του Χρύσανθου Σιχλιμοίρη Οδοντίατρου
Υπάρχουν πράγματι στιγμές που η γραφίδα αποδεικνύεται αδύναμη να αποτυπώσει πιστά στο χαρτί όλες τις πτυχές μιας πολύπλευρης, χαρισματικής προσωπικότητας και να ερμηνεύσει αποτελεσματικά το χαρακτήρα και το ύψος της μεγαλωσύνης της. Και τούτο διότι το μεγαλείο μιας αγιασμένης μορφής δεν υπόκειται στους συνήθεις κανόνες της ψυχρής λογικής και συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας κοινής απλοϊκής ερμηνείας.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός υπήρξε μια τέτοια, όντως μεγάλη και εξαγιασμένη, φυσιογνωμία που με την όλη βιοτή και το εν γένει παράδειγμά της απέδειξε πως είχε προ πολλού ξεπεράσει τα όρια του φθαρτού κόσμου μας και είχε σπάσει τους περιορισμούς της εγωιστικής ανθρωπίνης φύσεως.
Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός δεν διακρίθηκε μόνο επειδή πέτυχε να είναι συνεπής στην άσκηση των ποιμαντορικών του καθηκόντων, ούτε επειδή φρόντιζε να εκπληρώνει πάντοτε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ευλαβές ποίμνιό του (Γηροκομείο, Οικοτροφεία Αρρένων-Θηλέων, Πνευματική Στέγη). Είναι αλήθεια ότι δεν καταπιάστηκε μονομερώς με την υλικοτεχνική ανάπτυξη της φτωχής του επαρχίας, ούτε ασχολήθηκε μονάχα με τον πνευματικό καταρτισμό των ευσεβών χριστιανών της μητροπόλεώς του. Εκείνο που τον έκανε να ξεχωρίζει και να διακριθεί ήτανε ότι κατόρθωσε να αναπτερώσει, σε δύσκολους καιρούς, σαν άλλος Μωυσής, την αποσταμένη ελπίδα ενός ολόκληρου λαού, του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος βρήκε στο πρόσωπο του ηρωικού Δεσπότη το θαρραλέο αγωνιστή για τη Λευτεριά του.
Αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση ότι ο σύγχρονος αγώνας για την Βόρειο Ηπειρο συνδέεται άρρηκτα με την ακίβδηλη μορφή του πυρφόρου Σεβαστιανού. Σε μια εποχή που ένα πέπλο παγερής αδιαφορίας – αρκετές φορές σκόπιμης – κάλυπτε το δράμα και το κλάμα των Βορειοηπειρωτών αδελφών μας μόνο η στεντόρεια και ασυμβίβαστη φωνή του αοιδίμου Σεβαστιανού, προσπαθούσε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της προκλητικής νωθρότητας και να σπάσει το φράγμα της ένοχης σιωπής.
Με την συναίνεση των κατά τόπους Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών και με την φροντίδα επιτοπίων συλλόγων, αλλά και με την ουσιαστική συμπαράσταση της Σ.Φ.Ε.Β.Α. και του ΠΑ.ΣΥ.Β.Α., είχε επισκεφτεί πολλές πόλεις της Πατρίδας μας καταστώντας κοινωνό του δράματος, τον Ελληνικό λαό. Πέταξε και στην αλλοδαπή (Στρασβούργο, Κογκρέσσο Αμερικής, Λονδίνο, Βρυξέλλες κ.ά.) για να αποβραχυκυκλώσει τους Διεθνείς Οργανισμούς και τον απόδημο ελληνισμό από την αδιαφορία και λησμονιά ενός κομματιού της Ελλάδας που υπέφερε τα πάνδεινα μέσα στην καρδιά της Ευρώπης.
