαν εκείνοι να ήταν νεκροί και μόνο αυτός ζωντανός […]. Έχει την δύναμη να τους πηγαίνει από την ζωή στον θάνατο κι ύστερα να τους ξαναφέρνει από τον θάνατο στη ζωή. Διασκεδάζει πολλές φορές μ’ αυτό το παιχνίδι. Του δίνει μεγαλύτερη αίσθηση της εξουσίας, κανείς δεν θα μπορούσε να επινοήσει μεγαλύτερη». Σε ένα ακόμα σημείο ο λόγος του Κανέττι πλησιάζει τις διατυπώσεις του Θουκυδίδη: «Κανένας φόβος για τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους δεν τους συγκρατούσε. Όσον αφορά τους θεούς, φαινόταν πως ήταν το ίδιο είτε τους τιμούσαν είτε όχι, γιατί έβλεπαν πως καλοί και κακοί άνθρωποι πέθαιναν το ίδιο».
Στον δε επίλογο του διεισδυτικού συγγράμματός του επισημαίνει: «Ο ίδιος ο επιζών φοβάται. Πάντα φοβόταν. Αλλά μαζί με τις δυνατότητές του ο φόβος αυτός έχει αυξηθεί άπειρα και ανυπόφορα […]. Το μεγαλείο του αντιμάχεται το άτρωτό του. Ο ίδιος έχει γίνει υπερβολικά μεγάλος για τον εαυτό του. Οι εξουσιαστές σήμερα τρέμουν διαφορετικά για τον εαυτό τους, σα να ήταν ίδιοι με τους άλλους ανθρώπους. Η πανάρχαια δομή της εξουσίας, η καρδιά της κι ο πυρήνας της: η επιβίωση του εξουσιαστή σε βάρος όλων των άλλων, έχει πέσει στο κενό, έχει γκρεμιστεί».
Ο Κανέττι έρχεται και τοποθετεί τον «Επιζώντα» ως πρωταγωνιστή στο κέντρο της ψυχογραφικής ανάλυσής του. Στην προσπάθεια επιβίωσης ο άνθρωπος αποστασιοποιείται από τον διπλανό του τον οποίο αντιμετωπίζει ως εχθρό. Πρόκειται επί της ουσίας για ένα υπολανθάνον παιχνίδι εξουσίας στο οποίο ο επιζών ισχυροποιείται και αυτοϊκανοποιείται, επειδή ο ίδιος δεν είναι νεκρός. Διακαής πόθος του ανθρώπου είναι το άτρωτο και η αιωνιότητα. Η επιβίωσή του εν αντιθέσει με τον θάνατο των άλλων του δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αθανάτου!
Πόσο πολύ ταιριάζει ο κατακλυσμός των πληροφοριών περί του κορωνοϊού με την περιγραφή του Κανέττι που θέλει τον εξουσιαστή μόνο να μιλάει ως διαχειριστής της ζωής και του θανάτου και οι υπόλοιποι απλά να ακούν παθητικά τα θλιβερά μαντάτα; Αλλά ο θάνατος έρχεται να εξισώσει τους πάντες: πλούσιους και φτωχούς, καλούς και κακούς, δούλους και ελεύθερους! Η αίσθηση της ασημαντότητας του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο προκαλεί οντολογικό και υπαρξιακό ίλιγγο μη εύκολα διαχειρίσιμο! Η κατάσταση γίνεται πιο ακανθώδης, όταν ο άνθρωπος έχει πετύχει τα πάντα στη ζωή του και αντιλαμβάνεται την ευθραυστότητα και το πρόσκαιρό της! Τότε ένα σύννεφο σκοτεινής μελαγχολίας τον περιβάλλει, όπως εύστοχα περιγράφει με την χαρακτηριστική αναλυτική του σκέψη ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Μελαγχολία και Πολεμική».
Μια όμως από τις πιο θεμελιακές έννοιες του έργου τού σπουδαίου Πολιτικού Φιλοσόφου του περασμένου αιώνα είναι αυτή της «αυτοσυντήρησης». Ο άνθρωπος είναι πλάσμα πεπερασμένο, που γεννώντας πνεύμα, το εξαπολύει εναντίον κάθε απειλής, κατατροπώνοντας τους εχθρούς του και εξασφαλίζοντας την πολυπόθητη και στοιχειακή αυτοσυντήρηση. Η αυτοσυντήρηση δεν είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο, αλλά ο άνθρωπος οφείλει να το επιτύχει με κοπιώδη πνευματικό αγώνα εντός ενός μονίμως απειλητικού περιβάλλοντος. Οφείλει με άλλα λόγια να προσκτήσει την απαιτούμενη ισχύ με την οποία θα κατορθώσει να επιβιώσει μέσα σε ένα εχθρικό και πολεμικό πλαίσιο.
