Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει τὴν ὡραία ἐκείνη στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀλέξανδρος μὲ μεγαλοψυχία χάρισε τὴ ζωὴ στὸν ἡττημένο βασιλιὰ τῶν Ἰνδῶν Πῶρο· καὶ προβαίνει στὴν ἐκπληκτική παρατήρηση: «Καὶ ἦν αὐτῷ ἡ περιουσία τοῦ θαρρεῖν τὸ φιλάνθρωπον» (=ἡ φιλανθρωπία ἦταν ἐκείνη ποὺ χάριζε στὸν Ἀλέξανδρο τὸ ἀπαράμιλλο καὶ ἀνεξάντλητο θάρρος του [P.G. 35, 565]).
Κι ὅταν μετὰ τὴν κατάληψη κάποιας πόλης ὁ Παρμενίων βλέποντάς τον σκεπτικὸ τοῦ συνέστησε νὰ μὴν τὴ λυπηθεῖ, μᾶς θυμίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πὼς ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ ἀπάντησε: «Γνώρισμά σου, Παρμενίων, εἶναι ἡ ὠμότητα. Δικό μου ὅμως γνώρισμα εἶναι ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐπιθυμία μου νὰ μὴ διατρέξει κίνδυνο ἡ νικημένη πολιτεία» («σοὶ μὲν γάρ ἐστιν ὠμότης, τὸ δὲ πρᾶον ἐμόν, φυγεῖν τε τὴν πόλιν τοὺς κινδύνους» [P.G. 37, 813]).
Μὲ τὴν ἴδια φιλάνθρωπη διάθεση ἐλευθέρωσε, ὅπως γράφει ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Σάρδεων, ἱκανοποιώντας τὸ αἴτημα τοῦ χρηστοῦ καὶ περιφρονητοῦ τῶν χρημάτων Ἀθηναίου πολιτικοῦ Φωκίωνα (P.G. 78, 589). Κι ὅπως διασώζει ὁ ἱερὸς Φώτιος, σπάνια βρισκόταν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία δὲν εἶχε εὐεργετήσει κάποιον ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως κάποτε τύχαινε νὰ τοῦ συμβεῖ αὐτό, ἔλεγε περίλυπος: «Σήμερον οὐκ ἐβασίλευσα» (P.G. 102, 933).