Κείμενο του (Καστροπολίτη) Ιωάννη Α. Σαρσάκη
Κατά τα μέσα του 13ου αιώνα, την Κωνσταντινούπολη κατείχαν οι Λατίνοι, οι οποίοι ως γνωστών την κατέλαβαν το 1204. Λόγω όμως της συνεχούς πίεσης που δεχόταν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στην οποία βασιλιάς ήταν ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης, αλλά και από άλλους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες, τα οικονομικά τους είχαν περιέλθει σε οικτρή κατάσταση. Η προετοιμασία μιας σταυροφορίας που σκοπό είχε να τους βοηθήσει απέτυχε, με αποτέλεσμα οι Λατίνοι ηγέτες να βρεθούν σε αδιέξοδο. Έτσι κατέληξαν να είναι απομονωμένοι δίχως πολύ στρατό, αλλά ούτε και πολλά χρήματα για να πληρώσουν μισθοφόρους και κρατικούς υπαλλήλους. Η λύση που βρήκαν ήταν να πουλήσουν τον ¨Ακάνθινο Στέφανο¨, αυτόν που έβαλαν οι Ρωμαίοι στη κεφαλή του Χριστού όταν Τον σταύρωσαν. Το ιερό κειμήλιο, αγόρασε ο Βενετσιάνος έμπορος Νικόλαος Κουιρίνος. Μόλις όμως έμαθε αυτό το γεγονός ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ΄, έστειλε ανθρώπους του στην Πόλη και το αγόρασε. Ο Ιωάννης Βατάτζης μαθαίνοντας πως το στεφάνι αγοράστηκε από τον Λουδοβίκο, και ότι η αποστολή του επιστρέφει στη Γαλλία μέσω Θαλάσσης, πρόσταξε τον ναύαρχό του να περιπολεί στον Ελλήσποντο, και μόλις αντιληφθεί το Γαλλικό πλοίο να το σταματήσει και να πάρει το ιερό κειμήλιο του Χριστιανισμού. Δεν πρόλαβε όμως καθώς το Γαλλικό πλοίο είχε αναχωρήσει για τη Δύση νωρίτερα.
Η ιστορία σχετικά με τη μεταφορά του Ακάνθινου Στεφάνου στο Παρίσι, γράφτηκε από τον αρχιεπίσκοπο του Σενς, Γκωτιέ ντε Κορνού, το 1239 ή το 1240. Από το βιβλίο του Ντόναλντ Μ. Νίκολ ¨Βυζάντιο και Βενετία¨ παραθέτουμε ένα απόσπασμα σχετικά με τη μεταφορά του Ακάνθινου Στεφάνου στο Παρίσι: ¨Χωρίς καθυστέρηση ο Λουδοβίκος έστειλε δύο Δομινικανούς στην Κωνσταντινούπολη με βασιλικό αγγελιαφόρο, ο οποίος απένειμε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στους βαρόνους της Λατινικής αυτοκρατορίας. Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, έμαθαν ότι το λείψανο είχε ήδη ενεχυριαστεί και θα μεταφερόταν με πλοίο στη Βενετία. Κανόνισαν όμως να επιβιβαστούν και οι ίδιοι στο πλοίο και να κάνουν το ταξίδι μαζί με το λείψανο. Απέπλευσαν τα Χριστούγεννα του 1238. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης πληροφορήθηκε τα σχέδιά τους από τους κατασκόπους του στην Κωνσταντινούπολη και προσπάθησε να αιχμαλωτίσει το πλοίο με το πολύτιμο φορτίο του στα ανοιχτά. Έφτασαν όμως ασφαλείς στη Βενετία και ο Στέφανος τοποθετήθηκε στο θησαυρό του Αγίου Μάρκου. Ένας από τους δύο Δομινικανούς τάχθηκε φρουρός του, ενώ ο άλλος έσπευσε πίσω στη Γαλλία να ανακοινώσει στο βασιλιά Λουδοβίκο τα ευχάριστα νέα.
Αυτός αμέσως έστειλε πρεσβευτές στη Βενετία με τα χρήματα, για να αποδεσμεύσει το ιερό λείψανο. Μερικοί Γάλλοι έμποροι οι οποίοι βρισκόταν εκεί για δουλειές, προμήθευσαν το απαραίτητο συνάλλαγμα. Ο ιερός Ακάνθινος Στέφανος, πάντα κλεισμένος στη Θήκη του, μεταφέρθηκε θριαμβευτικά στο Παρίσι, όπου, στον κατάλληλο χρόνο, ο Άγιος Λουδοβίκος έχτισε τη Σαιν Σαπέλ για να το στεγάσει. Οι Βενετοί λυπήθηκαν που έχασαν ένα τόσο επικερδές προσκύνημα και αξιοθέατο. Θα ήταν ασφαλώς μια μοναδική προσθήκη στην ξακουστή συλλογή των λειψάνων τους, Δεν μπορούσαν όμως να αθετήσουν το λόγο τους. Ίσως ο Νικολό Κουιρίνο βγήκε χαμένος από τη συναλλαγή, εφόσον η μόνη αναφερόμενη πληρωμή σε εκείνον από το Λουδοβίκο Θ΄ αντιστοιχεί στο ποσό των 10.000 υπέρπυρων. Δηλαδή, η πληρωμή του ήταν μικρότερη από το αρχικό δάνειο τουλάχιστον κατά 3.000 υπέρπυρα. Καμία από τις ενδιαφερόμενες πλευρές δεν συλλογίστηκε ότι ο Ακάνθινος Στέφανος ανήκε στη Βυζαντινή Εκκλησία και στο λαό της Κωνσταντινούπολης¨.
Από το απόσπασμα αυτό βλέπουμε την νοοτροπία των Δυτικών σχετικά με τα ιερά κειμήλια της Ορθοδοξίας. Ο Ντόναλντ Μ. Νίκολ εύστοχα παρατηρεί πως κανείς από τους ¨διαγωνιζομένους¨ δεν συλλογίστηκε πως το ιερό αυτό κειμήλιο ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Ιωάννης Βατάτζης όμως, (ο οποίος όπως φαίνεται από το απόσπασμα είχε οργανώσει καλά την κατασκοπία μέσα στην Κωνσταντινούπολη), με το που έμαθε για την μεταφορά του Στεφάνου μέσω θαλάσσης, κινήθηκε άμεσα, προσπαθώντας να περισώσει το ιερό κειμήλιο χωρίς δυστυχώς να προλάβει τις εξελίξεις.