Yφάδι και κλωστή στα χέρια σου κρατούσες
σαν άλλο αερικό την προίκα σου κεντούσες
της λάμπας το φυτίλι συντροφιάς σου
να συνοδεύει στοργικά τα όνειρά σου.
Ο ύπνος μετρημένος και βαθύς
γιατί έπρεπε νωρίς να σηκωθείς
για να νοιαστείς αδέλφια, γονικά και ζωντανά,
τα χέρια σου ακούραστα για όλα ικανά.
Για το χωράφι έφευγες νωρίς τα ξημερώματα
με τραχανά που έβραζες χορτάσαν τόσα στόματα.
Κι αν ήσουν νιόπαντρη και είχες και μικρό
μαζί θα το ‘παιρνες αβίαστα θαρρώ,
θα το ‘βαζες στη γούρνα, εκεί κάποιας σποριάς
προφυλαγμένο, ταϊσμένο και ας βρυχιόταν ο βοριάς.
Κόντρα στη νύστα θ’ αντηχούσε το τραγούδι,
με την πλεξούδα φάνταζες σαν του αγρού λουλούδι.
Και όταν στο σπίτι θα γυρνούσες κουρασμένη
λίγο νερό στο πρόσωπο και η δουλειά προσμένει,
να μαγειρέψεις σαν σωστή νοικοκυρά,
για να χορτάσουν ο αφέντης, η γιαγιά και τα παιδιά.
Μάνα αγρότισσα, μάνα αγρότισσα
όπου και αν γύρισα, για σένα ρώτησα.
Ελένη Στέρ. Τέγου
http://www.elliniki-gnomi.eu/archives/40611