Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

  1. Πρω­το­πρ. Γε­ωρ­γίου Δ. Με­ταλ­λη­νοῦ

    Ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­του ὡς ἄρ­σις Σταυ­ροῦ.

Στὶς 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1827 ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων ψή­φι­σε τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α πρῶ­το Κυ­βερ­νή­τη τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας μι­κρᾶς Ἑλ­λά­δος.

Καὶ ἐ­κεῖ­νος, ἔ­χον­τας συ­νεί­δη­ση –ὡς δι­πλω­μά­της κα­ρι­έ­ρας– τῆς πε­ρι­πέ­τει­ας, στὴν ὁ­ποί­α ἑ­κού­σι­α στρα­τευ­ό­ταν, ἔ­γρα­φε στὸν πι­στὸ φί­λο του Ἐ­ϋ­νάρ­δο: «Εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ ἄ­ρω τὸν οὐ­ρα­νό­θεν ἐ­πι­κα­τα­βαί­νον­τά μου σταυ­ρὸν»1. Μὲ προ­φη­τι­κὴ ἐ­νό­ρα­ση δι­έ­βλε­πε, ὅ­τι ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Κυ­βερ­νή­του τῆς Ἑλ­λά­δος, δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ μαρ­τυ­ρι­κὴ πο­ρεί­α καὶ θυ­σί­α. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πρό­σκλη­ση τῆς Πα­τρί­δος. Τὴν συγ­κα­τα­νευ­σὴ του ἔ­βλε­πε ὡς «ὀ­φει­λὴν εἰς ἱ­ε­ρὰν ὑ­πό­θε­σίν» τη­ς2. Τὸ μέ­γε­θος ὅ­μως τῆς θυ­σί­ας του ἦ­ταν εἰς θέ­ση νὰ ἐ­κτι­μή­σουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔτ­σι, ὁ Αὐ­στρι­α­κὸς δι­πλω­μά­της καὶ ἱ­στο­ρι­κὸς Πρό­κες Ὄ­στεν ση­μει­ώ­νει στὴν ἱ­στο­ρί­α του, ὅ­τι, ὅ­πως ἦ­ταν τό­τε ἡ Ἑλ­λά­δα, πι­θα­νώ­τε­ρο ἦ­ταν νὰ στη­ρί­ξει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν Ἑλ­λά­δα, πα­ρὰ ἡ Ἑλ­λά­δα τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α3.

Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κὴ πε­ρί­πτω­ση –ἴ­σως ὄ­χι μό­νο στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱστο­ρί­α– πο­λι­τι­κοῦ, ποὺ ἀρ­νή­θη­κε κά­θε «χρη­μα­τι­κὴν χο­ρη­γί­αν», δι­ὰ νὰ μὴ ἐ­πι­βα­ρύ­νει τὸ δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο4. Δὲν ζή­τη­σε, οὔ­τε πῆ­ρε τί­πο­τε ἀ­πὸ τὴν Πα­τρί­δα, ἀλ­λὰ ἔ­δω­σε τὰ πάν­τα στὴν Πα­τρί­δα!

