της Μαρίας Κορνάρου
Η παγκοσμιοποιημένη, εκδυτικισμένη και κοσμοπολίτικη κοινωνία μας περνά, εδώ και μερικές δεκαετίες, ένα μεταβατικό στάδιο. Πρόκειται για την μετάβαση από την εθνική κοινωνία στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Η μετάβαση αυτή μεθοδεύεται με διάφορους τρόπους, πρωτίστως με τον αποχρωματισμό της εθνικής παιδείας και την εγκατάσταση αλλογενών πληθυσμών στη χώρα. Με τους δύο αυτούς βασικούς τρόπους, η από-εθνικοποίηση του έθνους-κράτους μπορεί να επέλθει de facto, εντός λίγων μόλις γενεών. Ήδη οι μεγαλύτεροι μπορούν με μια αναδρομή στη ζωή τους να δουν τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, η οποία έχει οδηγήσει σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά εθνικής συνείδησης και ομοιογένειας εντός μιας μόνο γενεάς! Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα εθνικής αλλοίωσης συνεπικουρούνται και από το κράτος, το οποίο βεβαίως ρυθμίζει την παιδεία, αλλά και φροντίζει με πληθώρα νόμων να αποσυνδέσει τη θρησκευτική και εθνική ταυτότητα από τη δημόσια σφαίρα – μία απλή ματιά στην εξέλιξη των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας το καθιστά σαφές και στον πλέον αγαθό παρατηρητή. Με τη συνεπικουρία εντόπιων και αλλοδαπών εταιρειών προώθησης συμφερόντων, αλλά βεβαίως και ιδία βουλήσει ημών των πειθήνιων Ελλήνων, οι νεότερες γενιές ήδη βιώνουμε ένα περιβάλλον προοδευτικά αφελληνισμένο.
Κανένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν προκαλεί την έκπληξη, ούτε θα έπρεπε να είναι πηγή ανησυχίας. Η ανησυχία προκύπτει κυρίως από την σταδιακή διείσδυση της ιδεολογίας υποβιβασμού του έθνους και στην Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία ήταν που στήριξε το γένος όταν το κράτος αρνούνταν ή αδυνατούσε να το πράξει. Εάν λοιπόν σήμερα το κράτος αδιαφορεί ή και νομοθετεί για πολιτικές εθνικής μειοδοσίας, αυτό δε θα μπορούσε να προκαλέσει το φόβο των Ελλήνων, παρά μόνο εάν εξέλιπε η Εκκλησία για να αναλάβει τον ρόλο της εθνικής σωτηρίας. Η Εκκλησία, βεβαίως, δε θα εκλείψει ποτέ – «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»! Όταν, όμως, η Εκκλησία στα πλαίσια της «Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» σε ένα ουσιαστικά άθεο κράτος, διολισθήσει στην αποδοχή ιδεών που υποβιβάζουν το έθνος, δε θα μπορέσει βέβαια να στηρίξει τον Ελληνισμό σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της ιστορίας του. Θα παρασυρθεί δε, όπως ήδη κάνει ο τυφλός κόσμος από το ένα άκρο στο άλλο – προς τον ακραίο εθνομηδενισμό μετά από την εποχή του ακραίου εθνικισμού. Η Εκκλησία μας, όμως, δεν έχει σχέση με τα άκρα, ούτε με τις υπερβολικές διορθώσεις με τις οποίες αποπειράται η ανθρωπότητα, σε στιγμές ντροπής για τα ανοσιουργήματα του παρελθόντος, να διορθώσει τα αδιόρθωτα. Η Εκκλησία μας έχει σχέση με την Αλήθεια, και αυτή αναζητά στην προσέγγιση κάθε πτυχής της ζωής του ανθρώπου, άρα και στην προσέγγιση της εθνικής ταυτότητας.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κατ’ αρχάς, ότι η Εκκλησία μας είναι πράγματι «πολυπολιτισμική». Κηρύττει το Χριστό, ο οποίος δίδαξε δια στόματος του Αποστόλου Παύλου ότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Είναι άξιο θαυμασμού, στην ιεραποστολή της Ορθοδοξίας μέσα στους αιώνες, πως κατάφερε όχι να εξουδενώσει την πολιτισμική ιδιοπροσωπία των λαών που προσέγγιζε, αλλά να συνδυάσει τα στοιχεία του Ορθόδοξου ήθους με την κληρονομιά και την παράδοση του κάθε ξεχωριστού έθνους. Το κατόρθωσε αυτό η Ορθοδοξία σε αντιδιαστολή με τον επιβλητικό και εχθρικό προς τις ντόπιες «απολίτιστες» παραδόσεις Καθολικισμό, και με το ισοπεδωτικό προς κάθε μη «αραβικό» στοιχείο Ισλάμ, το οποίο κηρύττει ένα πακέτο εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Ακριβώς επειδή η Ορθοδοξία γνωρίζει και αγαπά το έθνος, είχε και έχει τη δυνατότητα να αποδέχεται το κάθε έθνος ξεχωριστά και να μην θεωρεί ότι κάποιο από αυτά είναι ανώτερο. Το παραπάνω χωρίο, που τόσο συχνά παρερμηνεύουν οι αμφισβητίες του έθνους, δεν επεδίωκε να καταργήσει την εθνική ταυτότητα, αλλά να δημιουργήσει μία γέφυρα ανάμεσα στα έθνη, την εν Χριστώ κοινωνία και αδελφότητα.
Ακόμη και αν πολλά στόματα σήμερα θέλουν να μας πείσουν ότι ο Θεός αδιαφορεί για την εθνική μας επιβίωση ή και συναινεί με τη σταδιακή διάλυση του έθνους μας, υπάρχει μία απόδειξη αδιάσειστη που ποτέ δεν θα τις αφήσει να υπερισχύσουν: η προστασία της Παναγίας μας. Οι Έλληνες σε κάθε κίνδυνο και δυσπραγία του έθνους μας καταφεύγουμε σε εκείνη. Όταν γινόταν η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες λιτάνευαν την Οδηγήτρια στα τείχη για να τρομάξουν τους εχθρούς. Στην Επανάσταση του ’21, οι οπλαρχηγοί γονάτιζαν στην εικόνα της Ευαγγελίστριας και της έταζαν πολλά, για να δώσει εκείνη ελευθερία. Πριν φύγουν για το μέτωπο οι στρατιώτες του ’40, οι μανάδες τους σταύρωναν και τους έδιναν ένα φυλαχτό της Φοβεράς Προστασίας. Σήμερα, σε κάθε αδιέξοδο από τα πολλά που συναντούμε, προσμένουμε τη βοήθεια της Παναγίας μας. Και σε κάθε μας εθνική εορτή ψάλλουμε δοξάζοντας την Υπέρμαχο Στρατηγό. Με τις δικές της πρεσβείες, και τις πρεσβείες όλων των αγίων που έσωσαν τον Ελληνισμό, όπως ο Άγιος Νικόδημος και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός· και με τις πρεσβείες των χιλιάδων Νεομαρτύρων που στερέωσαν την εθνική ταυτότητα· και με τις πρεσβείες των αγίων που πριν να υπάρξει το έθνος μας αγκάλιασαν το ελληνικό πνεύμα, όπως οι Τρεις Ιεράρχες· και με τις πρεσβείες των αγίων Αυτοκρατόρων που ηγήθηκαν κάποτε του Ελληνισμού· και με τις πρεσβείες των πεσόντων για την Πατρίδα Ελλήνων που αναπαύονται στους κόλπους του Πατρός… οικονομεί ο Θεός τη δόξα της Ελλάδας.