ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΒΛΗΘΗ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟ…

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΒΛΗΘΗ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ»
 ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ «ΡΩΜΑΝΙΑ»

Ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό στούς ἐ­πι­στη­μο­νι­κούς-ἱ­στο­ρι­κούς κύ­κλους, ὁ ὅ­ρος Βυ­ζαν­τι­νός εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτος καί πλα­στός στή δι­άρ­κει­α ὅ­λης της Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α πού σή­με­ρα εἶ­ναι γνω­στή ὡς «Βυ­ζαν­τι­νή», οὐ­δέ­πο­τε χρη­σι­μο­ποί­η­σε γιά τόν ἑ­αυ­τό τῆς αὐ­τό τό ὄ­νο­μα. Τό ὄ­νο­μα πού συ­ναν­τοῦ­με σέ ὅ­λες τίς πη­γές, ἱ­στο­ρι­κές, δι­πλω­μα­τι­κές, ποι­η­τι­κές, νο­μο­θε­τι­κές  ἀ­κό­μα καί στίς ἐμ­πο­ρι­κές συ­ναλ­λα­γές, εἶ­ναι τό Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α καί Ρω­μα­νί­α πού τό χά­ρι­σε ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος καί δι­α­τη­ρή­θη­κε ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Νέ­ας Ρώ­μης (Κων­σταν­τι­νού­πο­λης) μέ­χρι καί τήν πτώ­ση της, ὅ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος Αὐ­το­κρά­το­ρας Κῶν/νος ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος ἀ­πο­κα­λεῖ­το «Αὐ­το­κρά­τωρ τῶν Ρω­μαί­ων καί Βα­σι­λεύς τῶν Ἑλ­λή­νων».

Ὅ­ταν λέ­με Βυ­ζάν­τι­ο, ἐ­πι­στη­μο­νι­κά-ἱ­στο­ρι­κά, ἐν­νο­οῦ­με τήν πό­λη πού ἵ­δρυ­σε ὁ Βύ­ζας (ὁ ἀρ­χη­γός τῶν Με­γα­ρέ­ων ἀ­ποι­κι­στῶν) τόν 7ο π.Χ. αἰ­ώ­να (667 π.Χ.), μέ­χρι τό­τε πού στόν ἴ­διο αὐ­τό χῶ­ρο, (324 μ.Χ.) ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος με­τέ­φε­ρε τήν πρω­τεύ­ου­σα τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἀ­πό τή Ρώ­μη καί τήν ὀ­νό­μα­σε Νέ­α Ρώ­μη, ἀρ­γό­τε­ρα δέ θά ὀ­νο­μα­σθεῖ καί  Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἰς τι­μή τοῦ ἰ­δρυ­τοῦ της. Οἱ δέ κά­τοι­κοι τῆς νέ­ας αὐ­τῆς πρω­τεύ­ου­σας, ὀ­νό­μα­ζαν τούς ἑ­αυ­τούς τούς Ρω­μαί­ους ἤ Ρω­μη­ούς. Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τό ὄ­νο­μα αὐ­το, Ρω­μα­νί­α, δέν ἄλ­λα­ξε οὔ­τε μέ τό δι­α­χω­ρι­σμό τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας σέ Ἀ­να­το­λή καί Δύ­ση, τό 395 μ.Χ., ἀ­πό τόν Ἀρ­κά­δι­ο καί τόν Ὀ­νώ­ρι­ο.

ΠΟΤΕ ΕΠΕΒΛΗΘΗ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

Ὅ­μως, ὅ­πως λέ­ει ὁ Νί­τσε, πε­ρίσ­σευ­σε ἡ ζή­λει­α τῶν Φράγ­κων καί ἀ­πό τό 1562 μέ τόν ἱ­στο­ρι­κό Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο Βόλφ στή Γερ­μα­νί­α, ἐ­πε­βλή­θη ἡ πλα­στο­γρα­φί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος (τί μᾶς θυ­μί­ζει πά­λι αὐ­τό;) ἀ­πό Ρω­μα­νί­α σέ «Βυ­ζάν­τι­ο»! (δι­κό μας βέ­βαι­α ὄ­νο­μα καί αὐ­τό). Καί τό 1680 ὁ ἱ­στο­ρι­κός Du Cange (Δου­κάγ­κι­ος) μέ τό σύγ­γραμ­μα «Historia Byzantina» μέ­σω τῆς ἐ­πι­στή­μης ἐ­πέ­βα­λε τό ὄ­νο­μα στή Ρω­μα­ϊ­κή Ἀ­να­το­λή μέ κα­θα­ρή νό­θευ­ση τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καί σα­φῆ σκο­πι­μό­τη­τα.

Ἡ Ρω­μα­νί­α καί οἱ Ρω­μαῖ­οι ὑ­πή­κο­οί της ὁ­δή­γη­σαν, με­τά τήν Ὀ­θω­μα­νι­κή ἐ­πι­κρά­τη­ση, στή δη­μι­ουρ­γί­α τῆς ἔν­νοι­ας Ρώ­μη-ός. Ὅ­που Ρω­μη­ός σή­μαι­νε κά­θε Ὀρ­θό­δο­ξο Χρι­στια­νό, πνευ­μα­τι­κό ὑ­πή­κο­ο τοῦ Πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, εἴ­τε ἦ­ταν Ἑλ­λη­νό­φω­νος, εἴ­τε Σλα­βό­φω­νος, εἴ­τε Ἀ­ρα­βό­φω­νος, εἴ­τε Τουρ­κό­φω­νος.

Ἐ­πί­σης, ὅ­λοι οἱ λα­οί τῆς Ἀ­να­το­λῆς,  Ὀ­θω­μα­νοί καί  Ἄ­ρα­βες, μέ­χρι σή­με­ρα «Ρούμ» (πα­ρα­φθο­ρά τῆς λέ­ξης Ρώ­μη) ἀ­πο­κα­λοῦν κά­θε  Ὀρ­θό­δο­ξο Χρι­στια­νό καί οἱ Τοῦρ­κοι μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α Ρούμ-ε­λη ἔ­λε­γαν τή «χώ­ρα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων» Ρω­μη­ῶν, τά Βαλ­κά­νι­α, πα­ρό­μοι­α οἱ Ἄ­ρα­βες «Μπλάντ ἄρ Ρούμ». Ρούμ ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στό Κο­ρά­νι­ο. Ὁ Ἄ­ρα­βας ἱ­στο­ρι­κός Μα­σουν­τί (10ος αἰ­ών) δι­έ­κρι­νε σέ Γι­ου­νᾶν (Ἴ­ω­νες) τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες καί Ρούμ τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Ρω­μαί­ους Χρι­στια­νούς. Ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα τουρ­κι­στί καί ἀ­ρα­βι­στί Ρούμ Πα­τρίκ ὀ­νο­μά­ζον­ται οἱ Πα­τρι­άρ­χες τῶν Ρω­μαί­ων.

Του­λά­χι­στον ἐ­μεῖς, οἱ ἀ­πό­γο­νοι Ρω­μη­οί, ἄς βά­ζου­με μα­ζί  τόν ὄ­ρο Βυ­ζάν­τι­ο – Ρω­μα­νί­α. Δεί­χνει σε­βα­σμό καί γνώ­ση τῆς Ἱ­στο­ρί­ας μας.

ΓΙΑΤΙ  ΛΟΙΠΟΝ ΕΠΕΒΛΗΘΗ Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ»;

Ἀ­πό τόν 9ο ὡς τό 13ο αἰ­ώ­να ἐμ­φα­νί­στη­κε στή Δύ­ση του­λά­χι­στον μι­ά δε­κά­δα συγ­γραμ­μά­των μέ τόν κοι­νό τί­τλο: Contra errors Graecorum- «κα­τά τῶν πλα­νῶν τῶν Ἑλ­λή­νων». Εἶ­χαν ἀρ­χί­σει χλευ­α­στι­κά νά ἀ­πο­κα­λοῦν τούς Ρω­μη­ούς, «Γραι­κούς», στήν προ­σπά­θει­ά τους νά αὐ­το­νο­μη­θοῦν ἀ­πό τήν πο­λι­τι­στι­κή κη­δε­μο­νί­α τῶν Ἑλ­λή­νων, ἀ­πό μει­ο­νε­ξί­α καί βα­θύ­τα­το μί­σος, πού δέν ἔ­πα­ψε νά ὑ­φέρ­πει ἐ­πί αἰ­ῶ­νες καί δέν ἀ­πο­σβέ­σθη­κε πο­τέ ἀ­πό τό συλ­λο­γι­κό ὑ­πο­συ­νεί­δη­το τῶν Εὐ­ρω­παί­ων, ἄλ­λω­στε, μό­λις πρίν δύ­ο πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες τούς χώ­ρι­ζαν ἀ­πό τήν κα­τά­στα­ση τῆς ὀρ­δῆς καί πρω­το­γο­νι­σμοῦ. Πο­τέ οἱ Φράγ­κοι δέν θά συγ­χω­ρή­σουν τή με­τα­φο­ρά τῆς πρω­τεύ­ου­σας τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἀ­πό τή Ρώ­μη, στή Νέ­α Ρώ­μη, στή Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Γι’ αὐ­τό μι­λᾶ­νε τό­σο ἀ­πα­ξι­ω­τι­κά γιά τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, καί γι’ αὐ­τό σπά­νι­α ὀ­νο­μα­το­δο­τεῖ­ται κά­ποιος Φρά-γκος σέ Κων­σταν­τῖ­νο..  Καί τήν ὀ­νό­μα­σαν «Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α», μέ τόν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο γε­ω­γρα­φι­κό χῶ­ρο τοῦ ἀρ­χαί­ου Βυ­ζαν­τί­ου, τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, γιά νά μει­ω­θεῖ ἡ αἴ­γλη τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στά μά­τια τῶν με­τα­γε­νε­στέ­ρων. Ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λω­στε ἡ θρη­σκευ­τι­κή δι­α­μά­χη τοῦ filioque, πού ὑ­πέ­κρυ­πτε τόν ἐ­πε­κτα­τι­κό ἡ­γε­μο­νι­σμό τῶν Πα­πῶν καί Βα­σι­λέ­ων τῆς Φραγ­κι­κῆς Δύ­σε­ως, καί ἡ προ­σπά­θει­α τοῦ Καρ­λο­μά­γνου καί τῶν ἐ­πι­γό­νων του νά ταυ­τί­σουν τόν ὄ­ρο «Ρω­μα­ϊ­κή» μέ τήν «Ἁ­γί­α Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ Ἔ­θνους».

Ἡ Σερ­βί­α, ἡ Βουλ­γα­ρί­α, ἡ Βλα­χί­α, ἡ Μολ­δα­βί­α, στούς «Βυ­ζαν­τι­νούς χρό­νους», ἦ­ταν ἐ­παρ­χί­ες  τῆς τό­τε Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καί ὄ­χι κρά­τη ὅ­πως σή­με­ρα. Ἀ­νῆ­καν δέ πνευ­μα­τι­κά στό Οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­αρ­χεῖ­ο μέ­χρι τόν 19ο αἰ­ώ­να, ὅ­ταν μέ ἕ­να πο­νη­ρό παι­χνί­δι τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἡ Βουλ­γα­ρι­κή Ἐ­ξαρ­χί­α σέ βά­ρος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καί στή συ­νέ­χει­α ἀ­ξι­ο­ποι­ή­θη­κε ἔν­τε­χνα ἀ­πό τόν Ρωσ­σι­κό Παν­σλα­βι­σμό. Ἔ­τσι σι­γά σι­γά ἄρ­χι­σε ἡ με­γά­λη Ἰ­δέ­α τῶν Ρώ­σων, τῶν Σέρ­βων, τῶν Ἀλ­βα­νῶν, κ.λ.π. κρα­τῶν πού χρη­σι­μο­ποί­η­σαν μά­λι­στα τό κατ’ ἐ­ξο­χήν ἔμ­βλη­μα τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τόν «δι­κέ­φα­λο ἀ­ε­τό», σύμ­βο­λο τῆς ἕ­νω­σης Ἀ­να­το­λῆς – Δύ­σε­ως,  ὡς ἐ­θνι­κό ἔμ­βλη­μά τους!!!

