Η ΜΥΡΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ: Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Βασίλη Α. Σαρρῆ

δρος Μεσαιωνικῆς Φιλολογίας

Ἡ γλῶσσα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας εἶναι ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γλῶσσα ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴν ἵδρυση καὶ τὴ θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γλῶσσα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Πάνω στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα χαράχτηκε στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πανάγιο αἷμα Του ἵδρυε τὴν Ἐκκλησία του. «Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ’ αὐτῷ γράμμασιν Ἑλληνικοῖς καὶ Ρωμαϊκοῖς καὶ Ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Λουκ. κγ΄ 38). Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ἱερὴ καὶ θριαμβικὴ στιγμὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἔγινε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ ζωοποιοῦ καὶ ζωηφόρου Σταυροῦ. Πρόκειται γιὰ τὴ γλῶσσα τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, καθὼς οἱ ἄλλες δύο, Λατινικὴ καὶ Ἑβραϊκή, εἶναι οἱ γλῶσσες τῶν σταυρωτῶν. Πάνω στὸ Σταυρὸ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔγινε ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριός μας τὴν πῆρε στοὺς ὤμους του καὶ τὴ χάρισε στὴν Ἐκκλησία Του ὡς γαμήλιο δῶρο.

Ἐπιπλέον, ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι «ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι». Καὶ βέβαια, πρόκειται γιὰ τὴ σημαντικότερη γλῶσσα τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς στὴ συνέχεια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι σὲ αὐτὴν πρωτίστως κήρυξαν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ αὐτὴν συνέγραψαν τὰ ἱερὰ εὐαγγέλια καὶ τὶς ποιμαντικές τους ἐπιστολές. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴ γλῶσσα τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἔψαλλαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ μάρτυρες τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας πηγαίνοντας γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς παραδίδει πὼς ὁ μάρτυς Ἀθηνογένης βαδίζοντας προθύμως στὸ μαρτύριο ἔψαλλε τὸν ἀρχαῖο ἐπιλύχνιο ὕμνο «Φῶς ἱλαρόν». Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων καὶ τοὺς πρώτους ἐκείνους θεόπνευστους ὕμνους ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καθιερώθηκε ὡς ἡ γλῶσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ στὴ συνέχεια τῆς βυζαντινῆς ἑλληνορθόδοξης ὑμνογραφίας. Κατέστη τὸ σκεῦος τὸ πολυτίμητον, ἡ μυροθήκη τοῦ πνεύματος.

Βέβαια, ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μιὰ ἱερὴ γλῶσσα ἢ ἡ μόνη γλῶσσα ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράσει θεῖες ἀλήθειες. Γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη θεολογία δὲν ὑπάρχουν ἱερὲς γλῶσσες, κάτι ποὺ διακήρυξαν μὲ σθένος οἱ ἱεραπόστολοι τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος πρὸς τὴν παπικὴ ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἤθελε νὰ ἐπιβάλει τὴν Λατινικὴ ὡς ἱερὴ γλῶσσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία τῶν ἐκχριστιανισμένων Σλάβων. Κάθε γλῶσσα εἶναι ἁπλῶς ἕνα σκεῦος, στὸ ὁποῖο ἐναποτίθεται ἡ θεία ἀλήθεια μέσῳ τῆς θεολογίας ἢ τῆς ὑμνογραφίας. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ γλῶσσα τῆς ἑλληνορθόδοξης ὑμνογραφίας, εἶναι ἕνα σκεῦος. Τί σκεῦος, ὅμως! Ἡγιασμένον. Μέσα στοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι γράφτηκαν στὴ γλῶσσα αὐτή, ἔχει ἐναποτεθεῖ ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ἡ ὁποία ἐξεχύθη ἀπὸ τὴν καρδία τοῦ ὑμνογράφου καὶ διὰ τῆς γραφῖδος του μορφοποιήθηκε σὲ γράμματα, φθόγγους, συλλαβές, λέξεις. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸ πῶς ἔγραφαν οἱ ἀρχαῖοι μελωδοὶ καὶ ὑμνογράφοι. Πῶς ἀποτύπωναν στὴν περγαμηνὴ ἢ στὸ χαρτὶ τὰ θεῖα νοήματα, τὸν θεῖο φωτισμό, τὴ θεία χάρη. Ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς γράφει: «… καὶ τὸ αἷμα μου μέλαν, ὅθεν βάπτω καὶ γράφω». Τί ἐννοεῖ ἆραγε μὲ αὐτό; Τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι μὲ πολὺ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ μόχθο, «μὲ αἷμα», μετασχηματίζει τὴν ἀπερίγραπτη θεία χάρη σὲ γραπτὰ σύμβολα, ὥστε αὐτὴ νὰ μετακενωθεῖ μέσῳ τοῦ μελοποιημένου ἑλληνικοῦ λόγου στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Δύσκολος ἀγῶνας, πραγματικὴ πάλη μὲ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ πνεῦμα ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀπερίγραπτου. Ἡ δουλειὰ τοῦ ὑμνογράφου εἶναι δουλειὰ ψηφιδογράφου. Χαράσσοντας τὰ γράμματα ἕνα πρὸς ἕνα σὰν ψηφῖδες δημιουργεῖ μιὰ ψηφιδωτὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου ἢ ἑνὸς ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβαίνοντας εἰς ὕψος νοητὸν δημιουργεῖ μιὰ ἀνώτερη, νοητὴ εἰκόνα, πέρα ἀπὸ τὶς αἰσθητηριακὲς ἀντιλήψεις. Μιὰ εἰκόνα ποὺ ὁρᾶται κατεξοχὴν μὲ τὰ μάτια τῆς κεκαθαρμένης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ. Ἡ βασικὴ μονάδα τοῦ λόγου, ὡς σημεῖον στὴ γραπτή του ἐκδοχή, ὡς φθόγγος στὴν ἐκφώνησή του, ἔχει ἰδιαίτερη θέση στὸν ἑλληνορθόδοξο ὕμνο.

