Το “Τρίτο Κύμα” του Άλβιν Τόφλερ: Προφητεία ή γνώση του σχεδίου μεταμόρφωσης της κοινωνίας μας;

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη

«Είμαστε τα παιδιά της επόμενης μεταμόρφωσης, του Τρίτου Κύματος»

Άλβιν Τόφλερ, Το τρίτο κύμα, 1982, σελ. 24.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, (υποτίθεται ότι) βρισκόμαστε στο “τρίτο κύμα” της επέλασης τους κορωνοϊού. Πολλοί “προφήτες” είχαν προβλέψει την εμφάνισή του αμέσως μετά το “δεύτερο κύμα”, όπως είχαν προβλέψει άλλωστε από τον Μάρτιο του 2020 και την έλευση “δεύτερου κύματος” κατά τον μήνα Οκτώβριο. Κι όλες αυτές οι “προφητείες” έγιναν χωρίς κανείς ποτέ να εξηγήσει με βάση ποιο ακριβώς κριτήριο κατέστη δυνατή η εκτίμηση για την έλευση του κάθε επόμενου “κύματος”. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το προνόμιο των “προφητών”: δεν χρειάζεται να εξηγούν με λογικό τρόπο τα μελλούμενα, αρκεί απλώς να έχουν το “προορατικό” χάρισμα. Η αχίλλειος πτέρνα, όμως, των “προφητειών” περί της ελεύσεως των “κυμάτων” του κορωνοϊού βρίσκεται στο εξής σημείο: Κανένας “προφήτης” δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς πότε τελείωσε το “δεύτερο” και πότε άρχισε το “τρίτο”. Ως εκ τούτου, τα τρία “κύματα” μοιάζει να ήσαν προϊόν μιας αυθαίρετης και άρα ύποπτης “ενόρασης” των “προφητών”.

Επειδή, όμως, τα δρακόντεια υγειονομικά μέτρα τα εισηγούνται “ειδικοί” ιατροί και όχι “προφήτες”, η δε εφαρμογή τους αποφασίζεται από τα μέλη της κυβερνήσεως, η αντιποίηση της ιδιότητος του “προφήτη” εκ μέρους των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης γεννά βάσιμες υπόνοιες ότι τα “κύματα” δεν προβλέφθηκαν, αλλά σχεδιάστηκαν και απλώς ανακοινώθηκαν, όταν εκρίθη αναγκαίο! Και ως εκ τούτου, δεν ήσαν “κύματα” φυσικής επιθέσεως από τον “αόρατο εχθρό”, αλλά “κύματα” ύπουλης επιθέσεως από τον “καμουφλαρισμένο εχθρό”: τις εθνικές κυβερνήσεις που, μέσω των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων, και ιδίως του “πυρηνικού όπλου” των lockdown, επιτέθηκαν στους ίδιους τους πολίτες τους.

Αφήνοντας κατά μέρος το ερώτημα αν θα υπάρξει και “τέταρτο”, “πέμπτο” ή και “έκτο κύμα”, αξίζει να θυμηθούμε τι έγραφε ο Άλβιν Τόφλερ ήδη από το 1980 στο πολύ σημαντικό βιβλίο του με τίτλο “Το τρίτο κύμα” (μτφ.: Ερ. Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1982· τίτλος πρωτοτύπου: “The Third Wave”). Το βιβλίο αυτό έγινε διεθνές μπεστ-σέλλερ, αφού μεταφράσθηκε όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες, όπως στα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα δανέζικα, τα τούρκικα.

Στην γλώσσα του συγγραφέως τα τρία κύματα ορίζονται ως εξής: Πρώτο κύμα είναι αυτό που επήλθε με την ανακάλυψη της γεωργίας, Δεύτερο Κύμα αυτό που επήλθε με την βιομηχανική επανάσταση, ενώ το Τρίτο Κύμα σηματοδοτεί «την χαραυγή της Διαστημικής Εποχής, της Εποχής των Πληροφοριών, της Ηλεκτρονικής Περιόδου ή του Παγκόσμιου Χωριού» (σελ. 24-25).

Ο Τόφλερ μνημονεύει και άλλους χαρακτηρισμούς που έχουν δοθεί στην εποχή του Τρίτου Κύματος: «Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ μας είπε ότι μπαίνουμε σε μια “τεχνοτρονική εποχή”. Ο κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ περιγράφει τον ερχομό μιας “μετα-βιομηχανικής κοινωνίας”. Οι σοβιετικοί μελλοντολόγοι μιλάνε για την Ε.Τ.Ε., [δηλ. την] “επιστημονικο-τεχνική επανάσταση”». Ωστόσο, ο Τόφλερ θεωρεί ότι κανένας από αυτούς τους όρους δεν ικανοποιεί, διότι «δεν περικλείει τη δύναμη, την έκταση και τον δυναμισμό των αλλαγών που επέρχονται ή τις πιέσεις και τις συγκρούσεις που οι αλλαγές αυτές πυροδοτούν».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σ’ ένα τεράστιο άλμα. Αντιμετωπίζει τις βαθύτερες κοινωνικές αναταραχές και δημιουργικές ανακατατάξεις όλων των εποχών. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, οικοδομούμε έναν θαυμαστό νέο πολιτισμό. Αυτή είναι η σημασία του Τρίτου Κύματος». Ο όρος “θαυμαστός νέος πολιτισμός” παραπέμπει δυστυχώς στον τίτλο του δυστοπικού μυθιστορήματος του Άλντους Χάξλεϋ “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος”, όπου οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχείς αλλά σκλαβωμένοι υπό την ομπρέλα ενός Παγκόσμιου Κράτους. Ως εκ τούτου, όσα εξηγεί, αναλύει και προβλέπει ο Άλβιν Τόφλερ στο βιβλίο του για το Τρίτο Κύμα, αν συνδυασθούν με την “χαξλεϊκή ενόραση”, προκαλούν έντονη ανησυχία για τις πρωτόγνωρες καταστάσεις που πρόκειται να ζήσει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος στην παρούσα φάση βιώνει ένα διαφορετικού είδους “τρίτο κύμα”, εκείνο του κορωνοϊού.