Ἔ­τσι οἱ ἐ­θνι­κές συ­νει­δή­σεις κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται μέ τήν βο­ή­θει­α δι­πλω­μα­τῶν, χρη­μά­των καί προ­πα­γαν­δι­στῶν, πού μέ τε­χνι­κά κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα ζη­τοῦν νά ἀλ­λοι­ώ­σουν καί τά ἱ­στο­ρι­κά δε­δο­μέ­να καί νά ξα­να­γρά­ψουν τήν Ἱ­στο­ρί­α μέ ψεύ­τι­κα στοι­χεῖ­α. Καί τε­λι­κά ἐ­πῆλ­θε ἡ δι­ά­σπα­ση τῆς ἑ­νι­αί­ας Ρω­μη­ο­σύ­νης πού ὁ­δή­γη­σε στή δι­α­μόρ­φω­ση ἐ­θνι­κῶν κρα­τῶν κα­τά τά δυ­τι­κά πρό­τυ­πα. Σέ συ­νέ­χει­α αὐ­τῶν τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε καί ἡ σύγ­χρο­νη πλα­στο­γρά­φη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος «Μα­κε­δο­νί­α», ἀ­πό τή φαν­τα­σί­α τοῦ Τί­το καί τήν προ­πα­γάν­δα τῶν Σκο­πί­ων μέ ἔν­το­νη ἀν­θελ­λη­νι­κή αἰχ­μή.

Και, δυ­στυ­χῶς, τό Ἑλ­λη­νι­κό κρά­τος τόν 19ο αἰ­ώ­να ἀ­πο­δέ­χθη­κε τήν ὀ­νο­μα­σί­α αὐ­τή καί τή με­τέ­φε­ρε στήν παι­δεί­α, μέ τό γνω­στό μι­μη­τι­σμό μας ἀ­πό τό «φω­τι­σμό» τῆς Δύ­σε­ως, μέ μό­νη ἀν­τί­δρα­ση ἀ­πό τόν με­γά­λο μας ἱ­στο­ρι­κό, Πα­πα­ρη­γό­που­λο. Γιά νά ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με λοι­πόν μέ τούς Δυ­τι­κούς, δε­χθή­κα­με καί ἐ­μεῖς τήν πλα­στο­γρα­φί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος, «Βυ­ζάν­τι­ο» ἀν­τί γιά Ρω­μα­νί­α.. ἀ­φοῦ πλέ­ον ἐ­πε­κρά­τη­σε παγ­κο­σμί­ως καί ἄς εὐ­χη­θοῦ­με νά μήν ἐ­πι­κρα­τή­σει καί πλα­στο­γρα­φεῖ του­λά­χι­στον  τό  ὄ­νο­μα, Μα­κε­δο­νί­α…

 

Βιβλιογραφία:
«Μικρά Ἱστορικά», Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός, Καθηγ. Πανεπιστ. Ἀθηνῶν.
«Ἐκκλησία καί  Ἑλληνική Διάρκεια», Κων/νος Χολέβας Πολιτικός   Ἐπιστήμων.
«Ὀρθοδοξία καί Δύση στή  Νεώτερη Ἑλλάδα» Χρήστου Γιανναρᾶ.
«Γιατί τό Βυζάντιο», Γλύκατζη Ἀρβελέρ. «Βυζαντινός Πολιτισμός», Στῆβεν Ράνσιμαν.

 

Πηγή:  http://www.kannavos.gr/romania.doc