Φάνη Μαλκίδη
Καθηγητού Κοινωνικών Επιστημών
Εκατόν τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον Δεκέμβριο του 1908 όταν οι Νεότουρκοι πήραν την εξουσία και έλαβαν την απόφαση για την μαζική δολοφονία των μη μουσουλμάνων που ζούσαν στο οθωμανικό κράτος. Η απόφαση για την εξόντωση των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων λήφθηκε από τους Νεότουρκους μετά την ανάληψη της εξουσίας από αυτούς, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ ( 1919 – 1923 ). Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών· πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων. Δημιουργήθηκαν τα τάγματα εργασίας, τάγματα εξόντωσης ουσιαστικά από τα οποία γλίτωσαν ελάχιστοι. Μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε η εξόντωση των Αρμενίων και ακολούθησε αυτή των Ελλήνων. Το Μάιο του 1916 εισήχθη νομοθετικά η σωματική ποινή για να βελτιωθεί η πειθαρχία στο στράτευμα και κυρίως για να περιοριστούν οι λιποταξίες, οι οποίες προερχόταν κυρίως από τον ελληνικό πληθυσμό. Μέχρι το τέλος του 1917 επιστρατεύθηκαν περισσότεροι από 200.000 Έλληνες 15 έως 48 ετών και πολλοί από αυτούς πέθαναν από τις στερήσεις, το κρύο, τις αρρώστιες.
Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους ηγέτες των Νεότουρκων Εμβέρ, Τζεμάλ και Ταλαάτ Πασά, υπευθύνων υλοποίησης της γενοκτονίας των Αρμενίων, σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού που προέβλεπε «άμεση εξόντωση των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
Είναι γεγονός ότι οι τουρκικοί μηχανισμοί και οι υποστηρικτές τους σε όλον τον κόσμο εφευρίσκουν διάφορα σενάρια προκειμένου να δικαιολογήσουν τις μαζικές εκτοπίσεις και τελικώς τις μαζικές δολοφονίες ενάντια στους Έλληνες. Προσπαθούν να δικαιολογήσουν τους Νεότουρκους, τους διδάξαντες το ρατσισμό και εθνικισμό στους Ναζί.
Όμως οι Νεότουρκοι και ειδικότερα η κεντρική επιτροπή της «Ένωσης και Πρόοδος» κατέληξε το Μάρτιο του 1915 στην απόφαση να εκτοπίσει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό. Οι εκτοπίσεις αυτές, είχαν ως αποτέλεσμα την εξόντωση τεράστιου αριθμού Ελλήνων, η οποία συνιστά ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες. Άλλωστε το σχέδιο «απέλασης» περιλάμβανε την ολότητα σχεδόν των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων και όσων κατοικούσαν παραπάνω από χίλια χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο δηλαδή περιοχές όπου καμία ελληνική δραστηριότητα δεν γινόταν αντιληπτή. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός είναι ότι οι εκτοπίσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στην εμπόλεμη ζώνη αλλά επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία και οπωσδήποτε συνεχίστηκαν και μετά το 1919.
Με βάση τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, ιεραποστόλων, αξιωματικών και διπλωματών, που ήταν σε συνεχή επαφή με τις οθωμανικές αρχές, με βάση τις αποδείξεις που προέκυψαν από τις μεταπολεμικές οθωμανικές δίκες που διερεύνησαν τις σφαγές, και ακόμη, προκύπτει το συμπέρασμα πως μία ομάδα των Νεότουρκων υπό τον Ταλαάτ επιθυμούσε να εξαφανίσει κάθε μη μουσουλμανική μειονότητα και κυρίως τους Έλληνες και τους Αρμένιους. Κρατικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν σ’ αυτήν την πολιτική εκκαθάρισης και οργάνωσαν οι ίδιοι διώξεις σε μεγάλη έκταση, ενώ όσοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν, αυτοί αντικαταστάθηκαν. Έτσι τεκμηριώνεται η άποψη ότι εφαρμόστηκε μια κεντρικά κατευθυνόμενη πολιτική εξολόθρευσης, η οποία προήλθε από τους Νεότουρκους και στη συνέχεια από τους Κεμαλικούς, οι οποίοι επικαλέστηκαν τη «σωτηρία του έθνους» και τον «πόλεμο της ανεξαρτησίας» για να συνεχίσουν τα εγκλήματα.
Επίσης προβάλλεται η ασυνέχεια μεταξύ Νεότουρκων και Κεμαλικών, και τονίζεται ότι το σημερινό τουρκικό κράτος δεν έχει καμία σχέση με το οθωμανικό κράτος, ένα επιχείρημα όμως που είναι μετέωρο και αποτελεί ένα τεράστιο ψεύδος.
Σε ουσιαστικό επίπεδο, οι διωγμοί που ξεκίνησαν από τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν από τους Κεμαλικούς με την ίδια μεθοδικότητα και οργάνωση. Οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι καταγράφτηκαν από συμμάχους των Κεμαλικών και αναφέρονται και από Τούρκους συγγραφείς και προκάλεσαν αντιδράσεις αγανάκτησης ακόμα και στους κόλπους της Εθνοσυνέλευσης, εντάσσονταν στη συνέχεια μεταξύ Νεότουρκων και Κεμαλικών.
Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός ότι η οικειοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων σε διάφορες χρονικές φάσεις από τους Νεότουρκους και οδήγησε την οθωμανική- τουρκική οικονομία σε άνοδο. Μάλιστα οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να οικειοποιηθούν ακόμη και τις ασφάλειες ζωής που είχαν κάνει οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, ζήτημα το οποίο ήλθε στην επιφάνεια πρόσφατα.
Όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις της Τουρκίας, αρνήθηκαν τη σχετική με τη γενοκτονία κατηγορία και δεν έπαψε να αναπτύσσει συντονισμένες προσπάθειες για να εμποδίσει κάθε αναγνώριση της γενοκτονίας, και κάθε έρευνα πάνω στα περιστατικά αυτής της γενοκτονίας Αυτά τα μέσα που αναπτύσσει για τη διάψευση της ιστορικής αλήθειας και για την εξυπηρέτηση της παραπληροφόρησης, η Τουρκία μπορεί σίγουρα να τα εντείνει στο μέλλον: στο εσωτερικό να συσπειρώσει το εθνικό συναίσθημα γύρω από γεγονότα, όπως τα μνημόσυνα των θυμάτων της Τουρκίας κατά την περίοδο των Νεότουρκων ή ημέρες μνήμης και τιμής υπευθύνων της γενοκτονίας μεταξύ των οποίων και οι ηγέτες των Νεότουρκων.
Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η Τουρκία εκτός από την άρνηση τέλεσης του εγκλήματος, έχει επιδοθεί σε συστηματική προσπάθεια για να εξηγηθεί, να δικαιολογηθεί και να στοιχειοθετηθεί το μαζικό έγκλημα, που κατέληξε στην ολοκληρωτική εκδίωξη των Ελλήνων. Ανάμεσα σ’ αυτά κεντρική θέση κρατούν οι προσπάθειες για την αθώωση των Νεότουρκων, οι οποίοι ξεκίνησαν την εκδίωξη και εξόντωση των Ελλήνων, των Αρμενίων, και Ασσυρίων από το οθωμανικό κράτος. Ωστόσο η ιστορία και η αλήθεια δείχνει το δρόμο για να φύγει το σκοτάδι και το ψεύδος.