Κι αν ως προς την αρχή και το τέλος των “κορωνοϊκών κυμάτων” επικρατεί ασάφεια, ο Τόφλερ οριοθετεί με σαφήνεια τα τρία κύματα πολιτισμού: η περίοδος του Πρώτου Κύματος άρχισε κάπου γύρω στο 8.000 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι το 1650-1750 μ.Χ. Σε εκείνη την περίοδο το Πρώτο Κύμα έχασε την ορμή του, καθώς εμφανίσθηκε το Δεύτερο Κύμα, αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο βιομηχανικός πολιτισμός. Η κρίση του Δεύτερου Κύματος έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διάρκεια της δεκαετίας που άρχισε γύρω στο 1955. Ήταν η δεκαετία κατά την οποία «οι “ασπρογιακάδες” και τα άτομα που πρόσφεραν υπηρεσίες ξεπέρασαν για πρώτη φορά αριθμητικά τους εργάτες. Ήταν η ίδια δεκαετία που γνώρισε τη μαζική παραγωγή των κομπιούτερς, τη διάδοση των ταξιδιών με αεριωθούμενα, το αντισυλληπτικό χάπι και πολλές άλλες καθοριστικές καινοτομίες» (σελ. 30).

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τόφλερ για την εποχή του: «είμαστε η τελευταία γενιά ενός παλιού πολιτισμού και η πρώτη γενιά ενός νέου», η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει «ανάμεσα στον θνήσκοντα πολιτισμό του Δεύτερου Κύματος και στον ανατέλλοντα πολιτισμό του Τρίτου Κύματος που δυναμικά επιδιώκει να πάρει τη θέση του» (σελ. 28).

Είναι εντυπωσιακό ότι, όταν άρχισε να απλώνεται στη γη το Τρίτο Κύμα, που ελάχιστοι το αντιλαμβάνονταν, μεταμορφωνόταν «καθετί που άγγιζε» (σελ. 29).

Η πρόβλεψη του Τόφλερ ήταν ότι σε μερικές δεκαετίες το Τρίτο Κύμα «θα καλύψει τα πάντα. Εμείς, που ζούμε στον πλανήτη σ’ αυτή την εκρηκτική στιγμή, θα νιώσουμε συνεπώς στη διάρκεια της ζωής μας όλη την επίδραση του Τρίτου Κύματος. Διαλύοντας τις οικογένειές μας, κλυδωνίζοντας τα πολιτικά μας συστήματα, γκρεμίζοντας τις αξίες μας, το Τρίτο Κύμα επηρεάζει τους πάντες. Αμφισβητεί όλες τις παλιές σχέσεις δύναμης, τα προνόμια των σημερινών κυρίαρχων τάξεων και παρέχει το πεδίο πάνω στο οποίο θα καταπολεμηθούν οι δυνάμεις του χθες» (σελ. 25).

Μάλιστα, ο συγγραφέας εξειδικεύει με ανατριχιαστικό τρόπο όσα από την σκοπιά της εποχής του ανήκαν στο μακρινό μέλλον, αλλά σήμερα, στην εποχή του κορωνοϊού, αποτελούν ήδη παρόν:

«Το Τρίτο Κύμα», “προφήτευε” ο Τόφλερ, «φέρνει μαζί του ένα γνήσιο νέο τρόπο ζωής, βασισμένο σε διάφορες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· σε μεθόδους παραγωγής που κάνουν να φαίνονται απαρχαιωμένα τα σημερινά προγράμματα των εργοστασίων· σε νέες, μη-πυρηνικές οικογένειες· σ’ ένα πρότυπο ίδρυμα που θα μπορούσε να ονομασθεί “ηλεκτρονικό σπίτι”· και σε ριζοσπαστικά αλλαγμένα σχολεία και επιχειρήσεις του μέλλοντος. Ο ανατέλλων πολιτισμός καθορίζει ένα νέο κώδικα συμπεριφοράς και μας οδηγεί πέρα από την τυποποίηση, το συγχρονισμό και το συγκεντρωτισμό, πέρα από την αναζήτηση ενέργειας, χρήματος και δύναμης. Αυτός ο νέος πολιτισμός, καθώς αμφισβητεί τον παλιό, θ’ ανατρέψει γραφειοκράτες, θα περιορίσει το ρόλο του κράτους και θα δημιουργήσει ημιαυτόνομες οικονομίες σ’ ένα μεταϊμπεριαλιστικό κόσμο» (σελ. 26).

Σχολιάζοντας την στάση των ανθρώπων απέναντι στην μετάβαση από το Δεύτερο στο Τρίτο Κύμα, ο Τόφλερ σημειώνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι (στο μέτρο που ενδιαφέρονταν να σκεφτούν το μέλλον) υπέθεταν ότι «ο κόσμος που ξέρουν θα διαρκέσει απεριόριστα». Δυσκολεύονταν «να φανταστούν έναν αληθινά διαφορετικό τρόπο ζωής για τον εαυτό τους, πολύ περισσότερο έναν εντελώς νέο πολιτισμό». Μολονότι ανεγνώριζαν ότι τα πράγματα αλλάζουν, εκτιμούσαν ότι «οι σημερινές αλλαγές θα ξεπεραστούν». Κοντολογίς, πίστευαν ότι «το μέλλον θα είναι μια πανομοιότυπη συνέχεια του παρόντος» (σελ. 26). Αυτό συμβαίνει, διότι «οι περισσότεροι άνθρωποι –ακόμη και πολλοί μελλοντολόγοι– αντιλαμβάνονται το αύριο σαν μια απλή προέκταση του σήμερα, λησμονώντας ότι οι τάσεις, άσχετα με το πόσο ισχυρές και αν φαίνονται, δεν εξελίσσονται με ευθύγραμμο τρόπο. Φτάνουν σε κρίσιμα σημεία όπου και εκρήγνυνται σε νέα φαινόμενα. Αλλάζουν κατεύθυνση. Σταματάνε και ξαναξεκινάνε. Επειδή κάτι συμβαίνει τώρα, ή έχει συμβεί επί τριακόσια χρόνια, δεν είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να συμβαίνει» (σελ. 162).

Δυστυχώς, αυτό ακριβώς πιστεύουν ακόμη και τώρα εκατομμύρια “υπνωτισμένοι” πολίτες σε όλο τον πλανήτη, οι οποίοι βαυκαλίζονται με τον ευσεβή πόθο ότι η πανδημία του κορωνοϊού αργά ή γρήγορα θα τελειώσει και θα επανέλθουμε οιονεί αυτομάτως στην παλιά κανονικότητα.

Μια προσεκτική, όμως, θεώρηση όλων των μεταβολών που επέφερε ο κορωνοϊός, ακριβέστερα: τα υγειονομικά μέτρα καταπολέμησής του, δεν αφήνουν περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Οι κανόνες κοινωνικής απόστασης, η τοποθέτηση διαχωριστικών plexiglas, η κυριαρχία του πλαστικού χρήματος και εν γένει οι ψηφιακές συναλλαγές, η εξ αποστάσεως εργασία και εκπαίδευση, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η επικράτηση της εικονικής ζωής επί της πραγματικής, ο εθισμός του πολίτη να εγκλείεται τις περισσότερες ώρες της ημέρας μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού του (κατά τούτο, τα lockdown δεν είναι υγειονομικό προληπτικό μέτρο, αλλά βάναυση εκγύμναση για ένα νέο μοντέλο ζωής, δήθεν φιλικότερο προς το περιβάλλον, που όμως θα προκαλέσει μοιραία τον ιδρυματισμό και την κατάθλιψη εκατομμύριων ανθρώπων, ψυχικά κακοποιημένων και συνακόλουθα ευχερώς χειραγωγήσιμων), η πλήττουσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κυκλοφορία του πολίτη με μάσκα-φίμωτρο καθώς και η κραυγαλέα αντισυνταγματική υποχρέωση αποστολής SMS στις αρχές αποτελούν αντιπροσωπευτικές εκφάνσεις της προσπάθειας για αμετάκλητη μετάβαση της κοινωνίας μας από το Δεύτερο στο Τρίτο Κύμα και της διολίσθησης σε ένα μοντέλο αυταρχικού-ολοκληρωτικού κράτους με μηχανισμούς διαρκούς ηλεκτρονικής επιτήρησης. Ο κατά τον Τόφλερ “θαυμαστός νέος πολιτισμός” μοιάζει να είναι τόσο μόνιμος, όσο ήταν αντιστοίχως ο πολιτισμός που άλλαξε με την έλευση του Δεύτερου Κύματος. Ας θυμηθούμε κάποιες χαρακτηριστικές αλλαγές του Δεύτερου Κύματος:

«Άλλαξε τους ήχους στον χώρο, αντικαθιστώντας με τη σφυρίχτρα του εργοστασίου τον πετεινό, με το στρίγγλισμα των τροχών των αυτοκινήτων το ποδοβολητό των αλόγων. Φώτισε τη νύχτα, αυξάνοντας έτσι τις ώρες εργασίας. Πρόσφερε οπτικές εικόνες που κανένα μάτι δεν είχε δει ώς τότε – τη γη φωτογραφημένη από τον ουρανό ή σουρεαλιστικά μοντάζ στον κινηματογράφο ή βιολογικές μορφές που ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά από πανίσχυρα μικροσκόπια. Το άρωμα της βρεγμένης γης παραχώρησε τη θέση του στη μυρωδιά της βενζίνης. Η γεύση του κρέατος και των λαχανικών άλλαξαν. Όλο το τοπίο μεταμορφώθηκε» (σελ. 150).    

