Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὡς Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας

Θεοφάνη Μαλκίδη

Δρ. Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν

1. Εἰσαγωγή

Θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναφερθεῖ ὡς κεντρικὸ μέρος τῆς σημαντικότατης παρουσίας τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στὸ δημόσιο βίο, ἡ διεθνής του παράμετρος. Ἡ ὑπηρεσία του δηλαδὴ στὸ ὑψηλῆς σημασίας λειτούργημα τοῦ Ὑπουργοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας (1815-1822). Ὁ Ἕλληνας πολιτικὸς φτάνει, κατὰ τὴν ἄποψή μας, στὸ ἀπόγειο τῆς πολιτικῆς του πορείας ἀναλαμβάνοντας τὴ θέση αὐτή, σὲ μία περίοδο ποὺ ἀφενὸς ἔχει διεθνεῖς ἐντάσεις καὶ ἀντιπαραθέσεις, καὶ ἀφετέρου ἐσωτερικὲς ἀνακατατάξεις στὴ Ρωσικὴ Αὐτοκρατορία. Ὡστόσο αὐτὸ ποὺ προέχει, θεωροῦμε, εἶναι ἡ ἐπισήμανση ὅτι ἡ ἀνάληψη τῆς θέσης τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν σὲ μία χώρα – Αὐτοκρατορία, συνιστᾶ σημαντικότατη κατάκτηση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια. Τόσο ὡς πολιτικοῦ, ὅσο καὶ ὡς Ἕλληνα. Καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ἀποτελεῖ κομβικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ κατόρθωσε νὰ συμβάλλει ἀποφασιστικὰ στὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχόλησαν τὸ κράτος ποὺ τὸν ὑποδέχτηκε καὶ τὸν τίμησε μὲ τὴ θέση αὐτή, τὴ Ρωσία, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθήσει ποικιλοτρόπως, ἀνοιχτὰ καὶ μή, τὸν ἑλληνικὸ λαὸ ποὺ ἀγωνιζόταν, μὲ πάθος καὶ βαρὺ φόρο αἵματος, γιὰ τὴν ἐλευθερία του.

2. Ὁ Καποδίστριας ὡς Διπλωμάτης καὶ ὡς Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν.

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας (10/02/1776-09/10/1831), ἀφοῦ εἶχε διατελέσει Γραμματέας τῆς Ἰονίου Πολιτείας, μὲ τὴν κατάληψη τῶν Ἑπτανήσων ἀπὸ τοὺς Γάλλους ἀποσύρθηκε καὶ ἐντάχθηκε στὴ ρωσικὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία. Τὸ Μάϊο τοῦ 1808, ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι τιμήθηκε μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἱππότη Β΄ Τάξεως τοῦ Τάγματος τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ τὸν προσκαλοῦσε στὴν Ἁγία Πετρούπολη (ἄφιξη Ἰανουάριος 1809). Ἐκεῖ διορίστηκε ἐπιτετραμμένος στὸν ἀντιβασιλέα τῆς Ἰταλίας, διορισμὸς ποὺ τελικῶς ἀκυρώθηκε, ἐνῷ στὴ συνέχεια ἀνέλαβε καθήκοντα στὴν κεντρικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ρωσικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν ὡς σύμβουλος, ὅπου παρέμεινε γιὰ δύο χρόνια. Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1811 ἕως τὸ Μάϊο τοῦ 1812 ὑπηρέτησε ὡς ἀκόλουθος στὴν πρεσβεία τῆς Βιέννης καὶ στὴ συνέχεια ἔφτασε στὸ Βουκουρέστι ὅπου ἐργάστηκε στὴ στρατιὰ τοῦ Δούναβη. Ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπονεμήθηκε στὸν Καποδίστρια τὸ παράσημο Γ΄ Τάξεως τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καὶ ὁ Μεγαλόσταυρος τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἐνῷ λίγο ἀργότερα τιμήθηκε μὲ τὸν Μεγαλόσταυρο τοῦ Λεοπόλδου καὶ τοῦ Ἐρυθροῦ Ἀετοῦ ἀπὸ τὸν Βασιλιὰ τῆς Αὐστρίας καὶ Πρωσσίας ἀντίστοιχα.