Δυστυχώς συχνά δέχθηκε κακόβουλες επιθέσεις και έγινε αντικείμενο κακόπιστης κριτικής, όχι μόνο από πολιτικούς που του απέδιδαν πολιτικές σκοπιμότητες και κομματικές φιλοδοξίες αλλά και από θρησκευόμενους ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να ακουλουθήσουν τον επώδυνο ανήφορο του αγώνα μήπως χαρακτηριστούν όπως και ο Σεβαστιανός, «ακραίοι», «φασίστες» , «εθνικιστές» κλπ. Οχι μόνο απείχαν, αλλά και λοιδωρούσαν τις εκδηλώσεις του για τη Βόρειο Ηπειρο, τα εθνικά μνημόσυνα, υποστηρίζοντας ότι «η εκκλησία κοιτά την ψυχή και τον αγιασμό της» και δεν πρέπει να μιλά για την πατρίδα και για Έλληνες σκλαβωμένους….Ευτυχώς όμως που τα λόγια του γέροντος Εφραίμ του Κατουνιακιώτου, ανεύπαυσαν τον λογισμό του Δεσπότη όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό το θέμα στη Σκήτη. Ο ασκητής τον αγκάλιασε λέγοντάς του να συνεχίσει να «φωνάζει» και του ευχήθηκε μαζί με τη μαρτυρία του αγώνα, να δώσει και το αίμα του για τη Βόρειο Ήπειρο, «ζηλεύοντας» αυτή τη μεγάλη τιμή ……
Όλα βέβαια γκρεμίστηκαν σαν χάρτινοι πύργοι όταν στην διαθήκη του αποτυπώθηκε η μεγάλη καρδιά του Σεβαστιανού, συγχωρώντας αυτούς που τόσο τον είχαν λυπήσει, φθάνοντας μέχρι του σημείου να μεθοδεύσουν και την φυσική εξόντωσή του. Ακόμη και αυτοί οι λίγοι σήμερα, θα έχουν αλλάξει γνώμη για το μεγαλείο του αοιδίμου Ιεράρχου, για το πόσο δίκαιο είχε που «φώναζε» πάνω στο Εθνικό μας Θέμα της Βορείου Ηπείρου, διαβλέποντας με το φωτισμένο του μάτι, τους μεγαλοϊδεατισμούς της γείτονος (Μεγάλη Αλβανία, UCK, Τσαμουριά κλπ), κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου στους αρμοδίους. Τότε πολλοί τον λοιροδούσαν, χωρίς να μπορούν να συλλάβουν αυτό που από τότε προέβλεπε ο Σεβαστιανός, την σκόπιμη αντι-προβολή της Τσαμουριάς από την Αλβανία, σε αντιπερισπασμό του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος.
Πέθανε πάμφτωχος, ο τόσο πλούσιος στα πνευματικά και στα εθνικά, στερούμενος και τις στοιχειώδεις ανέσεις – όπως π.χ. το καλοριφέρ -, σκορπώντας όμως αφειδώς στους ρακένδυτους και πειναλέους φυγάδες, χωρίς διάκριση αν ήταν Έλληνες ή Αλβανοί, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Πέρασαν έτσι από τα χέρια του τεράστια ποσά που σύμφωνα με την αποσταλείσα προς τον τότε Νομάρχη κατόπιν αιτήσεως, σχετική κατάσταση εξόδων προς τους φυγάδες, αυτά ξεπερνούσαν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές.
Το βαρύ πένθος των χιλιάδων κόσμου που έφθασε στην ακριτική Κόνιτσα – κι’ από το εξωτερικό ακόμη – την ημέρα της κηδείας του, επεκύρωσε με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την αγνότητα των προθέσεών του για το εθνικό ζήτημα της Βορείου Ηπείρου, του ζητήματος που εκκρεμεί ακόμη και που ο ασυμβίβαστος Δεσπότης το 1992 έθεσε με τηλεγραφήματα ενώπιον των 4 Υπουργών των Μεγάλων Δυνάμεων.
Την βεβαιότητά του για της αλήθειας την οριστική και μετάκλητη Νίκη, την είχε κάμει σύνθημά του στις εκατοντάδες ομιλίες, σύνθημα που θα δονεί τις καρδιές όλων εκείνων που τον γνώρισαν και στάθηκαν δίπλα του, ιδιαίτερα των Βορειοηπειρωτών, που τόσο τον αγάπησαν εξαιτίας της δικής του αγάπης:
“ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ! ΚΑΙ Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΑΝΕΣΤΗ” .