Γράφει ο θεολόγος- εκκλησιαστικός ιστορικός- νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Από τις αγκάλες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη δικαιοδοσία του Μόσχας
- Ο διχαστικός εθνοφυλετισμός και οι σχισματικές παραφυάδες του στην Εκκλησία της Ουκρανίας
- Η ευθύνη της Πανορθοδόξου Συνόδου για απόλυτη καταδίκη της αιρέσεως του εθνοφυλετισμού και διασφάλιση της Πανορθοδόξου Ενότητος
- Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως εγγυητής της Πανορθοδόξου Ενότητος και της ευστάθειας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως διαχρονικός ανά τους αιώνες εγγυητής της Πανορθοδόξου Ενότητος ήδη από το έτος 1872 κατεδίκασε στην Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως τον εθνοφυλετισμό (εθνικισμό) εντός της Εκκλησίας ως αίρεση, όταν η αντικανονική και σχισματική Βουλγαρική Εκκλησία αυτοανακήρυξε αυθαιρέτως την αυτοκεφαλία της με εθνοφυλετικά και όχι εκκλησιολογικά και κανονικά κριτήρια επιδιδόμενη σε έναν άκρατο και άκριτο εθνικιστικό προσηλυτισμό καθώς διακονούσε ανορθοδόξως τα εθνικιστικά κι μεγαλοϊδεατικά επεκτατικά σχέδια του Βουλγαρικού κράτους σε βάρος των πατριαρχικών ελληνορθοδόξων πληθυσμών της Μακεδονίας και Θράκης.
Ο κίνδυνος λοιπόν του εθνοφυλετισμού ως άκρως διχαστικής και διαιρετικής αντιευαγγελικής και αντιεκκλησιολογικής ιδεολογίας εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας φαίνεται ότι μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως επανήλθε στο προσκήνιο και τούτο μαρτυρείται ήδη από το 1992 στην πολύπαθη και μαρτυρική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία βιώνει επωδύνως σχίσματα και διχοστασίες στο σώμα του Χριστεπωνύμου πληρώματος αυτής, που συν τοις άλλοις πλήττεται βαναύσως και από τη βιαία και μισαλλόδοξη δράση των παπικών προβατόσχημων βαρέων λύκων, των Ουνιτών.
Ιχνηλατούντες επί της ιστορικής διαχρονικής σχέσεως της Εκκλησίας της Ρωσίας με το παλαίφατο πνευματικό ιστορικό κέντρο του Γένους των «Ρως», που ήταν και παραμένει το Κίεβο, καθώς και τον καταλυτικής και κομβικής σημασίας ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είναι η Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και για το Πατριαρχείο της Μόσχας, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η εκκλησιαστική οργάνωση και μετέπειτα χειραφέτηση μέσω της αυτοκεφαλίας και της αποδόσεως της πατριαρχικής αξίας και τιμής στην Εκκλησία της Ρωσίας οφείλεται στην πρωτόθρονη Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία.
Η επίκαιρη ιχνηλασία μας στις ιστορικές σελίδες που αφορούν τον εκχριστιανισμό των Ρώσων μάς αποκαλύπτει την μεμαρτυρημένη αλήθεια των ακατάλυτων πνευματικών, εκκλησιαστικών και εν γένει πολιτισμικών σχέσεων του ευσεβούς γένους των Ρώσων με το Βυζάντιο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι περισσότεροι από τους Μητροπολίτες που ήταν Έλληνες και χειροτονούνταν στην Κωνσταντινούπολη, είχαν έδρα το Κίεβο με τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας». Το Κίεβο οργανώθηκε εκκλησιαστικώς, ο μοναχικός βίος παρουσίασε άνθηση κι η πνευματική εκκλησιαστική ζωή αναπτύχθηκε σε όλα τα πεδία, επειδή η μέριμνα της Μητρός και Πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε μεγάλη και αδιάπτωτη. Η καταστροφή όμως του Κιέβου το 1240 από τους Μογγόλους εξανάγκασε τον Μητροπολίτη Κιέβου Μάξιμο να εγκατασταθεί στο Βλαδιμήρο, κοντά στη Μόσχα, το έτος 1299. Η μετακίνηση αυτή της εκκλησιαστικής έδρας επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο Αλέξανδρος Νέφσκι ίδρυσε το 1260 την ηγεμονία της Μόσχας, η οποία κατά την εποχή των διαδόχων του ενδυναμώθηκε και είχε τις προϋποθέσεις να κυριαρχήσει σε όλη τη Ρωσία, αφού και η ηγεμονία του Νόβγκοροντ υποτάχθηκε στη Μόσχα κατά το τέλος του ΙΔ’ αιώνα. Η εδραίωση της Ηγεμονίας της Λιθουανίας που οδήγησε στον πολιτικό χωρισμό της Ρωσίας, διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις και για τον εκκλησιαστικό χωρισμό στον οποίο αντιτάχθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο που επεδίωκε να διατηρήσει ενωμένη την Ρωσική Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Πέτρος (1308-1326) που χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εγκατεστάθη και αυτός στο Βλαδιμήρο αλλά κατόπιν μετέφερε την εκκλησιαστική έδρα στη Μόσχα και έτσι διατηρήθηκε η ενότητα της Ρωσικής Εκκλησίας εντός της Μοσχοβίτικης Ηγεμονίας.
Η Ρωσική Εκκλησία έχουσα ακατάλυτο τον εκκλησιαστικό ομφάλιο λώρο με τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ανεπτύχθη ακόμη περισσότερο όταν εστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο ο μαθητής του, Βούλγαρος στην καταγωγή, Κυπριανός ως Μητροπολίτης Μόσχας. Ως μορφωμένος εκκλησιαστικός άνδρας υπήρξε ο μεταρρυθμιστής της Ρωσικής Εκκλησίας και άξιος διάδοχός του αναδείχθηκε ο Έλληνας Φώτιος (1408-1431), ο οποίος αγάπησε τη Ρωσία και φρόντισε για την πνευματική ανύψωση της Εκκλησίας συγγράφοντας και πολλά έργα στα Ρωσικά.
Η Εκκλησία της Ρωσίας ανεκηρύχθη Αυτοκέφαλος κατά το έτος 1448 όταν Μητροπολίτης Μόσχας ήταν ο Ιωνάς, που ήταν πλέον επιλογή του Ηγεμόνος Βασιλείου, ο οποίος εζήτησε την αναγνώριση της εκλογής του από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και εκείνος την προσέφερε. Το αυτοκέφαλο καθεστώς της Ρωσικής Εκκλησίας επικυρώθηκε από τη Ρωσική Σύνοδο του 1459, η οποία απεφάσισε ότι οι Μητροπολίτες πρέπει να εκλέγονται στη Ρωσία. Η Ρωσική Εκκλησία δια Πατριαρχικού Τόμου, ο οποίος εκδόθηκε το έτος 1589 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β’, ανυψώθη σε Πατριαρχείο που καταργήθηκε το έτος 1701 επί Τσάρου Πέτρου του Α’ και ανεσυνεστήθη το 1917.
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτης Ηρακλείας Φιλάρετος Βαφείδης, ο από Διδυμοτείχου, αναφέρει ότι στις υποθέσεις της Ρωσικής Εκκλησίας οι Οικουμενικοί Πατριάρχες επενέβαιναν κατά τρόπο αμεσότερο μέχρι το έτος 1461, όταν απεσπάσθη πλέον η παλαίφατη και μεγάτιμη Μητρόπολη Κιέβου από εκείνη της Μόσχας. Έκτοτε οι σχέσεις υπήρξαν πλέον συνεχείς προς τους Μητροπολίτες Κιέβου των οποίων η εκλογή επικυρωνόταν υπό της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, όπως π.χ. η αναγνώριση του Μητροπολίτου Κιέβου Μιχαήλ υπό του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β’ κατά το έτος 1589.
Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και το 1632, όταν ο υιός του Ηγεμόνος της Μολδαβίας, Πέτρος ο Μογίλας ανήλθε στο θρόνο του Κιέβου «τη εγκρίσει και συναινέσει» του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως, διαδεχθείς τον Κιέβου Ιώβ, ο οποίος είχε κατασταθεί υπό του τότε Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Β’. Ο πολύς περί την εκκλησιαστική ιστορία Φιλάρετος Βαφείδης αναφερόμενος στις πολυκύμαντες και ενίοτε ταραχώδεις σχέσεις της Εκκλησίας του Κιέβου προς το Πατριαρχείο Μόσχας επισημαίνει ότι η εκκλησιαστική περιφέρεια του Μητροπολίτου Κιέβου δεν ήταν πάντοτε η ίδια αλλά πολλές φορές μετεβλήθη ως αποτέλεσμα της εκάστοτε επικρατούσης πολιτικής καταστάσεως της χώρας.
Η Εκκλησία της νοτίου Ρωσίας μέχρι το έτος 1654 υπήγετο στην κανονική δικαιοδοσία της Πρωτοθρόνου Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, οπότε η λεγόμενη «Μικρά Ρωσία» υπετάγη στον Τσάρο της Ρωσίας και συνακόλουθα η Εκκλησία του Κιέβου υπήχθη στο Πατριαρχείο Μόσχας. Παρά ταύτα ο Μητροπολίτης Κιέβου Σίλβεστρος εξελέγη και πάλι στο Φανάριο το έτος 1649, αλλά μετά τον θάνατό του (1657) οι εκκλησιαστικές σχέσεις Κιέβου-Μόσχας υπήρξαν συγκρουσιακές επειδή ο υπό του Τσάρου εκλεγείς Διονύσιος ηρνείτο να χειροτονηθεί από τον Μόσχας. Η ειρήνευση στην Εκκλησία επήλθε το 1685 όταν ο Πατριάρχης Μόσχας εξέλεξε ομοφώνως τον Γεδεών ως Μητροπολίτη Κιέβου και η ένωση της νοτίου Ρωσίας με το Πατριαρχείο της Μόσχας επεκυρώθη και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1687). Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι στο επίσημο εκκλησιαστικό έγγραφο της εκλογής του Μητροπολίτου Γεδεών γινόταν σαφής αναφορά ότι «ο Μόσχας δεν πρέπει να αναμειγνύεται εν τη δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Κιέβου, όστις διετήρει ανέπαφα και ακέραια τα αρχαία αυτού προνόμια».
Έκτοτε η Μητρόπολη Κιέβου ως το «πνευματικό ιστορικό λίκνο» της Ρωσικής Ορθοδοξίας αποτελεί μια των εκκλησιαστικών επαρχιών του Πατριαρχείου Μόσχας. Το εκκλησιαστικό αυτό καθεστώς δεν μετεβλήθη και όταν ακόμη ο Τσάρος Πέτρος Α’ ο Μέγας κατήργησε το Πατριαρχείο της Μόσχας, κατά το έτος 1701, που ως θεσμός επανεσυστάθη το 1917, αλλά δυστυχώς με την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος το Κρεμλίνο για πολιτικούς λόγους συνέβαλε στην αντικανονική ίδρυση το 1921 της λεγόμενης «Ουκρανικής Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας», η οποία εστηρίχθη στις τοπικές σοβιετικές αρχές μέχρι το 1930, όταν απροκάλυπτα πλέον το κομμουνιστικό καθεστώς κατεδίωξε τους επισκόπους της. Η ναζιστική κατοχή ενίσχυσε την αντικανονική και σχισματική αυτή εκκλησία μέχρι και την ήττα των Γερμανών. Έκτοτε το παρεκκλησιαστικό αυτό μόρφωμα φυτοζωούσε στη Δύση και το 1980 αναγεννήθηκε έχοντας ολιγάριθμο ποίμνιο χωρίς να αναγνωρίζεται από καμία κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η απαρχή των εντόνων κλυδωνισμών και τραγικών σχισματικών συγκρουσιακών καταστάσεων για την ιστορική Ορθόδοξη Εκκλησία του Κιέβου στη νότια Ρωσία (Ουκρανία) έλαβε χώρα με την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος και την αντικανονική ίδρυση της σχισματικής λεγομένης «Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Πατριαρχείο Κιέβου), που αποσπάστηκε το 1992 από το Πατριαρχείο Μόσχας και έχει ως επικεφαλής τον αυτοαποκαλούμενο «Πατριάρχη Κιέβου» Φιλάρετο, ο οποίος έχει καθαιρεθεί από την Εκκλησία της Ρωσίας. Η συγκεκριμένη σχισματική «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία» δεν αναγνωρίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από καμία άλλη Ορθόδοξη τοπική Εκκλησία ανά την υφήλιο.
Η λεγόμενη Εκκλησία του αντικανονικού αυτοαποκαλούμενου «Πατριαρχείου του Κιέβου» αποτελεί εν τοις πράγμασι το «αντιεκκλησιολογικό προϊόν» του καταδικασθέντος ως αίρεση εθνοφυλετισμού (εθνικισμού), ο οποίος διασπά την εκκλησιαστική ενότητα και γεννά διχοστασίες, διαιρέσεις, σχίσματα και αιματηρές συγκρούσεις στο ενιαίο σώμα του Χριστεπώνυμου πληρώματος. Οι επιδιώξεις της φιλοδυτικής και αντιρωσικής ουκρανικής ελίτ συνέβαλλαν στη γέννηση του αντικανονικού παρεκκλησιαστικού αυτού μορφώματος. Η τραγική πλευρά του ακανθώδους αυτού εκκλησιαστικού ζητήματος εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι ο εθνοφυλετισμός, το πολιτικό μικρόβιο και οι μωροφιλοδοξίες ορισμένων Ουκρανών κληρικών οδήγησαν σε ακρότητες και σε ένα αγεφύρωτο χάσμα στην ιστορική και ευλογημένη γη του Κιέβου, όπου δια των Ιεραποστολικών πρωτοβουλιών του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου ανέτειλε προ αιώνων το αληθές φως της Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως.
Δε θα πρέπει να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι ο πολιτικός εθνοφυλετισμός θέτει την εκκλησία στην υπηρεσία πολιτικών σκοπιμοτήτων και αναιρεί το σωστικό και πνευματικό έργο της. Η φιλόδοξη πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας, όταν ήταν στην εξουσία, κατέθεσε επίσημο αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο προκειμένου να επιτύχει την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλαδή την απόσπασή της από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος δεν απεδέχθησαν το αίτημα. Κατά τον Ιούλιο του 2008, όταν η φιλοδυτική κυβέρνηση οργάνωσε λαμπρές εκδηλώσεις για τα 1020 έτη από τον εκχριστιανισμό των Ρως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και παρά την δυσφορία του Πατριαρχείου Μόσχας στο πρόσωπο του τότε Πατριάρχου Μόσχας Αλεξίου Β’, μετέβη στην Ουκρανία χωρίς ουδέποτε να κάνει λόγο περί αυτοκεφαλίας αλλά μόνο για ειρηνική, κανονική και εκκλησιολογική επίλυση του όλου ζητήματος που όμως δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν έχει επιτευχθεί.
Για να έχουμε πληρέστερη γνώση του εκκλησιαστικού διχαστικού δράματος που βιώνει η σύγχρονη μετακομμουνιστική Ουκρανία, καταγράφουμε και την ύπαρξη μιας ολιγαρίθμου πληθυσμιακώς ομάδος των λεγομένων «Παλαιοπίστων» (Ρασκόλνικων) καθώς και ορισμένων μικρών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως η Ρωσική της Διασποράς, η λεγόμενη «Αληθής Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουθηνίας», η «Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία», η Μητρόπολη της Βεσσαραβίας κ.ά., που όμως δεν ασκούν σημαντική επιρροή.
Οι Ορθόδοξοι Ουκρανοί του Καναδά, κατόπιν της ενθέρμου αιτήσεώς τους προς τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, υπήχθησαν κατ’ Απρίλιο του 1990 υπό το ωμοφόριο του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου. Σημειωτέον ότι οι Ορθόδοξες παροικίες της λεγόμενης Ρωσικής Παραδόσεως της Δυτικής Ευρώπης καθώς και οι Καρπαθορώσσοι της Αμερικής υπάγονται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι δε Ορθόδοξοι Ουκρανοί της Διασποράς (ΗΠΑ, Νότιος Αμερική, Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία) ήδη από το 1995 εζήτησαν από κοινού με τους αρχιερείς τους να υπαχθούν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο τελικώς κατά την 9η Μαρτίου 1995, κατόπιν συνοδικής αποφάσεως, εδέχθη στους κόλπους αυτού τους Ορθοδόξους Ουκρανούς της Διασποράς.
Σήμερα η μόνη κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία αναγνωρίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι η λεγόμενη «Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία» (Πατριαρχείο Μόσχας). Η συγκεκριμένη Εκκλησία ήταν αρχικώς γνωστή με την ονομασία «Εξαρχάτο της Ορθοδόξου Ρωσικής Εκκλησίας» και στη συνέχεια, κατά την 27η Οκτωβρίου 1990 κατέστη αυτόνομη. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της ότι είναι Ουκρανικό Εξαρχάτο του Πατριαρχείου της Μόσχας, όπως και απόγονος της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Κιέβου και όλων των Ρως (Ρώσων) στην Ουκρανία. Ισχυρίζεται δε ότι υπάρχει απευθείας διαδοχή μέσω του αρχικού βαπτίσματος των Ρως από τον Άγιο Βλαδίμηρο κατά το έτος 988μΧ. Ο δε επικεφαλής της Εκκλησίας αυτής φέρει τον τίτλο «Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας» και σήμερα στο θρόνο αυτής ευρίσκεται ο διαδεχθείς τον μακαριστό Βλαδίμηρο (1992-2014), Μητροπολίτης Ονούφριος.