Τὸ Ἔ­θνος προ­σέ­βλε­ψε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν με­γά­λο αὐ­τὸν Ἕλ­λη­να πο­λι­τι­κό, γνω­στὸ ἤ­δη στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὸν κό­σμο, καὶ στή­ρι­ξε σ᾿ αὐ­τὸν τὶς ἐλ­πί­δες του. Ὑ­πα­κού­ον­τας στὸ κέ­λευ­σμα τοῦ ἄλ­λου μάρ­τυ­ρα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας Ρή­γα Βε­λε­στιν­λῆ: «καὶ τῆς Πα­τρί­δος, ἕ­νας νὰ γέ­νῃ ἀρ­χη­γός», δὲν στρά­φη­κε σὲ κα­νέ­να ξέ­νο, οὔ­τε κἄν ζή­τη­σε Εὐ­ρω­παῖ­ο βα­σι­λέ­α, ἀλ­λὰ ἐ­φάρ­μο­σε τὸ γρα­φι­κό: «Ἐκ τῶν ἀ­δελ­φῶν σου κα­τα­στή­σεις ἐ­πὶ σε­αυ­τὸν ἄρ­χον­τα, οὐ δυ­νή­σῃ κα­τα­στῆ­σαι ἀ­πὸ σε­αυ­τὸν ἄν­θρω­πον ἀλ­λό­τρι­ον ὅ­τι οὐκ ἀ­δελ­φός σου ἔ­στιν». (Δευτ. 17, 15). Ὡς ἐ­κλε­κτός τοῦ Ἔ­θνους ἦλ­θε νὰ κυ­βερ­νή­σει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, δι­ὰ νὰ με­τα­βά­λει τὸ χά­ος, ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, σὲ τά­ξη, δη­μι­ουρ­γών­τας ἀ­πὸ αὐ­τὸ κρά­τος σύγ­χρο­νο καὶ βι­ώ­σι­μο. Κα­τα­νο­ών­τας δὲ τὴν ἐ­κλο­γή του, ὡς τοῦ «ἑ­νὸς ἀν­δρὸς ἀρ­χήν», θέ­λη­σε μὲν νὰ συγ­κεν­τρώ­σει στὰ χέ­ρι­α του ὅ­λες τῆς ἐ­ξου­σί­ες, ἀλ­λά, κα­τὰ τὴ δι­κή μας τοὐ­λά­χι­στον ἐ­κτί­μη­ση, ὄ­χι λό­γῳ τῶν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κῶν φρο­νη­μά­των του –δι­ό­τι ἦ­ταν φύ­ση δη­μο­κρα­τι­κὴ καὶ λα­ϊ­κή– ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ πραγ­μα­τώ­σει τοὺς στό­χους του, ποὺ ἦ­ταν ἡ σύγ­κρα­ση τῶν συγ­χρό­νων Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πο­λι­τει­ο­λο­γι­κῶν δε­δο­μέ­νων μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Γέ­νους, τὴν Ἑλ­λη­νορ­θο­δο­ξί­α. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἤ­θε­λε σύγ­χρο­νο κρα­τι­κὸ μη­χα­νι­σμό, ἀλ­λὰ μέ­σα στὸ σκεῦ­ος τῆς Ρω­μαί­ϊκης πα­ρα­δό­σε­ως. Ἔτ­σι δὲν ἄρ­γη­σε νὰ ἔλ­θει σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ἐγ­χώ­ρι­ες καὶ ξέ­νες, ποὺ ἐ­πε­δί­ω­καν τὸν ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμὸ τῆς μι­κρῆς Ἑλ­λά­δος, τὴν ἀ­πο­σύν­δε­σή της, δη­λα­δή, ἀ­πὸ τὸν κορ­μὸ τῆς ὑ­πό­λοι­πης Ρω­μη­ο­σύ­νης, ποὺ ἐκ­φρα­ζό­ταν μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ὡς Ἐ­θναρ­χί­α, καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ σύν­δε­σή της μὲ τὴν ὑ­πό­λοι­πη Εὐ­ρώ­πη, γι­ὰ νὰ δε­θεῖ τε­λι­κὰ στὸ ἅρ­μα τῆς Δυ­τι­κῆς δι­πλω­μα­τί­ας.

  1. Ἡ Ρω­μαίικη γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του ἐ­νο­χλεῖ.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, ὡς πο­λι­τι­κὸς σπου­δα­σμέ­νος στὴ Δύ­ση (Πάν­το­βα), ἀ­σκη­μέ­νος στὰ Δυ­τι­κὰ ἀ­να­κτο­βού­λι­α, καὶ συ­νε­πῶς Εὐ­ρω­παῖ­ος, ἔ­γι­νε δε­κτὸς ἀρ­χι­κὰ ἀ­πὸ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, μο­λο­νό­τι συγ­κρα­τη­μέ­να ἀ­πὸ με­ρι­κές, ὅ­πως ἡ Ἀγ­γλί­α. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ὅ­μως τὴν ἐκ­δί­πλω­ση τοῦ προ­γράμ­μα­τός του, γι­ὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σουν τοὺς ἄ­δη­λους στό­χους του. Ὅ­ταν, ἔτ­σι, δι­α­πι­στώ­θη­κε Ρω­μαί­ϊκη –Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη δη­λα­δὴ– γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του, ἐ­πι­στρα­τεύ­θη­καν ὅ­λα τὰ δι­α­τι­θέ­με­να ἀ­πὸ τὴ δι­πλω­μα­τί­α μέ­σα γιὰ­ τὴν ἐ­ξόν­τω­σή του. Ἡ Ἀγ­γλί­α, κυ­ρί­ως, ὀρ­γά­νω­σε μυ­στι­κὴ ἐκ­στρα­τεί­α ἐ­ναν­τί­ον του, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τὰ ἐν­τός τῆς Ἑλ­λά­δος ὄρ­γα­νά της. Τὰ ἀρ­χεῖ­α τοῦ Foreign Office καὶ τοῦ Colonial Office (στὸ Kew Gardens τοῦ Λον­δί­νου) προ­σφέ­ρουν πλη­θώ­ρα στοι­χεί­ων, ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὴν κί­νη­ση τῶν νη­μά­των τῆς ἀν­τι­κα­ππο­δι­στρι­α­κῆς δη­μα­γω­γί­ας ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλο­κρα­τού­με­να Ἑ­πτά­νη­σα5.

Ὅ­σο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, τό­σο πι­ὸ ἐ­νο­χλη­τι­κὸς γι­νό­ταν ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γι­ὰ τὴν φράγ­κι­κη καὶ μό­νι­μα ἀν­τι­στρα­τευ­ό­με­νη τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α Εὐ­ρώ­πη. Θρεμ­μέ­νος μὲ τὶς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις τῆς Κυ­πρί­ας μη­τέ­ρας του (Ἀ­δα­μαν­τί­ας), ἦ­ταν δε­μέ­νος μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σῶ­μα, βλέ­πον­τάς το ὡς κι­βω­τὸ συ­νό­λης τῆς ζω­ῆς καί, συ­νε­πῶς, ὡς «πε­ρι­έ­χον» καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους/Γέ­νους. Τὸ γε­γο­νὸς μά­λι­στα, ὅ­τι δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἀ­δελ­φές του ἔ­γι­ναν Ὀρ­θό­δο­ξες μο­να­χές, τί ἄλ­λο φα­νε­ρώ­νει ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του; Ἔτ­σι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη κα­τὰ τὴν πα­ρα­μο­νή του στὴν Εὐ­ρώ­πη, ὡς εὐ­φυ­ὴς καὶ ἱ­κα­νὸς δι­πλω­μά­της, κα­τόρ­θω­νε νὰ συγ­κα­λύ­πτει τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φρό­νη­μά του, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε τὰ ἡ­νί­α τῆς ἀ­νορ­γά­νω­της Ἑλ­λη­νι­κῆς Πο­λι­τεί­ας, δὲν εἶ­χε λό­γο νὰ ἀ­πο­κρύ­ψει τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς στό­χους του. Ἤ­δη ἡ πρώ­τη προ­κή­ρυ­ξή του πρὸς τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ ἄρ­χι­ζε μὲ τὴ φρά­ση: «Ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς με­θ᾿ ἡ­μῶν, οὐ­δεὶς κα­θ᾿ ἡμῶν».

Ἦ­ταν γνω­στή, ἄλ­λω­στε, ἡ ἀν­τί­θε­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α πρὸς τὴν Γαλ­λι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση (1789) καὶ κυ­ρί­ως τὶς ἀν­τι­θρη­σκευ­τι­κὲς ἀρ­χές της. Καὶ αὐ­τὸ δὲν φαί­νε­ται νὰ τὸ λαμ­βά­νουν σο­βα­ρὰ ὑ­π᾿ ὄ­ψιν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐ­πι­μέ­νουν, ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε «τέ­κτων κα­νο­νι­κὸς»6, χω­ρὶς βέ­βαι­α ἐ­πάρ­κει­α στοι­χεί­ων, λη­σμο­νών­τας, ὅ­τι ὡς δι­πλω­μά­της ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας συ­να­να­στρε­φό­ταν τοὺς πάν­τας, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­παυ­σε πο­τὲ νὰ ἀ­νή­κει ὁ­λό­κλη­ρος στὴν Ὀρ­θο­δο­ξία­, ἡ ὁ­ποί­α δι­εκ­δι­κεῖ «μο­να­δι­κό­τη­τα» καὶ «ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τα» στὴ συ­νεί­δη­ση καὶ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅ­πως ἐ­πί­σης δὲν λαμ­βά­νε­ται ὑ­π᾿ ὄ­ψιν καὶ ἡ ἀρ­νη­τι­κὴ στά­ση του ἀ­πέ­ναν­τι στὴ Μα­σσο­νί­α καὶ κά­θε μυ­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς ἀ­σκή­σε­ως τῆς ἐ­ξου­σί­ας του7. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­βλε­πε ζυ­μω­μέ­νη τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἔ­θνους μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τὴν ζω­τι­κὴ πνο­ὴ καὶ ἀ­να­στά­σι­μη δύ­να­μή του: «Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ θρη­σκεί­α (ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α), ἔ­λε­γε, «ἐ­συν­τή­ρη­σεν εἰς τοὺς Ἕλ­λη­νας καὶ Γλῶσ­σαν καὶ Πα­τρί­δα καὶ ἀρ­χαί­ας ἐν­δό­ξους ἀ­να­μνή­σεις καὶ ἐ­ξα­να­χά­ρι­σεν εἰς αὐ­τοὺς τὴν πο­λι­τι­κὴν ὕ­παρ­ξιν, τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι στύ­λος καὶ ἑ­δραί­ω­μα»8.

  1. Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα στὴν πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α.

Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­σε καὶ σύ­νο­λη τὴν πο­λι­τι­κή του. Καὶ αὐ­τὸ φαί­νε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν στὴν ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του. Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, θε­ω­ροῦ­σε καὶ αὐ­τὸς τὴν Παι­δεί­α ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ζω­ὴ καὶ ἀ­πέ­κρου­ε τὴν μο­νο­με­ρῆ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ πνεύ­μα­τος χω­ρὶς τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ δι­ά­πλα­ση τῆς καρ­δί­ας. «Τὰ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα» ἦ­ταν καὶ γι­ὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α –ὅ­πως καὶ γι­ὰ τοὺς λα­ϊ­κοὺς δι­δά­χους τοῦ ΙΘ΄ αἰ­ῶ­νος– Φλα­μι­ᾶ­το καὶ Πα­που­λᾶ­κο, ἀ­ναί­ρε­ση τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καί, συ­νε­πῶς, δὲν εἶ­χαν θέ­ση στὴν ζω­ὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔθνους. Μί­α ἀ­πὸ τὶς βα­σι­κό­τε­ρες ἐ­ναν­τί­ον του κα­τη­γο­ρί­ες, ποὺ δι­ε­τύ­πω­ναν οἱ προ­τε­στάν­τες Μισ­σι­ο­νά­ρι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­πε­σαν στὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση γι­ὰ τὴν ἐκ­φράγ­κευ­σή της– ἦ­ταν ὅ­τι τὰ Σχο­λεῖ­α τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­χαν μο­να­στη­ρι­α­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ συ­νε­δύ­α­ζαν κα­θη­με­ρι­νὰ Παι­δεί­α καὶ λα­τρεί­α, προ­σφέ­ρον­τας ὡς ἀ­να­γνώ­σμα­τα στὴν τρά­πε­ζα Βί­ους Ἁ­γί­ων!

Τὴν μό­νι­μη δυ­σπι­στί­α ἀ­πέ­ναν­τί του ὅ­λων τῶν Δυ­τι­κῶν –ποὺ ἀ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τοῦ φι­λελ­λη­νι­σμοῦ ἐρ­γά­ζον­ταν γι­ὰ τὴν ἀ­πο­ορ­θο­δο­ξο­ποί­η­ση καὶ ἐκ­φράγ­κευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων– δεί­χνει ἕ­να γράμ­μα τοῦ Korck (ἐ­πὶ Βαυ­α­ρῶν θὰ ἀ­να­λά­βει τὴν δι­εύ­θυν­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος) στοὺς Δυ­τι­κοὺς προ­ϊ­στα­μέ­νους του: «Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­δω­σε μὲν στὸν Anderson τὴν ἄ­δει­α νὰ ἱ­δρύ­σει Σχο­λεῖ­α, κά­τι ποὺ ἦ­ταν γι­ὰ –ὅ­λους μία­ εὐ­νο­ϊ­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῶν φι­λε­λευ­θέ­ρων φρο­νη­μά­των του. Ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν συ­ζή­τη­ση μᾶς φά­νη­κε νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­νη­συ­χί­α, ὥ­στε νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴν ἄ­δει­α ποὺ πα­ρα­χω­ροῦ­σε, μὲ τὸ νὰ ἐ­πι­μέ­νει ἔν­το­να στὸ νὰ μὴ ἐ­πι­τρα­πεῖ νὰ δι­δά­σκε­ται τί­πο­τε σ᾿ αὐ­τὰ τὰ σχο­λεῖ­α χω­ρὶς νὰ ἔ­χει λά­βει προ­η­γου­μέ­νως γνώ­ση ἡ Κυ­βέρ­νη­ση»9.

Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Korck μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας προ­έ­βαλ­λε συ­χνὰ ἀν­τιρ­ρή­σεις στὴν κυ­κλο­φο­ρί­α προ­τε­σταν­τι­κῶν φυλ­λα­δί­ων, ποὺ προ­σέ­βαλ­λαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση τοῦ λα­οῦ­10. Ἐξ ἄλ­λου, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­γρα­φε στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ μισ­σι­ο­νά­ρι­ο Rufus Anderson, ὅ­τι «οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ δέ­χον­ταν εὐ­χα­ρί­στως Σχο­λεῖ­α καὶ ἄλ­λα, βι­βλί­α, εἰ­κό­νες, καὶ τέ­λος κά­θε τί, ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἀ­πο­σποῦ­σε ἢ δὲν θὰ ὑ­πο­νό­μευ­ε τὴν πί­στη τους στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἔ­θνους τους»11.

Ἐ­πε­δί­ω­ξε, μά­λι­στα, νὰ λά­βει δά­νει­ο ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη Ἀμε­ρι­κα­νι­κὴ Ἱε­ρα­πο­στο­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α A.B.C.F.M., ποὺ εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ πρό­γραμ­μα γι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, «γι­ὰ νὰ ὀρ­γα­νώ­σει δι­κό του σύ­στη­μα Ἐθνι­κῆς Παι­δεί­ας». Ἡ Ἑ­ται­ρεί­α, βέ­βαι­α, πα­ρὰ τὴν δι­α­τυμ­πα­νι­ζό­με­νο φι­λελ­λη­νι­σμό της, ἀ­πέρ­ρι­ψε τὴν πρό­τα­σή του­12, δι­ό­τι σκο­πὸς της ἦ­ταν νὰ εἰ­σα­γά­γει τὸν Προ­τε­σταν­τι­σμὸ στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­σῳ τῆς Παι­δεί­ας, ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε ἄλ­λω­στε. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, λό­γῳ τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως καὶ τῆς Δι­ε­θνοῦς θέ­σε­ως τῆς Ἑλ­λά­δος, οὔ­τε νὰ ἀ­πο­κρού­σει τοὺς Δυ­τι­κοὺς μπο­ροῦ­σε, οὔ­τε νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν προ­σφο­ρά τους, λό­γω τῆς ἐλ­λεί­ψε­ως, ἄλ­λω­στε, μέ­σων. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ­μως νὰ τοὺς κρα­τεῖ ὑ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χό του­13. Στὸ ἀρ­χεῖ­ο τοῦ συ­νερ­γά­του του, Ἀν­δρέ­α Μου­στο­ξύ­δη (στὴν Κέρ­κυ­ρα), ἐ­πι­ση­μά­να­με πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις γι­ὰ αὐ­τὴ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ τῶν δύ­ο αὐ­τῶν Κερ­κυ­ραί­ων.

  1. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α, συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους.

Ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ἔ­βαι­νε πα­ράλ­λη­λα πρὸς τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του­14. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν τὰ βα­σι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του, γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους, ὅ­πως καὶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη, γι­ὰ τὴν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη ὀρ­γά­νω­σή του. Φρόν­τι­σε γι­ὰ τὴν ἀ­να­καί­νι­ση τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, γι­ὰ τὴν μόρ­φω­ση τοῦ Κλή­ρου, ἱ­δρύ­ον­τας Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ στὸν Πό­ρο­15, σχε­δί­α­ζε δὲ ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἵ­δρυ­ση «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας», καὶ συ­νέ­στη­σε εἰ­δι­κὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, τὴν «Γραμ­μα­τεί­αν τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεί­ας», πού, ὅ­πως ὁ ἴ­δι­ος ἐ­ξη­γοῦ­σε, «συ­νη­νώ­θη­σαν δύ­ο ὑ­πη­ρε­σί­αι ἀ­χώ­ρι­στοι, καὶ πρὸς ἕ­να συν­τρέ­χου­σαι σκο­πόν, τὴν ἠ­θι­κὴν τῶν πο­λι­τῶν μόρ­φω­σιν, ἥτις εἶ­ναι ἡ βά­σις τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς τοῦ Ἔθνους ἀ­νορ­θώ­σε­ως»16. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας θε­με­λι­ώ­νει, ἔτ­σι, τὴν συ­νύ­παρ­ξη «Παι­δεί­ας καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας» (ὄ­χι: Θρη­σκευ­μά­των), σὲ ἕ­να Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, γι­ὰ τὴν πα­ράλ­λη­λη πο­λι­τι­κὴ δι­α­κο­νί­α, δύ­ο πε­ρι­ο­χῶν, ποὺ πα­ρα­δο­σι­α­κὰ συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους ἀ­δι­άρ­ρη­κτα στὴ ζω­ὴ τοῦ Γέ­νους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ γι­ὰ τὴν δι­α­κρί­βω­ση τῆς νο­ο­τρο­πί­ας των, ὅ­τι ὁ Κο­ρα­ὴς εἶ­χε προ­τεί­νει τὴν σύν­δε­ση Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Ἀ­στυ­νο­μί­ας!

Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς «τοῦ πρώ­του καὶ τε­λευ­ταί­ου Κυ­βερ­νή­του, ποὺ ἀ­γά­πη­σε καὶ ἐν­δι­ε­φέρ­θη εἰ­λι­κρι­νῶς δι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος»17 δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή. Πι­στεύ­ον­τας στὴν ἀ­να­γεν­νη­τι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ καὶ δύ­να­μη τοῦ Κλή­ρου, ἐρ­γά­σθη­κε γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­νο­δο καὶ τὴν σχο­λι­κὴ κα­τάρ­τι­σή του. Εἶ­ναι ὁ μό­νος πο­λι­τι­κός μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε εἰ­λι­κρι­νὰ γι­ὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση, καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς τὴν «δή­μευ­ση» καὶ ἀ­παλ­λο­τρί­ω­ση, τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση ὑ­πὲρ τῆς ἰ­δί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (μι­σθο­δο­σί­α τοῦ Κλή­ρου καὶ συν­τή­ρη­ση τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σχο­λεί­ου). Ἀ­πο­πει­ρά­θη­κε, ἐ­πί­σης, νὰ κα­τα­πο­λε­μή­σει τὴν ὑ­πάρ­χου­σα ἀ­τα­ξί­α τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ βί­ου, τὶς κα­τα­χρή­σεις ὀ­λί­γων Κλη­ρι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­βά­λει τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τοῦ Κλή­ρου στὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀλ­λὰ καὶ τὴν τή­ρη­ση Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν λο­γι­στι­κῶν βι­βλί­ων, χω­ρὶς ὅ­μως, στὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό, ἐ­πι­τυ­χί­α.

  1. Τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο.

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α τὸ Μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ὄ­χι ἡ Εὐ­ρώ­πη.

Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­μως μέ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς του, ποὺ συ­νι­στοῦ­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση γι­ὰ τοὺς δι­κούς μας Εὐ­ρω­πα­ϊ­στὲς καὶ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, ἦ­ταν ἡ προ­σπά­θει­ά του νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τὶς σχέ­σεις τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή της Μη­τέ­ρα, τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη καὶ Ἐ­θναρ­χι­κὸ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ Κέν­τρο­18. Μὲ τὴν ἔ­κρη­ξη τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, δι­ε­κό­πη ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, χω­ρὶς ὅ­μως ἡ δι­α­κο­πὴ αὐ­τή, κα­θ᾿ ὅ­λη τὴν δι­άρ­κει­α τοῦ Ἀ­γῶ­νος, νὰ λά­βει τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σε­ως. Τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου οὔ­τε ἀ­πορ­ρί­φθη­καν πο­τέ, οὔ­τε καὶ λη­σμο­νή­θη­καν. Ἀν­τί­θε­τα ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση –αὐ­τὴ ποὺ ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς Κυ­βερ­νή­τη– δι­ε­κή­ρυ­ξε:

«Ἐ­πει­δὴ πάν­τες ἡ­μεῖς […] οὐκ ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ἄλ­λην μη­τέ­ρα, εἰ­μὴ τὴν Με­γά­λην Ἐκ­κλη­σί­αν, οὔ­τε ἄλ­λον Κυ­ρι­άρ­χην, εἰ­μὴ τὸν Πα­τρι­άρ­χην Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­θ᾿ ἃ καὶ ὁ με­γα­λό­φρων αὐ­τῆς Πα­τρι­άρ­χης Γρη­γό­ρι­ος πρὸ ὀ­λί­γων χρό­νων ἐ­θυ­σι­ά­σθη ὑ­πὲρ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Πί­στε­ως καὶ ὑ­πὲρ Πα­τρί­δος, δι­ὰ τοῦ­το οὐκ ἐ­φεῖ­ται ἡμῖν ἀ­πο­σπα­σθῆ­ναι ἀ­π᾿ αὐ­τῆς καὶ ἀ­πο­σκιρ­τῆ­σαι». Ὁ κύ­κλος ὅ­μως τῶν Δι­α­φω­τι­στῶν, μὲ πρῶ­το τὸν Κο­ρα­ῆ, πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Δυ­τι­κὸ πνεῦ­μα καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὴν Δυ­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῶν Ἐθνο­τή­των καὶ στὶς δυ­τι­κο­γε­νεῖς προ­κα­τα­λή­ψεις γι­ὰ τὸ Βυ­ζάν­τι­ο καὶ τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη, ἔ­γι­νε ὁ προ­πα­γαν­δι­στὴς τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ως τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.

Στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ λε­χθεῖ, ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες Εὐ­ρω­πα­ΐ­ζον­τες εὐ­θυ­γραμ­μί­ζον­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ τὴν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων γι­ὰ τὸ νε­ό­τευ­κτο Ἑλ­λη­νι­κὸ Κρά­τος, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λη τὴν «κα­θ᾿ ἡμᾶς Ἀ­να­το­λή». Ἡ πο­λι­τι­κὴ αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ συ­νο­ψι­σθεῖ στὰ ἀ­κό­λου­θα: λύ­ση τοῦ Ἀ­να­το­λι­κοῦ ζη­τή­μα­τος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μι­κρῶν Ἐ­θνι­κῶν Βαλ­κα­νι­κῶν κρα­τῶν, σὲ μό­νι­μη σύγ­κρου­ση ἢ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους, γι­ὰ τὴν ἐμ­πό­δι­ση κοι­νοῦ ἀ­γῶ­νος ἐκ μέ­ρους των πρὸς ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς Ρω­μα­νί­ας/Βυ­ζαν­τί­ου.

Ὁ δι­α­με­λι­σμὸς τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Τουρ­κί­ας συν­δέ­θη­κε μὲ τὴν δι­και­ο­δο­σι­α­κὴ συρ­ρί­κνω­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α Ἐθνι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, καὶ σ᾿ αὐ­τὸ βο­η­θοῦ­σε ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ ἐ­θνι­κοῦ καί, κα­τὰ οὐ­σί­αν ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ, πνεύ­μα­τος στοὺς λα­οὺς τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς. Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἔ­χου­με τὸ θλι­βε­ρὸ προ­νό­μι­ο νὰ ἡ­γη­θοῦ­με τὸ 1833 σὲ αὐ­τὴν τὴν προ­σπά­θει­α ἀ­πο­συν­θέ­σε­ως τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Ἐ­θναρ­χί­ας.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γνώ­ρι­ζε κα­λὰ τὰ σχέ­δι­α αὐ­τά. Ὡς ἐν­συ­νεί­δη­τα ὅ­μως Ρω­μη­ός–Ὀρ­θό­δο­ξος, γνώ­ρι­ζε, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος, ἡ δι­α­κο­πὴ τοῦ δογ­μα­τι­κοῦ καὶ κα­νο­νι­κοῦ δε­σμοῦ τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο νὰ προ­κα­λέ­σει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ δι­ά­λυ­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἐ­λευ­θέ­ρου καὶ ἀ­λυ­τρώ­του. Ἐξ ἄλ­λου, ἦ­ταν καὶ βα­θὺς γνώ­στης τῆς ση­μα­σί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου γι­ὰ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Οἰ­κου­μέ­νη, –ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἡ σχε­τι­κὴ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του. Ἄλ­λω­στε, ἤ­δη τὸ 1819, εὑ­ρι­σκό­με­νος στὴν Κέρ­κυ­ρα, εἶ­χε ἐκ­δώ­σει ἐ­πώ­νυ­μα Ὑ­πό­μνη­μα, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας τὴν ἀ­να­βο­λὴ τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως καὶ τὴ θε­με­λί­ω­ση τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας «οὐ­χὶ ἐ­πὶ τῆς ἀρ­χῆς τῆς ἐ­θνό­τη­τος, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τῆς εὐ­ρεί­ας καὶ ζώ­σης Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας»19. Τί ἄλ­λο δεί­χνει αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν θέ­λη­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α νὰ ἀ­να­στη­θεῖ «τὸ ρω­μαί­ϊκο», τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χι­ζό­ταν μὲ τὴν Ἐ­θναρ­χι­κὴ ὑ­πό­στα­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου; Μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ὄ­χι τὴν Εὐ­ρώ­πη συ­νέ­δε­ε ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὸ μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Δὲν εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Κυ­βερ­νή­της συ­νῆ­ψε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μὲ τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­άρ­χη Κων­στάν­τι­ο τὸν Α΄ (1830-1834), μὲ σκο­πὸ νὰ ρυθ­μι­σθεῖ ἡ σχέ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὴν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῆς ἱ­στο­ρι­κο­κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως. Στὴ συ­νά­φει­α δὲ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κὴ τῶν προ­θέ­σε­ων καὶ τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α μί­α πο­λύ­τι­μη μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Κ. Οἰ­κο­νό­μου, ποὺ δη­μο­σι­εύ­σα­με ἤ­δη­20. Ὁ Οἰ­κο­νό­μος, στε­νὸς φί­λος τοῦ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ καὶ με­τέ­πει­τα Κυ­νου­ρί­ας Δι­ο­νυ­σί­ου, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἔ­λα­βε ἀ­σφα­λῶς τὶς σχε­τι­κὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­νέ­θε­σε στὸν Δι­ο­νύ­σι­ο εἰ­δι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ στὴν Πό­λη, γι­ὰ νὰ δι­ευ­θε­τη­θεῖ τὸ τα­χύ­τε­ρο τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα τῆς Ἑλ­λά­δος, «ἵ­να μή, ὅ­πως ἔ­λε­γε (ὁ Καπ­πο­δί­στρι­ας), πέ­σει ἡ ὑ­πό­θε­σις εἰς Φράγ­κων χεί­ρας, καὶ τό­τε ἐ­χά­θη­μεν!». Μέ­σα στὴ φρά­ση αὐ­τὴ κλεί­νε­ται ἡ προ­φη­τι­κὴ πρό­βλε­ψη τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α γι­ὰ τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο καὶ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις του στὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους μας, ἀλ­λὰ καὶ στὴν ὅ­λη πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε ἡ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ πο­λι­τι­κή. Τὴν ὁ­μα­λο­ποί­η­ση τῶν σχέ­σε­ων τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καὶ τὴν συ­νέ­χι­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τοῦ Ρω­μαί­ϊ­κου, ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου/Ρω­μα­νί­ας, δη­λα­δὴ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἐ­νῶ ὁ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ Δι­ο­νύ­σι­ος ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ὰ τὴν με­τά­βα­σή του στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ δο­λο­φο­νι­κὲς σφαῖ­ρες ἔ­κο­βαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη καὶ μα­ταί­ω­ναν τοὺς σκο­πούς του. Οἱ δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ τρο­φο­δο­τοῦ­σαν καὶ κα­τηύ­θυ­ναν τὴν ἐ­ναν­τί­ον του ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση, ὅ­πλι­σαν καὶ τὰ χέ­ρι­α τῶν ἀ­φε­λῶν δο­λο­φό­νων του. Ὅ­πως, συ­νή­θως, συμ­βαί­νει στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α ἡ­μῶν τῶν Ἑλ­λή­νων, οἱ προ­σω­πι­κὲς δυ­σα­ρέ­σκει­ες καὶ ἀν­τι­θέ­σεις, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νες ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­βου­λὲς τῶν ξέ­νων, με­γι­στο­ποι­οῦν τὶς ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ὑ­περ­βά­σεις καὶ ἀ­στο­χί­ες, χά­νον­τας τὴ συ­νεί­δη­ση τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας καὶ τοῦ οὐ­σι­ώ­δους καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ τοῦ με­γά­λου ἔρ­γου τοῦ Κυ­βερ­νή­τη.

  1. «Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν θυ­σί­αν μου!».

Τὸ τρα­γι­κὸ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­ναι, ὅ­τι, βέ­βαι­ος γι­ὰ τὸν ἐ­θνω­φε­λῆ χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἐ­πι­τε­λου­μέ­νου ἔρ­γου του, δὲν πί­στευ­ε, ὅ­τι θὰ βρε­θοῦν ἀ­δελ­φοί του Ἕλ­λη­νες, ποὺ θὰ θε­λή­σουν νὰ τὰ κα­τα­στρέ­ψουν: «Οἱ Ἕλ­λη­νες γρά­φει, δὲν θὰ φθά­σουν πο­τὲ μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Θὰ σε­βα­σθοῦν τὴν λευ­κὴ κε­φα­λή μου […]. Ἄλ­λω­στε εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ θυ­σι­ά­σω τὴν ζω­ήν μου δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ θὰ τὴν θυ­σι­ά­σω. Ἐ­ὰν οἱ Μαυ­ρο­μι­χα­λαῖ­οι θέ­λουν νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν, ἂς μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Τό­σον τὸ χει­ρό­τε­ρον δι­ὰ αὐ­τούς. Θὰ ἔλ­θῃ κά­πο­τε ἡ ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἐν­νο­ή­σουν τὴν ση­μα­σί­αν τῆς θυ­σί­ας μου»21.

Λό­γι­α προ­φη­τι­κά, ἀλ­λὰ συ­νά­μα καὶ ἐν­δει­κτι­κά τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως τοῦ ἐ­ρη­μί­τη πο­λι­τι­κοῦ στὴ δι­α­κο­νί­α τῆς Πα­τρί­δος καὶ τοῦ Γέ­νους. Στὶς 27 Σε­πτεμ­βρί­ου 1831 ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ τα­πει­νὸ Κυ­βερ­νεῖ­ο τοῦ Ναυ­πλί­ου, γι­ὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ, ὅ­πως ἔ­κα­νε σὲ ὅ­λη τὴ ζω­ή του, ὡς πι­στὸς Ὀρ­θό­δο­ξος. Τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι τὰ φο­νι­κὰ βό­λι­α τὸν βρῆ­καν λί­γο με­τὰ τῆς 6.30 τὸ πρωΐ­, δὲν πρέ­πει νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το. Δὲν ἦ­ταν ὁ πο­λι­τι­κὸς τῶν δο­ξο­λο­γι­ῶν καὶ τῶν πα­νη­γύ­ρε­ων. Ἦ­ταν ἕ­νας Ρω­μη­ός, ὅ­πως ὅ­λος ὁ ἁ­πλὸς καὶ εὐ­σε­βὴς Λα­ός, γι­ὰ τὸ κα­λό τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νά­λω­νε τὴ ζω­ή του. Καὶ γι­ὰ αὐ­τὸ μα­ζὶ μὲ τὸ λα­ὸ ἀ­πὸ τὸν Ὄρ­θρο συμ­με­τεῖ­χε στὴ σύ­να­ξη τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Σώ­μα­τος. Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἀ­νέ­κο­ψε τὴν πο­ρεί­α τοῦ Ἔ­θνους γι­ὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­σή του μέ­σα στὰ ὅ­ρι­α τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρα­δό­σε­ώς του. Ἐ­πη­ρέ­α­σε ὅ­μως δυ­σμε­νῶς καὶ τὴν πο­ρεί­α ὅ­λης τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, ἀ­να­τρέ­πον­τας τὰ σχέ­δι­α γι­ὰ τὴν Ρω­μαί­ι­κη ἀ­πο­κα­τά­στα­σή της.

Ὁ πι­στὸς φί­λος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α Ἐ­ϋ­νάρ­δος μπό­ρε­σε νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πο­λὺ ἐ­νω­ρὶς τὴ ση­μα­σί­α τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Πα­τέ­ρα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Πα­τρί­δος: «Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­του –ἔ­γρα­φε– εἶ­ναι συμ­φο­ρὰ δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα δι᾿ ὅ­λην τὴν Εὐ­ρώ­πην […]. Τὸ λέ­γω μὲ δι­πλὴν θλί­ψιν: ὁ κα­κοῦρ­γος, ὅ­στις ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὸν κό­μη­τα Καπ­πο­δί­στρι­α, ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὴν Πα­τρί­δα του». Τὸ εἴ­πα­με ὅ­μως πα­ρα­πά­νω: Τὸ δο­λο­φο­νι­κὸ χέ­ρι κα­τευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ ἐ­νήρ­γη­σαν στὴ δο­λο­φο­νί­α, ὡς ἠ­θι­κοὶ αὐ­τουρ­γοί, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας ἔτ­σι τὸν σκο­πό τους: τὴν ἀ­να­κο­πὴ καὶ ἀ­να­τρο­πὴ ἑ­νὸς με­γά­λου πα­τρι­ω­τι­κοῦ ἔρ­γου, ποὺ ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα