Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος Παρούτογλου
Ἐπὶ τετρακόσια καὶ πλέον χρόνια οἱ Ἕλληνες δοκίμασαν τὴν καταπίεση καὶ τὴν σκληρότητα τοῦ Τούρκου δυνάστη, ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ σφαγὲς καὶ διώξεις, ἁρπαγὲς καὶ καταστροφὲς τῆς περιουσίας, μὲ βίαιο ἐξισλαμισμὸ καὶ παιδομάζωμα, μὲ βαριὰ φορολογία καὶ πολλὲς ἄλλες βίαιες πράξεις.
Ὡστόσο ὁ πόθος γιὰ τὴν λευτεριὰ ὑπῆρχε πάντα, δημιουργώντας στοὺς Ἕλληνες τὸ συναίσθημα ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ πεπρωμένο τους ἔπρεπε νὰ μεταβληθεῖ, γιὰ νὰ μπορέσουν κάποτε ν’ ἀποκτήσουν πατρίδα, στὴν ὁποία νὰ ζοῦν μὲ ἀξιοπρέπεια.
Οἱ Ἕλληνες τῆς τουρκοκρατίας ἄντεξαν στὴν ἀδυσώπητη τυραννία, διότι στηρίχθηκαν στὴν ἀκατάλυτη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἅδη Ἐκκλησία τους, στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τους. Στερεοὶ καὶ ἀκλόνητοι στὴν Πίστη στήριξαν καὶ τὴν Ἐλευθερία τους στὴν συμμαχία τοῦ Θεοῦ ποὺ λάτρευαν καὶ τῆς Παναγίας Μητέρας Του.
Οἱ ἄνθρωποι καὶ πρόμαχοι τοῦ ’21 εἶχαν πίστη καὶ πνευματικότητα ἀμείωτη. Ἦταν τραχεῖς πολέμαρχοι, σκληροὶ πολεμιστές, ἀλλὰ ἀπόστολοι εὐγενῶν ἰδεωδῶν. Ὑπῆρξαν γεμᾶτοι πίστη καὶ αἰσιοδοξία, ποὺ ζοῦσαν καὶ πολεμοῦσαν μὲ ὄνειρα γιὰ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ἡ πνευματικότητα καὶ ἡ πίστη τοὺς φαίνεται περίτρανα στὰ τετρακόσια χρόνια της δουλείας, γιατί τὸ Ἔθνος καθ’ ὅλη τὴν Τουρκοκρατία ἔζησε ὡς φῶς, ὡς ἰδέα, ὡς πνεῦμα. Τὸ διακήρυττε σαφέστατα ἡ προκήρυξη τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη:«Εἶναι καιρὸς νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἡμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ τῶν βαρβάρων καταφρόνησιν». Ὅταν ὁ νεαρὸς Ἱερολοχίτης ἔλεγε μὲ πάθος: «Ὁρκίζομαι … νὰ χύσω τὸ αἷμα μου ἵνα νικήσω τοὺς ἐχθρούς της θρησκείας μου ἢ νὰ ἀποθάνω ὡς μάρτυς διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν» εἶχε μπροστά του τὸ ὅραμα τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἦταν βέβαιος πὼς τὸν Γολγοθᾶ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁπωσδήποτε ἡ Ἀνάσταση. Τὸ ἴδιο φρόνημα εἶχαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ πῆραν τὰ ὅπλα καὶ ρίχθηκαν στὸν ἀγῶνα «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστη τὴν ἁγίαν καὶ τῆς Πατρίδος τὴν Ἐλευθερίαν». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῶν Ἀρματολῶν καὶ τῶν Κλεφτῶν, ποὺ κρατοῦσαν ἀδούλωτο τὸ πνεῦμα τῆς Πατρίδας καὶ δὲν προσκύνησαν τοὺς τυράννους, εἶχαν στὰ λάβαρά τους τὸ ἔμβλημα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γαζῆς ἔλεγε: «Ἔφθασεν ὁ καιρὸς διὰ νὰ λάμψει καὶ θριαμβεύσει πάλιν ὁ Σταυρός…» Αὐτὴ ἦταν ἡ πεποίθηση καὶ ἡ ὁμολογία ὅλων ἐκείνων ποὺ πολέμησαν γιὰ τὴν πατρίδα. Κι ἂν ξαναγεννήθηκε ἡ Πατρίδα αὐτὸ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ θαῦμα. Θαῦμα καὶ νίκη καὶ θρίαμβος τοῦ Σταυροῦ, στὸν ὁποῖο εἶχαν κρεμάσει τὶς ἐλπίδες τους οἱ φτωχοί, οἱ μικροὶ καὶ ἄοπλοι ἀνυπεράσπιστοι πατέρες μας.
Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης ἀναφέρει στὰ ἀπομνημονεύματά του:«Ἂν πολεμήσαμε τὸν Τοῦρκο καὶ τὸν νικήσαμε, δὲν τὸ κατορθώσαμε μοναχοί μας. Δὲν μᾶς βοήθησε κανένας ἄλλος. Μόνον ὁ Κύριος, ὁ Παντοδύναμος Σύμμαχός μας. Μόνον ἡ Κυρὰ-Παναγιά, ἡ Μάνα μας καὶ ἡ Ἐκκλησία μας».
Σὲ κάποια μάχη πῆρε ὁ Μακρυγιάννης τὰ παλικάρια του καὶ ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπάνω ἔβλεπε τοὺς Τούρκους νὰ ἔρχονται. Ὁλόκληρη μυρμηγκιά, ἦταν ἀμέτρητοι. Ἡ σκόνη ἀπὸ τὸ ποδοβολητὸ τους ἔγινε σύννεφο. Στάθηκε ψηλὰ στὸ βράχο καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη του φώναξε. Ἔ! Τουρκαλάδες, πόσοι εἴσαστε; Καὶ ἀπάντησαν ἐκεῖνοι, εἴμαστε πολλοί, ἀμέτρητοι, θὰ σᾶς ἐξαφανίσουμε. Θὰ μᾶς βοηθήσει καὶ ὁ Μωάμεθ. Ἐμεῖς εἴμαστε λίγοι, ἀπαντάει ὁ Μακρυγιάννης, ἀλλὰ πολεμᾶμε μὲ τὸ Σταυρό. Κι ἐμεῖς, φώναξε ἕνας Τοῦρκος, πολεμᾶμε μὲ τὸ μισοφέγγαρο. Τὸ δικό σας μισοφέγγαρο, λέει ὁ Μακρυγιάννης, πότε μεγαλώνει καὶ πότε μικραίνει καὶ πότε σβήνει ὅλως διόλου. Ὁ δικός μας ὁ Σταυρὸς πάντα εἶναι ὁλόλαμπρος, πάντα ὑψωμένος. Μὲ τὸ Σταυρὸ θὰ σᾶς νικήσουμε! Τέτοιο διάλογο ἔκαναν οἱ ἀντίπαλοι.
Ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ μεγάλος αὐτὸς λογοτέχνης τῆς πατρίδας μας, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πίστη καὶ Πατρίδα εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα πρᾶγμα. Κι ὅποιος πολεμᾶ τὸ ἕνα, πολεμᾶ καὶ τ’ ἄλλο, κι ἂς μὴ ξεγελιέται. Ἡ μάνα μας ἡ πνευματικὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ ποτίστηκε μὲ πολὺ κι ἁγιασμένο αἷμα».
Τὸ πόσο προσέφερε ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ κλῆρος, ἀνώτερος καὶ κατώτερος, στὸν Ἑλληνισμὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης εἶναι πολὺ γνωστὰ καὶ μόνο προκατάληψη ἢ ἠθελημένη συσκότιση καὶ παραποίηση τῶν ἀναντίλεκτων πραγμάτων δὲν ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ συμβολή τους.
Δημοσίευμα ξένης ἐφημερίδας, λίγο μετὰ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ κράτους, ἔγραψε: «Κατὰ τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκικῆς κατοχῆς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπόρεσε νὰ διατηρήσει γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὴν εἰκόνα καὶ τὴ συνείδηση τῆς Ἑλλάδας».
Ὁ διαπρεπὴς βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν τὸ εἶπε ξεκάθαρα:
«Ὁ ἑλληνισμὸς ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε γαλουχούμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
Ἡ καθοριστικὴ συμβολὴ τοῦ κλήρου στὸν μεγάλο ξεσηκωμὸ τοῦ Γένους τὸ 1821 φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων, ποὺ ἔλαβαν μέρος σ’ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν σπουδαιότατο ρόλο ποὺ διαδραμάτισαν οἱ κληρικοὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀγώνα, εἴτε προτρέποντας καὶ νουθετώντας, εἴτε μαχόμενοι στὰ πεδία συγκρούσεων ἢ βοηθοῦντες μὲ κάθε τρόπο, τονώνοντας τὸ ἠθικὸ τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν παπᾶ τοῦ χωριοῦ τους μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ λαοῦ μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, μοιράσθηκαν μὲ αὐτὸν τὶς πίκρες, τὶς κακουχίες, τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς χαρὲς καὶ ἔζησαν μαζί τους ὅλες τὶς εὐχάριστες καὶ τραγικὲς στιγμές.
Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Κανάρης, ὁ Μιαούλης καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 στὶς δύσκολες ὧρες ἀπευθύνονταν γιὰ βοήθεια στοὺς ἱερεῖς, γιατί γνώριζαν ὅτι αὐτοὶ ἦταν ἱκανοὶ νὰ ἐμπνεύσουν καὶ νὰ ξεσηκώσουν τὸν λαό.
Τὴν θρησκεία μας, τὴν «φίλη Ὀρθοδοξία», χρέος καὶ συμφέρον ἔχουμε καὶ μεῖς μὲ τὴν σειρά μας νὰ τὴ διαφυλάξουμε ἄχραντη καὶ ἀναλλοίωτη μέσα στὴν ἰδεολογικὴ ροὴ τῶν καιρῶν μας. Περιφρουρώντας τὴν Ὀρθοδοξία, «τὸ πατροπαράδοτον κλέος», διασφαλίζουμε σὰν ἔθνος τὴν εἰκόνα καὶ τὴν συνείδηση τῆς Ἑλλάδας.
Τὴ θρησκεία αὐτή, τὴν Ὀρθοδοξία, μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ τὴν διαφυλάξουμε ἀμίαντη καὶ ἀνόθευτη. Κι ἂν ὁ Θεὸς βοήθησε τὸ ἑλληνικὸ Γένος, νὰ διατηρηθεῖ ζωντανὸ στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὴν πίστη μας, πὼς τὸ αὐτὸ θὰ συνεχίσει νὰ πράττει καὶ στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες.
Τώρα ἔχουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Τώρα δὲν μᾶς ἀπειλοῦν μόνον οἱ Τοῦρκοι, ἀλλὰ μύριοι διάβολοι. Πρέπει νὰ κρατήσουμε ψηλὰ τὰ λάβαρα. Τὰ ἰδανικά, τὰ σύμβολα, τὴν πίστη, τὴν παράδοση. Οἱ πρόγονοί μας μὲ τὰ ἰδανικὰ αὐτὰ ἀγωνίστηκαν καὶ ἀφοῦ ἔκοψαν τὸ μεγάλο δένδρο τῆς Τουρκιᾶς, φύτεψαν στὴ θέση του τὸ δένδρο τῆς ἐλευθερίας. Τὸ πότισαν μὲ τὰ αἵματά τους καὶ μὲ τοὺς ἱδρῶτες τους καὶ μὲ τὰ δάκρυά τους. Κι ἐμεῖς τώρα οἱ νεοέλληνες πᾶμε νὰ κόψουμε τὸ δένδρο αὐτὸ μὲ τὶς ἀπερισκεψίες μας. Πᾶμε, ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλὰ οἱ ἀνιστόρητοι, νὰ κόψουνε τὶς ρίζες μας. Δὲν στέκεται δένδρο χωρὶς ρίζες καὶ δὲν στέκεται Ἔθνος χωρὶς ἰδανικά.