Καθοριστικὴ στιγμὴ στὴ διπλωματικὴ πορεία τοῦ Καποδίστρια εἶναι ἡ ἀνάληψη καθηκόντων, ὡς μυστικοῦ ἀπεσταλμένου, στὴν Ἑλβετία μὲ κεντρικὴ ἀποστολὴ τὸν προσεταιρισμὸ τῆς φιλικὰ προσκείμενης πρὸς τὴν Γαλλία κυβέρνησης. Ἡ ὑπηρεσία τοῦ Καποδίστρια στὴν Ἑλβετία, ἦταν καθοριστική, ἀφοῦ συνεισέφερε στὸ σχεδιασμὸ τοῦ Ἑλβετικοῦ Συντάγματος, ποὺ προέβλεπε αὐτόνομα κρατίδια (καντόνια) ὡς μέλη τῆς Ἑλβετικῆς ὁμοσπονδίας. Γιὰ τὴ συμβολὴ του αὐτή ἀνακηρύχθηκε ἐπίτιμος πολίτης καὶ ἀνδριάντες του κοσμοῦν τὴν πόλη τῆς Λωζάννης καὶ τὰ καντόνια τοῦ Βῶ καὶ τῆς Γενεύης.

Ἡ παρουσία τοῦ Καποδίστρια στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης (1814), Συνέδριο τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε ὁρόσημο στὴν ἐξέλιξη τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀντιμετώπισης τῶν λαῶν, κυρίως τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ ζητοῦσαν ἐλευθερία, ἦταν καταλυτική. Διορίστηκε ἀντιπρόσωπος τῆς Ρωσίας στὶς ἐπίσημες συνεδριάσεις τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Πέντε καὶ ἡ παρουσία τοῦ Καποδίστρια στὴ Βιέννη θεωρεῖται καταλυτική, καθὼς μὲ τὶς συμβουλὲς του ἐπηρέασε ἀποφασιστικὰ τὸν Τσάρο. Σύμφωνα μὲ τὸν σύμβουλο τοῦ Αὐστριακοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Μέττερνιχ φὸν Γκέντς, σφοδρὸ πολέμιο κάθε κίνησης ποὺ ἀνέτρεπε τὴν “Τάξη Πραγμάτων” τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, ἡ τελικὴ πράξη τοῦ Συνεδρίου (Μάϊος 1815) ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ Καποδίστρια καὶ τοῦ ἰδίου. Τότε σημειώνεται καὶ ἡ παρέμβαση τοῦ Καποδίστρια, πρὸς τὸ Τσάρο γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ ζήτημα, στὸν ὁποῖο τονίζεται ἡ συμβολὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει μία πιὸ δυναμικὴ ρωσικὴ παρουσία.

Ὁ Καποδίστριας, μετὰ ἀπὸ ἐξουσιοδότηση τοῦ Τσάρου, θὰ τονίσει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου «πὼς χρέος … εἶναι νὰ λάβετε ὁποιαδήποτε πρόνοιαν καὶ διὰ τὸ καταδυναστευόμενον Ἑλληνικὸν Ἔθνος παρὰ τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, τὸ ὁποῖον ὑποφέρει τόσους αἰῶνας τὸν τυραννικὸν Ὀθωμανικὸν ζυγὸν καὶ τὸ ὁποῖον διακινδυνεύει νὰ πέσῃ εἰς τὴν τελευταίαν ἐξόντωσιν καὶ τὸν μηδενισμόν, ὅθεν δὲν μοῦ φαίνεται δίκαιον τὸ νὰ ἀδιαφορήσουν οἱ Βασιλεῖς».

Ἡ ἀντίδραση τοῦ Μέττερνιχ ἦταν φυσιολογική, καὶ ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων, ἔλαβε τὴν ἀπάντηση τοῦ Ρώσου μονάρχη ὁ ὁποῖος τόνισε ὅτι «οἱ Ἕλληνες διὰ τῆς Θείας Προνοίας καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς αἰχμῆς ἐνόπλου βοήθειας θέλουν ἐλευθερωθοῦν ταχέως καὶ συμφώνως πρὸς τὰ ἀρχαῖα πατρογονικά των δίκαια, θὰ μείνουν ἐλεύθεροι, αὐτόνομοι καὶ ἀνεξάρτητοι».

