Β΄ Μέρος
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο Νικήτας ο Τουρκοφάγος, ή Νικηταράς, απεβίωσε σε εσχάτη ένδεια και τυφλός, γιατί πέραν της ντομπροσύνης και της αποδεδειγμένης γενναιότητάς, καλοσύνης και ανιδιοτέλειάς του είχε και μιαν απλοϊκότητα, που τον οδήγησε σε επιζήμιες, για τον ίδιο και για την οικογένειά του, ενέργειες.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και υποστήριξε με την καρδιά του τον Ιωάννη Καποδίστρια. Αργότερα, επί Όθωνος, προσκαλείτο στις δεξιώσεις. Αν είναι ακριβές αυτό που γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης το 1834 παραβρέθηκε σε δεξίωση του κόμητος Άρμανσμπεργκ, μαζί με άλλους Έλληνες, γνωστούς από την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως. (Βλ. σχ. Σπ. Β. Μαρκεζίνη «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδ. «Πάπυρος», 1ος Τόμος, σελ. 131).
Ο Σπ. Μαρκεζίνης δεν γράφει ημερομηνία για τη δεξίωση. Το γεγονός αναφέρει ο Ρώσος περιηγητής Βλαδίμηρος Δαβίδοφ. Είναι γνωστό ότι την ίδια χρονιά ( Από 16 Απριλίου έως 26 Μαΐου του 1834) η Αντιβασιλεία καταδίκασε τους Θεοδ. Κολοκοτρώνη και Δημ. Πλαπούτα σε θάνατο, με την αιτιολογία ότι υπονόμευσαν το καθεστώς. Η καταδικαστική απόφαση μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη και αποφυλακίστηκαν στις 20 Μαΐου 1835, με την ενηλικίωση του Όθωνα. Το ερώτημα είναι αν πράγματι ο Νικηταράς ήταν σε δεξίωση του Άρμανσμπεργκ ενώ ο θείος και ευεργέτης του ήταν στη φυλακή!…Γεγονός είναι πάντως ότι το 1834 και το 1838 του απονεμήθηκαν ανώτατα παράσημα.
Ο Νικήτας, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, θεωρήθηκαν ρωσόφιλοι επειδή πρώτον υποστήριξαν τον Καποδίστρια στο έργο του και ο Καποδίστριας είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και δεύτερον επειδή προσέβλεπαν στην ομόδοξη Ρωσία. Οι υποστηρικτές του Καποδίστρια και της Ρωσίας ονομάστηκαν «Ναπαίοι», από το όνομα του Κερκυραίου Νάπα, θερμού υποστηρικτή του Καποδίστρια.
Από τον Μάϊο του 1836 έως τον Φεβρουάριο του 1837 ο Ρωμαιοκαθολικός Όθωνας έμεινε στην Βαυαρία. Στο διάστημα αυτό
παντρεύτηκε την προτεστάντισσα στο θρήσκευμα Αμαλία, πριγκίπισσα του Όλντεμπουργκ. Στην Ελλάδα κυβέρνησε σε εκείνο το διάστημα ο Άρμανσμπεργκ με αυταρχισμό. Η αγανάκτηση στο λαό συνεχώς αυξανόταν. Η αντικατάσταση του Άρμανσμπεργκ από τον επίσης Βαυαρό Ρούνχαρτ, έμπιστο του βασιλιά Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα, δεν περιόρισε την αγανάκτηση του λαού. Στην ατμόσφαιρα αυτή δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία». Υπεύθυνοι αυτής ανέλαβαν οι Γεώργιος Καποδίστριας, αδελφός του Κυβερνήτη, και ο Νικηταράς.
Σκοπός της Εταιρείας, κατά μία εκδοχή, ήταν, μεταξύ άλλων, ο ρωμαιοκαθολικός Βασιλιάς Όθωνας να αναλάβει την υποχρέωση να αναγνωρίσει τα ψηφισθέντα άρθρα για την Ορθόδοξη Εκκλησία στα Συντάγματα της Επιδαύρου και της Τροιζήνας και να δεσμευθεί ότι η Ορθοδοξία θα είναι το θρήσκευμα των διαδόχων του. Κατά την άλλη εκδοχή η Εταιρεία είχε ως σκοπό την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων, αρχικά των Μακεδόνων. Ο Όθωνας πείσθηκε από συμβούλους του, ότι στην εν λόγω Εταιρεία συνωμοτούσαν σε βάρος του. Την άποψη αυτή δέχεται ο Κων. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (5η Έκδοση, Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1925, Τόμος 6ος, σελ. 217). Οι Γ. Καποδίστριας και Νικηταράς εισήχθησαν σε δίκη στις 11 Ιουλίου 1840, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τελικά οι κατήγοροι δεν μπόρεσαν να στηρίξουν την κατηγορία και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Ο Όθωνας δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση και διέταξε την απέλαση του Καποδίστρια – κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια – και την εξορία και κατ’ οίκον περιορισμό του Νικήτα στην Αίγινα («Ελληνική Επανάσταση», Εκδοτική Αθηνών, Τόμος Ε΄ σελ. 79). Ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του γράφει ότι πήγε στον Βασιλιά και του μίλησε για τον Νικηταρά: «Μίλησα και για τη δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν στην Αίγινα ρέστος και χωρίς μιστόν. Και να τον λευτερώση, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σ’ ό, τι του είπαν. Κι αφού τόκαμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και τόδωσε κι όλους του τους μισθούς». (Εκδ. Γαλαξία, Αθήναι, 1964, σελ. 408). Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά. Το 1843 ο Νικηταράς προήχθη σε υποστράτηγο, με πενιχρή σύνταξη…
Η ιστορία του Νικηταρά δεν τελειώνει με την επιστροφή του από την εξορία, όπου υπέστη από τους εγκάθετους του αυταρχικού καθεστώτος ποικίλα βασανιστήρια. Αρχίζει το τελευταίο, πιο επώδυνο και δραματικό μέρος της. Η κόρη του βιώνοντας την ταλαιπωρία του πατέρα της έχασε τα λογικά της. Ο ίδιος από τη στενοχώρια του έπαθε ζάχαρο και τυφλώθηκε. Παρά το ότι ήταν ασθενής το οθωνικό κράτος δήμευσε το κτήμα που είχε μεταξύ Άργους και Ναυπλίου και ο ίδιος από υπερήφανος πολέμαρχος βρέθηκε σε αδυναμία να πληρώσει τα χρέη του…
Είναι ιστορικό ερώτημα πώς ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης του 1821 πέθανε στον Πειραιά το 1849 «δεινώς πάσχων, αφήσας εις την οικογένειάν του μέγα όνομα και μεγάλην δυστυχίαν», όπως είπε στην Ακαδημία Αθηνών ο Δημ. Καμπούρογλου. Πώς κυβέρνηση – συναγωνιστές – πνευματικός κόσμος, τον εγκατέλειψαν και υποχρεώθηκε να επαιτεί, αντί να απαιτεί δεν έχει εξήγηση. Όπως δεν έχει εξήγηση το ότι ενώ ζήτησε και ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο των Αθηνών και δίπλα σε αυτόν του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Καμπούρογλου δεν βρήκε τον τάφο του… Στην κηδεία του παραβρέθηκαν κάποιοι επίσημοι… Τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας και τον επιτάφιο ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος. Μπορεί ο Νικηταράς να μην ανταμείφθηκε όσο θα έπρεπε για τις θυσίες του από το ελληνικό κράτος, αλλά για τον Έλληνα είναι πάντα ένας από τους πιο γενναίους και πιο αγνούς αγωνιστές της Επανάστασης.
Η Ιστορία με τον Ρώσο πρέσβυ. Ο Νικηταράς επαιτούσε στον Πειραιά, κοντά στον τόπο, όπου σήμερα είναι ο Ναός της Ευαγγελίστριας. Εκεί τον επισκέφθηκε Ρώσος διπλωμάτης. «Τι κάνετε στρατηγέ μου;», τον ερώτησε. Ο Νικηταράς του απάντησε ορθώνοντας το ταλαιπωρημένο σώμα του: «Απολαμβάνω ελεύθερη την Πατρίδα». Ο ξένος πήγε να του ξύσει την πληγή: «Αντί να απολαμβάνετε μιαν πλούσια σύνταξη κάθεστε εδώ…». Ο Νικήτας του απάντησε με αξιοπρέπεια: «Η Πατρίδα μου δίδει σύνταξη και εδώ περνώ την ώρα μου». Ο πρέσβυς φεύγοντας έριξε ένα πουγκί, στο δρόμο, κοντά στον Νικηταρά, λέγεται με χρυσές λίρες. Τότε ο Νικηταράς του φώναξε. «Ε! Κύριε. Σου έπεσε ένα σακούλι. Μάζεψέ το γιατί θα το χάσεις…». Λέγεται ότι αργότερα απονεμήθηκε στον Νικηταρά σύνταξη… Ήταν πολύ αργά.-