Κι όπως ακριβώς «το Δεύτερο Κύμα συνδύασε τον άνθρακα, τον χάλυβα, τον ηλεκτρισμό και τις σιδηροδρομικές μεταφορές για να παραγάγει αυτοκίνητα και χιλιάδες άλλα προϊόντα που άλλαξαν τη ζωή του ανθρώπου», ο Τόφλερ υπογραμμίζει ότι «η πραγματική επίδραση των νέων αλλαγών δεν θα γίνει αντιληπτή παρά μόνο όταν φθάσουμε στο στάδιο του συνδυασμού των νέων τεχνολογιών – συνδυάζοντας κομπιούτερς, ηλεκτρονικά, νέες ύλες από το διάστημα και τους ωκεανούς με τη γενετική, κι όλα αυτά, με τη σειρά τους, με τη νέα ενεργειακή βάση. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων θα δημιουργήσει μια νέα κατάσταση, που παρόμοιά της δεν γνώρισε ώς τώρα η ανθρωπότητα. Οικοδομούμε μια εντελώς νέα τεχνο-σφαίρα για ένα πολιτισμό του Τρίτου Κύματος» (σελ. 185).

Πάντως, όταν ο Τόφλερ έγραφε το εδώ παρουσιαζόμενο βιβλίο του, διευκρίνιζε ότι ο πολιτισμός του Τρίτου Κύματος βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακή ηλικία και προέβλεπε ότι, αν δοθούν οι απαραίτητοι αγώνες, «μπορεί να αποδειχθεί δημοκρατικότερος» από τον πολιτισμό του Δεύτερου Κύματος. Προηγουμένως, όμως, η ανθρωπότητα θα πρέπει να διέλθει μέσα από μία μεταβατική περίοδο που θα σημαδευτεί «από τρομερή κοινωνική αναταραχή, καθώς κι από άγριους οικονομικούς κλυδωνισμούς, τοπικές συγκρούσεις, αυτονομιστικές προσπάθειες, τεχνολογικές αναταραχές ή καταστροφές, πολιτικούς αναβρασμούς, βία και πολέμους. Μέσα σ’ ένα κλίμα αποσύνθεσης των θεσμών, θα κάνουν την εμφάνισή τους και ενδεχομένως θα επικρατήσουν αυταρχικοί δημαγωγοί και κινήματα. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν πρέπει ν’ αμφιβάλει για το αποτέλεσμα. Η σύγκρουση δύο πολιτισμών παρουσιάζει τεράστιους κινδύνους. Ωστόσο οι πιθανότητες δεν κλίνουν υπέρ μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, αλλά υπέρ μιας τελικής επιβίωσης» (σελ. 413/414). 

Το “προορατικό χάρισμα” του Τόφλερ σε σχέση με τους κινδύνους που εγκυμονεί η πλήρης επικράτηση του Τρίτου Κύματος επαληθεύεται περίτρανα στην υποενότητα του βιβλίου που έχει ως αντικείμενο την “γενετική βιομηχανία” (σελ. 182 επ.). Αναφερόμενος στην δυνατότητα της γενετικής να κατασκευάζει ζώντα υλικά και, ειδικότερα, “μεταλλοβόρα μικρόβια” που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξόρυξη μετάλλων από τους ωκεανούς, καταγράφει την δικαιολογημένη ανησυχία των επικριτών αυτής της εξέλιξης:

«Μιλάνε όχι για διαρροές πετρελαίου, αλλά για “διαρροές μικροβίων”, που θα προκαλέσουν επιδημίες και θ’ αποδεκατίσουν ολόκληρους πληθυσμούς. Ωστόσο, η δημιουργία και η τυχαία διαρροή μικροβίων αποτελεί τον ένα μόνο λόγο ανησυχίας. Σοβαροί και αξιοσέβαστοι επιστήμονες μιλάνε για πιθανότητες που συγκλονίζουν την ανθρώπινη φαντασία». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τόφλερ θέτει ένα σοκαριστικό ερώτημα: «Θα επιχειρήσουμε να εξοντώσουμε τα “κατώτερα” άτομα και ν’ αναθρέψουμε μια εκλεκτή φυλή;». Όπως συμπληρώνει ο ίδιος, «ο Χίτλερ το επιχείρησε, αλλά χωρίς το γενετικό οπλοστάσιο, που σύντομα θα ξεπηδήσει από τα εργαστήριά μας». Πόσο περίεργη σύμπτωση το ότι ο κορωνοϊός υπό μίαν έννοια φέρει την “σφραγίδα του Χίτλερ”, αφού κατά κανόνα εξολοθρεύει άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ή άτομα νεότερης ηλικίας που πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα!      

Σημειωτέον ότι ο Τόφλερ διατυπώνει μια περαιτέρω πρόβλεψη που μας φέρνει ακόμη πιο κοντά στην εποχή του κορωνοϊού: «Στον τομέα της υγείας, πολλές ασθένειες αθεράπευτες σήμερα, θα θεραπεύονται ή θα προλαμβάνονται – και νέες, ίσως χειρότερες, θα εμφανισθούν, λόγω απροσεξίας ή και σκοπιμότητας». «Σκεφθήτε», διεκρινίζει ο συγγραφέας, «τι θα μπορούσε να κάνει μια κερδοσκοπική εταιρία, αν δημιουργούσε και μυστικά διέδιδε κάποια νέα ασθένεια που μόνο αυτή θα ήξερε τη θεραπεία της. Ακόμη κι ένα απλό κρυολόγημα θα μπορούσε να δημιουργήσει μια τεράστια αγορά για την εταιρία που θα ήλεγχε μονοπωλιακά το κατάλληλο φάρμακο» (σελ. 184).