Μὲ τὴν εἴσοδο τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων στὸ Παρίσι (μάχη Βατερλώ), ὁ Καποδίστριας ἀνέλαβε τὴν ἐκπροσώπηση τῆς Ρωσίας στὴ συνδιάσκεψη, πετυχαίνοντας τὴν ἀκεραιότητα τῆς Γαλλίας καὶ τὴν ἐπιβολὴ συνταγματικῆς τάξης στὰ Ἑπτάνησα. Ἔτσι τὰ Ἰόνια νησιὰ ἀπέκτησαν Σύνταγμα, ἔνοπλες δυνάμεις, ἐκλεγμένη Κυβέρνηση καὶ Σημαία. Ἡ Συνθήκη τῆς 5ης Νοεμβρίου 1815 ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἐπιτυχίες στὴν διπλωματικὴ πορεία τοῦ Καποδίστρια, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ὁρίστηκε Ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων.

Μὲ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ ὁ Καποδίστριας συμμετεῖχε στὸ συνέδριο τοῦ Ἄαχεν, στὴ διάσκεψη τοῦ Κάρσμπαντ καὶ στὰ συνέδρια Τροππάου καὶ Λάιμπαχ, ὅπου ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρος ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ Μέττερνιχ ἀκολούθησε τὴν πολιτικὴ τῆς Αὐστρίας παραμερίζοντας τὸν Καπποδίστρια. Μάλιστα στὸ Συνέδριο τοῦ Λάϊμπαχ οἱ συμμετέχοντες ἐνημερώθηκαν γιὰ τὸ “Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος” τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη καὶ τὴν Ἐπανάσταση στὴ Μολδοβλαχία. Ὁ Καποδίστριας πίεζε τὸν Τσάρο νὰ ταχθεῖ ὑπὲρ τῶν συμπατριωτῶν του, ἀγωνίστηκε γιὰ νὰ μὴν ἀποσταλεῖ βοήθεια στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία καὶ οἱ Μεγάλες δυνάμεις νὰ κρατήσουν οὐδετερότητα. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο κινήσεων ἐξηγεῖται τὸ τελεσίγραφο ποὺ ἐπέδωσε ὁ Ρῶσος πρεσβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη στὸ Σουλτάνο μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ καὶ τὶς σφαγὲς τῶν Ἑλλήνων. Ἡ διαφορετικὴ στάση Τσάρου καὶ Καποδίστρια φάνηκε μὲ τὴ διάσταση ἀπόψεων, ἀφοῦ ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας ὑποστήριζε τὴν ἀνάληψη μονομεροῦς ἐνέργειας κατὰ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῷ ὁ Τσάρος ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἀντίδραση τῆς Μεγάλης Βρεττανίας. Ὁ Καποδίστριας χάνει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Τσάρου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1822 τοῦ ἀφαιρεῖται ἡ διαχείριση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος. Ὁ παραγκωνισμός του καὶ ἡ διαφωνία του μὲ τὸν Τσάρο τὸν ἀνάγκασαν νὰ ζητήσει ἀκρόαση, ὅπου ἐκεῖ τοῦ ἀνακοινώθηκε ἡ παραχώρηση ἄδειας γιὰ «λόγους ὑγείας» … Αὐτὴ ἦταν ἡ τυπικὴ λήξη τῆς ἔντονης διπλωματικῆς παρουσίας τοῦ Καποδίστρια στὰ ρωσικὰ διπλωματικὰ ζητήματα, στὴν οὐσία ὅμως ἡ ἐμπειρία καὶ τὸ κῦρος του, ἦταν πλέον τώρα πλήρως ἀφιερωμένα στὴν Ἑλληνικὴ ὑπόθεση. Στὴν ἐλευθερία τῶν ἀγωνιζομένων πλέον Ἑλλήνων.

3. Ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας καὶ Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.

