Της Άννας Γριμάνη
«Η φιλοξενία είναι ό,τι πιο ιερό διδάχτηκα στη ζωή μου»
Γιάννης Μετζικώφ*
Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Γεννήθηκα, μεγάλωσα, ζω και θα πεθάνω σε αυτό τον τόπο. Δεν θα μάθω ποτέ τι θα έκανα κάπου αλλού, όμως ξέρω καλά πως ο τόπος μου με έσπρωξε να καταπιαστώ με την τέχνη. Ίσως γιατί με έζωνε από παντού η ομορφιά του, ο τρόπος που εκφράζονταν οι άνθρωποι, τα γλέντια, τα τραγούδια, οι θρήνοι και τα πένθη, τα χρώματα και τα ρούχα τους, μια εκκωφαντική καθημερινότητα κλειδωμένη σε μεγάλες οικογένειες που αλληλομοιράζονταν και αλληλοβοηθούνταν, ένας καμβάς ελληνικότητας γεμάτος ίχνη. Ό,τι και να θέλω να πω ή να φτιάξω, θα ανατρέξω σε αυτές τις αρχαίες μνήμες. Είναι ό,τι πιο οικείο έχω, είναι οι δρόμοι της σκέψης μου και η συνείδηση της ελληνικότητάς μου.
Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Στην ανηφόρα από τη λίμνη μέχρι τα ασκηταριά στις Πρέσπες κρέμεται μια εκκλησούλα δυο μέτρα σε ένα κοσμογονικό τοπίο.
Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.
Πάντα με άφηνε έκπληκτο αυτό που θα έλεγα «λαϊκή ελίτ». Μια γυναίκα στα βουνά, γριά μαυροντυμένη με τη μαντίλα μισοριγμένη και τα σταυρωμένα χέρια, ένα πρόσωπο γεμάτο από εγκαρτέρηση και συγκρατημένη θλίψη. Από πού έρχεται άραγε η φυσική ευγένειά της; Πώς αποπνέει μια παράδοξη αριστοκρατικότητα που την κάνει να μοιάζει βασίλισσα των ορέων, μια γυναίκα ταπεινή και αμόρφωτη, που ‘χει στην όψη και στη σιωπή της τις μάνες όλου του κόσμου;
Αυτό που με χαλάει.
Η φύση που χάθηκε. Δεν αγγίζουμε πια το χώμα, δεν χαϊδεύουμε το νερό και οι εποχές αλλάζουν επειδή κρυώσαμε χωρίς να ακούσουμε το γέλιο της Περσεφόνης. Αυτό που έπρεπε να είναι τρόπος ζωής μας έγινε όραμα θερινών διακοπών. Παραδομένοι στο ανελέητο κυνήγι του πλουτισμού, ξεχάσαμε τα ένστικτα και τις ζωτικές ανάγκες μας. Η έλλειψη αγάπης για τα ζώα, τα βουρκιασμένα ποτάμια, οι μολυσμένες θάλασσες, οι στεγνωμένες λίμνες, οι πυρκαγιές, η μόλυνση των πόλεων, οι ήχοι… Μια μακρότατη θλιβερή λίστα, εγκαταλελειμμένη από αδιάφορες ηγεσίες, περιμένει από τον καθένα να σηκώσει τη φωνή του. Γιατί μόνο έτσι θα δώσουμε πίσω ακέραιο ό,τι μας χαρίστηκε. Η οικολογική συνείδηση είναι αξιοπρέπεια, παιδεία και πολιτισμός.
Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;
Και βέβαια είναι προσόν να γεννηθείς Έλληνας, κάτω από έναν ήλιο που αστράφτει και φτιάχνει πλήθος από καλλιτέχνες, ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές. Παιδάκι, μπαινόβγαινα στη θάλασσα πλάι στα αρχαία ερείπια, ενώ στην εφηβεία μου έμαθα ιστορία σε μουσεία με τα ωραιότερα έργα που έφτιαξε χέρι ανθρώπου και σε αρχαία θέατρα που ζωντάνεψαν παραστάσεις. Όταν, φοιτητής, φτωχοταξίδεψα με ένα σακίδιο ώς τα πέρατα της Γης για τις εμπειρίες άλλων πολιτισμών, γύρισα πίσω περήφανος και είπα: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που γεννήθηκα εδώ, έχω μέτρο σύγκρισης, κατέχω τη γνώση».
Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας σήμερα ή μένει προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Ο πολιτισμός είναι γερό χαρτί για μας τους Έλληνες. Έχουμε τη δυνατότητα για εξαγωγή πολιτισμού ως θεατρική επικοινωνία, όπως είναι η αληθινή μορφή του αρχαίου δράματος – θέαμα, σχολείο και διακίνηση μεγάλων ηθικών, φιλοσοφικών και δημοκρατικών ιδεών. Όποτε βρέθηκα σε μια παράσταση σε άλλη χώρα, ένιωσα ότι είχα κάτι παραπάνω, μόνο και μόνο επειδή ήμουν Έλληνας. Ακόμη και στην Κίνα, οι θεατές έβλεπαν τον Προμηθέα Δεσμώτη με δέος, σαν μια ιερή τελετή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα από τις καθολικές αξίες του αρχαίου κόσμου, διακτινίστηκε παγκοσμίως.
Με ποια ταυτότητα οι Ελληνες περιέρχονται τον σύγχρονο κόσμο;
Με την ταυτότητα ενός περήφανου λαού, με διεθνώς σπουδαίους ανθρώπους, αν και μόλις πριν από εξήντα χρόνια απαλλάχτηκε οριστικά από τους κατακτητές και, ως ελεύθερο κράτος, προσπαθεί να συνυπάρξει με άλλα ευρωπαϊκά έθνη που έφτιαχναν μουσεία, όταν εδώ βασίλευε ο φόβος.
Tο ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Πέταξα το «πρέπει» να αντιμετωπίσω όλη αυτήν τη ζαλιστική ξενομανία των συχνά κωμικών επιγραφών. Σαν να μην είχαμε γραπτό λόγο και πήραμε τα γράμματα μιας άλλης χώρας όπως…τα φραγκολεβαντίνικα. «Γιατί» άραγε πρέπει να αποδεχτούμε την αργή και δραματική περιφρόνηση της ωραιότερης γλώσσας του κόσμου;
Ο Ελληνας ποιητής μου.
Ο άγνωστος ποιητής του τραγουδιού του νεκρού αδελφού.
Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Η φιλοξενία είναι ό,τι πιο ιερό διδάχτηκα στη ζωή μου. Το να παραμερίσεις στο τραπέζι σου, να παραχωρήσεις το κρεβάτι σου, να καλωσορίσεις και να αποχαιρετήσεις έναν φίλο έχει να κάνει με το Θεό που σε κατοικεί και με τις καταβολές σου.
Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.
Είναι βαθιά στο ριζικό της φυλής μας ο αγώνας και η ιστορία αποδεικνύει τη δύναμή μας. Παρά τις δυσκολίες, πρέπει να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με όλους τους λαούς για την προβολή και τα συμφέροντα της μικρής μας πατρίδας, με ευθύνη και ευαισθησία, αντιρατσισμό και, επιτέλους, πολιτική εντιμότητα.
*Ο Γιάννης Μετζικώφ είναι σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ζωγράφος.
Άπό την ‘Καθημερινή’.