Η επίσημη και κανονική Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία παράλληλα με τα τραυματικά σχίσματα που βιώνει στο σώμα του Χριστεπωνύμου πληρώματος αυτής, αντιμετωπίζει και τον «έσχατο πόλεμο» από το παρεκκλησιαστικό τερατούργημα του προβατόσχημου λύκου που λέγεται και είναι η παποκίνητη και Λατινόφρων Ουνία, η οποία από τον 16ο μΧ αιώνα έχει ριζώσει στο ευλογημένο έδαφος της Ορθοδόξου Ουκρανίας. Μετά δεν την πτώση του κουμουνιστικού καθεστώτος η Ουνία επανήλθε ισχυρότερη και στο βωμό του προσηλυτισμού των ορθοδόξων Ουκρανών μετέρχεται παντός αθέμιτου και βίαιου σε πολλές περιπτώσεις μέσου με ένα και μόνο αντικειμενικό στόχο, την άλωση της Ορθοδοξίας στην Ουκρανία.
Ο αδελφοκτόνος πόλεμος μεταξύ των Ορθοδόξων Ουκρανών είναι το ακραίο αποτέλεσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλά και εντόνου θρησκευτικού και εθνοφυλετικού (εθνικιστικού) φανατισμού τον οποίο δυστυχώς «διακονούν» και καταστροφικά συντηρούν τόσο οι διάφορες «Ορθόδοξες Ουκρανικές Εκκλησίες», ήτοι η επίσημη και κανονική (Πατριαρχείο Μόσχας) καθώς και η αντικανονική και σχισματική (Πατριαρχείου Κιέβου), όσο και αυτό καθ’ εαυτό το Πατριαρχείο της Μόσχας που έχει καταντήσει ο «ισχυρός βραχίονας» των πολιτικών σχεδιασμών του Κρεμλίνου. Εξάλλου, η κατά την Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Φανάρι (2014) προκλητική και αντορθοδόξως αντιεκκλησιολογική δήλωση του Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου ότι δρα και ενεργεί πρωτίστως ως Ρώσος και έπειτα ως Ορθόδοξος Επίσκοπος, αποκαλύπτει την άκρως επικίνδυνη και διχαστική νοοτροπία που επικρατεί στο πατριαρχείο της Μόσχας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο «ουδέ κατ’ ελάχιστον» αποκλίνει της Ορθοδόξου Ευαγγελικής και αγιοπατερικής διαδασκαλίας, παραμένει ο ακλόνητος, αμετάθετος και κραταιός εγγυητής της πανορθοδόξου ανά την υφήλιο ενότητος καθώς και ο ασυμβίβαστος υπέρμαχος και πολέμιος κάθε εθνοφυλετικής (εθνικιστικής) πολιτικής μέσα στο αδιαίρετο σώμα της Ορθοδοξίας. Οι ανύστακτες και άοκνες προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου για την κατά το έτος 2016 σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου στο ναό της Αγίας Ειρήνης Κωνσταντινουπόλεως παρέχουν την υψίστη ευκαιρία προκειμένου οι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι ως η ενιαία φωνή της Ορθοδοξίας να καταδικάσουν κάθε μορφή εθνοφυλετισμού και να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενότητα της Ορθοδοξίας στο έδαφος της Ουκρανίας.
Η κατά Σεπτέμβριο του 2015 Η΄ Συνάντηση στη Σλοβενία του Δικτύου Ορθοδόξων Πρωτοβουλιών Μελέτης Θρησκειών και Καταστροφικών Λατρειών διεκήρυξε την Διορθόδοξη στήριξη στην κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας και την καταδίκη του σχισματικού Πατριαρχείου Κιέβου. Το επόμενο επιβεβλημένο βήμα είναι η καταδίκη του εθνοφυλετισμού και από την Αγία και Ιερά Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη με την παράλληλη έμπρακτη απόχη του απροκάλυπτα μεγαλομανούς Πατριαρχείου Μόσχας από πάσης προκλητικής και μεγαλοϊδεατικής εκκλησιαστικής πολιτικής που εκτρέφεται από τον αντιευαγγελικό και αντιεκκλησιολογικό εθνοφυλετισμό και συνάμα εκτρέφει αυτόν προκαλώντας σχίσματα, διχοστασίες και διαιρέσεις στο ενιαίο και αδιαίρετο σώμα της Ορθοδοξίας.