Ὁ Καποδίστριας παρ᾿ ὅτι δεσμευόταν ἀπὸ τὴ θέση του γιὰ τὴν ἀνάληψη ἔμπρακτης βοήθειας πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του, ὅπως εἴδαμε δὲν ἔχασε ποτὲ εὐκαιρία γιὰ ὑποστήριξή τους. Πέραν τῶν προαναφερθέντων πρὶν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ἵδρυσε (1815) τὴ Φιλόμουσο Ἑταιρεία μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολίτη Ἰγνάτιο, Ἄνθιμο Γαζῆ, Στούρτζα καὶ ἄλλους Ἕλληνες, μὲ σκοπὸς τὴ βοήθεια πρὸς τοὺς Ἕλληνες γιὰ σπουδές.

Τὴ σημαντικότερη ἐξέλιξη πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, τὴ δημιουργία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ὁ Καποδίστριας τὴν πληροφορήθηκε «δι᾿ ἀλληλογραφίας», στὰ 1816. Ἦταν τότε ποὺ κατέπλευσε στὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Νότιας Ρωσίας Ὀδησσὸ ὁ Νικόλαος Γαλάτης, νεαρὸς ἀριστοκράτης ἀπὸ τὴν Ἰθάκη καὶ μακρινὸς ἀνηψιὸς τοῦ Καποδίστρια. Ὁ Νικόλαος Σκουφᾶς, τὸν μύησε στὴν Ὀργάνωση καὶ ὁ Γαλάτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Καπποδίστρια τοῦ ἀνάγγελλε ὅτι ἔγινε μέλος τῆς Ὀργάνωσης. Ἡ πρόσκληση τοῦ Καποδίστρια πρὸς τὸ Γαλάτη στὴν Ἁγία Πετρούπολη ἦταν γιὰ νὰ ἐνημερωθεῖ περισσότερο γιὰ τὸ ζήτημα, ὡστόσο ὁ Γαλάτης, ἀμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μετὰ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸ θεῖο του ἄρχισε νὰ διαδίδει ὅτι ἦταν μὲ τοὺς Τούρκους. Στὴ συνέχεια ἦρθε ἡ ἀπέλασή του, ἐνῷ οἱ Φιλικοὶ ἐκτιμώντας τὴ στάση του, τὸν σκότωσαν ὅπως ἄλλωστε προβλεπόταν ἀπὸ τὴ συνωμοτική της δομή.

Σὲ σύσκεψη τῶν ἡγετῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ 1819, ἀποφασίστηκε νὰ προταθεῖ ἡ ἀρχηγία τοῦ Ἀγῶνα στὸν Καποδίστρια, καθὼς ἐπρόκειτο γιὰ «ἄνδρα σημαντικὸν καὶ ἄξιον τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ὅπως ἔγραψε στὰ ἀπομνημονεύματά του ὁ Ξάνθος.

Στὶς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 1820 ὁ Καποδίστριας δέχτηκε τὸν Ξάνθο, ὁ ὁποῖος κόμιζε συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἄνθιμου Γαζῆ, ὁ ὁποῖος ἔγραφε σχετικά: «Ἐνθυμεῖσθε, κύριε κόμη, ὅταν εὑρισκόμενοι εἰς Βιέννην καὶ ὁμιλοῦντες περὶ τῆς οἰκτρᾶς καταστάσεως τοῦ Ἔθνους μας, ἐλέγατε: Δὲν εὑρίσκεται καὶ εἰς ἡμᾶς ἕνας Θρασύβυλος (Ἀθηναῖος στρατηγὸς ποὺ ἐδίωξε ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα τοὺς ἐγκάθετους τῆς Σπάρτης «τριάκοντα τυράννους»;). Ἰδού, πόσοι Θρασύβουλοι σᾶς παρουσιάζονται σήμερον…».

Ὁ Ξάνθος γράφει στὰ ἀπομνημονεύματά του ὅτι μίλησε στὸν Καποδίστρια γιὰ τὴ δομὴ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, προτείνοντάς του νὰ μπεῖ ἐπικεφαλῆς της καὶ «νὰ διευθύνει ὡς Ἀρχηγὸς τὴν κίνησιν τοῦ Ἔθνους ἀπ᾿ εὐθείας ἢ διὰ σχεδίου τινὸς καταλλήλου…».