Σε ό,τι αφορά τις τεχνολογίες του Τρίτου Κύματος και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτήν, ο Τόφλερ απαριθμεί «τους κινδύνους της ηλεκτρονικής αιθαλομίχλης, της πληροφοριακής μόλυνσης, των συγκρούσεων στο διάστημα, της γενετικής διαρροής, της κλιματολογικής παρέμβασης κι αυτό που αποκαλείται “οικολογικός πόλεμος” – τη σκόπιμη πρόκληση σεισμών, παραδείγματος χάρη, με τη δημιουργία δονήσεων από απόσταση» (σελ. 186). Το χωρίο αυτό είναι εξίσου επίκαιρο, δεδομένου ότι κατά την διάρκεια της επιδημίας του κορωνοϊού, ιδίως δε τους τελευταίους μήνες, παρατηρείται έντονη σεισμική δραστηριότητα, το δε Διαδίκτυο κατακλύζεται από προβλέψεις περί ενός ισχυρότατου σεισμού που εκτιμάται ότι θα χτυπήσει την Ελλάδα.

Σε ό,τι αφορά την εξ αποστάσεως εκπαίδευση που εφαρμόσθηκε ήδη από την πρώτη επέλαση του κορωνοϊού, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει δεκτό ότι η προθέρμανση για την τελική επικράτησή της είχε γίνει ήδη από το Δεύτερο Κύμα με τα περίφημα “βιντεοπαιχνίδια”: οι σχετικές συσκευές μετέβαλλαν την οθόνη της τηλεόρασης «σε τραπέζι του πινγκ-πονγκ, σε πίστα χόκεϋ ή σε γήπεδο τέννις». Επρόκειτο για μια εξέλιξη που «αντιπροσωπεύει ένα κύμα κοινωνικής παιδείας, μια προκαταρκτική εκπαίδευση για τη ζωή μέσα στο […] ηλεκτρονικό περιβάλλον» (σελ. 202).

Στο 16ο Κεφάλαιο του βιβλίου του ο Τόφλερ εστιάζει τις προβλέψεις του στο “ηλεκτρονικό σπίτι”, προειδοποιώντας τους αναγνώστες του για μια «επανάσταση» που θα γίνει «και μέσα στα σπίτια μας». Η εξήγηση που δίνει γι’ αυτήν την εξέλιξη είναι η ακόλουθη:

«Εκτός από την ενθάρρυνση για μικρότερες εργασιακές μονάδες, εκτός από την προώθηση της αποκέντρωσης της παραγωγής, εκτός από τη μεταβολή του ίδιου του χαρακτήρα της δουλειάς, το νέο σύστημα παραγωγής μπορεί να βγάλει εκατομμύρια εργασιακές απασχολήσεις από τα εργοστάσια και τα γραφεία όπου τις ώθησε το Δεύτερο Κύμα και να τις μεταφέρει εκεί απ’ όπου αρχικά ξεκίνησαν: από το σπίτι. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι θεσμοί που γνωρίζουμε, από την οικογένεια ώς το σχολείο και την εταιρία, ίσως μεταμορφωθούν» (σελ. 235).

Ο Τόφλερ συμπληρώνει: «Σήμερα δεν χρειάζεται παρά μόνο θάρρος για να υποστηρίξει κανένας πως τα τεράστια εργοστάσια και τα πολυώροφα κτίρια γραφείων θα είναι σε μερικά χρόνια σχεδόν άδεια, καταδικασμένα να χρησιμεύουν σαν αποθήκες ή να μεταβληθούν σε κατοικίες. Κι όμως αυτό ακριβώς είναι που θα επιτύχει ο νέος τρόπος παραγωγής: την επάνοδο στην οικιακή βιομηχανία πάνω σε μια νέα, ανώτερη, ηλεκτρονική βάση και τη μετατροπή του σπιτιού σε κέντρο της κοινωνίας» (σελ. 235-236). Ο συγγραφέας επικαλείται εδώ την εκτίμηση του Πήτερ Τατλ, αντιπροέδρου της Όρθο Φαρμασέτικαλ Λίμιτεντ του Καναδά, σύμφωνα με τον οποίο το κρίσιμο ερώτημα δεν θα είναι «πόσοι θα έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν στο σπίτι», αλλά «πόσοι θα πρέπει να εργαστούν στο γραφείο ή το εργοστάσιο» (σελ. 238). Η προτροπή του Τόφλερ είναι η εξής: «Τοποθετήστε το κομπιούτερ σ’ ένα σπίτι, και όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να συγκεντρώνονται γύρω του» (σελ. 241).

