Στὴν γερμανικὴ Κατοχή, εἶχε τελειώσει σχεδὸν ἡ προμήθεια τοῦ σιταριοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, καὶ οἱ Πατέρες ἀποφάσισαν νὰ κόψουν τὴν φιλοξενία. Ἕνας εὐλαβὴς Γέροντας, ὁ Γερο-Σάββας, ὅταν τὄμαθε, πολὺ λυπήθηκε καὶ παρακαλοῦσε τὴν Γεροντία νὰ μὴν τὸ κάνουν αὐτό, γιατὶ θὰ λυπήσουν τὸν Χριστὸ καὶ θὰ φύγη ἡ εὐλογία ἀπὸ τὴν Μονή.
Τοὺς ἔλεγε δὲ καὶ πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως τῆς Σωμανίτιδος χήρας μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία κ.ἄ., καὶ τελικὰ τὸν ἄκουσαν. Κάθε λίγο καὶ λιγάκι ὅμως ἐνοχλοῦσαν τὸν Γερο-Σάββα καὶ τοῦ ἔλεγαν:
– Τὸ ἀλεύρι τελείωσε… Τί θὰ γίνη;…
Ὁ Γέροντας τοὺς ἀπαντοῦσε:
– Πατέρες μου, αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ ὑπάρχει ἀκόμη, ἂς τὸ φᾶμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο, καὶ ἡ Παναγία δὲν θὰ μᾶς ἀφήση…
Εἶχαν ἀπομείνει πιὰ μόνο εἴκοσι πέντε ὀκάδες σιτάρι στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς καὶ τίποτε ἄλλο, καὶ ἄρχισαν οἱ Πατέρες νὰ διαμαρτύρωνται στὸ Γερο-Σάββα κάπως πειραχτικά:
– Ἔ, γερο-Σάββα, τελείωσε τὸ σιτάρι… Τί γίνεται τώρα;…
Τὸ εὐλαβέστατο καὶ πιστὸ Γεροντάκι ἀπαντοῦσε:
– Μὴ χάνετε, εὐλογημένοι, τὴν ἐλπίδα σας στὴν Γλυκοφιλοῦσα μας… Ἀλέστε καὶ αὐτὲς τὶς εἴκοσι πέντε ὀκάδες σιτάρι, κάντε τὸ ψωμὶ καὶ μοιρᾶστε το στοὺς Πατέρες καὶ στοὺς λαϊκούς, καὶ ὁ Θεὸς θὰ φροντίση γιὰ ὅλους μας, σὰν καλὸς Πατέρας…
Μόλις τελείωσε τὸ ψωμί τους, πρὶν ἀκόμη πεινάσουν, ἔφθασε ἕνας Καπετάνιος ἀπὸ τὴν Καβάλα στὴν Μονὴ Φιλοθέου καὶ ζήτησε ξυλεία νὰ ἀνταλλάξη μὲ σιτάρι.
Βλέποντας οἱ Πατέρες τόσο ὁλοζώντανη τὴν πρόνοια τῆς Παναγίας, ποὺ φρόντισε σὰν καλὴ Μάνα τὰ παιδιά της, δόξασαν ὅλοι τὸν Θεό. Περισσότερο φυσικὰ ἀπ᾿ ὅλους ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία ὁ Γερο-Σάββας, ὁ ὁποῖος καὶ Τὴν εὐχαριστοῦσε συνέχεια μὲ τὴν ἁγία του ζωή. Ἔλεγε μετὰ στοὺς Πατέρες ὁ Γέροντας:
– Δὲν σᾶς ἔλεγα, εὐλογημένοι, ὅτι ἡ Παναγία δὲν θὰ μᾶς ἀφήση;…
Αγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, ἔκδοσις «Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», σελ. 135-136, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1998.