Ὁ Καποδίστριας ἀπάντησε ὅτι «εἰς ἥν θέσιν εὑρίσκεται, δὲν ἠδύνατο νὰ δεχθεῖ μίαν τοιαύτην πρότασιν, οὔτε νὰ βοηθήσει, διότι δὲν ἤθελε νὰ κομπρομεντάρει τὸν Αὐτοκράτορα», ἐνῷ πρότεινε «νὰ παύσωσιν οἱ ἀρχηγοὶ πρὸς ὥραν ἐνεργοῦντες, ἕως ἄλλης εὐκαιρίας τινὸς μεταβολῆς τῆς τότε πολιτικῆς, ἥτις ἦτο νὰ μένουν τὰ Ἔθνη εἰς εἰρήνην».

Ὁ Καποδίστριας ἔκρινε ὅτι δὲν ἦταν κατάλληλη ἡ περίσταση, δὲν ἀπέκλεισε τὸν ἔνοπλο Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγῶνα, οὔτε νὰ ἀναλάβει τὴν ἀρχηγία του καὶ πείσθηκε ὅτι τὸ ζήτημα δὲν ἔπαιρνε ἀναβολή. Ὅμως, ὅπως γράφει ὁ Ξάνθος, «ἐπανέλαβεν ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ μεθέξει διὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους καὶ ὅτι, ἂν οἱ ἀρχηγοὶ γνωρίζουν ἄλλα μέσα πρὸς κατόρθωσιν τοῦ σκοποῦ των, ἂς τὰ μεταχειρισθῶσι, καὶ ηὔχετο νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Θεός».

Τὸ 1820, ὁ Στρατηγὸς καὶ Ὑπασπιστὴς τοῦ Τσάρου, πρίγκιπας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἐπισκέφθηκε τὸν Καποδίστρια, μὲ τὸν ὁποῖο συζήτησαν τὴ σκλαβιὰ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Ὑψηλάντης τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε δεχτεῖ τὴν πρόταση νὰ ἀναλάβει ἀρχηγὸς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ τῆς Ἐπανάστασης, ἐνῷ ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ὁ Καποδίστριας τὸν ἐνεθάρρυνε νὰ προχωρήσει καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι ὁ ἴδιος θὰ βοηθοῦσε, ὅσο μποροῦσε.

Ἡ βαρώνη Λουλοὺ Τιρχάϊμ, στενὴ φίλη τοῦ Ὑψηλάντη καὶ ἐκ τῶν λιγοστῶν ποὺ τοῦ συμπαραστάθηκαν μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμές του, τόσο στὴ φυλακή, ὅσο καὶ στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου γράφει στὶς «Ἀναμνήσεις της»:

«Τὸν χειμῶνα τοῦ 1819-20, ὅταν ἐγὼ καὶ ἡ ἀδελφή μου Αἰκατερίνη βρισκόμαστε στὴ Ρωσία, ἦρθε ὁ Ὑψηλάντης στὴν Πετρούπολη μὲ μόνο σκοπὸ νὰ μᾶς δεῖ. Ὅταν τότε, ἀρρώστησε γιὰ πολλὲς ἑβδομάδες, τὸν ἐπισκέφθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα τῆς «Ἑταιρείας». (…) Καὶ αὐτοὶ τοῦ ἀνάθεσαν χωρὶς πολλὲς διατυπώσεις καὶ στὸ ὄνομα τῶν συμπατριωτῶν τους τὴν ἀρχηγία. (…) Ὁ Ὑψηλάντης τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσουν τρεῖς μέρες καιρὸ γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὴν ὑπόθεση καὶ νὰ μιλήσει μὲ τὸν Καποδίστρια. (…) Ὁ Καποδίστριας, ποὺ ἦταν πληροφορημένος γιὰ ὅλα, ἐπιδοκίμασε μὲ ἐνθουσιώδη λόγια τὴν πατριωτικὴ ἐπιθυμία τοῦ φίλου του καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν ἡ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ δὲν θὰ ἐπέτρεπε στὸν Τσάρο νὰ κηρυχθεῖ ἀνοικτὰ ὑπὲρ τῆς Ἑλληνικῆς ὑποθέσεως, ἡ καρδιά του θὰ εἶναι πέρα γιὰ πέρα μὲ τοὺς Ἕλληνες. (…) Παρ᾿ ὅλες τὶς διαβεβαιώσεις, ὁ Ὑψηλάντης ζήτησε νὰ μιλήσει μὲ τὸν Τσάρο, ἀλλὰ ὁ Καποδίστριας τὸν ἐμπόδισε. Τὸν ἀπέτρεψε μάλιστα, ἀπὸ τοῦ νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Ρωσσικὸ στρατό, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι τὸ διάβημα αὐτὸ θὰ ἀποθάρρυνε τοὺς Ἕλληνες τῆς Πελοποννήσου, ποὺ ἔβλεπαν στὸ ἀξίωμά του, ὡς Ρώσου ἀξιωματικοῦ, μίαν ἀπόδειξη τῆς προστασίας τοῦ Τσάρου…