img474763Οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοὶ ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ «μυστήριον τῶν γραμμάτων». Σύμφωνα μὲ τὸ σύγγραμμα «Περὶ τοῦ μυστηρίου τῶν γραμμάτων» κάθε γράμμα ὡς σχῆμα εἶχε τὴ δική του συμβολικὴ καὶ μυστικὴ ἀξία στὰ πλαίσια τῆς μυσταγωγίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ὅτι τὸ [ο] ἐξεικονίζει τὸν οὐρανό, τὸ [τ] μορφοποιεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸ [χ] μὲ τὶς τέσσερις ἄκρες του δηλώνει τὰ τέσσερα εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ ποὺ κηρύχθηκαν στὶς τέσσερις ἄκρες τοῦ κόσμου, τὸ [ω] σχηματοποιεῖ τὸ τέλος τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ ὑμνογράφοι ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχαν ὑπόψη τους ὅταν συνέθεταν ἕναν ὕμνο καὶ φρόντιζαν πολὺ τὴ συμβολικὴ γλῶσσα ποὺ ἀναδυόταν μέσα ἀπὸ τὴν ὑπεροχὴ ἐπιλεγμένων γραμμάτων στὸ κειμενικὸ σῶμα τοῦ ὕμνου.

Διαβάζοντας ἢ ἀκούγοντας ἕναν ὕμνο νομίζουμε ὅτι ἔχουμε πλήρη πρόσληψη τοῦ κειμένου. Στὴν οὐσία ὅμως κατανοοῦμε ἕνα πολὺ μικρὸ μέρος σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο βίωνε ὡς γραφέας ἢ ὡς μουσουργὸς ὁ ὑμνογράφος, καθὼς τὸ ὑμνογραφικὸ κείμενο ἔχει πολλὰ στρώματα γλώσσας ἀπροσπέλαστα  καὶ ἀπρόσιτα στὴ διάνοια τοῦ πιστοῦ. Ὁ πλεονασμὸς συγκεκριμένων γραμμάτων μέσα στὸν ὕμνο, ἡ ἐπιλογὴ συγκεκριμένων παρηχήσεων, ὁ τύπος τῶν σχημάτων λόγου, ὅλα αὐτὰ μαζὶ πλαισιώνοντας τὰ κύρια θεολογικὰ νοήματα, δημιουργοῦν ἕνα ὑπέρ-κείμενο ἢ ἕνα μυστικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει τοὺς ὅρους τῆς διανοίας καὶ γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς ὅλον καὶ ὡς σύνολο σημασιῶν μόνο μέσα ἀπὸ τὴ μυστικὴ βίωση τοῦ ὑμνογραφικοῦ μελοποιημένου λόγου. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἕνα ὑμνογραφικὸ κείμενο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροσπέλαστο γιὰ ἕναν ψυχρὸ λόγιο, πλήρως κατανοητὸ ὅμως γιὰ ἕναν ἀγράμματο πιστὸ μὲ τακτικὴ καὶ συνειδητὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν γνωρίζω ἐὰν σὲ ἄλλη γλῶσσα, πλὴν τῆς ἑλληνικῆς, μποροῦν νὰ κατορθωθοῦν αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ ἱερὰ πράγματα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα εἶναι δυνατὰ καὶ κατορθωτά. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι ἐντρύφησαν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὴν ἀγάπησαν σὲ ὅλο της τὸ εὖρος. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι τὸν Ἡσίοδο, τοὺς ἀρχαίους λυρικούς, τὸν Πίνδαρο, τοὺς τραγικούς, τοὺς ἐπιγραμματοποιούς. Ἀναγνώρισαν τὶς τεράστιες δυνατότητές της νὰ ἐκφράσει ὅσο τὸ δυνατὸν ἀνθρωπίνως, ὡς ποιητικὴ καὶ φιλοσοφικὴ γλῶσσα, τὰ θεῖα νοήματα καὶ νὰ τὰ μεταδώσει μὲ μυστικὸ τρόπο στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἔτσι, στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο συναντοῦμε τὴ γλῶσσα τοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ Πλάτωνα, ἐνῷ στὰ τροπάρια τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀναγνωρίζονται πινδαρικὲς ἀπηχήσεις.

Βέβαια, οἱ ὑμνογράφοι τὴ γλωσσικὴ αὐτὴ παρακαταθήκη τὴ διοχέτευσαν σὲ ἀσκοὺς καινούς, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τὶς παλαιὲς ποιητικὲς φόρμες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ δημιουργῶντας νέες, ἱκανὲς νὰ ἐπενδύσουν μὲ λαμπρὸ καὶ σεμνὸ τρόπο τὴ θεία λατρεία. Ἔτσι, οἱ ὑμνογράφοι στὸ διάβα τῶν αἰώνων παράγουν νέα ποιητικὰ ὑμνογραφικὰ εἴδη μὲ κυριότερα τὸ κοντάκιο καὶ τὸν κανόνα βασισμένα σὲ ρυθμοτονικὰ συλλαβικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, προϋποθέτουν καὶ τὴ γνώση τῶν παλαιότερων μετρικῶν μορφῶν, μὲ κυριότερη αὐτὴ τοῦ ἐλεγειακοῦ διστίχου, τὸ ὁποῖο συνδυάζει τὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο τῆς ἐπικῆς ποιήσεως μὲ τὸ ἰαμβικὸ μέτρο τῆς λυρικῆς ποιήσεως. Σὲ ἐλεγειακὸ δίστιχο ἔχει συνθέσει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τὶς ἀκροστιχίδες τῶν ἰαμβικῶν κανόνων στὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ἰδοὺ ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Ἰαμβικοῦ κανόνα στὴν Πεντηκοστὴ σὲ ἐλεγειακὰ δίστιχα: Θειογενὲς Λόγε, Πνεῦμα Παράκλητον πάλιν ἄλλον, Ἐκ Γενέτου κόλπων ἦκας ἐπιχθονίοις Οἷα πυρὸς γλώσσησι φέρον Θεότητος ἀΰλου. Σῆμα τεῆς φύτλης, καὶ χάριν ὑμνοπόλοις.  Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, γιὰ νὰ κατασκευάσει καὶ μόνο αὐτοὺς τοὺς τέσσερις στίχους, χρειάστηκε νὰ δουλέψει «πολλὰ μεροκάματα» καὶ νὰ ἀγρυπνήσει πολλὰ βράδια, ἀφοῦ κάθε γράμμα αὐτοῦ τοῦ τετράστιχου συνιστᾶ τὸ πρῶτο γράμμα κάθε στίχου τοῦ κανόνος. Πολὺ περισσότερο, ὅμως, χρειάστηκε νὰ ἐντρυφήσει στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ νὰ τὴν ἀφομοιώσει πλήρως, χάρις στὴν ἑλληνοχριστιανικὴ παιδεία ποὺ ἔλαβε στὰ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα τῆς ὀρθοδοξίας.

Οἱ μεγάλοι ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, Ἰωάννης Ἀρκλάς, Ἰωσήφ, Θεοφάνης ὁ Σικελός, Ἀνδρέας Κρήτης διδάχθηκαν γιὰ χρόνια μέσα στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τῶν μονῶν, στὶς ὁποῖες ἐγκαταβίωναν, τὸν ἑλληνικὸ ποιητικὸ λόγο ἀπὸ λαμπροὺς ἑλληνοδιδασκάλους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ζύμωναν ἐπὶ αἰῶνες τὸν ἑλληνικὸ λόγο μὲ τὴ χριστιανικὴ κληρονομιά. Χάρις στὴ μύησή τους στὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ παράδοση ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ στὴν ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ὑμνογράφοι κατόρθωσαν, ὥστε μέσα ἀπὸ τοὺς ὕμνους τους νὰ ἐκφρασθοῦν οἱ ἱεροὶ ἀλάλητοι στεναγμοί τους καὶ νὰ ἀκουστοῦν τὰ ἀνήκουστα, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ σχετικὸ τροπάριο ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς Μεταμορφώσως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Νῦν τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη· ὁ ἀπάτωρ γὰρ Υἱὸς ἐκ τῆς Παρθένου, τῇ πατρῴᾳ φωνῇ, ἐνδόξως μαρτυρεῖται, οἷα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἡ γλῶσσα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας μεταφέρει σὲ ἑλληνικὸ λόγο αὐτὴν τὴν πατρώα φωνή καὶ μαρτυρεῖ ἐνδόξως τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ ἄνθρωπο εἰς τοὺς αἰῶνας.