Δημητρίου Κ. Χατζημιχαὴλ
διδάκτορος Βυζαντινῆς Φιλολογίας
Τὸ ὄνομα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ συνηθίσαμε καταχρηστικὰ νὰ ὀνομάζουμε Βυζαντινὸ κράτος, συνοδεύεται συνήθως ἀπὸ πλῆθος προκαταλήψεις καὶ στερεότυπα. Τὸ κράτος μὲ τὸν σπουδαιότερο πολιτισμὸ κατὰ τὴ μεσαιωνικὴ περίοδο, τουλάχιστον μέχρι τὸν 12ο αἰῶνα, ἔφτασε νὰ θεωρεῖται περίοδος παρακμῆς, μὲ καθεστὼς θεοκρατικό, καὶ νὰ κατηγορεῖται συχνὰ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν μνημείων τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἡ μεγάλη ἀντιπαράθεση Βυζαντίου καὶ Δύσης βοήθησε στὴ δημιουργία καὶ συντήρηση αὐτῆς τῆς προκατάληψης. Ὡστόσο, τὰ τελευταία 100 χρόνια οἱ μελέτες τῆς ἱστορίας, τῆς ἀρχαιολογίας, τῆς φιλολογίας καὶ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν ἀνέδειξαν πρωτεργάτες μεγάλους ἐπιστήμονες προερχόμενους ἀπὸ τὴ Δύση τὸν βυζαντινὸ πολιτισμὸ καὶ τοποθέτησαν σὲ σωστὴ βάση τὸ θέμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Βυζαντίου στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Τὸ πιὸ σημαντικὸ κριτήριο τῆς ἀνάπτυξης τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ εἶναι τὸ βιβλίο. Στὸ Βυζάντιο ὁ πολιτισμὸς τοῦ γραπτοῦ κειμένου καὶ τοῦ βιβλίου διατηρεῖ πάντοτε προνομιακὴ θέση. Παράλληλα μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ βιβλίου, στὰ βυζαντινὰ χρόνια ποτὲ δὲν σταμάτησε ἡ μελέτη τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου.
Ἐπίσης, τὸ πανεπιστήμιο στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ σχολὲς σὲ πολλὲς πόλεις (Ἀθῆνα, Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα Μυστρᾶς κ.τλ.) καὶ οἱ βιβλιοθῆκες (δημόσιες, μοναστηριακὲς καὶ ἰδιωτικὲς) δημιουργοῦν τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἀνάπτυξη τῆς ἐκπαίδευσης. Ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες πόλεις σχετικὰ μεγάλο ἀριθμὸ ἐργαστηρίων ἀντιγραφέων καὶ εἰκονογράφων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τέχνη τοῦ βιβλίου, μαζὶ μὲ μιὰ-δυὸ ἄλλες τέχνες, ὅπως –γιὰ παραδειγμα– ἡ ἁγιογραφία καὶ ἡ ὑμνογραφία, ἀποτελοῦν τοὺς ἀντιπροσωπευτικότερους τομεῖς τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ἀξίζει λοιπὸν νὰ παρακολουθήσουμε, μὲ τὴ συντομία ποὺ ἀπαιτεῖ ἕνα ἄρθρο, τὴν πολιτισμικὴ διάσταση τοῦ βυζαντινοῦ βιβλίου.