Ὁ Ὑψηλάντης, ἀφοῦ τελείωσε τὸ σχέδιο τῶν ἐπιχειρήσεων, τὸ ἔδειξε στὸν Καποδίστρια, ποὺ ἔμεινε τόσον ἱκανοποιημένος, ὥστε πήδηξε ἀπὸ τὴ χαρά του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν γέμισε μὲ ἐγκώμια».

Ἡ ἄριστη σχέση ποὺ ἀνέπτυξε ὁ Καποδίστριας μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς Ἐπανάστασης Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη καὶ γενικότερα μὲ τὴν ἀνιδιοτελῆ οἰκογένεια τῶν Ὑψηλαντῶν, ἐπιβεβαιώθηκε, ὅταν τὴν πρόταση νὰ κληθεῖ ὁ Καποδίστριας ὡς Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος τὴν ὑπέγραψε ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης (1822) καὶ ἐπικυρώθηκε στὴν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας, ὅταν ἐκλέχθηκε (Μάρτιος 1827) Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας μὲ θητεία 7 ἐτῶν.

Τῆς ἀποδοχῆς τῆς πρότασης προηγήθηκε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Καποδίστρια στὴν Πετρούπολη γιὰ νὰ ἀποδεσμευθεῖ καὶ ἐπισήμως ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία τοῦ Τσάρου. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Λονδίνο καὶ στὸ Παρίσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, φτάνοντας (18/01/1828) στὸ Ναύπλιο καὶ τέσσερις μέρες μετὰ στὴν Αἴγινα, τότε πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1831, μὲ τὴ δολοφονία κλείνει ὁ βιολογικὸς κύκλος τοῦ Καποδίστρια καὶ ὁ πολιτικὸς βίος ἑνὸς χαρισματικοῦ ἀνθρώπου.

4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Ἀναλογιζόμενοι τὴ σημερινὴ διεθνῆ πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ παρουσία τῶν Ἑλλήνων ἀνὰ τὸν πλανήτη, κυρίως ὅμως γνωρίζοντας τὴν παγκόσμια ἐπιστημονική τους παρουσία, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ θέσεις ποὺ καταλαμβάνουν δὲν ἀνταποκρίνονται, στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ἐπιθυμούσαμε, στὴ βοήθεια πρὸς τὴ χώρα καταγωγῆς τους. Πιὸ συγκεκριμένα, ἐνῷ ὑπάρχουν χιλιάδες ἐπιστήμονες καὶ ἑκατοντάδες πολιτικοὶ μὲ ἑλληνικὴ καταγωγή, σὲ χῶρες μὲ ἐπιρροὴ καὶ δύναμη στὸ παγκόσμιο στερέωμα, ἐν τούτοις, λείπει ἡ προσωπικότητα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει τὸ νέο Καποδίστρια. Ἴσως γιατί ὁ ἀλτρουϊσμὸς καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν ἐποχή μας, ἴσως γιατί οἱ προτεραιότητες εἶναι ἄλλες. Θυμίζουμε ὅμως ὅτι, ὅπως καὶ τότε, ἔτσι καὶ σήμερα ἡ Πατρίδα μας εἶναι ὑπὸ Κατοχή. Ἁπλῶς στὶς μέρες οἱ πασάδες καὶ οἱ Δοῦκες ἔχουν ἀλλάξει προσωπεῖο. Συνεπῶς ἡ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια εἶναι ἀναγκαία, ὡς πρότυπο καὶ σύμβολο πολιτικῆς σκέψης, διπλωματικῆς ἀποτελεσματικότητας, σεβασμοῦ στὴ χώρα ποὺ σὲ ἀνέδειξε, ἀλλὰ καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα ποὺ σὲ γέννησε.