Γράφει ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νομικής ΔΠΘ
Όπως είναι γνωστό σε κάθε φοιτητή Νομικής με βασικές γνώσεις Ποινικού Δικαίου, δράστης ενός εγκλήματος δεν είναι μόνο εκείνος που επιφέρει το εγκληματικό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα χέρια, αλλά και εκείνος που, για να πετύχει τον σκοπό του, δρα στο παρασκήνιο, εργαλειοποιώντας κάποιο άλλο πρόσωπο.
Αυτό είτε αγνοεί την βλαπτική επίδραση της ενέργειάς του είτε την γνωρίζει μεν, πλην όμως αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά, επειδή τελεί υπό καθεστώς σοβαρής ψυχικής πίεσης την οποία του προκάλεσε ο δράστης. Ο τελευταίος ονομάζεται έμμεσος αυτουργός, διότι τελεί το έγκλημα διά της πλαγίας οδού και όχι φανερά με τις δικές του δυνάμεις.
Σχολικό παράδειγμα έμμεσης αυτουργίας αποτελεί ο εξαναγκασμός του θύματος σε αυτοβλάβη ή αυτοδιακινδύνευση μέσω της απειλής που εκτοξεύει εναντίον του ο δράστης: π.χ. ο Α απειλεί τον Β ότι, αν δεν αυτοπυροβοληθεί, θα του σκοτώσει τα παιδιά ή ότι, αν δεν δεχθεί να παίξει ρώσικη ρουλέτα μαζί του, θα τον απολύσει.
Ο θεσμός της έμμεσης αυτουργίας είναι πολύ σημαντικός, δεδομένου ότι, χάρη σε αυτόν, ο δράστης των ανωτέρω παραδειγμάτων καθίσταται υπόλογος για ό,τι πέτυχε ή προσπάθησε να πετύχει με την απειλή του, παρότι η συμπεριφορά του θύματος είναι καθ’ εαυτήν ποινικώς αδιάφορη, αφού η αυτοπροσβολή δεν είναι αξιόποινη πράξη.
Στην εποχή του κορωνοϊού ζήτημα έμμεσης αυτουργίας με πειθαναγκασμό του θύματος σε αυτοδιακινδύνευση τίθεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης, αποφεύγοντας να διαφωτίσουν επαρκώς τους πολίτες περί της επικινδυνότητας της μασκοφορίας για την υγεία και την ζωή τους, επιχειρούν να τους πειθαναγκάσουν ή εν τέλει τους πειθαναγκάζουν, με την απειλή υψηλού προστίμου μεσούσης πρωτοφανούς οικονομικής δυσπραγίας, να κάνουν παρατεταμένη χρήση μάσκας σε ολοένα και περισσότερους χώρους.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, την παρατεταμένη χρήση μάσκας εντός κλειστών (αλλά και κάποιων ανοιχτών) χώρων, οι πολίτες πειθαναγκάζονται σε αυτήν χωρίς να έχει προηγηθεί επίκληση κλινικών δοκιμών, ερευνών και στατιστικών μελετών δημοσιευμένων σε έγκριτα ιατρικά περιοδικά που να καταδεικνύουν ότι όντως η χρήση της μάσκας προφυλάσσει από την μόλυνση εμποδίζοντας την διασπορά του ιού (σημειωτέον ότι σε κάποιες συσκευασίες μη ιατρικών μασκών αναγράφεται ότι αυτές δεν προσφέρουν προστασία από τον κορωνοϊό) αλλά και, ταυτοχρόνως, ότι δεν παράγει κινδύνους για την υγεία και την ζωή των πολιτών σχετιζόμενους με την έκλυση διοξειδίου του άνθρακα σε τοξικά επίπεδα ως συνέπεια της χρήσης της.
Και τούτο, μολονότι κυκλοφορούν άκρως ανησυχητικά (και μη αμφισβητηθέντα) δημοσιεύματα που οδηγούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως π.χ. εκείνο της New York Post στις αρχές Μαΐου για τον θάνατο δύο παιδιών στην Κίνα, τα οποία έκαναν γυμναστική φορώντας μάσκα.
Την υπόνοια ότι η εκτεταμένη και παρατεταμένη χρήση μάσκας δεν είναι μέσο πρόσφορο για την αποτροπή της μετάδοσης του κορωνοϊού τροφοδοτεί η εξής λογική σκέψη: Εφόσον οι υγειονομικοί διαχειριστές αναγκάζονται να αυστηροποιούν κλιμακωτά την χρήση της και, παρά ταύτα, ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται αντί να μειώνεται, τότε αυτό τι άλλο σημαίνει από το γεγονός ότι εφαρμόζεται ένα δρακόντειο μέτρο που εν τέλει αποδεικνύεται ακατάλληλο για τον σκοπό που εκλήθη να υπηρετήσει;
Δεν είναι, λοιπόν, προδήλως εσφαλμένη η εμμονή στην εφαρμογή ενός μέτρου που φαίνεται ότι δεν πληροί το κριτήριο της προσφορότητας; Θα έδινε άραγε ποτέ ένας θεράπων ιατρός εντολή για αύξηση του αριθμού των χημειοθεραπειών, αν διεπίστωνε ότι αυτές δεν συνέβαλαν μέχρι τώρα στην βελτίωση της υγείας του καρκινοπαθούς; Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η απορία που διατυπώνει ο Hans-Christian Rössler στο άρθρο του με τίτλο “Γιατί ανεβαίνουν πάλι οι αριθμοί στην Ισπανία;”, δημοσιευμένο στην έγκριτη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeiner Zeitung (11.8.2020). Ειδικότερα, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο πολλές μολύνσεις στην Ισπανία, μολονότι κυριαρχεί σχεδόν παντού η υποχρεωτική μασκοφορία.
Η προοδευτική επέκταση της υποχρεωτικής μασκοφορίας κατά παραγνώριση της ακαταλληλότητάς της να αναχαιτίσει την αύξηση των κρουσμάτων είναι πιθανό να οδηγήσει σε επιβολή της όχι μόνο σε όλους τους εξωτερικούς χώρους, αλλά ακόμη και εντός των σπιτιών μας (“οίκοι μασκοφορία”!), κατά προφανή παράβαση της αρχής “my home is my castle”.
Κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει άραγε να αναμένουμε την όχι πολύ μακρινή εποχή όπου –σαν τα οργουελικά ελικόπτερα της Ωκεανίας– θα πλησιάζουν drones τα παράθυρά μας για να ελέγχουν την τήρηση της “οίκοι μασκοφορίας”; (πρβλ. Όργουελ, 1984, μτφ.: Νίνα Μπάρτη, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1978, σελ. 12). Ή μήπως θα υλοποιηθεί μέχρι και ο οραματισμός του Ιονέσκο, ο οποίος στο “Παιχνίδι της σφαγής” (μτφ.: Π. Μάτεσις, εις: Θεατρικά, Αθήνα-Δεκέμβριος 1971, σελ. 285) έγραφε: «Μας χρειάζονται επόπτες ορκωτοί, οι οποίοι θ’ αρχίσουν έρευνες μέσα στις μολυσμένες κατοικίες, προκειμένου να γνωματεύουν αν πρόκειται όντως για το θανατηφόρο μίασμα»;
Συνυφασμένες με το ζήτημα της (μη) προσφορότητας είναι και οι εξής δύο παράμετροι: Πρώτον, πολλές μάσκες δεν εφαρμόζουν στο πρόσωπο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται ο πλήρης αποκλεισμός της επαφής του με τον ενδεχομένως μολυσμένο αέρα (ειδικότερα, ένθεν και ένθεν των ρουθουνιών καταλείπεται συνήθως κενό). Δεύτερον, είναι εκ των πραγμάτων αναγκαίο να αφαιρείται η μάσκα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να καθίσταται δυνατή η τέλεση ζωτικών για τον ανθρώπινο οργανισμό ενεργειών, όπως είναι η λήψη τροφής και υγρών· δεν πρέπει δε να λησμονηθεί ότι κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι το φαινόμενο να τραβάει ο πολίτης με τα χέρια του την μάσκα, προκειμένου να μπορέσει να μιλήσει ευκρινέστερα, ώστε ο συνομιλητής του να τον ακούσει ευχερέστερα.
Άρα, ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού εξακολουθεί υφιστάμενος παρά την χρήση μάσκας.
Στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης δεν πρέπει να αγνοηθούν δύο ακόμη κρίσιμες πτυχές:
Ο πειθαναγκασμός των πολιτών σε παρατεταμένη μασκοφορία επιχειρείται παρά την εφαρμογή άλλων προληπτικών μέτρων που μπορούν να εγγυηθούν αυτοτελώς ή συνδυαστικώς την αποφυγή της μετάδοσης: όταν υπάρχει θερμομέτρηση ή/και διαχωριστικό plexiglas ή/και απόσταση 1,5-2 μέτρων, δεν καθίσταται αντιληπτό γιατί κρίνεται αναγκαίος ο περαιτέρω –και δη παρατεταμένος– περιορισμός της ελευθερίας του πολίτη μέσω της μασκοφορίας.
Μείζονα ανησυχία για την (μη) λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προκαλεί το γεγονός ότι η σταδιακή επέκταση του μέτρου της υποχρεωτικής μασκοφορίας αποφασίζεται πάντοτε (όπως συμβαίνει από την αρχή της παρούσας υγειονομικής κρίσης) με μόνη την επίκληση της εισήγησης των περίφημων “ειδικών”, χωρίς να καταστεί ποτέ γνωστό το ακριβές περιεχόμενο αυτής και χωρίς να διεξαχθεί κοινοβουλευτικός διάλογος ή μια ευρεία δημόσια συζήτηση με αντικείμενο την προσφορότητα, την αναγκαιότητα και την (stricto sensu) αναλογικότητα του εν λόγω μέτρου για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ως εκ τούτου, οι υγειονομικοί και κυβερνητικοί διαχειριστές δίδουν την εντύπωση ότι ενεργούν στην βάση της λογικής “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”.
Το ότι η μασκοφορία δεν είναι απλώς αμφίβολης αποτελεσματικότητας για την μη διάδοση του ιού (πρβλ. την είδηση ότι η ολλανδική κυβέρνηση δεν συστήνει στους πολίτες να φορούν μάσκες λόγω αντικρουόμενων επιστημονικών στοιχείων), αλλά, πολύ περισσότερο, μπορεί να αντενδείκνυται ως επικίνδυνη για την υγεία και την ζωή των πολιτών συνδέεται με τις ακόλουθες αιτιάσεις:
Το μικροκλίμα που δημιουργείται εντός της μάσκας, λόγω της αύξησης της υγρασίας και θερμοκρασίας, ευνοεί την επιβίωση ιών και μικροβίων ακόμη και τον πολλαπλασιασμό κάποιων εξ αυτών με την παρατεταμένη χρήση της μάσκας. Μάλιστα, ο κίνδυνος κατά της υγείας και της ζωής των μασκοφορεμένων πολιτών προκύπτει και από την κακή συνήθεια που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στον καθημερινό τους βίο: Επειδή πολλοί δεν αντέχουν να φορούν την μάσκα συνεχώς και αδιαλείπτως, την κρεμούν δίκην σκουλαρικιού από το αφτί τους ή την κατεβάζουν στον λαιμό ή στο πιγούνι τους, σαν να πρόκειται για τεχνητό μούσι, και μετά από λίγο την επανατοποθετούν στο πρόσωπό τους.
Κάποιοι άλλοι, πάλι, είτε επειδή θέλουν να αποφύγουν την αντίστοιχη δαπάνη είτε επειδή βαριούνται να χρησιμοποιούν διαρκώς νέες μάσκες, αξιοποιούν την ίδια μάσκα για πολλαπλή χρήση πολυήμερης διάρκειας (χαρακτηριστικό όσο και γελοίο το φαινόμενο των οδηγών που έχουν κρεμασμένη την μία και μοναδική μάσκα πολλαπλής χρήσεως στον εσωτερικό καθρέπτη του αυτοκινήτου τους).
Κατόπιν τούτων, η μάσκα είναι μάλλον μια εν δυνάμει φονική φωλέα μικροβίων, τα οποία έχουν την μορφή ενός “ομαδικού αόρατου εχθρού” εγκατεστημένου στο ιερότερο σημείο του ανθρώπου: στο πρόσωπό του. Έτσι, μέσω της απειλής του υψηλού προστίμου (που επέχει θέση συμπερασματικά συναγόμενης δήλωσης με το εξής περιεχόμενο: «αν δεν φορέσεις μάσκα, θα πληρώσεις 150 €», δηλ. περίπου το 25% του νόμιμου μηνιαίου μισθού!) το κράτος δίδει την εντύπωση ότι εξαναγκάζει τους πολίτες να χρησιμοποιούν ένα μέσο που ενδέχεται να τους εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνον που πρέπει να αποσοβηθεί. Διότι εν τέλει είναι ίσως πιθανότερο να υποστεί βλάβη η υγεία και η ζωή του πολίτη από την καταχρηστική εφαρμογή της μάσκας παρά από τον κορωνοϊό.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, κάθε άνθρωπος μπορεί να επικαλεσθεί την προσωπική βιωματική του εμπειρία: Όταν περπατά, κινείται ή εργάζεται φορώντας την μάσκα, υπάρχει κίνδυνος υποξαιμίας από τον περιορισμό της πρόσληψης του οξυγόνου και, αντιστοίχως, κίνδυνος υπερκαπνίας από την κατακράτηση του επιζημίου διοξειδίου του άνθρακα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, μόλις βγουν από το λεωφορείο ή από το σούπερ-μάρκετ, τραβούν αμέσως με αίσθημα λυτρωτικό την μάσκα από το πρόσωπό τους.
Αν η παρατεταμένη και καθολική χρήση της μάσκας ήταν ευεργετική για την ανθρώπινη υγεία, όπως επιχειρούν φανατικά να μας πείσουν οι υγειονομικοί διαχειριστές, ο άνθρωπος θα την είχε ανακαλύψει πολύ πριν από την φωτιά! Επίσης, ως δήθεν ακλόνητα ορθό μέτρο που υποτίθεται ότι εγγυάται την αναχαίτιση κάθε επιδημίας θα είχε προ πολλού καθιερωθεί στους κόλπους των ανθρώπινων κοινωνιών, πράγμα όμως που δεν συνέβη.
Δεν πρέπει δε να διαλάθει την προσοχή μας ότι ουδείς εξ αυτών που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή των “εξαναγκαστικών προστίμων” ενδιαφέρεται για τον έλεγχο του ορθού τρόπου χρήσης της μάσκας από τον πολίτη και, αντιστοίχως, για την νουθεσία του. Ο σχετικός προβληματισμός επιτείνεται και για τον εξής λόγο: Οι μάσκες πωλούνται στα φαρμακεία, όπως πωλούνται τα λεμόνια στον μανάβη. Δίδονται μία-μία από ανοιχτή συσκευασία των πενήντα, χωρίς καμιά απολύτως συνθήκη αποστείρωσης.
Και ακολούθως ο πολίτης την τοποθετεί κατευθείαν στο στόμα του φορτωμένη με την χλωρίδα των χεριών του φαρμακοποιού, του πάγκου, του βοηθού, του κατασκευαστή, υποτίθεται για να προστατευθεί!
Επιπλέον, θα ήταν πολύ χρήσιμη μια ματιά στα “πυρακτωμένα” μέσα μαζικής μεταφοράς, ιδίως της πρωτεύουσας ή άλλων μεγάλων πόλεων, με τα οποία μεταφέρονται καταβεβλημένοι από την έλλειψη οξυγόνου επιβάτες (οι υγειονομικοί και κρατικοί διαχειριστές ίσως έχουν πάψει εδώ και δεκαετίες να μετακινούνται με ελληνικά λεωφορεία, ιδίως κατά τις ημέρες καύσωνα, και, εξ αυτού του λόγου, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προβλήματος), ώστε να καταστεί αντιληπτό σε τι ψυχοσωματικό μαρτύριο υποβάλλονται οι πολίτες, όταν υποχρεώνονται να κλείνουν με μάσκα τις αεροφόρους οδούς τους υπό τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες. Σε αντίστοιχο μαρτύριο υποβάλλονται και όσοι πρέπει να φορούν μάσκα εργαζόμενοι υπό συνθήκες υψηλότατων θερμοκρασιών (π.χ. οι ψήστες σε σουβλατζίδικα ή πιτσαρίες).
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πολύ επικίνδυνη διάσταση του εξαναγκασμού στην αυτοπροσβολή του πολίτη μέσω της υποχρεωτικής μασκοφορίας, η οποία αφορά την υγεία και την ζωή των παιδιών: Ειδικοί υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τους ενήλικες, τα παιδιά δεν μπορούν να ρυθμίσουν την αναπνοή τους κατά τρόπον ορθό, ιδίως όταν τρέχουν, παίζουν, γελούν ή φωνάζουν.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αναπνοή τους επιταχύνεται και, ταυτοχρόνως, γίνεται πιο απότομη και πιο βαθιά. Αν, λοιπόν, το παιδί επιχειρήσει υπό αυτές τις συνθήκες να εισπνεύσει μέσα από την μάσκα, θα λειτουργήσει σαν να του έχει κλείσει κάποιος το στόμα και την μύτη με την παλάμη του, οπότε δεν θα εισέλθει αέρας καθ’ ον τρόπον γίνεται στην κανονική αναπνοή.
Τούτο έχει δύο δυσμενείς συνέπειες: Πρώτον, την απότομη πτώση του οξυγόνου στο αίμα του παιδιού και, δεύτερον, την μεγάλη αύξηση της (αρνητικής) ενδοθωρακικής πίεσης.
Ο συνδυασμός αμφοτέρων των συνεπειών επιβαρύνει την καρδιακή λειτουργία με όποια γενικότερη επίπτωση μπορεί να προκαλέσει στον οργανισμό του. Έτσι, λοιπόν, προαναγγελθείσα επανέναρξη του σχολικού έτους με υποχρεωτική χρήση μάσκας ήδη από το νηπιαγωγείο γεννά υπέρμετρη ανησυχία σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που μπορεί να παράγει το μέτρο αυτό σε βάρος της σωματικής και ψυχικής υγείας των παιδιών και ιδίως των νηπίων.
Βάσει όσων επισημάνθηκαν παραπάνω, όλοι όσοι αποφασίζουν την σταδιακή επέκταση της υποχρεωτικής μασκοφορίας δίνοντας την εντύπωση ότι αποδέχονται την βλάβη της υγείας ή την διακινδύνευση ή ακόμη και την απώλεια της ζωής των Ελλήνων πολιτών, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον υπέχουν ευθύνη ως έμμεσοι αυτουργοί τετελεσμένης ή εν αποπείρα σωματικής βλάβης (απλής, επικίνδυνης, βαριάς: άρθρα 308-310 ΠΚ) καθώς και έκθεσης (είτε απλής είτε θανατηφόρας: άρθρο 306 παρ 1 και 2 ΠΚ). Βεβαίως, ποινική ευθύνη υπό την μορφή συνέργειας στα ίδια εγκλήματα υπέχουν οι εκπρόσωποι των Μ.Μ.Ε., οι οποίοι, με την συνεχή προπαγάνδα τους, ενισχύουν τον φόβο των πολιτών που έτσι πειθαναγκάζονται ευκολότερα στην αυτοπροσβολή τους.
Στις προμνημονευθείσες περιπτώσεις, βεβαίως, ο έμμεσος αυτουργός επιτυγχάνει την αυτοπροσβολή του θύματος χρησιμοποιώντας ένα κοκτέιλ πλάνης και απειλής, χωρίς όμως αυτό να θίγει τον πυρήνα της έμμεσης αυτουργίας που είναι η ύπουλη οργάνωση της αυτοβλάβης ή, αντιστοίχως, της αυτοδιακινδυνεύσεως του θύματος.
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό από την διδασκαλία περί του εγκλήματος της εκβίασης, η παραπλανητική δήλωση μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της απειλής, καθ’ όσον χάρη ακριβώς στην προκαλούμενη πλάνη μπορεί να καταστεί το πρώτον δυνατή ή εν πάση περιπτώσει αποτελεσματικότερη η διατύπωση της απειλής (επ’ αυτού βλ. την μονογραφία του γράφοντος: Απάτη και εκβίαση: Ομοιότητες – Διαφορές – Διασταυρώσεις, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2014, αριθμ. περ. 631 επ., 635, 636).
Πέραν των ενδεχόμενων κινδύνων σε βάρος της υγείας και της ζωής των πολιτών, ο εξαναγκασμός τους σε παρατεταμένη μασκοφορία είναι συνυφασμένος με κάποιες άλλες πολύ πιο οδυνηρές επιπτώσεις:
Πρώτον, οι πολίτες στερούνται την δυνατότητα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, στο μέτρο που καταπνίγεται το χαμόγελο και το γέλιο τους ως θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του ανθρώπου (περί του ότι «το χαμόγελο και το γέλιο είναι μοναδικά και μάλλον ειδικευμένα στο είδος μας σήματα» βλ. Μόρρις, “Ο γυμνός πίθηκος, Μελέτη για το ζώο-άνθρωπος” (μτφ.: Σ. Κωνσταντίνου / Ν. Σταματίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1970, σελ. 172)· αλλά και η φωνή αλλοιώνεται σημαντικά εξαιτίας της κάλυψης του στόματος από το υλικό της μάσκας. Εν τέλει, όποιος φορά μάσκα δεν μπορεί να δείξει τις γκριμάτσες που κάνει, κι αν «η γκριμάτσα είναι ο χαρακτήρας του προσώπου» (Agamben, Μέσα χωρίς σκοπό, μτφ.: Aθ. Παπαναγιώτου / Θ. Ζαρταλούδης, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2019, σελ. 91), τότε γίνεται φανερό ποια φοβερή συνέπεια έχει για τον άνθρωπο η χρήση μάσκας: σκεπάζοντας τις γκριμάτσες βάζει σιγαστήρα στον χαρακτήρα!
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το χαμόγελο, πρέπει να τονισθεί ότι, ενώ πολλά ζώα μπορούν να εκφράσουν την χαρά τους κουνώντας την ουρά τους, εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε ουρά και, επομένως, όταν τολμήσουμε να νιώσουμε λίγη χαρά, όση μας επιτρέπουν ακόμη οι αυταρχικοί κυβερνήτες μας, δεν διαθέτουμε τέτοιον τρόπο να την δείξουμε.
Δεύτερον, αφού η μάσκα αφήνει ακάλυπτα μόνο τα μάτια, ο άνθρωπος καθίσταται πρόσωπο μη αναγνωρίσιμο, και μάλιστα με νοθευμένη πολιτιστική ταυτότητα. Ενόψει αυτής της συνέπειας, δεν θα ήταν υπερβολικό να σκεφθεί κάποιος ότι η αδυναμία αναγνώρισης του πολίτη λόγω της χρήσης μάσκας (οι κάμερες θα καταγράφουν εφεξής α-πρόσωπα όντα!) θα αντιμετωπισθεί μελλοντικώς δι’ άλλου τρόπου ταυτοποίησης. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια ο πολίτης αναγνωρίζεται όχι βάσει του ονοματεπωνύμου του, αλλά βάσει ενός προσωπικού αριθμού (πρβλ. την χρήση του όρου “προσωπική μάσκα”): ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, ΕΑΜ.
Τρίτον, συνεπεία των προλεχθέντων, δυσχεραίνεται ή καταλύεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας καθενός εξ ημών με τους συνανθρώπους μας.
Τέταρτον, όσοι πολίτες προσέρχονται στους ιερούς ναούς για να ασκήσουν το ιερό τους δικαίωμα στην θρησκευτική λατρεία εξαναγκάζονται σε ασεβή ή βλάσφημη συμπεριφορά: Διότι, εφόσον ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού, οφείλει να προσέρχεται στον οίκο του με ελεύθερο-ακάλυπτο πρόσωπο και, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να μπορεί να προσεύχεται ακωλύτως προς τον Κύριο, νιώθοντας άνθρωπος και όχι καρνάβαλος ή μασκαράς.
Προσερχόμενοι δε οι πιστοί ως μασκοφόροι, αυτοεξαιρούνται από την οπισθάμβωνο ευχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία ο ιερέας απαγγέλλει μεγαλοφώνως και εμμελώς ενώπιον της εικόνας του Ιησού Χριστού στο τέλος της Θείας Λειτουργίας: «Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σου φύλαξον, ἁγίασον τοὺς ἀγαπῶντας τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου σου».
Για ποια ευπρέπεια, λοιπόν, μπορεί να γίνει λόγος, όταν κάποιοι πιστοί, υποκύπτοντες στην κρατική απειλή του προστίμου, παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία με ευπρεπή ενδυμασία, αλλά με απρεπές πρόσωπο; Μάλιστα, το άκρον άωτον της ασέβειας ή της βλασφημίας συνιστά η υιοθετηθείσα συνήθεια κάποιων “πιστών”, οι οποίοι αναμένουν ως μασκοφόροι να έρθει η σειρά τους για να κοινωνήσουν Σώμα και αίμα Χριστού, βγάζουν δε την μάσκα ολικώς ή, ακόμη χειρότερα, μερικώς, αφήνοντάς την κρεμασμένη στο ένα τους αφτί, ελάχιστα δευτερόλεπτα προτού σκύψουν για να μεταλάβουν!
Όχι λιγότερο αμαρτωλή είναι και η χρήση μάσκας εκ μέρους των νυμφευομένων καθ’ όλη την διάρκεια τέλεσης του μυστηρίου του γάμου· μάλιστα, σε φωτογραφία που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο από προσφάτως τελεσθέντα γάμο, οι νεόνυμφοι απεικονίσθηκαν με “προσωπικές μάσκες” φέρουσες το μονόγραμμα του ζεύγους!
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η διευρυμένη υποχρεωτική μασκοφορία άγει στον υποβιβασμό, στον εξευτελισμό, στην αποπροσωποποίηση (για την ολική ή μερική έκπτωση του ανθρώπου από την ιδιότητά του να είναι πρόσωπο βλ. Jakobs, Καταναγκασμός και πρόσωπο στο Δίκαιο, μτφ.: Κ. Βαθιώτης, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2011, σελ. 67 και 29, όπου αντιστοίχως οι όροι “Entpersonalisierung” και “Depersonalisierung”) και, εν τέλει, στην αποκτήνωση του πολίτη, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως είδος χειρότερο από τα ζώα (για την θέση ότι η υποχρεωτική χρήση μάσκας θυμίζει φίμωτρο, το οποίο χρησιμοποιείται στο μουσούδι των ζώων, βλ. το άρθρο του γράφοντος “Η μάσκα ως σύμβολο και όπλο της δυστοπικής κοινωνίας μας”, εφημ. Κυριακάτικη Δημοκρατία, 6-7/6/2020, σελ. 07β/22). Η ζωώδης μεταχείριση του πολίτη προκύπτει και από την υποχρέωση πλήθους υπαλλήλων οι οποίοι εξαναγκάζονται να εργάζονται μασκοφορεμένοι σαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα, εισπνέοντας επί μακρόν ένα ξένο σώμα εγκατεστημένο επί του προσώπου τους.
Ενόψει των ανωτέρω, ο πειθαναγκασμός σε διευρυμένη μασκοφορία προσβάλλει βάναυσα την αξία του ανθρώπου που κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη αρχή στο Σύνταγμά μας (άρ. 2 παρ. 1). Συνακόλουθα, οι υγειονομικοί διαχειριστές που εμπνεύσθηκαν το επίμαχο απάνθρωπο μέτρο της διευρυμένης μασκοφορίας, καθώς και όποιοι συμπράττουν στην εφαρμογή του, μετατρέπονται σε “ληστές” των ανθρώπινων χαρακτηριστικών μας!
Εξ αυτού του λόγου, κάθε ΚΥΑ με την οποία επεκτείνεται το εφαρμοστικό πεδίο της υποχρεωτικής μασκοφορίας είναι προδήλως αντισυνταγματική ως προς την ουσία της. Επιπλέον, όμως, πάσχει και από πλευράς τυπικής ισχύος, αφού τέτοια μέτρα, ελλείψει πλέον καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, είναι αδιανόητο να λαμβάνονται εκτός ελληνικής Βουλής, χωρίς διεξαγωγή κοινοβουλευτικού διαλόγου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η άρνηση των πολιτών να κάνουν χρήση μάσκας είναι απολύτως νόμιμη λόγω καταστάσεως ανάγκης που αίρει το άδικο (άρθρο 25 Ποινικού Κώδικα), δεδομένου ότι εκτός του κινδύνου που διατρέχει η υγεία ή η ζωή τους, θίγεται βάναυσα η αξιοπρέπειά τους. Κατά τούτο, ο αρνητής της μάσκας προκαλεί μια σημαντικώς κατώτερη προσβολή (υπό την μορφή δυνητικής διακινδύνευσης) στο σύνολο του πληθυσμού σε σχέση με την απειλούμενη προσβολή αφ’ ενός εις βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αφ’ ετέρου σε βάρος της υγείας ή της ζωής του.
Συνακόλουθα, όποιος πολίτης προτρέπει τους συμπολίτες του να μην εφαρμόσουν το απάνθρωπο μέτρο της μασκοφορίας, δεν είναι αξιόποινος, αφού μέσω της προτροπής του συμμετέχει σε μια δικαιολογημένη (και άρα σωστή) πράξη, δεδομένου ότι βοηθά τους άλλους να ασκήσουν ένα νόμιμο δικαίωμα ανάγκης τους, ειδικότερα: να διαφυλάξουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την υγεία και την ζωή τους που διακυβεύονται από την απάνθρωπη μασκοφορία.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το γεγονός ότι οι υγειονομικοί διαχειριστές προέβλεψαν εξαίρεση από την υποχρέωση μασκοφορίας για δύο περιοριστικώς αναφερόμενες κατηγορίες προσώπων (οι εξαιρέσεις αυτές υπήρχαν σε σχετική οδηγία του ΕΟΔΥ ήδη από τις 30 Απριλίου): Πρώτον, για άτομα ως προς τα οποία δεν ενδείκνυται η χρήση μάσκας ένεκα ιατρικών λόγων (π.χ. εξαιτίας αναπνευστικών προβλημάτων· πρέπει να τονισθεί ότι τα προβλήματα αυτά ενδέχεται να προκληθούν το πρώτον από την χρήση της μάσκας: κάθε άλλο παρά σπάνια είναι η εμφάνιση δερματικών παθήσεων λόγω τριβής των λουριών της πίσω από τα αφτιά) και, δεύτερον, για παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών.
Έτσι, ο νομοθέτης, αν και παραβλέπει την εν γένει επικινδυνότητα της χρήσης μάσκας για την υγεία ή την ζωή των πολιτών, παραδέχεται ότι η χρήση της μάσκας είναι επικίνδυνη έστω για κάποιους εξ αυτών. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζει, αν και όχι σε όλη της την έκταση, την αρχή “ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα” (impossibilium nulla est obligatio).
Η ανωτέρω καθιερωμένη δικαιική αρχή, όμως, η οποία ανάγεται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (Dig. 50, 17, 185), πρέπει να τυγχάνει ευρύτερης εφαρμογής υπό την εξής έννοια: Καμία κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να πειθαναγκάζει τους πολίτες της να φέρουν επί μακρόν ένα ξένο σώμα στο πρόσωπό τους, το οποίο οδηγεί στην εξαθλίωση και την αποκτήνωσή τους.
Έστω κι αν αποδειχθεί ότι η μάσκα προλαμβάνει όντως την επίθεση του “εξωτερικού αόρατου εχθρού”, δηλ. του κορωνοϊού, οι πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να προστατευθούν από κάθε “εσωτερικό εχθρό” που υποθάλπεται από την μάσκα, η οποία έτσι καταλήγει να είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τον “εξωτερικό αόρατο εχθρό”.
Πάντως, οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις από την υποχρέωση μασκοφορίας εγείρουν τα εξής σοβαρά ερωτήματα: Άραγε, με βάση ποιο επιστημονικό κριτήριο εξαιρέθηκαν μόνο τα παιδιά ηλικίας τριών ετών και κάτω, όχι όμως παιδιά λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά πάντως εξίσου ευάλωτα; Με ποια λογική δηλαδή πρέπει να προστατεύονται τα τρίχρονα, αλλά όχι τα τετράχρονα ή τα πεντάχρονα;
Σε ό,τι αφορά δε την εξαίρεση που θεσπίσθηκε για τις ευπαθείς ομάδες με ιατρικώς πιστοποιημένο πρόβλημα υγείας που συνιστά αντένδειξη για την μασκοφορία, γεννάται η εξής απορία: Αφού υποτίθεται ότι πρώτον η μάσκα σώζει ζωές και, δεύτερον, ότι το “lockdown” επεβλήθη για να προστατευθούν οι γιαγιάδες, οι παππούδες και οι λοιπές ευάλωτες ομάδες, τότε πώς εξηγείται ότι στην παρούσα φάση της επικαλούμενης έξαρσης του ιού, οι ανήκοντες σε αυτήν την ομάδα προσώπων αφήνονται να κυκλοφορούν απροστάτευτοι;
Περαιτέρω, αν στο μυαλό του νομοθέτη υφέρπει η αρχή της στάθμισης των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων του πολίτη, τότε γιατί αυτή η αρχή δεν βάρυνε και ως προς τους υπόλοιπους πολίτες; Το ότι την δεδομένη στιγμή μπορεί οι τελευταίοι να είναι υγιείς δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να κινδυνεύσουν για πρώτη φορά από την παρατεταμένη χρήση της μάσκας. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο για την μη επιβάρυνση των ήδη ευάλωτων και, ταυτοχρόνως, να αδιαφορεί για την μη περιαγωγή των πολιτών σε μια εστία κινδύνου προκαλούμενη από την παρατεταμένη χρήση της μάσκας.
Αλλά και πέραν των προμνημονευθέντων: Πώς αλλιώς μπορούν να γνωρίζουν οι πολίτες αν στο πρόσωπό τους συντρέχει κάποιος ιατρικός λόγος εξαιτίας του οποίου αντενδείκνυται η χρήση μάσκας, αν δεν επισκεφθούν έναν ιατρό ή ένα νοσοκομείο, προκειμένου να υποβληθούν στις απαραίτητες εξετάσεις από τις οποίες θα προκύψει αν επιτρέπεται ή όχι να φορούν μάσκα;
Το ερώτημα αυτό γεννά ένα νέο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από τους υγειονομικούς διαχειριστές: Μπορεί το κράτος να αξιώνει από όλους τους πολίτες του υπό τις παρούσες συνθήκες να τρέχουν στους γιατρούς ή τα νοσοκομεία και να υποβάλλονται όχι μόνο στην αντίστοιχη δαπάνη αλλά και στην αντίστοιχη ταλαιπωρία, προκειμένου να πληροφορηθούν αν δικαιούνται να αποφύγουν την εφαρμογή του μέτρου της απάνθρωπης μασκοφορίας;
Δεν πρέπει να παροραθεί και τούτο: Η πρόβλεψη των ανωτέρω δύο κατηγοριών εξαιρέσεως από την απάνθρωπη μασκοφορία πρέπει να αντιπαραβληθεί προς μια εξ ορισμού υπαρκτή αδυναμία εφαρμόσεως του επίμαχου μέτρου: Όποιος κατά τους τελευταίους μήνες ταξίδεψε με πλοίο, παρατηρεί ότι οι μασκοφορεμένοι επιβάτες αναγκάζονται κατά λογική αναγκαιότητα να βγάλουν ή απλώς να κατεβάσουν την μάσκα προς τον λαιμό τους, ώστε να μπορέσουν να ανοίξουν τα χείλη τους και να καλωσορίσουν στην στοματική τους κοιλότητα την απαραίτητη για την επιβίωση τροφή τους· την ίδια ώρα, οι μονίμως ανοιχτές οθόνες που βομβαρδίζουν το μυαλό τους ακόμη και μέσα στο πλοίο φροντίζουν να μην τους στερούν ούτε λεπτό την “δηλητηριώδη διανοητική τροφή” που κρατά το μυαλό τους “μολυσμένο” από την ανελέητη προπαγάνδα.
Μήπως, λοιπόν, ο νόμος θα έπρεπε να προβλέψει και τρίτη κατηγορία εξαιρέσεως, δηλ. εκείνη όπου ο πολίτης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να φορά μάσκα; Ή αρκεί η εφαρμογή της προμνημονευθείσας γενικής αρχής του Δικαίου “ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα”, ένεκα της οποίας θα ήταν περιττή η νομοθετική εξειδίκευσή της;
Και πώς πρέπει, αλήθεια, να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πολίτης (που συναλλάσσεται π.χ. ως υπάλληλος ή ως πελάτης) μιλά στο κινητό τηλέφωνο, έχοντας απομακρύνει την μάσκα από το στόμα του, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η τηλεφωνική επικοινωνία; Μήπως θα έπρεπε να επιβάλλεται και σε αυτόν πρόστιμο, αφού παραλείπει να είναι μασκοφορεμένος εκτοξεύοντας, καθώς μιλά, τα περίφημα “εγκληματικά σταγονίδια”, παρότι η χρήση της μάσκας δεν καθιστά αδύνατη αλλ’ απλώς δυσχερέστερη την τηλεφωνική επικοινωνία;
Έχοντας προ οφθαλμών όλες τις προηγούμενες διαπιστώσεις, τίθεται μετ’ επιτάσεως ένα κεφαλαιώδους σημασίας ερώτημα: Βιώνουμε, άραγε, έναν οιονεί Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο του οποίου οι περισσότεροι λαοί του πλανήτη δέχονται μαζικά και συντονισμένα, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, μια διαρκή επίθεση από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες ως όργανο επιθέσεως χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, την απάνθρωπη μάσκα; Γίνεται, βεβαίως, εδώ λόγος για οιονεί Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεδομένου ότι οι επιτιθέμενοι δεν στοχεύουν στην κατάκτηση εδαφών μέσω της αφαίρεσης ζωών, αλλά ενδεχομένως στον “ψυχικό μαρασμό” των πολιτών της κάθε χώρας, οι οποίοι έτσι καθίστανται ευκολότερα χειραγωγήσιμοι από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι παγκόσμιοι διαχειριστές του πολέμου κατά του τότε “αόρατου εχθρού”, δηλ. της Αλ Κάιντα, βασάνιζαν τους φερόμενους ως τρομοκράτες για να τους εξαναγκάσουν στην παροχή πληροφοριών που θα έσωζαν τους αθώους πολίτες, δηλ. τα εν δυνάμει θύματα του επόμενου τρομοκρατικού χτυπήματος. Αντιθέτως, στον σημερινό πόλεμο κατά του νέου “αόρατου εχθρού”, δηλ. του νέου κορωνοϊού, δίδεται η εντύπωση ότι οι παγκόσμιοι υγειονομικοί διαχειριστές βασανίζουν όλους εμάς τους αθώους πολίτες εξαναγκάζοντάς μας, μεταξύ άλλων, στην απάνθρωπη μασκοφορία, για να σώσουν την δημόσια υγεία από την πανδημία.
Πρόκειται, μάλιστα, για ένα αναβαθμισμένο βασανιστήριο έναντι εκείνου που υλοποιείτο σε βάρος των φερόμενων τρομοκρατών: Ενώ οι τελευταίοι ένιωθαν τον πόνο πρωτίστως στο σώμα τους, οι σημερινοί βασανιζόμενοι πολίτες νιώθουν τον πόνο πρωτίστως στην ψυχή τους.