Πρέπει ἀρχικὰ νὰ τονιστεῖ ἡ κεντρικὴ θέση ποὺ κατέχει τὸ βιβλίο στὴν χριστιανικὴ παράδοση καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν χριστιανισμό. Ὁ Χριστὸς Παντοκράτωρ στὸ Δαφνὶ εἰκονίζεται μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι. Προφῆτες, ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι κρατοῦν σὲ πολλὲς παραστάσεις βιβλία σὲ μορφὴ κυλίνδρου ἢ κώδικα. Στὴν λατρευτικὴ διαδικασία κεντρικὴ θέση κατέχουν τὰ λειτουργικὰ βιβλία. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὰ μοναστήρια ἀναπτύχθηκαν βιβλιοθῆκες καὶ ἀντιγραφικὰ ἐργαστήρια. Μετὰ τὴν περίοδο τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπου παρατηρεῖται ἔντονη ἀντιπαράθεση χριστιανισμοῦ καὶ ἑλληνισμοῦ, φτάνουμε στὸν 4ο-5ο αἰ., ὁπότε καὶ πραγματοποιεῖται –μὲ καθοριστικὴ τὴ συμβολὴ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς ἐκκλησίας– συνδυασμὸς τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Ἔπαιξε ρόλο καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ εἶχε ὁ χριστιανισμὸς νὰ διατυπώσει τὰ δόγματά του μὲ ὁρολογία παρμένη ἀπὸ τοὺς στωικοὺς καὶ τὸν Πλάτωνα. Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ καθ’ ὅλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο ἔχουμε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία, τὶς θρησκευτικοῦ περιεχομένου σπουδές, ἔχουμε ὅμως καὶ τὴ θύραθεν παιδεία, μὲ τὴ μελέτη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων. Τὰ κλασσικὰ κείμενα διατήρησαν τὴ θέση τους στὸ σχολικὸ πρόγραμμα καὶ διαβάζονταν τὸ ἴδιο ἀπὸ πιστοὺς καὶ ἀπὸ ἀπίστους. Ἡ θύραθεν ἐκπαίδευση θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἀκόμα καὶ γιὰ κάποιον ποὺ στοχεύει νὰ σταδιοδρομήσει στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα. Διακεκριμένες προσωπικότητες ποῦ κατεῖχαν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα ἦταν ἀνάμεσα στοὺς ἰκανότερους μελετητὲς καὶ σχολιαστὲς τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν. Ὑποστηρίζεται κατὰ καιροὺς ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπέβαλε λογοκρισία καὶ ἔκαψε τὰ εἰδωλολατρικὰ βιβλία. Αὐτὸ ἂν ἔγινε, ἔγινε σὲ μικρὴ κλίμακα καὶ μεμονωμένα καὶ δὲν εἶχε καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα. Πάντως, δὲν ἔχει ἐπισημανθεῖ καμμιὰ περίπτωση ἡ ἐκκλησία νὰ ἔχει πάρει ἀπόφαση καταστροφῆς ἑνὸς κλασσικοῦ κειμένου. Ἀκόμα καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἰουλιανοῦ μᾶς ἔχουν σωθεῖ. Ἀντίθετα ἦταν πιὸ συνηθισμένες καὶ ἀναφέρονται ἀπὸ τὶς πηγὲς πυρπολήσεις βιβλίων χριστιανῶν συγγραφέων ποὺ εἶχαν παρεκτραπεῖ σὲ αἱρέσεις.
Στὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο, καὶ κυρίως στοὺς αἰῶνες 4ο -6ο , ἡ ἀνώτατη ἐκπαίδευση γνώρισε μία ἀξιοσημείωτη περίοδο ἄνθησης. Λειτουργοῦσαν σχολὲς στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Ἀντιόχεια, στὴν Ἀθῆνα, στὴ Βηρυτό, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Γάζα. Αὐτὸ ἐπιδρᾶ θετικὰ στὴν παραγωγὴ βιβλίων, μόνο ποὺ τὸ ἐνδιαφέρον στρέφεται περισσότερο σὲ πρακτικότερες μαθήσεις, ὅπως ἦταν, γιὰ παράδειγμα, ἡ νομικὴ ἐπιστήμη. Βέβαια, σιγὰ-σιγὰ οἱ σχολὲς παρήκμαζαν ἢ ἔκλειναν, ἔτσι ὥστε στὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. νὰ ἔχουν ἀπομείνει οἱ σχολὲς τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰουστινιανὸς εἶχε κλείσει τὸ 529 τὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας. Μετὰ ἀπὸ μία «σκοτεινὴ» περίοδο δυὸ αἰώνων, φτάνουμε στὴν ἀναγέννηση τοῦ 9ου αἰ. Ἡ προσωπικότητα ποὺ μᾶς εἰσάγει στὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἀναγέννηση εἶναι ὁ Λέων ὁ φιλόσοφος καὶ μαθηματικός. Ἀπὸ τὶς πηγὲς πληροφορούμαστε ὅτι σὲ μία παθιασμένη ἀναζήτηση τῆς γνώσης ἐπισκέπτεται μοναστήρια, βρίσκει βιβλία καὶ τὰ μελετᾶ μὲ ἐμβρίθεια. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ μετὰ τὴν υἱοθέτηση τῆς μικρογράμματης γραφῆς οἱ λόγιοι ἐπιδίδονται μὲ ζῆλο στὴν ἀντιγραφὴ χειρογράφων.
Ὁ πατριάρχης Φώτιος, ἴσως ἡ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὴ πνευματικὴ μορφὴ τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου, διέθετε μία ἰδιωτικὴ βιβλιοθήκη 150 τόμων. Στὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο του, τὴ «Μυριόβιβλο», μᾶς παραδίδει τὶς βιβλιοκρισίες 300 περίπου ἔργων ποὺ εἶχε διαβάσει. Σ’ αὐτὰ δὲν περιλαμβάνονται, μὲ ἐξαίρεση τὸν Ἡρόδοτο, οἱ γνωστοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς. Ὁ Ἀρέθας Καισαρείας διαθέτει μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ νὰ ἀγοράσει βιβλία ἢ νὰ πληρώσει τοὺς ἀντιγραφεῖς του, δημιουργῶντας ἔτσι μιὰ ἀξιόλογη βιβλιοθήκη. Εἶναι μία χαρακτηριστικὴ περίπτωση λογίου ποὺ ὑπηρέτησε μὲ συνέπεια τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ βιβλίο καὶ τὰ κλασσικὰ γράμματα. Ἀπὸ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰ. προέρχονται κώδικες σημαντικοὶ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς χειρόγραφης παράδοσης τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων κλασικῶν συγγραφέων. Στὶς διάφορες ὁμάδες χειρογράφων ἐκπροσωποῦνται ὅλες οἱ ἐπιμέρους ἐπιστῆμες, πράγμα ποὺ φανερώνει τὰ ἐπιστημονικὰ ἐνδιαφέροντα τῶν μορφωμένων ἀνθρώπων. Τὰ χειρόγραφα ποὺ ἀντιγράφονται κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὀφείλονται κυρίως σὲ παροτρύνσεις φιλολόγων καὶ ἄλλων ἀνθρωπιστῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες περιπτώσεις, δὲν τὰ γνωρίζουμε. Ὁ κλασικισμὸς τοῦ 9ου αἰ. ἐνισχύεται καὶ ἐπεκτείνεται μὲ τὸν ἐγκυκλοπαιδισμὸ ποὺ εἰσάγει τὸν 10ο αἰ. ὁ λόγιος αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος. Παροπλισμένος ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν πραγματοποίηση ἑνὸς μεγαλόπνοου προγράμματος: τὴ συγκέντρωση σὲ πολύτομα ἔργα τῶν γνώσεων τῆς ἐποχῆς σχεδὸν σὲ ὅλους τους ἐπιστημονικοὺς κλάδους.
Τὸν 11ο αἰ. συνεχίζεται ἡ σπουδὴ τῶν κλασσικῶν μὲ κυρίαρχη μορφὴ τὸν Μιχαὴλ Ψελλό, ἕναν λόγιο ποῦ ἔδειχνε ζωηρότατο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν κλασσικὴ γραμματεία, ἀλλὰ παράλληλα ἀσχολήθηκε καὶ μὲ σημαντικοὺς ἐπιστημονικοὺς κλάδους, ὅπως ἡ νομικὴ, ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ ἀστρονομία. Κυρίαρχη πνευματικὴ μορφὴ τοῦ 12ου αἰ. εἶναι ἀναμφισβήτητα ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος, λόγιος μὲ εὐρύτητα πνεύματος καὶ ἐνδιαφερόντων, ποὺ ἔμεινε γνωστὸς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους φιλολόγους τοῦ Βυζαντίου. Ἡ λεηλασία τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204 προκάλεσε ἀνυπολόγιστες καταστροφὲς καὶ στὸν τομέα τοῦ βιβλίου. Ὁ λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰ. μᾶς περιγράφει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὰ ταξίδια ποὺ ὀργάνωνε πρὸς κάθε κατεύθυνση γιὰ νὰ ἀναζητήση χειρόγραφα. Ὡστόσο, ὁ πολιτισμὸς τοῦ βιβλίου γνωρίζει τὴ μεγαλύτερή του ἀνάπτυξη κατὰ τὴν περίοδο τῶν Παλαιολόγων. Δίπλα στὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ δημόσιες βιβλιοθῆκες, ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ μία κατηγορία λογίων ποὺ διαθέτουν βιβλιοθῆκες. Πρῶτος, τόσο χρονολογικὰ ὅσο καὶ σὲ σπουδαιότητα, εἶναι ὁ Μάξιμος Πλανούδης (τὸν 13ο αἰ.). Λόγιος μὲ τεράστιο εὖρος ἐνδιαφερόντων καὶ καλὴ γνώση τῆς Λατινικῆς, ἀσχολήθηκε μὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ ἀποτέλεσε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ πρότυπο γιὰ τοὺς «πανεπιστήμονες» λογίους τῆς παλαιολόγειας ἐποχῆς. Μιὰ σειρὰ λογίων, ὅπως ὁ Μανουὴλ Μοσχοπουλος, ὁ Θωμᾶς Μάγιστρος καὶ ὁ Δημήτριος Τρικλίνιος, ἐπιδεικνύουν ἔφεση στὴν κριτικὴ μελέτη καὶ ἔκδοση τῶν ἀρχαίων κειμένων, θέτοντας οὐσιαστικὰ τὶς βάσεις γι’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε σήμερα «κριτικὴ ἔκδοση κειμένου». Ἰδίως ὁ Τρικλίνιος κάνει ὁρισμένες ὀξυδερκεῖς παρατηρήσεις σὲ ζητήματα κριτικῆς τῶν κειμένων ποὺ διατηροῦν καὶ σήμερα τὴν ἀξία τους. Ὁ Θωμᾶς Μάγιστρος καὶ ὁ Δημήτριος Τρικλίνιος κατάγονταν μάλιστα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἐκπροσωποῦσαν τὴν ἰδιαίτερα σημαντικὴ φιλολογικὴ παράδοση τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὸν 14ο αἰ. Σχετικὰ μὲ τὶς βιβλιοθῆκες ποὺ ὑπῆρχαν στὸ Βυζάντιο ὑπάρχει μεγάλη ἔλλειψη πηγῶν. Ἀπὸ τὴν ἱδρυσή της ἡ Κωνσταντινούπολη κοσμήθηκε μὲ μία τουλάχιστον αὐτοκρατορικὴ βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία βρισκόταν ἀνάμεσα στὸ παλάτι καὶ τὴν ἀγορὰ τοῦ Κωνσταντίνου. Ἀναφέρεται ὁ διορισμὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη ἑπτὰ ἀντιγραφέων στὴ βιβλιοθήκη αὐτή. Ἡ λειτουργία τῆς πρέπει νὰ ἦταν συνεχής, τουλάχιστον ὡς τὸ 1204. Ἀπὸ ἕναν Ἱσπανὸ περιηγητὴ μαθαίνουμε ὅτι τὸ 1437, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, λειτουργοῦσε μία αὐτοκρατορικὴ βιβλιοθήκη.
Βιβλιοθήκη εἶχε ἐπίσης καὶ τὸ πατριαρχεῖο, στὴν ὁποία, ὅπως εἶναι λογικό, τὴν πλειοψηφία ἀποτελοῦσαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα, ἀλλὰ δὲν ἔλειπαν καὶ σπουδαῖα βιβλία μὲ ἔργα ἀρχαίων συγγραφέων: ὁ περίφημος κώδικας Vaticanus graecus 1 μὲ τοὺς Νόμους τοῦ Πλάτωνα περιέχει σχόλια ἑνὸς κατοπινοῦ κτήτορα, ὁ ὁποῖος σημειώνει κάποιες διαφορετικὲς γραφὲς ποὺ βρῆκε σὲ ἀντίτυπο τῆς πατριαρχικῆς βιβλιοθήκης. Ὑπάρχει ἐπίσης μαρτυρία γιὰ δημόσια βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία, ὅταν κάηκε τὸ 475-76 περιλάμβανε 120 χιλιάδες τόμους. Μιὰ σημαντικὴ κατηγορία ἀποτελοῦσαν, ὁπωσδήποτε, οἱ μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες, ἀφοῦ κάθε μοναστήρι διέθετε ἀντιγραφικὸ ἐργαστήριο. Παράλληλα λειτουργοῦσαν πολλὲς ἰδιωτικὲς βιβλιοθῆκες, κυρίως βιβλιοθῆκες λογίων, ὅπως τοῦ Φωτίου ἢ τοῦ Ἀρέθα ποὺ προαναφέραμε, ποὺ πλουτίζονταν ἢ μὲ ἀντιγραφὲς χειρογράφων ἢ μὲ ἀγορὲς βιβλίων. Πόσοι εἶχαν πρόσβαση στὸ πολιτιστικὸ ἀγαθὸ ποὺ ὀνομάζεται βιβλίο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βυζαντινῆς περιόδου; Σίγουρα ὄχι πολλοί. Μεγάλο τὸ ποσοστὸ τῶν ἀναλφάβητων, πολὺ ἀκριβὸ καὶ ἑπομένως δυσπρόσιτο τὸ βιβλίο στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀλλὰ μήπως κάτι ἀνάλογο δὲν συνέβαινε καὶ στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα; Ἦταν ὅμως συνήθεια νὰ διαβάζονται μεγαλοφώνως τὰ κείμενα, γιὰ νὰ τὰ ἀκούει μεγάλο ἀκροατήριο. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ κοινὸ ποὺ εἶχε πρόσβαση στὸ βιβλίο διευρυνόταν σημαντικά. Κάτω ἀπὸ τὸ ἴδιο πρίσμα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶχε διάδοση καὶ τὸ λογοτεχνικὸ βιβλίο, ὑπὸ τὴ μορφὴ βέβαια λογοτεχνικῶν ἀκροάσεων. Ἦταν συνηθισμένη ἡ δημόσια ἐκφώνηση λογοτεχνικῶν γυμνασμάτων, ἐπιστολῶν, ἐκφράσεων, ποιητικῶν συνθέσεων. Ἐκεῖ ὀφείλεται, ὣς ἕνα σημεῖο, ὁ ρητορισμὸς ποὺ συναντοῦμε στὴ βυζαντινὴ λογοτεχνία. Θὰ τελειώσω μὲ μία σύντομη ἀναφορὰ στὶς τύχες τοῦ βυζαντινοῦ βιβλίου μετὰ τὴν Ἅλωση. Οἱ καταστροφὲς βιβλίων καὶ κατὰ τὶς δυὸ ἁλώσεις τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν ἰδιαίτερα ἐκτεταμένες.
Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση πατριάρχης, καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ Ματθαῖος Καμαριώτης, ποὺ χρημάτισε δάσκαλος στὴν Κωνσταντινούπολη πρὶν καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση, ἐπισημαίνουν στὰ ἔργα τους τὶς καταστροφὲς καὶ τὴν ἔλλειψη βιβλίων. Ἔτσι, οἱ λιγοστοὶ λόγιοι ποὺ δὲν φεύγουν στὴ Δύση, ἀλλὰ μένουν στὴν τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, νιώθοντας τὸ βάρος τῆς εὐθύνης ἀναλαμβάνουν νὰ ἀναπληρώσουν, ὅσο ἦταν δυνατόν, τὸ κενὸ ποὺ δημιουργήθηκε. Ὁ Καμαριώτης, γιὰ παράδειγμα, δημιουργεῖ ἕνα σημαντικὸ ἀντιγραφικὸ ἐργαστήριο, συνεχίζοντας μία προσπάθεια «ἔκδοσης» τῶν ἔργων τοῦ Ἀριστοτέλη ποὺ εἶχε ἀρχίσει πρὶν τὴν Ἅλωση. Τὴν προσπάθεια αὐτὴ συνεχίζει ὁ μαθητὴς τοῦ Μανουὴλ ὁ Κορίνθιος. Μιὰ ἄλλη διάσταση τοῦ θέματος εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ Δύση εἶχε ἀπὸ καιρὸ μπεῖ στὴν περίοδο τῆς ἀναγέννησης καὶ εἶχε ἀναθερμανθεῖ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Εἶχαν βοηθήσει σ’ αὐτὸ οἱ Ἕλληνες λόγιοι ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴ Δύση. Εἶναι λοιπὸν σύνηθες φαινόμενο ἡ ὀργάνωση ἀποστολῶν στὴν Ἀνατολὴ γιὰ τὴν εὕρεση σπάνιων βιβλίων καὶ κειμένων. Ὁ Ἰανὸς Λάσκαρης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς λογίους ποὺ πραγματοποιοῦν ταξίδια στὴν Ἀνατολὴ γιὰ νὰ συλλέξουν σπάνια χειρόγραφα μὲ ἔργα τῶν κλασσικῶν –καὶ ὄχι μόνο– συγγραφέων. Σὲ μία ἐπιστολή του στὸν Δημήτριο Χαλκοκονδύλη περιγράφει λεπτομερῶς τὰ –ὁμολογουμένως ἐντυπωσιακὰ– ἀποτελέσματα τῶν ἀναζητήσεών του. Ὁ Βησσαρίων Νικαίας, ποὺ ἔγινε ἀργότερα καρδινάλιος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας καὶ ἔφτασε ἕνα βῆμα ἀπὸ τὸν παπικὸ θρόνο, κληροδότησε τὴν ἐντυπωσιακὴ βιβλιοθήκη του στὴν Μαρκιανὴ βιβλιοθήκη τῆς Βενετίας. Τὸ Βυζάντιο, δηλαδή, ἐκτὸς τῶν ἄλλων λειτουργεῖ καὶ ὡς μεσολαβητὴς γιὰ τὴ μετάδοση τῆς ἑλληνικῆς σκέψης στὴ Δύση. Βέβαια, ἡ θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ διάσταση ἀνάμεσα σὲ δυὸ διαφορετικοὺς κόσμους εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ἀποσιωπηθεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἡ συγκεκριμένη πνευματικὴ προσφορὰ τοῦ Βυζαντίου. Ὡστόσο, εἶναι θέμα ἁπλῆς παρατήρησης νὰ διαπιστώσει κανεὶς ὅτι ὅλα τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων διασώθηκαν σὲ βυζαντινὰ χειρόγραφα. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ διαφορετικά: ἂν ἑξαιρέσει κανεὶς τὰ ἔργα ποὺ χάθηκαν ὁριστικὰ κατὰ τὶς δύο ἁλώσεις τῆς Κωνσταντινούπολης, σήμερα γνωρίζουμε μόνο τὰ ἔργα ποὺ μᾶς διέσωσαν τὸ γοῦστο καὶ ἡ εὐαισθησία τῶν βυζαντινῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Συνοψίζοντας, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Βυζάντιο γιὰ περισσότερα ἀπὸ χίλια χρόνια ὑπῆρξε δημιουργὸς πολιτισμοῦ καὶ ὅτι τὸ βυζαντινὸ βιβλίο ἐκφράζει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο τομέα τὴν πολιτισμικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Βυζαντίου. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ἐπιλέγουμε τὴ βυζαντινολογία τῆς ἄρνησης (νὰ ἐρευνοῦμε δηλαδὴ τί δὲν εἶναι τὸ Βυζάντιο καὶ τί δὲν εἶχε τὸ Βυζάντιο), καλύτερα εἶναι νὰ κινούμαστε στὸ πλαίσιο τῆς βυζαντινολογίας τῆς κατάφασης, ὅπου θὰ ψάχνουμε κατὰ τρόπο θετικὸ τί ἦταν καὶ τί πέτυχε στὴν ὑπερχιλιόχρονη διαδρομή της ἡ καθ’ ἡμᾶς ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία.