ΤΟ ΑΓΙΟ ΜΥΡΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Ἰ­ω­άν­νη Ἐλ. Σι­δη­ρᾶ

Θε­ο­λό­γου – Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ – Νο­μι­κοῦ

Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος Α΄ κα­θα­γι­ά­ζει γιά τρί­τη φο­ρά στήν Πα­τρι­αρ­χεῖ­α του Ἅ­γι­ο Μύρο κα­τά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα τοῦ 2012.

 

Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος Α΄ κα­τά τόν ἐν­θρο­νι­στή­ρι­ο λό­γο του (2 Νο­εμ­βρί­ου 1991) εἶ­χε δη­λώ­σει τόν κα­θα­γι­α­σμό νέ­ας πο­σό­τη­τος Ἁ­γί­ου Μύρου κα­τά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα τοῦ 1992 καί μέ δι­κή του πρω­το­βου­λί­α ἐ­ξε­δό­θη καί κυ­κλο­φό­ρη­σε κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς τοῦ 1992 ἕ­να πο­λύ ἀ­ξι­ό­λο­γο ἀ­φι­ε­ρω­μα­τι­κό τευ­χί­δι­ο, στό ὁ­ποῖ­ο κα­τα­γρά­φε­ται ἕ­να σύν­το­μο ἱ­στο­ρι­κό ση­με­ί­ω­μα πού ἀ­φο­ρᾶ τό Ἅ­γι­ο Μύρο κα­θώς καί ἡ Ἱ­ε­ρά Ἀ­κο­λου­θί­α Κα­θα­γι­α­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου, ἡ ὁ­πο­ί­α ἄρ­χε­ται τήν Κυ­ρι­α­κή τῶν Βα­ΐ­ων καί πε­ρα­τοῦ­ται τήν Ἁ­γί­α καί Μέγάλη Πέμπτη στό πάν­σε­πτο Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.

Ἐ­κεῖ­νο τό σύν­το­μο ἱ­στο­ρι­κό ση­με­ί­ω­μα πε­ρί τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­παυ­ξη­μέ­νο καί μέ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α ἀ­πό τόν γρά­φον­τα, ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη κατ᾿ Ἀ­να­το­λάς Ἐκ­κλη­σί­α, τό Ἅ­γι­ο Μύρο κα­θα­γι­ά­ζε­ται γιά νά χρη­σι­με­ύ­σει κα­τά τήν τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Χρί­σμα­τος ὡς ὁ­ρα­τό ση­μεῖ­ο τῆς με­τα­δό­σε­ως τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Ἁ­γί­ου καί τε­λε­ταρ­χι­κοῦ Πνε­ύ­μα­τος πρός το­ύς Βα­πτι­ζο­μέ­νους.

Κα­τά το­ύς πρώ­τους χρό­νους τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ἡ με­τά­δο­ση τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Πα­να­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος πρός το­ύς βα­πτι­ζο­μέ­νους γι­νό­ταν ὑ­πό τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων διά τῆς «ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν», ὅ­πως πε­ρι­γρά­φε­ται μέ σα­φή­νει­α στό σχε­τι­κό χω­ρί­ο τῶν «Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων», ὅ­που ἀ­να­φέ­ρε­ται: «Ἀ­κο­ύ­σαν­τες δέ οἱ ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις Ἀ­πό­στο­λοι ὅ­τι δέ­δε­κται ἡ Σα­μά­ρει­α τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πέ­στει­λαν πρός αὐ­το­ύς τόν Πέτρον καί Ἰ­ω­άν­νην∙ οἵ­τι­νες κα­τα­βάν­τες προ­ση­ύ­ξαν­το πε­ρί αὐ­τῶν ὅ­πως λά­βω­σι Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον∙ οὕ­πω γάρ ἥν ἐπ᾿ οὐ­δε­νί αὐ­τῶν ἐ­πι­πε­πτω­κός, μό­νον δέ βε­βα­πτι­σμέ­νοι ὑ­πῆρ­χον εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ. Τότε ἐ­πε­τί­θουν τάς χεῖ­ρας ἐπ᾿ αὐ­το­ύς, καί ἐ­λάμ­βα­νον Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον». (Πράξ. 8, 14-17).

Ὅ­ταν ὅ­μως οἱ ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­ες ἐ­πλη­θύν­θη­σαν καί ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν βα­πτι­ζο­μέ­νων αὐ­ξή­θη­κε σο­βα­ρῶς, ὥ­στε νά κα­θί­στα­ται ἀ­δύ­να­τη ἡ «δι᾿ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν» τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων με­τά­δο­ση τῶν χα­ρι­σμά­των σέ τό­σους πο­λυ­α­ρίθ­μους Βα­πτι­ζο­μέ­νους, εἰ­σή­χθη στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ «δι᾿ ἁ­γί­ου Μύρου χρί­σις» (χρί­σμα), ἡ ὁ­πο­ί­α ὡς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στι­κή πρα­κτι­κή ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε πλή­ρως τήν «δι᾿ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν» με­τά­δο­ση τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος. Πάντως, τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὁ­τι ἡ ἀν­τι­κα­τά­στα­ση αὐ­τή ἔ­λα­βε χώ­ρα κα­τά τήν λε­γο­μέ­νη πε­ρί­ο­δο τῶν Ἀ­πο­στο­λι­κῶν χρό­νων, ὅ­πως συγ­κε­κρι­μέ­να κα­τα­γρά­φει ὁ Ἅ­γι­ος Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης: «Ἀντί γάρ τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ­το δέ­δο­ται ὑ­πό τῶν Ἀ­πο­στό­λων τοῖς ἐν Χρι­στῷ Βα­πτι­ζο­μέ­νοις».

Ἡ χρή­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἰ­σή­χθη κα­τά μί­μη­ση σχε­τι­κῆς πρά­ξε­ως στήν Πα­λαιά Δι­α­θή­κη: «Καί ἐ­λά­λη­σε Κύριος πρός Μω­ϋ­σῆν λέ­γων∙ καί σύ λά­βε ἡ­δύ­σμα­τα τό ἄν­θος σμύρ­νης ἐ­κλε­κτῆς πεν­τα­κο­σί­ους σί­κλους καί κιν­να­μώ­μου εὐ­ώ­δους τό ἥ­μι­συ το­ύ­του δι­α­κο­σί­ους πεν­τή­κον­τα καί κα­λά­μου εὐ­ώ­δους δι­α­κο­σί­ους πεν­τή­κον­τα καί ἵ­ρε­ως πεν­τα­κο­σί­ους σί­κλους τοῦ ἁ­γί­ου καί ἔ­λαι­ον ἐξ ἐ­λαι­ῶν εἶν καί ποι­ή­σεις αὐ­τό ἔ­λαι­ον χρί­σμα ἅ­γι­ον, μύ­ρον μυ­ρε­ψι­κόν τέ­χνη μυ­ρε­ψοῦ. Ἔ­λαι­ον χρί­σμα ἅ­γι­ον ἔ­σται». (Ἐξ. 30, 22-25).

Στό δι­ά­βα τῶν αἰ­ώ­νων, πε­ρί τοῦ ἁ­γί­ου Μύ­ρου ἀ­παν­τῶν­ται καί οἱ ἑ­ξῆς ὀ­νο­μα­σί­ες: «ἔ­λαι­ον εὐ­χα­ρι­στί­ας», «ἔ­λαι­ον χρί­σε­ως», «χρί­σμα», «χρί­σμα εὐ­χα­ρι­στί­ας», «χρί­σμα ἐ­που­ρά­νι­ον», «μυ­στι­κόν χρί­σμα», «μύ­ρον», «Θεῖ­ον μύ­ρον», «μύ­ρον μυ­στι­κόν», «μέ­γα μύ­ρον», «ἅ­γι­ον καί μέ­γα μύ­ρον». Σήμερα, γε­νι­κῶς χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὁ ὅ­ρος «Ἅ­γι­ον Μύρον».

Τό Ἅ­γι­ο Μύρο ἑ­τοι­μά­ζε­ται ἐξ ἐ­λα­ί­ου, οἴ­νου καί ἄλ­λων εὐ­ω­δῶν οὐ­σι­ῶν, τά ὁ­ποῖ­α συμ­βο­λί­ζουν τά ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος τῶν ὁ­πο­ί­ων δέ­κτης κα­θί­στα­ται ὁ χρι­ό­με­νος Χρι­στι­α­νός. Ἡ πα­λαι­ο­τέ­ρα ἱ­στο­ρι­κή πη­γή «πε­ρί τῆς ὕ­λης τοῦ μύ­ρου» καί ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος κα­τά­λο­γος τῶν πρός πα­ρα­σκευή καί ἔ­ψη­ση αὐ­τοῦ χρη­σι­μο­ποι­ου­μέ­νων συ­στα­τι­κῶν, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­σώ­ζε­ται μέ­χρι καί σή­με­ρα, ἀ­νά­γε­ται στό Η΄ αἰ­ῶ­να. Βέβαια, στό δι­ά­βα τῶν αἰ­ώ­νων ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν συ­στα­τι­κῶν εἰ­δῶν ποι­κίλ­λει ἀ­πό ἐ­πο­χή σέ ἐ­πο­χή. Στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ὑ­φί­στα­ται ἐ­πί­ση­μος «Κα­τά­λο­γος τῶν εἰ­δῶν τῶν ἀ­ρω­μά­των μέ τά ὁ­ποῖ­α συν­τί­θε­ται τό Ἅ­γι­ο Μύρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ριθ­μεῖ 57 εἴ­δη.

Πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τόν τρό­πο ἐ­ψή­σε­ως ἤ κα­θα­γι­α­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου κα­τά το­ύς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ἐλ­λε­ί­πουν παν­τε­λῶς. Ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη σχε­τι­κή πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἱπ­πο­λύ­του. Νε­ώ­τε­ρες δι­α­τά­ξεις πε­ρί κα­θα­γι­α­σμοῦ τοῦ Ἁγί­ου Μύρου πε­ρι­ε­λή­φθη­σαν στό ἐν χρή­σει ἔν­τυ­πο Με­γά­λο Εὐ­χο­λό­γι­ο καί στό Εὐ­χο­λό­γι­ο τοῦ Γκό­αρ. Στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο κα­τά τόν ΙΘ΄ αἰ­ῶ­να καί στίς ἀρ­χές τοῦ πα­ρόν­τος αἰ­ῶ­νος κα­τε­βλή­θη­σαν ἰ­δι­α­ί­τε­ρες προ­σπά­θει­ες πρός ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τῆς μέ­χρι τό­τε ἐν χρή­σει δι­α­τά­ξε­ως καί ἀ­κο­λου­θί­ας κα­θα­γι­α­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου κα­θώς καί ἀ­να­συν­τά­ξε­ως νέ­ας ἀ­κο­λου­θί­ας κα­θα­γι­α­σμοῦ. Σχε­τι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες ἐ­ξε­δό­θη­σαν ἐν­τύ­πως κα­τά τά ἔ­τη 1890, 1912 καί 1960.

Σύμφωνα πρός τήν ἀ­κο­λου­θο­ύ­με­νη στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τυ­πι­κή δι­ά­τα­ξη πα­ρα­σκευ­ῆς καί κα­θα­γι­α­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου, κα­τά τήν Κυ­ρι­α­κή τῶν Βα­ΐ­ων, ὁ Πα­τρι­άρ­χης, με­τά τήν Δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­λο­γεῖ τόν Ἄρ­χον­τα Μυ­ρε­ψό (ἐ­πι­κε­φα­λής τοῦ Σώματος τῶν λα­ϊ­κῶν μυ­ρε­ψῶν) καί αὐ­το­ύς πού θά συ­νερ­γή­σουν στήν ἔ­ψη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου καί ὡς μυ­ρε­ψοί φέ­ρουν λευ­κο­ύς πο­δή­ρεις χι­τῶ­νας, καί ἐ­πι­θέ­τει στόν Ἄρ­χον­τα Μυ­ρε­ψό τό ἐκ λευ­κῆς με­τά­ξης λέν­τι­ο.

Τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, με­τά τήν Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α τῶν Προ­η­γι­α­σμέ­νων, ὁ Πα­τρι­άρ­χης, ὁ­δευ­ό­με­νος ἀ­πό το­ύς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τά μέ­λη τῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς αὐ­λῆς, προ­σέρ­χε­ται στό ρεπισμένο Κου­βο­ύ­κλι­ο (Μυ­ρο­φυ­λά­κι­ο), τό ὁ­ποῖ­ο εὑ­ρί­σκε­ται πλη­σί­ον τοῦ παν­σέ­πτου Πα­τρι­αρ­χι­κοῦ να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Τρο­παι­ο­φό­ρου, ὅ­που εὑ­ρί­σκον­ται οἱ πρός ἔ­ψη­ση τοῦ Ἁγί­ου Μύρου λέ­βη­τες, καί εὐ­λο­γεῖ τήν ἔ­ναρ­ξη τοῦ κύ­κλου τῶν ἱε­ρῶν τε­λε­τῶν γιά τόν κα­θα­γι­α­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου διά τῆς τε­λέ­σε­ως ἁ­γι­α­σμοῦ. Ἀ­κο­λο­ύ­θως ραν­τί­ζει μέ τό ἁ­γι­α­σμέ­νο ὕ­δωρ (ἁ­γι­α­σμό) τά πα­ρα­σκευ­α­σθέν­τα ὑ­λι­κά καί τά πρός χρή­ση σκε­ύ­η καί το­ύς λέ­βη­τες. Τό ἴ­δι­ο πράτ­τει καί μέ τό δο­χεῖ­ο τοῦ οἴ­νου. Ἔ­πει­τα λαμ­βά­νει τό κά­νι­στρο τῶν ἀ­ρω­μά­των καί τῶν ἀν­θέ­ων καί ρί­πτει ἐξ αὐ­τῶν ἐν­τός τῶν λε­βή­των, εὐ­λο­γόν­τας τό κα­θέ­να ἀ­πό τά συγ­κε­κρι­μέ­να συ­στα­τι­κά εἴ­δη «Εἰς τό ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱ­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος». Ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ, κρα­τών­τας ἀ­ναμ­μέ­νη λαμ­πά­δα ἅ­πτει σέ κα­θέ­να λέ­βη­τα τά τε­θει­μέ­να τε­μά­χι­α πα­λαι­ῶν ἱε­ρῶν εἰ­κό­νων, πού εἶ­ναι με­μιγ­μέ­να με­τά φρυ­γά­νων. Ἀ­κο­λο­ύ­θως, ὁ Πα­τρι­άρ­χης ἀ­να­γι­νώ­σκει κά­ποι­α κε­φά­λαι­α ἐκ τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τό ἴ­δι­ο πράτ­τουν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ Ἱ­ε­ρεῖς καί οἱ Δι­ά­κο­νοι. Ἡ τά­ξη αὐ­τή τῶν ἀ­να­γνω­σμά­των ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ καθ᾿ ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Μ. Δευ­τέ­ρας, Μ. Τρί­της καί Μ. Τε­τάρ­της. Στό με­τα­ξύ, ὁ Ἄρ­χων Μυ­ρε­ψός καί οἱ τε­ταγ­μέ­νοι «Κο­σμή­το­ρες Μυ­ρε­ψοί» ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά ἀ­να­δε­ύ­ουν μέ εὐ­λά­βει­α καί προ­σο­χή τό ἔ­λαι­ο, τόν οἶ­νο, τά ἄν­θη καί τά ἀ­ρώ­μα­τα πού εὑ­ρί­σκον­ται μέ­σα στούς­ λέ­βη­τες.

Τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Τρί­τη, με­τά τήν Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α τῶν Προ­η­γι­α­σμέ­νων, ὁ Πα­τρι­άρ­χης προ­σέρ­χε­ται καί πά­λι στό Μυ­ρο­φυ­λά­κι­ο, ὅ­που ψάλ­λε­ται ὁ Μι­κρός Πα­ρα­κλη­τι­κός Κα­νό­νας τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου καί μνη­μο­νε­ύ­ει τά ὀ­νό­μα­τα ὅ­λων ἐ­κε­ί­νων οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σφέ­ρουν τά συ­στα­τι­κά εἴ­δη, τά χρή­μα­τα καί τήν προ­σω­πι­κή τους ἐρ­γα­σί­α γιά τήν πα­ρα­σκευή τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου. Με­τά τό πέ­ρας τῆς Μι­κρᾶς Πα­ρα­κλή­σε­ως καί τῆς Μνη­μο­νεύ­σε­ως τῶν ὀ­νο­μά­των, ὁ Πα­τρι­άρ­χης ἐμ­βάλ­λει στο­ύς λέ­βη­τες καί τόν ὑ­πό­λοι­πο οἶ­νο, τό ἔ­λαι­ο, τά ἀ­ρώ­μα­τα καί τά ἄν­θη. Ἔ­πει­τα δέ ἀρ­χί­ζει ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν Ἱ­ε­ρῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, ὅ­πως καί κα­τά τήν προ­η­γο­ύ­με­νη ἡ­μέ­ρα.

Τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Τε­τάρ­τη, με­τά τήν Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α τῶν Προ­η­γι­α­σμέ­νων, ὁ Πα­τρι­άρ­χης προ­σέρ­χε­ται καί πά­λι στό Μυ­ρο­φυ­λά­κι­ο καί με­τά ἀ­πό σύν­το­μη Ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α, ἐμ­βάλ­λει στο­ύς λέ­βη­τες τό ρο­δέ­λαι­ο καί τόν μό­σχο καί τά ὑ­πό­λοι­πα εὐ­ώ­δη ἔ­λαι­α. Ἐν­τός τῆς ἡ­μέ­ρας συν­τε­λεῖ­ται ἡ «ἔ­ψη­σις» τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου καί προ­πα­ρα­σκευή πάν­των τῶν σχε­τι­κῶν. Ὑ­πό τῶν Κο­σμη­τό­ρων Μυ­ρε­ψῶν ἐκ­κε­νοῦ­ται ἀ­πό το­ύς λέ­βη­τες τό ἐ­ψη­μέ­νο Μύρο στά προ­ε­τοι­μα­σμέ­να δο­χεῖ­α, ἀ­φοῦ ἔ­χει ἀ­πο­στα­χθεῖ καί κα­θαρ­θεῖ, καί στή συ­νέ­χει­α τί­θε­ται καί πά­λι στο­ύς κε­κα­θαρ­μέ­νους ἐ­πι­με­λῶς λέ­βη­τες, «τῆς ὑ­πο­στάθ­μης φυ­λασ­σο­μέ­νης χά­ριν τῶν εὐ­λα­βῶν Χρι­στι­α­νῶν». Ἔ­πει­τα ὁ Πα­τρι­άρ­χης εἰ­σέρ­χε­ται καί πά­λι στό Μυ­ρο­φυ­λά­κι­ο καί ἐγ­χέ­ει τά εὐ­ώ­δη ἔ­λαι­α. Ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν Ἱ­ε­ρῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων μέ­χρι καί τήν ὥ­ρα τοῦ Με­γά­λου Εὐ­χε­λα­ί­ου.

Τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Πέμπτη, τήν πρω­ΐ­α, με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ Ὄρ­θρου στό Πα­τρι­αρ­χι­κό Πα­ρεκ­κλή­σι­ο τοῦ Ἁ­γίου Ἀν­δρέ­ου, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πό τήν προ­η­γου­μέ­νη ἡ­μέ­ρα με­τα­φερ­θέν­τα πα­ρα­μέ­νουν τά δο­χεῖ­α τοῦ ἐ­ψη­μέ­νου Μύρου, καί ἀ­φοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ ἀμ­φί­ε­ση τοῦ Πα­τρι­άρ­χου καί τῶν Ἁ­γί­ων Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, ἄρ­χε­ται, ἐν λι­τα­νε­ί­ᾳ, ἠ­χο­ύν­των τῶν Πα­τρι­αρ­χι­κῶν κω­δώ­νων, ἡ πρός τόν πάν­σε­πτο Πα­τρι­αρ­χι­κό ναό κά­θο­δος ἐκ τοῦ Πα­τρι­αρ­χι­κοῦ Οἴ­κου. Κα­τά τήν κά­θο­δο ὁ Πα­τρι­άρ­χης κρα­τεῖ μι­κρά μυ­ρο­θή­κη, ὁ Α΄ τῇ τά­ξει Ἀρ­χι­ε­ρε­ύς ἀ­λά­βα­στρο, τό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­έ­χει Προ­η­γι­α­σμέ­νο Ἅ­γι­ο Μύρο (Ἅ­γι­ο Μύρο ἀ­πό προ­γε­νέ­στε­ρο κα­θα­γι­α­σμό), ὁ Β΄ τῇ τά­ξει Ἀρ­χι­ε­ρεύς­ ἀ­λά­βα­στρο, στό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­έ­χε­ται Μύρο, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κό­μη δέν κα­θα­γι­ά­σθει. Οἱ λοι­ποί Ἀρ­χι­ε­ρεῖς κρα­τοῦν μι­κρά ἀρ­γυ­ρά δο­χεῖ­α, τά ὁ­ποῖ­α πε­ρι­έ­χουν Μύρο ἐκ τοῦ πρός κα­θα­γι­α­σμό πα­ρα­σκευ­α­σθέν­τος. Εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρις Ἀρ­χι­μαν­δρί­τες κρα­τοῦν, ἔν­θεν καί ἔν­θεν, τά δώ­δε­κα με­γά­λα ἀρ­γυ­ρά δο­χεῖ­α, τά ὁ­ποῖ­α πε­ρι­έ­χουν τό πρός κα­θα­γι­α­σμό Μύρο. Το­πο­θε­τοῦν­ται πέ­ριξ τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης. Τά μι­κρά ἀρ­γυ­ρά δο­χεῖ­α το­πο­θε­τοῦν­ται ἐ­πί εὐ­πρε­πι­σμέ­νης τρα­πέ­ζης ὄ­πι­σθεν τῆς Ἁγί­ας Τρα­πέ­ζης, ἐ­νῶ τά δύ­ο ἀ­λά­βα­στρα τί­θεν­ται ἐ­πί τῆς Ἁ­γί­ας Προ­θέ­σε­ως, καί με­τά τήν Με­γά­λη Εἴ­σο­δο ὁ Πα­τρι­άρ­χης θέ­τει τά δύ­ο ἀ­λά­βα­στρα ἐ­πί τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης.

Πε­ρί τό πέ­ρας τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας καί με­τά τήν ἐκ­φώ­νη­ση «Καί ἔ­σται τά ἐ­λέ­η τοῦ Με­γά­λου Θε­οῦ», σέ γο­νυ­κλι­σί­α τοῦ συμ­προ­σευ­χο­μέ­νου λα­οῦ, ὁ Πα­τρι­άρ­χης κα­θα­γι­ά­ζει τό Ἅ­γι­ο Μύρο ἀ­να­γι­νώ­σκον­τας τίς εἰ­δι­κές εὐ­χές πού προ­βλέ­πον­ται στήν τυ­πι­κή δι­ά­τα­ξη. Με­τά τό πέ­ρας τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας, κα­τά τήν ἰ­δί­α τά­ξη καί ἐν λι­τα­νε­ί­ᾳ με­τα­φέ­ρε­ται τό κα­θα­γι­α­σμέ­νο Ἅ­γι­ο Μύρο ἀ­πό τόν Πα­τρι­αρ­χι­κό ναό στό Πα­τρι­αρ­χι­κό Μυ­ρο­φυ­λά­κι­ο, ὅ­που ὁ Πα­τρι­άρ­χης πρῶ­τος ἐγ­χέ­ει «ἐν τοῖς πί­θοις» τό Ἅ­γι­ο Μύρο πού πε­ρι­έ­χε­ται στά μι­κρά ἀρ­γυ­ρά δο­χεῖ­α καί ἔ­πει­τα οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι τό κα­θα­γι­α­σμέ­νο Μύρο ἀ­πό τά με­γά­λα ἀρ­γυ­ρά δο­χεῖ­α. Γίνεται ἡ ἀ­πό­λυ­ση καί ἡ ὅ­λη τε­λε­τή ἐ­πι­σφρα­γί­ζε­ται μέ τό πο­λυ­χρό­νι­ο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου.

Ὁ Κα­θα­γι­α­σμός τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου τε­λεῖ­ται μό­νον ὑ­πό τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί πο­τέ ἀ­πό το­ύς Πρε­σβυ­τέ­ρους. Ἡ ἐν προ­κει­μέ­νῳ πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι στα­θε­ρά καί ὁ­μό­φω­νη. Προ­ϊ­όν­τος ὅ­μως τοῦ χρό­νου, ἐ­νῶ ἡ πα­ρά­δο­ση αὐ­τή ὡς πρός το­ύς Πρε­σβυ­τέ­ρους πα­ρα­μέ­νει ἀ­με­τα­κί­νη­τη, με­τα­βάλ­λε­ται ὡς πρός το­ύς Ἐ­πι­σκό­πους, κα­θώς τό κοι­νό δι­κα­ί­ω­μα πάν­των τῶν Ἐ­πι­σκό­πων πε­ρι­έρ­χε­ται στα­δι­α­κά στο­ύς Ἐ­πι­σκό­πους ἐ­πι­ση­μο­τέ­ρων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, δη­λα­δή στο­ύς Πα­τρι­άρ­χες, τέ­λος δέ μό­νο στόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη. Ἐ­νῶ δη­λα­δή ἕ­κα­στος Ἐ­πί­σκο­πος δι­και­οῦ­ται νά κα­θα­γι­ά­ζει τό Ἅ­γι­ο Μύρο «ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῷ δι­κα­ί­ῳ», δέν δι­και­οῦ­ται νά πράτ­τει τοῦ­το «ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῷ δι­κα­ί­ῳ».

Φα­ί­νε­ται ὅ­τι τρί­α εἶ­ναι τά κυ­ρι­ώ­τε­ρα αἴ­τι­α, τά ὁ­ποῖ­α συ­νε­τέ­λε­σαν στόν πε­ρι­ο­ρι­σμό τοῦ δι­και­ώ­μα­τος γιά τόν κα­θα­γι­α­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου κατ᾿ ἀρ­χάς μέν στο­ύς «Πρώ­τους» ἑ­κά­στης Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πε­ρι­φέ­ρει­ας, ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ δέ στόν ἑ­κά­στο­τε Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη: α) Ἡ σπα­νι­ό­τη­τα τῶν εἰ­δῶν καί ἡ δυ­σχέ­ρει­α στήν πα­ρα­σκευή τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου ὑφ᾿ ἑ­κά­στου Ἐ­πι­σκό­που, β) Ἡ ὁ­λο­έ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρο αὔ­ξου­σα ἔ­ξαρ­ση τοῦ «Πρώ­του» ἤ προ­κα­θη­μέ­νου ἑ­κά­στης εὑ­ρυ­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πε­ρι­φέ­ρει­ας, καί γ) Ἡ ἰ­δι­ά­ζου­σα θέ­ση, τήν ὁ­πο­ί­α κα­τά τήν πά­ρο­δο τῶν αἰ­ώ­νων τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἐ­λάμ­βα­νε ἔ­ναν­τι τῶν Πα­τρι­αρ­χε­ί­ων τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί ὁ μη­τρι­κός δε­σμός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως πρός τίς ἐ­πί μέ­ρους Ἐκ­κλη­σί­ες τῶν λα­ῶν ἐ­κε­ί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­δέ­χθη­σαν τήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη ἀ­πό το­ύς Ἱ­ε­ρα­πο­στό­λους αὐ­τῆς.

Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ συγ­κέν­τρω­ση αὐ­τή τοῦ δι­και­ώ­μα­τος γιά τόν κα­θα­γι­α­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο δέ ἔ­χει τήν ἔν­νοι­α ἐ­ξαρ­τή­σε­ως καί ὑ­πο­τα­γῆς τῶν ἐ­πι­μέ­ρους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πτό καί ὁ­ρα­τό ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος καί δε­σμοῦ τῶν κα­τά τό­πους Πα­τρι­αρ­χε­ί­ων καί Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν πρός τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ση­μεῖ­ο τό ὁ­ποῖ­ο τυγ­χά­νει ἀ­πα­ρα­ί­τη­το, ὄ­χι πρός ἔ­ξαρ­ση τῆς θέ­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λά πρός ὕ­παρ­ξη κά­ποι­ου αἰ­σθη­τοῦ ση­με­ί­ου ἑ­νό­τη­τος τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος τῶν κα­τά τό­πους Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Πάντως, στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, Ἅ­γι­ο Μύρο, κα­θα­γι­ά­ζουν σή­με­ρα, πλήν τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χε­ί­ου, καί τά Πα­τρι­αρ­χεῖ­α Μόσχας, Βε­λι­γρα­δί­ου καί Βου­κου­ρε­στί­ου.

Ὅ­πως ἐ­λέ­χθη καί στήν ἀρχή, τό Ἅ­γι­ο Μύρο χρη­σι­με­ύ­ει πρω­τί­στως καί κυ­ρί­ως στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ Χρί­σμα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­χε­ται εὐ­θύς με­τά τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ­μως ἰ­δι­α­ί­τε­ρο καί δι­α­κε­κρι­μέ­νο Μυ­στή­ρι­ο σέ σχέ­ση μέ ἐ­κεῖ­νο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. Διά τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ Χρί­σμα­τος, κα­τά τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, με­τα­δί­δον­ται στο­ύς Βα­πτι­ζο­μέ­νους οἱ δω­ρε­ές καί τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος.

Τό Ἅ­γι­ο Μύρο χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­σης γιά τήν χρί­ση τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων καί «πε­πτω­κό­των», οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέρ­χον­ται με­τα­νο­οῦν­τες στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, στά ἐγ­κα­ί­νι­α τῶν ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν, γιά τήν κα­θι­έ­ρω­ση τῶν Ἁ­γί­ων Τρα­πε­ζῶν, τήν κα­θι­έ­ρω­ση Ἱ­ε­ρῶν ἀν­τι­μην­σί­ων, κα­θώς καί γιά τήν χρί­ση εἰ­κό­νων, κω­δώ­νων καί ἄλ­λων Ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν, τά ὁ­ποῖ­α προ­ο­ρί­ζον­ται γιά τήν τέ­λε­ση τῆς Θε­ί­ας λα­τρε­ί­ας. Ἄλ­λο­τε ἐ­χρη­σι­μο­ποι­εῖ­το καί γιά τήν χρί­ση τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Βα­σι­λέ­ων καί Αὐ­το­κρα­τό­ρων κα­τά τήν στέ­ψη τους ἀ­πό τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου Φω­τί­ου τοῦ Α΄ τοῦ Με­γά­λου.

Ἄ­ξι­ο μνε­ί­ας εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι κα­τά τόν πα­ρελ­θόν­τα αἰ­ῶ­να, Ἅγι­ο Μύρο κα­θα­γι­ά­στη­κε στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, κα­τά τά ἔ­τη:

1) 1903, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Ἰ­ω­α­κε­ίμ τοῦ Γ΄,  

2) 1912, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Ἰ­ω­α­κε­ίμ τοῦ Γ΄,

3) 1928, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Βα­σι­λε­ί­ου τοῦ Γ΄,

4) 1939, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Βε­νι­α­μίν τοῦ Α΄,

5) 1951, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Ἀ­θη­να­γό­ρου τοῦ Α΄,

6) 1960, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Ἀ­θη­να­γό­ρου τοῦ Α΄,

7) 1973, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Δη­μη­τρί­ου τοῦ Α΄,

8 ) 1983, Πα­τρι­αρ­χοῦν­τος Δη­μη­τρί­ου τοῦ Α΄.

 

Ὁ Κα­θα­γι­α­σμός τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου θε­ω­ρεῖ­ται ὡς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό καί Πνευ­μα­τι­κό γε­γο­νός ση­μει­ώ­σε­ως καί μνε­ί­ας ἄ­ξι­ο. Οἱ Πα­τρι­άρ­χες, οἱ ἀ­ξι­ω­θέν­τες νά κα­θα­γι­ά­σουν Ἅ­γι­ο Μύρο, θεωροῦ­σαν αὐ­τό τό γε­γο­νός ὡς ἰ­δι­αι­τέ­ρα πρός αὐ­το­ύς εὔ­νοι­α τῆς Θε­ί­ας Πρό­νοι­ας, δῶ­ρο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, εὐ­λο­γί­α Κυ­ρί­ου. Στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, κα­τά το­ύς με­τά τήν ἅ­λω­ση χρό­νους, κα­θό­σον εἶ­ναι γνω­στό καί με­μαρ­τυ­ρη­μέ­νο, δύ­ο φο­ρές ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά κα­θα­γι­ά­σουν Ἅ­γι­ο Μύρο οἱ ἀ­ο­ί­δη­μοι Πα­τρι­άρ­χες Ἀ­θη­να­γό­ρας ὁ Α΄ (1951, 1960) καί Δη­μή­τρι­ος ὁ Α΄ (1973, 1983), ἐ­νῶ τρεῖς φο­ρές μό­νον Ἰ­ω­α­κε­ίμ ὁ Γ΄ (1879, 1903, 1912). Ἐ­φέ­τος καί ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος ὁ Α΄ θά τε­λέ­σει, κατ᾿ εὐ­δο­κί­α Θε­οῦ, γιά τρί­τη φο­ρά τόν κα­θα­γι­α­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου (1992, 2002, 2012).

Ἐ­φέ­τος ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Προ­ύσ­σης κ. Ἐλ­πι­δο­φό­ρος ὡς ὁ νέ­ος Ἡ­γο­ύ­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος Χάλκης ἀ­φι­έ­ρω­σε τήν ἔκ­δο­ση τοῦ πρώ­του «Ἐγ­κολ­πί­ου Ἡ­με­ρο­λο­γί­ου» τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος Χάλκης στό Ἅ­γι­ο Μύρο, γρά­φον­τας θε­ο­πνε­ύ­στως καί ποι­η­τι­κῶς: «Μύρον σοι Χρι­στέ ἐκ­κε­νω­θέν ὑ­πάρ­χεις. Μύρον τό σε­πτόν Σοι καί κα­θα­γι­ά­ζεις. Τῷ Πνε­ύ­μα­τι Σου τῷ Πα­να­γί­ῳ Λόγε. Καί πάν­τας ἡ­μᾶς τῇ με­το­χῇ τῇ το­ύ­του… Δε­ό­με­νοι οὖν πα­θῶν τῶν ἀ­κα­θάρ­των τήν δυ­σο­σμί­αν ἡ­μῶν ἔ­λα­σον πᾶ­σαν». 

Κα­τα­κλε­ί­ον­τες αὐ­τή τήν εὐ­λα­βι­κή ἀ­φι­ε­ρω­μα­τι­κη γρα­φή πε­ρί τῆς πα­ρα­σκευ­ῆς καί ἐ­ψή­σε­ως τῆς νέ­ας πο­σό­τη­τος τοῦ ἐν τοῖς Πα­τρι­αρ­χε­ί­οις Ἁ­γί­ου Μύρου, δη­μο­σι­ε­ύ­ου­με μί­α τῶν πλέ­ον γλα­φυ­ρῶν Θε­ο­πνε­ύ­στων εὐ­χῶν, πού ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται κα­τά τόν κα­θα­γι­α­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Μύρου ὑ­πό τοῦ ἑ­κά­στο­τε Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου, ἡ ὁ­πο­ί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ὁ Θε­ός, ὁ Μέγας καί Χρι­στός, ὁ ὑ­πό πά­σης τῆς κτί­σε­ως προ­σκυ­νο­ύ­με­νος, ἡ τῆς σο­φί­ας πη­γή καί τῆς ἀ­γα­θό­τη­τος ἄ­βυσ­σος, τό τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στον πέ­λα­γος. Αὐ­τός, Φι­λάν­θρω­πε Δέσποτα, ὁ τῶν αἰ­ω­νί­ων καί θαυ­μα­σί­ων Θε­ός, ὄν οὐ­δε­ίς ἐν­νο­ῶν ἰ­σχύ­ει κα­τα­λα­βέ­σθαι. Ἐ­πί­βλε­πον καί εἰ­σά­κου­σον ἡ­μῶν, τῶν δο­ύ­λων Σου. Σέ ἱ­κε­τε­ύ­ο­μεν καί Σέ πα­ρα­κα­λοῦ­μεν καί δε­ό­με­θα. Κα­τά­πεμ­ψον τό Ἅ­γι­όν Σου Πνεῦ­μα καί ἁ­γί­α­σον τόν Μύρον τοῦ­το. Καί πο­ί­η­σον αὐ­τό Μύρον ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως Πνε­ύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, Μύρον ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, ἁ­γι­α­σμοῦ χρί­σμα. Βα­σι­λι­κόν ἔν­δυ­μα, θώ­ρα­κα δυ­νά­με­ως, εἰς ἀ­πο­τρο­πήν πά­σης δι­α­βο­λι­κῆς ἐ­νερ­γε­ί­ας, σφρα­γί­δα ἀ­νε­πι­βο­ύ­λευ­τον, ἀ­γαλ­λί­α­μα καρ­δί­ας, εὐ­φρο­σύ­νην αἰ­ώ­νι­ον. Ἵ­να οἱ ἐκ το­ύ­του χρι­ό­με­νοι ἐ­κλάμ­πον­τες, ὡς οἱ φω­στῆ­ρες τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ τῇ φαι­δρό­τη­τι, μή ἔ­χον­τες σπί­λον ἤ ρυ­τί­δα, κα­τα­δε­χθῶ­σιν εἰς τάς αἰ­ω­νί­ους ἀ­να­πα­ύ­σεις, καί δέ­ξων­ται τό βρα­βεῖ­ον τῆς ἄ­νω­θεν κλή­σε­ως. Χάριτι καί οἰ­κτιρ­μοῖς καί φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Σου Υἱ­οῦ, μεθ᾿ οὗ εὐ­λο­γη­τός εἶ, σύν τῷ Πα­να­γί­ῳ καί Ἀ­γα­θῷ καί Ζω­ο­ποι­ῷ Σου Πνε­ύ­μα­τι, νῦν καί ἀ­εί καί εἰς το­ύς αἰ­ῶ­νας τῶν Αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν».

 

Βι­βλι­ο­γρα­φί­α:

– Πα­να­γι­ώ­του Ν. Τρεμ­πέ­λα, Δογ­μα­τι­κή, Τόμ. Γ΄, Ἀ­θῆ­ναι 1979, σσ. 117-142.

– Οἰ­κου­με­νι­κόν Πα­τρι­αρ­χεῖ­ον, Τό Ἅ­γι­ον Μύρον ἐν τῇ Ὀρ­θο­δό­ξῳ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ, Ἔκ­δο­ση: «Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος», Ἀ­θή­να 1992.

– Ἐγ­κόλ­πι­ον Ἡ­με­ρο­λό­γι­ον 2012 τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος Χάλκης (Ἐ­πι­μέ­λει­α: Μη­τρο­πο­λί­της Προ­ύσ­σης κ. Ἐλ­πι­δο­φό­ρος, Ἡ­γο­ύ­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κῆς Μο­νῆς Ἁγί­ας Τρι­ά­δος Χάλκης).