Στο, ίσως σημαντικότερο απ’ όλα, σύγγραμμά του «Ισχύς και Απόφαση» θα σημειώσει: «Απόφαση είναι η πράξη ή η διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού, την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση», ενώ παρακάτω επισημαίνει ότι «η απόφαση είναι γνώση θεμελιωμένη σε ορισμένα κριτήρια, στα οποία συγκεκριμενοποιείται η βούληση αυτοσυντήρησης του υποκειμένου». «Η επιτυχής αυτοσυντήρηση έχει eo ipso ως αναγκαίο μακροπρόθεσμο επακόλουθό της την αυτοεπίταση, δηλαδή την διεύρυνση της ισχύος. Η διαδικασία της αυτοσυντήρησης δεν συντελείται σ’ ένα κενό, αλλά σημαίνει – ήδη από βιολογική άποψη – αδιάλειπτο μεταβολισμό, δηλαδή ορισμένη σχέση προς ορισμένο περιβάλλον […]. Αν λοιπόν η αυτοσυντήρηση εννοηθεί συγκεκριμένα και δυναμικά, τότε σημαίνει αξίωση ισχύος και μάλιστα όχι απλώς με την έννοια της συντήρησης της ισχύος, αλλά κυρίως με την έννοια μιας τέτοιας διεύρυνσης της ισχύος, ώστε να διασφαλίζεται η σχετική θέση ισχύος του εκάστοτε υποκειμένου απέναντι στη θέση ισχύος ανταγωνιστικών παραγόντων ικανών να προξενήσουν κατάσταση χρείας».
Ο Έλληνας Πολιτικός Φιλόσοφος ανάγει τα πάντα στην επιβίωση και αυτοσυντήρηση ατομική ή συλλογική. Αν οποιοσδήποτε παράγοντας απειλεί να διαταράξει αυτή την κατάσταση, το υποκείμενο θα κάνει με αμείλικτο τρόπο χρήση της ισχύος του προκειμένου να υπερασπιστεί τον ζωτικό του χώρο. Στην εποχή μας που ο κορωνοϊός απεκλήθη από τα πιο επίσημα χείλη ως «αόρατος εχθρός» και «απειλή» παραπέμποντας στην φρασεολογία σχετική με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις Η.Π.Α. την 9η Σεπτεμβρίου 2001, η ατομική και συλλογική «αυτοσυντήρηση» επανέρχεται δραματικά, εμφατικά και με επίταση στο προσκήνιο. Ο άνθρωπος παραλύει από τον φόβο για την υγεία και την ζωή του, ενώ οι κρατικές πολιτικές λαμβάνονται υπό την κατάσταση επίθεσης που απειλεί το κοινωνικό σύνολο και την υπόσταση του κράτους. Άλλωστε, δεν έλειψε σε ορισμένα κράτη η πλήρης στρατιωτικοποιημένη αντίδραση της κρατικής μηχανής, ενώ ανάλογη «λύση» έχει δημοσίως προταθεί με αξιοπερίεργη ευκολία από επιφανές μέλος της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων!
Τρεις, λοιπόν, σπουδαίοι διανοητές έρχονται και προσεγγίζουν σε τρομερό θεωρητικό βάθος ζητήματα με τα οποία η σύγχρονη κατάσταση μας καλεί να λογαριαστούμε. Καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και τις δικές του κοσμοθεωριακές αφετηρίες και αφορμές διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης υπάρξεως προκειμένου να αιτιολογήσει και να εξηγήσει συμπεριφορές και αντιδράσεις. Προσηλωμένοι και στοιχισμένοι στην πιο ακραία και αυστηρή εκδοχή μιας ρεαλιστικής και ορθολογικής θεώρησης αγγίζουν τα απώτατα όρια του ανθρωπίνου όντος, αλλά έως εκεί… Ακόμα και η πιο εκτεταμένη προέκταση των προσεγγίσεών τους παραμένει γήινη, εγκόσμια, και άρα πεπερασμένη και υποκείμενη στην αγωνία του τέλους.
Αλλά και ο μηδενισμός ως κοσμοθεώρηση, παρασάγγας απέχουσα από την πίστη στην αιωνιότητα, δεν δύναται να προσφέρει την ικανότητα θυσιαστικού φρονήματος που συνδέεται με την βίωση της ζωής με χαρμολύπη. Άλλωστε και οι στωικοί φιλόσοφοι αφικνούνται έως την εγκεφαλική αντιμετώπιση του θανάτου, ώστε να διασωθεί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου χωρίς παραδοχή της προοπτικής της αθανασίας. Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από το έργο του Μάρκου Αυρήλιου «Εις εαυτόν»: «Τι ομορφιά που ‘χει η ψυχή η έτοιμη, αν χρειαστεί, να βγει στη στιγμή από το σώμα και ή να σβήσει ή να σκορπιστεί ή να διατηρηθεί! Και η ετοιμότητά της να είναι από δική της απόφαση κι όχι από σκέτη εναντίωση, αλλά να βασίζεται σε ώριμη σκέψη, και να εκδηλώνεται με αξιοπρέπεια και – για να γίνει πιστευτή – χωρίς θεατρινισμούς».