Και ενώ οι εξειδικευμένοι βασανιστές του Γκουαντάναμο μεταχειρίζονταν τους βασανιζόμενους ως άγρια ζώα (επ’ αυτού βλ. Jakobs, Δημόσια ποινή: Σημασία και σκοπός, μτφ.: Κ. Βαθιώτης, ΠΟΙΝΙΚΑ 76, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 66), οι σημερινοί βασανιστές μεταχειρίζονται τους αθώους πολίτες ως είδος χειρότερο από τα ζώα, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διά του πειθαναγκασμού στην απάνθρωπη μασκοφορία στερούν από τους ανθρώπους την δυνατότητα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους καταργώντας το θείο δώρο του χαμόγελου, που είναι ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της ιδιότητας του ανθρώπου, όπως, άλλωστε, και η φωνή του, συνεπεία δε των ανωτέρω ο πολίτης καθίσταται πρόσωπο μη αναγνωρίσιμο, δυσκολευόμενος να επικοινωνήσει με τους υπολοίπους· πέραν αυτών, οι σύγχρονοι βασανιστές εξαναγκάζουν τους πολίτες σε πολύωρη εισπνοή ενός ξένου σώματος εγκατεστημένου επί του ιερού προσώπου τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία ή την ζωή τους.
Τέλος, η κυβέρνηση όχι μόνο σπέρνει τον τρόμο θεσπίζοντας υψηλά πρόστιμα, αλλά ταυτοχρόνως επιχειρεί να πατάξει την διαφορετική πολιτική και επιστημονική άποψη με την χρήση αυταρχικών μεθόδων, με την προαναγγελία άσκησης ποινικών διώξεων και με τον χλευασμό των διαφωνούντων πολιτών που δεν στοιχίζονται προς την επίσημη κυβερνητική γραμμή.
Δυστυχώς, αυτός ο modus operandi εκ μέρους της κυβέρνησης αναδίδει οσμή δικτατορίας που παραπέμπει σε μια μορφή πραξικοπήματος αναλυόμενη από τον David Runciman στο βιβλίο του “Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;” (μτφ.: Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 64 επ.· πρβλ. και Daniel Kalla, Πανδημία, μτφ.: Χ. Καψάλης, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005, σελ. 101, όπου απαντά η φράση «Ας είναι καλά οι καταπιεστικές δικτατορίες σε περιόδους επιδημιών»):
Πρόκειται για την λεγόμενη “εκτελεστική επέκταση”, στο πλαίσιο της οποίας όσοι βρίσκονται ήδη στην εξουσία «ροκανίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς χωρίς ποτέ να τους ανατρέψουν»! Όπως τα “υποσχετικά πραξικοπήματα”, έτσι και η “εκτελεστική επέκταση” «απαιτεί τη φαινομενική διατήρηση της δημοκρατίας, γιατί η επιτυχία του πραξικοπήματος εξαρτάται από το κατά πόσο ο λαός πιστεύει ότι η δημοκρατία συνεχίζει να υφίσταται» (Runciman, ό.π., σελ. 65· η έμφαση του γράφοντος).
Σε αντίθεση δε με τα ένοπλα πραξικοπήματα όπου «παίζονται μια κι έξω όλα για όλα», στην “εκτελεστική επέκταση” γίνονται «διεργασίες βαθμιαία κλιμακούμενης επικράτησης», με αποτέλεσμα οι δημοκρατίες να «διαβρώνονται αντί να κλονίζονται» και η «σπίθα που θα προκαλέσει αποτελεσματική αντίδραση» να μην ανάβει ποτέ (Runciman, ό.π., σελ. 67· η έμφαση του γράφοντος).
Σε ό,τι αφορά τους δικηγόρους και τους δημοσιογράφους, «που βλέπουν τον εαυτό τους ως την τελευταία γραμμή άμυνας ενάντια στην υπονόμευση της δημοκρατίας» παρουσιάζονται «ως άλλη μια ομάδα “διαπλεκόμενων” που διεκδικούν για λογαριασμό τους τα οφέλη της δημοκρατίας» (Runciman, ό.π., σελ. 67/68· η έμφαση του γράφοντος).
Τέλος, σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πολίτες σε μια τέτοια “δημοκρατία”: «οι πολίτες απλώς παρακολουθούν μια παράσταση στην οποία ο δικός τους ρόλος είναι να χειροκροτούν ή όχι τις κατάλληλες στιγμές», υπό αυτό δε το πρίσμα γίνεται λόγος για “δημοκρατία του ακροατηρίου” ή “δημοκρατία των θεατών” (Runciman, ό.π., σελ. 68/69· η έμφαση του γράφοντος).
Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι ελεύθερα και κριτικά σκεπτόμενοι άνθρωποι που αρνούνται να προδώσουν τις αρχές τους, παρά την ισχυρή εντύπωση ότι βιώνουν μια τέτοια “δημοκρατία των θεατών” (με αντανακλαστικά καναπέ ή παραλίας!), άλλως: ένα “υβρίδιο δημοκρατίας” που θα μπορούσε να ονομασθεί “κοινοβουλευτική δικτατορία” εξελισσόμενη σε φόντο “τυραννίας της υγείας” (βλ. την ομότιτλη μονογραφία του Michael Fitzpatrick, μτφ.: Άσπα Πολέμη, εκδ. Πολύτροπον, 2004), θα συνεχίσουν να αρθρώνουν τεκμηριωμένο πολιτικό και επιστημονικό λόγο, υπερασπιζόμενοι την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία γνώμης και έκφρασης και υπακούοντας ταυτοχρόνως στον μοναδικό νόμο που δεν αλλοιώνεται και δεν καταργείται: στον νόμο της προσωπικής τους συνειδήσεως.
Φυσικά, αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για να αποτραπεί η απώλεια του κόσμου που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος, αφού η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, όπως υλοποιείται παγκοσμίως, φαίνεται ότι καθορίζεται από το δόγμα “fiat salus, et pereat mundus”, ελληνιστί “ας διαφυλαχθεί η υγεία, κι ας χαθεί ο κόσμος όλος” (κατά παράφραση του αντίστοιχου δόγματος επί αυτοκράτορος Φερδινάνδου του Πρώτου “fiat iustitia, et pereat mundus”, δηλ. “ας αποδοθεί δικαιοσύνη, κι ας χαθεί ο κόσμος όλος”)!