“Ο Ρασκόλνικωφ έμεινε στο νοσοκομείο ως το τέλος της Σαρακοστής και όλη την εβδομάδα του Πάσχα. Όταν έγινε καλά, θυμήθηκε τα όνειρα που είχε δει στον πυρετό και στο παραλήρημά του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Είχε ονειρευτεί τότε ότι όλος ο κόσμος ήτανε καταδικασμένος να καταστραφεί από μια μάστιγα ανήκουστη και δίχως προηγούμενο που ήρθε απ’ τα βάθη της Ασίας κι έπεσε πάνω στην Ευρώπη, θα πέθαιναν όλοι, εκτός από μερικούς εκλεκτούς.
Είχανε παρουσιαστεί κάτι καινούργια παράσιτα, κάτι μικροοργανισμοί, που φώλιαζαν στο κορμί των ανθρώπων. Αλλά τα ζωύφια αυτά είχανε μυαλό και θέληση κι όποιος άνθρωπος μολυνόταν από δαύτα γινότανε αμέσως τρελός.
Ωστόσο ποτέ, μα ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήτανε τόσο σίγουροι ότι κατέχουν την αλήθεια, όσο αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα. Ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τόσο πολύ ότι ήτανε αλάνθαστη η κρίση τους, οι ηθικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τα επιστημονικά τους συμπεράσματα.
Χωριά, πόλεις και έθνη ολόκληρα μολύνονταν κι έχαναν το λογικό τους. Όλοι τους βρίσκονταν σε έξαψη και δεν καταλάβαινε πια ο ένας τον άλλο. Καθένας πίστευε πως μονάχα αυτός ξέρει την αλήθεια και βασανιζότανε βλέποντας τους άλλους, χτυπούσε τα στήθια του, έκλαιγε, έτριβε με απόγνωση τα δάχτυλα του. Δεν ήξεραν ποιον να κρίνουν και πώς να τον κρίνουν, δεν μπορούσανε να συμφωνήσουν στο τί είναι καλό και τι κακό, δεν ήξεραν τί να καταδικάσουν και τί να δεχτούν.
Σκοτώνονταν μεταξύ τους με μίσος παράλογο. Συγκεντρώνονταν στρατιές ολόκληρες κι έπεφταν η μια πάνω στην άλλη, αλλά και μεταξύ τους ακόμα, οι στρατιώτες στην κάθε παράταξη πετσοκόβονταν άγρια. Χάλαγαν τις γραμμές τους, σφάζονταν με τις λόγχες, μαχαιρώνονταν, δαγκώνονταν, έτρωγε ο ένας τον άλλον.
Στις πόλεις χτυπούσαν τις καμπάνες όλη την ημέρα, καλούσαν τον λαό, αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος τους καλεί και για ποιον λόγο και ήτανε όλοι τους ανήσυχοι. Είχανε παρατήσει τα πιο συνηθισμένα επαγγέλματα, γιατί ο καθένας είχε δικές του ιδέες, δικά του μεταρρυθμιστικά προγράμματα και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.
Τη γεωργία την παράτησαν. Πού και πού μαζεύονταν μερικοί, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι μαζί, ορκίζονταν να μη χωριστούν πια, αλλά, αμέσως ύστερα καταπιάνονταν με κάτι ολότελα διαφορετικό, άρχιζαν ν’ αλληλοκατηγοριούνται, να χτυπιούνται, να σκοτώνονται.
Άρχισαν οι πυρκαγιές, ήρθε η πείνα, οι πάντες και τα πάντα καταστράφηκαν. Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μονάχα μερικά πλάσματα μπορούσαν να σωθούν: Οι εκλεκτοί και οι αγνοί, που ήτανε προορισμένοι να θεμελιώσουν την καινούργια ζωή, ν’ ανανεώσουν και να καθαρίσουν τη γη. Αλλά κανένας δεν τους έδινε προσοχή, κανείς δεν άκουγε τα λόγια τους και τη φωνή τους”.