Στο 25ο Κεφάλαιο που επιγράφεται “Η νέα ψυχο-σφαίρα”, ο συγγραφέας αφιερώνει μια μικρή ενότητα στην “Τηλεκοινότητα”, προφητεύοντας ότι «το ηλεκτρονικό σπίτι μπορεί ν’ αποδειχτεί η επιχείρηση του μέλλοντος». Θεωρεί, μάλιστα, ευκταία την εξέλιξη αυτή, στο πλαίσιο της οποίας η μετακίνηση θα αντικατασταθεί από την επικοινωνία (ό.π., σελ. 436-437).

Σε ό,τι αφορά τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι υπολογιστές στο Τρίτο Κύμα του πολιτισμού μας, ο Τόφλερ προβλέπει ότι «ο γιγάντιος κεντρικός ηλεκτρονικός εγκέφαλος με τα πολύπλοκα συστήματά του θ’ αντικατασταθεί από αναρίθμητα “ευφυή τμήματα”, εγκατεστημένα με τη μία ή την άλλη μορφή σε κάθε σπίτι, νοσοκομείο και ξενοδοχείο, κάθε αυτοκίνητο, κυριολεκτικά μέσα σε κάθε τούβλο. Το ηλεκτρονικό περιβάλλον θα συνομιλεί πραγματικά μαζί μας» (σελ. 415). Η πρόβλεψη αυτή  παραπέμπει έντονα στο διαδίκτυο των πραγμάτων (“internet of things”), έναν όρο που επινόησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο επιχειρηματίας Kevin Ashton. Ο Τόφλερ δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες εκείνων που συνέδεαν την εισβολή των κομπιούτερς στην κοινωνία ως κίνδυνο «παραπέρα αποπροσωποποίησης των ανθρώπινων σχέσεων». Αντιθέτως, πίστευε ότι «οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να πονάνε, να κλαίνε, να γελάνε, να διασκεδάζουν μεταξύ τους και να παίζουν – αλλά όλα αυτά θα τα κάνουν μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο» (σελ. 415/416).

Ολοκληρώνοντας αυτήν την κρίσιμη για την κατανόηση της εποχής που ζούμε βιβλιοπαρουσίαση, αξίζει να μεταφέρουμε κάποιες πρόσθετες επισημάνσεις του Τόφλερ. Προσπαθώντας να περιγράψει με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις επιμέρους μεταμορφώσεις που θα γνωρίσει ο πολιτισμός του Τρίτου Κύματος, εκτός εκείνων που παρουσιάσθηκαν ανωτέρω, προέβλεψε τα ακόλουθα:

– Θα δημιουργηθεί ένας τεράστιος οικονομικός τομέας που θα βασίζεται στην παραγωγή για ατομική χρήση κι όχι για ανταλλαγή, ενός τομέα που βασίζεται στην αντίληψη “φτιάξτο για τον εαυτό σου” κι όχι “φτιάξτο για την αγορά” (σελ. 419).

– Θα προκύψει «μια νέα σειρά θρησκειών, νέων αντιλήψεων της επιστήμης και νέων εικόνων της ανθρώπινης φύσης», και δη «σε μεγαλύτερη ποικιλία απ’ όσο ήταν δυνατό ή αναγκαίο στη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής» (σελ. 420).

– «Το έθνος δεν θ’ ασκεί πια την παλιά του επιρροή, ενώ άλλοι θεσμοί –από την πολυεθνική εταιρία ως την αυτόνομη γειτονιά ή ακόμη την πόλη-κράτος– θ’ αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία. Οι περιφέρειες θα αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη, καθώς οι εθνικές αγορές και οικονομίες θα καταρρέουν, αφού άλλωστε μερικές έχουν ξεπεράσει σε μέγεθος τις εθνικές αγορές και οικονομίες του παρελθόντος. […] Συνδυάζοντας όλα αυτά δεν θα προκύψει μια ενιαία παγκόσμια κυβέρνηση, αλλά ένα πυκνό δίκτυο νέων πολυεθνικών οργανώσεων» (σελ. 420).

Συνοψίζοντας το περίγραμμα του νέου τρόπου ζωής που θα επηρεάσει «όχι μόνο άτομα αλλά και τον ίδιο τον πλανήτη» (σελ. 421), ο Τόφλερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο νέος πολιτισμός που σκιαγραφείται εδώ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουτοπία», στο μέτρο που θα κλυδωνίζεται π.χ. από προβλήματα ατομικότητας και κοινωνικότητας, από πολιτικά προβλήματα, από προβλήματα δικαιοσύνης, ισότητας και ηθικής, αλλά και από προβλήματα σχετιζόμενα με τον νέο τύπο οικονομίας, τα οποία θα προκαλέσουν «αλληλοσυγκρουόμενα πάθη» (ό.π.). Κατά την εκτίμησή του όμως, ο πολιτισμός του Τρίτου Κύματος δεν θα μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως δυστοπία. Ειδικότερα: «Δεν [θα] αντιστοιχεί στο “1984” ούτε [θα ζωντανεύσει] ο “Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος”. Και τα δύο αυτά θαυμάσια βιβλία –και εκατοντάδες μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας– παρουσιάζουν ένα μέλλον βασισμένο σε εξαιρετικά συγκεντρωτικές, γραφειοκρατικές και τυποποιημένες κοινωνίες, όπου έχουν εκλείψει οι ατομικές διαφορές. Αυτή τη στιγμή κατευθυνόμαστε προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση».

