Έτρεξα και είδα που έβγαιναν από τα καράβια οι Έλληνες. Αγκαλιαζόμαστε – φιλιόμαστε. Επήδαγα επιτόπου, έκλαιγα, τα μάτια τρέχανε από τη χαρά μου.
Κλαίγαμε όλοι και τους αγκαλιάζαμε και μας φιλούσαν και τους φιλούσαμε.
Ο ενθουσιασμός μας ήταν απερίγραπτος. Στη προκυμαία της Σμύρνης να είναι κάθε μέτρο και σημαία… Ήταν ένα πράγμα αλησμόνητο.
Σαν κοκκίνισε ο Σαγγάρειος με το αίμα 1370 της μεραρχίας μας, του έγινε κυκλωτική κίνηση και το οχυρό καταλήφθηκε. Η διάβαση του Σαγγαρείου είναι από τις μεγαλειωδέστερες επιχειρήσεις του κόσμου.
Αυτή είναι η κληρονομιά που έφεραν οι πρόσφυγες. Αυτά τα πλούτη φορτώθηκαν και έφεραν μαζί τους. Τις άγιες εικόνες που είναι πλούτη άφθαρτα. Και πήραν από αυτά τα πλούτη, τη Χάρη του Θεού, την ευσέβεια και τη ζωντανή ορθόδοξη πίστη τους.
Το αίμα των αθώων θυμάτων θα ζητήσει μια ημέρα εκδίκηση από τον δίκαιο Κριτή… Δεν έχουμε να πάμε πουθενά. Επί των πτωμάτων μας θα πατήσετε. Αλλά δε θα σας δώσουμε την ευχαρίστηση να φύγουμε μόνοι μας και να λεηλατήσετε ανενόχλητοι την πόλη.