Ο Ελληνισμός ανέκαθεν αναζητούσε με πείσμα και απύθμενη ένταση εναργείς απαντήσεις σε όλους τους ανωτέρω προβληματισμούς! Στην εναγώνια περιδιάβασή του βρήκε το σωτήριο διέξοδο με την έλευση επί της γης και ενσάρκωση του Θεανθρώπου εντοπίζοντας την Αλήθεια που ακολούθως συνεπάγεται την εφαρμογή της υπέρβασης: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς» (Κατά Ματθαῖον, ε’ 44)! Μόνο η Ορθόδοξη Πίστη εγγυάται το ασφαλές άλμα στο υπέρλογο κι εν τέλει στην υπέρβαση του προβλήματος της επιβίωσης και του θανάτου.
Ο Άγιος των ημερών μας όσιος Πορφύριος έλεγε με την θαυμαστή απλότητα και σαφήνεια: «Μπορούμε να ζούμε μέσα στη χαρά του Θεού και ποτέ να μη σκεπτόμαστε τον θάνατο. Και να έρθει το τέλος της ζωής σου και να είναι το πόδι σου μέσα στο λάκκο. Εσύ μπορείς να φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, να φτιάχνεις περβόλια για τους συνανθρώπους σου, να φτιάχνεις εκκλησίες και να είναι το ποδάρι σου μέσα στο λάκκο. Γιατί τα κάνεις αυτά; Από την αγάπη» (Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 198). Αλλά και ο έτερος Όσιος του περασμένου αιώνα Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, αγράμματος κατά κόσμον αλλά πλήρης θείας χάριτος, έλεγε χαρακτηριστικά: «Αυτοί που φοβούνται τον θάνατο και αγαπούν την μάταιη ζωή, φοβούνται ακόμη και τα μικρόβια και βρίσκονται συνέχεια νικημένοι από την δειλία, που τους κρατάει πάντα στην πνευματική νέκρα. Οι τολμηροί άνθρωποι ποτέ δεν φοβούνται τον θάνατο, γι’ αυτό και αγωνίζονται με φιλότιμο και αυταπάρνηση. Επειδή βάζουν μπροστά τους τον θάνατο και τον σκέφτονται καθημερινά, ετοιμάζονται πιο πνευματικά και αγωνίζονται τολμηρότερα. Έτσι νικούν την ματαιότητα και ζουν από εδώ στην αιωνιότητα με την παραδεισένια χαρά» («Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, Β΄ Πνευματική Αφύπνιση», σελ. 218-219).
Από την άλλη ο Ρωμηός Φώτης Κόντογλου στα έργα του οποίου αναβλύζεται ζωή και κατά Θεόν χαρά γράφει: «Ποτέ δεν φοβόταν τόσο πολύ ο άνθρωπος την φτώχεια, την αρρώστια και τον θάνατο, όσο τα φοβάται τώρα που δεν φοβάται τον Θεό».
Ο δε εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός με απαράμιλλη γλαφυρότητα μας παρουσιάζει την προοπτική της αιωνιότητας και της Ανάστασης στον «Λάμπρο»:
«Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπενοῦσε
τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ ῾κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
«γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι».
Δεδομένης της προϊούσας εξέλιξης της κατάστασης με τον κορωνοϊό διαμορφώνεται σταδιακά η κονίστρα όπου θα αναμετρηθούν με τον πιο ωμό και αβυσσαλέο τρόπο ο ορθολογισμός, ο επιστημονισμός και ο ουμανισμός της Δύσης με την υπέρλογη Ορθόδοξη Πίστη των Πατέρων και των Αγίων! Η έκβαση αυτής της διαπάλης είναι προδιαγεγραμμένη από τώρα καθώς η εμπειρία δύο χιλιάδων (2000) και πλέον ετών το πιστοποιεί αδιαμφισβήτητα! Αυτή η Πίστη έκανε τους Αγίους και Μάρτυρες να ιεραρχήσουν πάνω ακόμα κι από την υγεία και την ζωή τους την κατά Θεόν Ελευθερία που οδηγεί στην Αιωνιότητα! Αυτό το φρόνημα γέννησε τους Τρεις Ιεράρχες, τον Μέγα Φώτιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αλλά και το νέφος των Νεομαρτύρων οι οποίοι διατήρησαν υπό άκρως αντίξοες συνθήκες αναμμένη την φωτιά της Ρωμαίικης Παράδοσης!
Εν μέσω του ήδη διαμορφωμένου και διάχυτου κλίματος φόβου και έντονης υπαρξιακής αναζήτησης ο άνθρωπος θα κληθεί να κάνει το άλμα προς την Αιωνιότητα και την Ανάσταση αψηφώντας τις ιαχές του θανάτου που τον θέλουν ελεγχόμενο και εξανδραποδισμένο! Μόνον με αυτήν την «μέθοδο» θα εξασφαλίσει την όντως «επιβίωση», «αυτοσυντήρηση» και σωτηρία του! Άλλωστε, ειδικά στην Πατρίδα μας έχουμε απτή την εμπειρία τής μετά θάνατον ζωής στα «κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά» που μυροβλύζουν, ευωδιάζουν και μεταδίδουν σωστική χάρη!