Οι πρώτες αναφορές στο επάγγελμα των σφουγγαράδων γίνονται ήδη από τον Όμηρο, αλλά και μεταγενέστερους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Το επάγγελμα άκμασε στα μέσα του 19ου με αρχές 20ου αιώνα στα Δωδεκάνησα και κυρίως στην Κάλυμνο και τη Σύμη, ενώ έπειτα επεκτάθηκε και σε άλλα μέρη.
Οι πρώτοι δύτες, γνωστοί και ως “βουτηχτάδες”, έκαναν γυμνή κατάδυση φτάνοντας σε βάθος 30 μ. χρησιμοποιώντας τη σκανδαλόπετρα, ένα κομμάτι μάρμαρο, που βοηθούσε στην γρήγορη κατάδυση.
Στην Ελλάδα κάνει την εμφάνιση του το σκάφανδρο για πρώτη φορά το 1863, από τον Συμιακό Φώτη Μαστορίδη, ο οποίος παρουσίασε την επαναστατική μέθοδο κατάδυσης με σκάφανδρο στο λιμάνι της Σύμης. Ο δύτης με σκάφανδρο είχε τη δυνατότητα να παραμένει στο βυθό περισσότερη ώρα από ότι ένας γυμνός δύτης.
Τα τραγικά αποτελέσματα από τη χρήση του σκάφανδρου χωρίς γνώσεις την εποχή εκείνη, φαίνονται από το γεγονός ότι από το 1866 μέχρι το 1915 καταγράφηκαν σε καταδύσεις με χρήση σκάφανδρου 10.000 θάνατοι και 20.000 παραλύσεις στα σπογγαλιευτικά νησιά του Αιγαίου, ενώ το ίδιο διάστημα σημειώθηκαν μόνο 10 θάνατοι γυμνών δυτών.
Το 1970 ιδρύθηκε στην Κάλυμνο η Κρατική Σχολή δυτών, η μοναδική στην Ελλάδα που παρείχε σε νέους δύτες κρατικό επαγγελματικό δίπλωμα. Τα σφουγγάρια ήταν τόσο διαδεδομένα που το εμπόριο τους έφτανε μέχρι και μέρη όπως η Κωνσταντινούπολη, η Οδησσός, το Κίεβο και η Μόσχα. Λόγω των επικίνδυνων συνθηκών το επάγγελμα πλέον έχει εκλείψει. Πολλοί σφουγγαράδες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο Τάρπον Σπρινγκς την ΗΠΑ, και έτσι μετέφεραν το επάγγελμα στις ΗΠΑ, όπου αρχικά άνθισε και κάλυπτε το 50% της εκεί αγοράς, όμως και εκεί σταδιακά έσβησε.