Σαράντα μέρες μετὰ τὰ Χριστούγεννα, οἱ ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιορτάζουν τὴν Υπαπαντή τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἐπειδὴ συνήθως ἡ γιορτὴ πέφτει σὲ ἐργάσιμη μέρα, ἔχει σχεδὸν μισοξεχαστεί. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔρχεται ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὁλοκληρώνει «τὸ χρόνο τῶν Χριστουγέννων», ἀποκαλύπτοντας καὶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων σ’ ἕνα ρεῦμα καθαρῆς καὶ βαθιᾶς χαρᾶς.
Ἡ ἑορτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα γεγονὸς ποὺ καταγράφεται στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ. Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, ἀκολουθῶντας τὴ θρησκευτικὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, «ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου…» (Λουκ. Β’ 22-23).
Πόσο ἐκπληκτικὴ καὶ ὄμορφη εἶναι ἡ εἰκόνα, ὁ πρεσβύτερος νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά του τὸ βρέφος, καὶ πόσο παράξενα τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μοῦ τὸ σωτήριόν σου…». Συλλογισμένοι αὐτὰ τὰ λόγια, ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ τὴ σχέση ποὺ ἔχει μέ μας, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας.
Ὑπάρχει στὸν κόσμο κάτι πιὸ χαρούμενο ἀπὸ μιὰ συνάντηση, μιὰ «υπαπαντή» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ περιμένεις, νὰ ἀποβλέπεις σὲ μιὰ συνάντηση. Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ὑπερβολικὴ καὶ ὄμορφη προσδοκία τοῦ Συμεών τὸ σύμβολό της; Δὲν εἶναι ἡ πολύχρονη ζωή του σύμβολο τῆς προσδοκίας, αὐτὸς ὁ «πρεσβύτης» ποὺ περνᾶ ὁλόκληρη τῇ ζωῇ, του περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει τοὺς πάντες καὶ τὴ χαρὰ ποὺ πληρώνει τὰ πάντα;
Πόσο δὲ ἀπροσδόκητο, πόσο ἄρρητα ὄμορφο εἶναι τὸ ὅτι τὸ πολυαναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ ἔρχεται στὸν πρεσβύτη Συμεών μὲ ἕνα παιδί! Φανταστεῖτε τὰ τρεμάμενα χέρια τοῦ γέροντα Συμεών καθὼς παίρνει στὴν ἀγκαλιά του τὸ σαρανταήμερο βρέφος τόσο τρυφερὰ καὶ προσεκτικά, ἀτενίζοντας τὸ μικρὸ πλάσμα, καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ δοξολογία: «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σοῦ ἐν εἰρήνῃ∙ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μοῦ τὸ σωτήριόν σου».
Ὁ Συμεών περίμενε. Περίμενε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, καὶ εἶναι βέβαιο πὼς στοχαζόταν, προσευχόταν καὶ βάθαινε καθὼς περίμενε ἔτσι, ὥστε στὸ τέλος ὁλόκληρη ἡ ζωή του νὰ εἶναι μιὰ συνεχὴς «παραμονὴ» τῆς χαρούμενης συνάντησης.
Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθοῦμε τί περιμένουμε; Τί ἐπιμένει ἡ καρδιά μας νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς; Μεταμορφώνεται βαθμιαία ἡ ζωή μας σὲ μιὰ ἀναμονή, καθὼς περιμένουμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ οὐσιώδη; Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐρωτήματα ποὺ θέτει ἡ Υπαπαντή.
Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται ὡς ἀνυπέρβλητη ὀμορφιὰ μιᾶς ὥριμης ψυχῆς, ποὺ ἔχει ἀπελευθερωθεῖ, βαθύνει καὶ καθαριστεῖ ἀπὸ καθετί τὸ μικρόψυχο, τὸ ἀνόητο καὶ τυχαῖο. Ἀκόμη καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ ὁ θάνατος, ἡ γήινη μοῖρα ποὺ ὅλοι μας μοιραζόμαστε, παρουσιάζονται ἐδῶ τόσο ἁπλά καὶ πειστικὰ ὡς ἀνάπτυξη καὶ ἄνοδος πρὸς ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅταν μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, στὴν πληρότητα τῆς εὐχαριστίας, θὰ πῶ: «νῦν ἀπολύεις».
Εἶδα τὸ φῶς νὰ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Εἶδα τὸ «Παιδίον», ποὺ φέρνει στὸν κόσμο τόση θεϊκὴ ἀγάπη, καὶ ποὺ παραδίδεται σὲ μένα. Τίποτε δὲν προκαλεῖ φόβο, τίποτε δὲν εἶναι ἄγνωστο, ὅλα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία, ἀγάπη.
Αὐτὰ φέρνει ἡ Υπαπαντή τοῦ Κυρίου. Ἑορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μ’ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ ποὺ μοῦ ἔδωσε τὸ κουράγιο νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ ἀναμονή.