Ζώντας εμείς σήμερα εν έτει 2021, δηλ. 41 χρόνια μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, γνωρίζουμε ότι κάποιες από τις προαναφερθείσες προβλέψεις δεν έχουν επαληθευτεί. Σε ό,τι αφορά δε την θέση του συγγραφέως ότι τα δυστοπικά μυθιστορήματα των Χάξλεϋ και Όργουελ δεν ανταποκρίνονται στην τρέχουσα πραγματικότητα και ότι η πορεία που ακολουθούσε ο κόσμος το έτος συγγραφής του βιβλίου του, δηλ. το 1980, οδηγούσε προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, δεν επαληθεύτηκε, αφού η παγκόσμια υγειονομική τυραννία, που έχει επιβληθεί σε όλους τους λαούς κατά τρόπον αξιοπερίεργα συντονισμένο, χαρακτηρίζεται το μεν από το “οργουελικό μαστίγιο” του “1984”, το δε από το “χαξλεϊκό καρότο” του “Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου”. Καίτοι διαφορετική η εκκίνησή τους, ο στόχος τους είναι κοινός: Να υποταχθούν πλήρως οι πολίτες στις βουλές του ολοκληρωτικού καθεστώτος που επιτάσσει ομοιόμορφη συμπεριφορά, αγαπώντας τελικώς τον βασανιστή ή τον (δήθεν) προστάτη τους. Το κράμα, λοιπόν, αυτών των δύο κυβερνητικών μοντέλων μάς δίνει το δικαίωμα να μιλάμε για “δυστοπία Χάξγουελ”.

Πάντως, η εκδοχή να αστοχήσει η “προφητεία” του είχε προβλεφθεί από τον ίδιο τον Τόφλερ: Παραδεχόμενος αφ’ ενός ότι δεν μπορούμε να βρούμε “την” αιτία του Τρίτου Κύματος με την έννοια του συγκεκριμένου και ανεξάρτητου κρίκου που συνδέει την αλυσίδα των εξελίξεων και αναγνωρίζοντας αφ’ ετέρου την περιπλοκότητά της, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει «ο πολιτισμός του Τρίτου Κύματος που περιγράψαμε να θεωρείται σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα» (σελ. 423), διότι «οι οποιεσδήποτε δυνάμεις μπορεί να μεταβάλουν τη σημερινή πορεία». Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγει τον πόλεμο, την οικονομική κατάρρευση αλλά και μία οικολογική καταστροφή (σελ. 424).

Η σύντομη αυτή βιβλιοπαρουσίαση αξίζει να κλείσει με μια παρομοίωση που μεταφέρει ο Τόφλερ αναφερόμενος στα λόγια ενός Αμερικανού τηλεπαρουσιαστή: «Αυτή τη στιγμή νιώθω πως το κράτος είναι μια άμαξα που τ’ άλογά της έχουν αφηνιάσει και κάποιος προσπαθεί να τραβήξει τα χαλινάρια, αλλά τα άλογα δεν υπακούουν».

Με τέτοια, λοιπόν, αφηνιασμένα άλογα μοιάζουν οι σημερινοί παγκόσμιοι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης που φαίνεται ότι έχουν και τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους. Ο ξέφρενος αυτός ρυθμός προδίδει την ταυτότητα εκείνου που βρίσκεται κρυμμένος ως “αόρατος μαριονετίστας” πίσω από τις “υγειονομικές μαριονέτες”: πρόκειται για τον Βελίαλ, ένα από τα «αγαπημένα βίτσια» του οποίου είναι ακριβώς «η ανυπομονησία» (Χάξλεϋ, Ο πίθηκος και η ουσία, μτφ.: Ν. Αλεξίου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1986, σελ. 123).

Ταυτοχρόνως, όμως, εξαιτίας του ξέφρενου ρυθμού που στοχεύει στην μεταμόρφωση της κοινωνίας μας, θα είναι μάλλον αναπόφευκτη μια μεγάλη σύγκρουση. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Τόφλερ σε ένα μεταγενέστερο βιβλίο του με τίτλο “Πόλεμος και αντιπόλεμος” (μτφ.: Ερ. Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 37): «Επειδή οι μαζικές αλλαγές στην κοινωνία δεν μπορούν να επέλθουν χωρίς σύγκρουση, πιστεύουμε ότι η μεταφορική απεικόνιση της ιστορίας σαν “κύματα” αλλαγής είναι περισσότερο δυναμική και αποκαλυπτική από την αναφορά σε μια μετάβαση σε “μετανεωτερισμό”. Τα κύματα περιέχουν δυναμική. Όταν τα κύματα συγκρούονται το ένα με τ’ άλλο, συγκρούονται ολόκληροι πολιτισμοί. Κι αυτό φωτίζει καταστάσεις που διαφορετικά θα φάνταζαν παράλογες στον σημερινό κόσμο».  

Προσοχή: Σε αυτό το μεταγενέστερο βιβλίο του, ο Τόφλερ καταγράφει τα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν από την επέλαση του Δεύτερου Κύματος πολιτισμού, δηλ. της Βιομηχανικής Επανάστασης:

«Οι χωρικοί άρχισαν να μετακινούνται στις πόλεις. Τολμηρές νέες ιδέες άρχισαν να κυκλοφορούν – η ιδέα της προόδου, το περίεργο δόγμα των ατομικών δικαιωμάτων, η άποψη του Ρουσώ για ένα κοινωνικό συμβόλαιο, ο απομονωτισμός, ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους και η νεωτερίστικη ιδέα πως οι ηγέτες θα’ πρεπε να επιλέγονται από τη λαϊκή βούληση και όχι με θείο δικαίωμα. Αποτέλεσμα πολλών από τις αλλαγές αυτές ήταν ένας νέος τρόπος δημιουργίας πλούτου – η βιομηχανική παραγωγή. Και σύντομα πολλά διαφορετικά στοιχεία συνέβαλαν ώστε να διαμορφωθεί ένα σύστημα: μαζική παραγωγή, μαζική κατανάλωση, μαζική εκπαίδευση, μαζικά μέσα ενημέρωσης, όλα αυτά συνδυάστηκαν και υπηρετήθηκαν από ειδικούς θεσμούς – σχολεία, επιχειρήσεις και πολιτικά κόμματα. Ακόμη και η δομή της οικογένειας μεταβλήθηκε από το μεγάλο, αγροτικού τύπου νοικοκυριό, στο οποίο ζούσαν μαζί διαφορετικές γενιές, στη μικρή οικογένεια, που χαρακτηρίζει τις βιομηχανικές κοινωνίες».

Και καταλήγει ο Τόφλερ: «Η ζωή πρέπει να φάνηκε χαοτική στους ανθρώπους που έζησαν την εμπειρία αυτών των πολλών αλλαγών. Ωστόσο οι αλλαγές αυτές συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους. Αποτελούσαν απλά βήματα προς την πλήρη εξέλιξη αυτού που φθάσαμε ν’ αποκαλούμε σύγχρονη κοινωνία – μαζική, βιομηχανική κοινωνία, πολιτισμό του Δεύτερου Κύματος. Ο νέος αυτές πολιτισμός εισέβαλε δυναμικά στην ιστορία στη Δυτική Ευρώπη, συναντώντας άγρια αντίδραση σε κάθε βήμα του».

Παρότι οι θιασώτες, ακριβέστερα: οι υπηρέτες της Νέας Εποχής, άλλως: της Νέας Τάξης Πραγμάτων, έχουν προεξοφλήσει ότι με την άφιξη του –“θεόσταλτου γι’ αυτούς”– κορωνοϊού μπήκε ταφόπλακα στην εποχή που ονομάσθηκε από τον Τόφλερ Δεύτερο Κύμα (βλ. ιδίως το αφιέρωμα του περιοδικού “Συνήγορος” με τίτλο “Επανεκκίνηση ή Νέα Εποχή; – Τι απαντούν στο ερώτημα οι Νομικοί”, Έτος 24ο, Τεύχ. 142, 2020, σελ. 17 επ. και ειδικότερα την θέση του Ευ. Βενιζέλου ότι «δεν υπάρχει επάνοδος στην προ πανδημίας εποχή. Η πανδημία συνιστά τομή»), οι ραγδαίες και ριζοσπαστικές μεταβολές του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας που επιβλήθηκαν εν μια νυκτί στους αιφνδιασμένους πολίτες θα έχουν την ίδια τύχη με τις αντίστοιχες που διαδέχθηκαν το Πρώτο Κύμα πολιτισμού: καθότι χαοτικές, θα συναντήσουν την άγρια αντίδραση όλων εκείνων που δεν αποτελούν τα πλοκάμια της σκοτεινής και τυραννικής Νέας Τάξης Πραγμάτων, αλλά ενεργούν ως φωτεινοί θεματοφύλακες της αυταξίας και της ελευθερίας του ανθρώπου.

Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν μέσα σε μία νύχτα με το πρόσχημα μιας “πανδημίας”. Πόσω μάλλον όταν τα plexiglas, το πλαστικό χρήμα και οι μάσκες, δηλ. τα τρία εμβληματικά στοιχεία της Νέας Εποχής, είναι φτιαγμένα από ευτελή και ως εκ τούτου μη ανθεκτικά υλικά. Η απόπειρα των νεοεποχιτών διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης να θυσιάσουν στον βωμό της απεριόριστης αλλά όχι αυθεντικής ηλεκτρονικής επικοινωνίας την χαρά της ελεύθερης μετακίνησης που από την φύση του αισθάνεται ο άνθρωπος, θα αποτύχει οικτρά. Η επικράτηση του ενός πόλου, δηλ. της επικοινωνίας, εις βάρος του άλλου, δηλ. της ελεύθερης μετακίνησης, η οποία σχεδιάζεται να συρρικνωθεί στο έπακρο, αν όχι να εκμηδενισθεί (σε αυτό αποσκοπεί και η παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων), δεν έχει ιστορικό προηγούμενο και γι’ αυτό θα ακυρωθεί εκ των πραγμάτων: από την φυσική ανάγκη κάθε ανθρώπου, σε όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκεται, για μια αληθινή, ζεστή, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τα επιτεύγματα της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο υγειονομικός τρόμος είναι καταδικασμένος να έχει ημερομηνία λήξεως και τότε θα δώσει την θέση του στην οργή του λαού ή στην φωνή του λαού και στην οργή του Θεού!