ΖΩΝΤΑΝΗ Η ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Καλαβρία, ἡ “ξεχασμένη” Ἑλλάδα

Βίκυ Μπαφατάκη

«Καλῶς ἤρτετε»: μὲ αὐτὴ τὴ φράση στὰ χείλη καὶ μὲ χαρούμενα πρόσωπα μᾶς ὑποδέχονται σὲ μιὰ Ἑλλάδα ποὺ ἡ καρδιά της χτυπᾶ ἔξω ἀπὸ τὰ δικά της ὅρια. Ἡ Ἑλληνόφωνη Καλαβρία σὰν τραγούδι φερμένο μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, ταξιδεμένο στὶς θάλασσες τῆς Μεσογείου, ἐπιβιώνει χάρις στοὺς κατοίκους της. Τὸ μαγευτικὸ ὁδοιπορικὸ στὰ πιὸ ἀπομονωμένα καὶ φτωχικὰ σπλάχνα τῆς Ἰταλίας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν μιὰ ἀρχαία δωρικὴ γλῶσσα, τὰ γκρεκάνικα, καὶ σύσσωμοι καρδιοχτυποῦν γιὰ νὰ μὴ σβήσει.

Ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ συγκινητικό

Στὸν κόσμο τῆς Ἑλληνόφωνης Καλαβρίας μὲ μύησε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ φίλος μου Carmelo Nucera, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀφιερώσει ὅλη του τὴ ζωή στὴ διάσωση τῆς γκρεκάνικης γλώσσας καὶ τῆς ελληνικῆς κουλτούρας ἐτούτου τοῦ τόπου.

Πέρασε καιρὸς ἀπὸ τότε, ἀλλὰ πάντα οἱ βαθιὲς ἐπιθυμίες ἐκπληρώνονται… Ὅταν τὸ ἀεροπλάνο προσγειωνόταν στὸ Ρήγιο τῆς Καλαβρίας, δεκάδες πρωτόγνωρα συναισθήματα μᾶς πλημμύρισαν, ἐνῷ τὸ τοπίο πλάνευε ἀπροκάλυπτα τὴ ματιά μας.

Ἀπὸ τὸ παράθυρο ξεπρόβαλαν πρῶτα τὰ τραχιὰ βουνὰ τοῦ Ἀσπρομόντε, ποτισμένα μὲ ἱστορία καὶ μνῆμες ἀπὸ μιὰ Ἑλλάδα ποὺ στοίχειωσε σθεναρὰ στὰ δύσβατα μονοπάτια τῶν Ἑλληνόφωνων χωριῶν τῆς Καλαβρίας. Καὶ φυσικὰ ἡ θάλασσα, μὲ τὸ γνωστὸ Stretto τῆς Μεσσήνας, τὸ στενὸ ὑδάτινο πέρασμα ποὺ ἑνώνει τὴν Καλαβρία μὲ τὴ Σικελία καὶ μπολιάζει μὲ τὴν καλή της αὔρα σκαριὰ καὶ ταξιδευτές, καὶ προσδοκίες τῶν κατοίκων τῆς φτωχικῆς Καλαβρίας γιὰ ἕνα καλύτερο «αὔριο».

Τὸν 8ο αἰῶνα π.Χ. ξεκίνησαν ὅλα

Ὅλα ξεκίνησαν στὰ τέλη τοῦ 8ου π.Χ. αἰῶνα, ὅταν Ἕλληνες ἄποικοι ἐγκαταστάθηκαν στὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Σικελίας καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας, χαρίζοντας σὲ αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ τμῆμα τὸ ὄνομα Μεγάλη Ἑλλάδα. Στὴν Καλαβρία ἱδρύθηκαν καὶ ἤκμασαν σημαντικὲς ἑλληνικὲς ἀποικίες, ὅπως τὸ Ρήγιο ἀπὸ τοὺς Χαλκιδεῖς τὸ 715 π.Χ., τὸ ὁποῖο ἀργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες. Οἱ Λοκροὶ ἱδρύθηκαν ἀπὸ Δωριεῖς τῆς Λοκρίδας τὸ 673 π.Χ. καὶ πῆραν τὸ προσωνύμιο Ἐπιζεφύριοι ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Ζεφύριο.

Οἱ πόλεις Κρότων καὶ Σύβαρις, ἀπὸ τὰ πιὸ πλούσια κράτη τῆς Ἰταλίας, ἱδρύθηκαν ἀπὸ μετανάστες Ἀχαιοὺς τὸν 8ο αἰ. π.Χ. καὶ ἔπαιξαν σημαντικὸ πολιτιστικὸ καὶ ἐμπορικὸ ρόλο στὴν εὐρύτερη περιοχή. Ἀπὸ τὸν 6ο αἰ. μ.Χ. καὶ μετὰ ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ Βυζαντινοὶ στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ὑπάλληλοι, καθὼς ὁ στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, Βελισσάριος, τὸ 535 μ.Χ. ἀποβιβάστηκε στὴ Σικελία καὶ ἀπελευθέρωσε τὸ νησὶ καὶ τὴν Καλαβρία ἀπὸ τοὺς Γότθους. Ἀργότερα ἐπικάθισαν στὴν Καλαβρία Ἕλληνες τῆς Καρχηδόνας μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἀφρικῆς ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, Ἕλληνες τῆς Σικελίας μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 823 μ.Χ. καὶ εἰκονολάτρες ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς βυζαντινὲς ἐπαρχίες κατὰ τὴν εἰκονομαχία (726-843 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι καὶ ἵδρυσαν ἐρημητήρια καὶ μοναστήρια σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Ἡ Καλαβρία ὑπῆρξε γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἕνα σημαντικὸ ὀχυρὸ πρὸς τὴ Δύση γιὰ τὴν ἀναχαίτιση τῶν βαρβάρων. Ἡ ἀκμή της τοποθετεῖται τὸν 9ο ἕως καὶ τὸν 11ο αἰ. μ.Χ., ὁπότε κατακτήθηκε ἀπὸ τοὺς Νορμανδούς, ἔγινε Δουκᾶτο καὶ ἐκδιώχθηκαν οἱ Βυζαντινοί. Τὸν 12ο αἰ. μ.Χ. ἔληξε ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν Κάτω Ἰταλία καὶ παρὰ τὶς ξένες κυριαρχίες οἱ κάτοικοι διατήρησαν τὴν ἑλληνικότητά τους, τὴ γλῶσσα καὶ τὸν πολιτισμό τους.

Οἱ μεταναστεύσεις πληθυσμῶν στὴν Κάτω Ἰταλία συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453. Ἡ ἑλληνόφωνη περιοχὴ τῆς Καλαβρίας τὸν 16ο αι. μ.Χ. ἁπλωνόταν σὲ ὅλη τὴ Νότια Ἰταλία. Σήμερα περιορίζεται στὴν ὁροσειρὰ τοῦ Ἀσπρομόντε καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἑλληνόφωνα χωριὰ Ἀμεντολέα, Βούα, Γιαλὸς τοῦ Βούα, Βουνί, Ροχούδι, Γκαλιτσανό, Κοντοφούρι, Χωρίο Βουνί, Χωρίο Ροχούδι.

Οἱ λιγοστοὶ κάτοικοι τῶν χωριῶν, γεωργοὶ καὶ κτηνοτρόφοι στὴν πλειονότητά τους, διατηροῦν τὴ γκρεκάνικη γλῶσσα, ἤθη καὶ ἔθιμα ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ κληρονόμησαν καὶ κυρίως τὴ μουσικὴ καὶ τὰ τραγούδια αἰώνων, ποὺ σμιλεύτηκαν στὴ συνείδησή τους. Δηλώνουν Ἕλληνες, εἶναι περήφανοι γιὰ τὴν καταγωγή τους, ὀρθώνουν τὸ ἀνάστημά τους μέσα στὰ βουβὰ σοκάκια τῆς ἀπομόνωσης καὶ ἀνάβουν κεριά, γιὰ νὰ ὑποδηλώσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Εἶναι ἡ τρανταχτὴ καὶ μοναδικὴ πιὰ ἀπόδειξη πὼς ἐκεῖ χτυπᾶ ἀκόμα μιὰ καρδιὰ ἑλληνική. «Tὰ γκρεκάνικα πρέπει νὰ ἐπιζήσουν»

Πινακίδες, εὐχές, συζητήσεις. Λέξεις καὶ φράσεις γκρεκάνικες ποὺ μοιάζουν νὰ ξεπετάγονται ἀπὸ τοὺς στίχους τῆς Ἰλιάδας καὶ τῆς Ὀδύσσειας. Ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν γεροντότερο, σὲ τοῦτα τὰ μέρη, οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν καὶ τραγουδοῦν τὴν γκρεκάνικη γλῶσσα, προσπαθῶντας νὰ μείνουν συνδεδεμένοι αἰώνια μὲ τὴν ἑλληνικὴ καταγωγή τους. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τῆς Καλαβρίας ἐπιβιώνει αἰῶνες ὁλόκληρους στὰ δύσβατα χωριὰ τοῦ Ἀσπρομόντε καὶ οἱ φωνὲς τῶν

ἀνθρώπων ποὺ ἐπιμένουν ἑλληνικὰ μοιάζουν νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ διατήρηση τῆς κοινῆς μας γλώσσας.

Τὰ γκρεκάνικα εἶναι μιὰ ἀρχαία διάλεκτος μὲ ἰταλικὲς προσμείξεις. Ἡ διάλεκτος αὐτὴ εἶναι μετεξέλιξη τῆς ἀρχαίας δωρικῆς διαλέκτου καὶ διατηρεῖ ὁμηρικὲς λέξεις. Ἡ γλῶσσα ἦταν ἰσχυρὴ καὶ ἀντιστάθηκε στὴν ἰταλική· ἀκόμη καὶ ὅσες ἰταλικὲς λέξεις εἰσχώρησαν σὲ αὐτήν, φόρεσαν… ἑλληνικὸ χιτῶνα.

Οἱ γεροντότεροι κάτοικοι τῆς ἑλληνόφωνης Καλαβρίας μιλοῦν τὰ γκρεκάνικα στὴν καθημερινότητά τους. Οἱ μακρινοὶ αὐτοὶ ἀπόγονοι τῶν πρώτων Ἑλλήνων μεταναστῶν ἀρνοῦνται νὰ μιλήσουν ἰταλικὰ καὶ ὠθοῦν τοὺς νέους νὰ διδάσκονται τὰ γκρεκάνικα. Μάχονται νὰ διατηρήσουν τὴ γλῶσσα, γιατὶ μὲ τὸν λόγο τους κρατοῦν ζωντανὴ τὴν ἑλληνική τους ταυτότητα καὶ ἀντιπαλεύονται ἐκείνους τοὺς λίγους ντόπιους ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα θεωροῦν τὰ γκρεκάνικα κατώτερη γλῶσσα, τὴ γλῶσσα τῶν φτωχῶν βοσκῶν.

Στὴν Καλαβρία τὸ τοπικὸ Σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τὴ χρήση τῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν ἑλληνόφωνη μειονότητα. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὸ Ροχούδι, στὸ Κοντοφούρι, στὴν Ἀμεντολέα, στὸ Γκαλιτσανό, στὴ Μπόβα Μαρίνα ἡ γλῶσσα ποὺ ἀκούγεται εἶναι «i glossa tu grecani», δηλαδὴ «ἡ γλῶσσα τοῦ Ἕλληνα» καὶ μάλιστα διδάσκεται μὲ πεῖσμα.

Ἡ γκρεκάνικη γλῶσσα ἀργοσβήνει σήμερα, ὡστόσο ὑπάρχουν κάποιοι περήφανοι Ἕλληνες ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ὑποταχτοῦν στὶς ἐπιταγὲς τῶν καιρῶν καὶ διδάσκουν στὰ σπίτια καὶ στὴ Bιβλιοθήκη τῆς Bova Marina καὶ τῶν ἄλλων χωριῶν τὰ γκρεκάνικα. Δάσκαλοι καὶ μαθητὲς κρατᾶνε ζωντανὴ σὲ λευκὸ χαρτὶ τὴ γλῶσσα αἰώνων. Τὰ τραγούδια ἔχουν ἰδιαίτερη θέση στὸ μάθημα, καθὼς τὸ κάνουν πιὸ εὐχάριστο καὶ εὔκολο. Παράλληλα εἶναι ἴσως καὶ ἕνας φόρος τιμῆς, ἀφοῦ χάρις στὰ τραγούδια ἡ γλῶσσα μεταφέρθηκε στοὺς αἰῶνες.

Ἡ διάσωση τῆς σπουδαίας γκρεκάνικης γλώσσας δὲν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῶν ντόπιων. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπιστήμονες ἀπὸ τὴν Εὐρώπη κλήθηκαν σὲ ἕνα συνέδριο μὲ θέμα τή «διάσωση τῆς γκρεκάνικης γλώσσας», στὴ Bova Marina, τὸ ὁποῖο ὀργάνωσε τὸ Κέντρο Συντονισμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Καλαβρίας.

Τὴν Ἑλλάδα ἐκπροσώπησαν ἡ καθηγήτρια τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Στέλλα Πριοβόλου, καὶ ἡ ὑποφαινόμενη Ἱστορικός – Ἐπικοινωνιολόγος Βασιλικὴ Μπαφατάκη. Οἱ ὁμιλητὲς καὶ οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ τὸ πρῶτο γκρεκάνικο λεξικὸ τοῦ Filippo Violi καὶ ὑποσχέθηκαν ὅτι τὰ ἑλληνικὰ τῆς Καλαβρίας θὰ ἀνθίσουν στὶς λεκτικὲς ἀγκαλιὲς τῶν νέων. Ἡ Ζωὴ Παπαδοπούλου καὶ ὁ Γρηγόρης Κοκούσης εἶναι δάσκαλοι ἑλληνικῶν καὶ ζοῦν μὲ τοὺς τρεῖς γιούς τους στὴ Bova Marina, ἐδῶ καὶ δύο χρόνια. «Ἤρθαμε στὴν Καλαβρία μὲ πολὺ κέφι καὶ ὄρεξη γιὰ νὰ διδάξουμε τὰ ἑλληνικά. Δυστυχῶς, τὰ παιδιὰ γνωρίζουν τὴ γλῶσσα μόνο ἀπὸ τὰ ἀκούσματα τῶν παππούδων

τους. Ὅμως εὐτυχῶς ἡ διδασκαλία πιάνει τόπο, καθὼς μαθαίνοντας σωστὰ τὴ γλῶσσα νιώθουν ὅτι βρίσκονται κοντὰ σὲ ἐκείνους, ὅτι συνεννοοῦνται ἀπόλυτα. Τόσο τὰ παιδιὰ ὅσο καὶ οἱ ἐνήλικες ἔχουν μεγάλη λαχτάρα νὰ μάθουν τὰ νέα ἑλληνικὰ καὶ νὰ ταξιδέψουν στὴν Ἑλλάδα», λέει ὁ Γρηγόρης. Ἡ Ζωή διδάσκει ἑλληνικὰ στὶς τρεῖς τελευταῖες τάξεις τοῦ δημοτικοῦ καὶ στὸ γυμνάσιο:

«Τὰ ἑλληνικά εἶναι ἕνα μάθημα ποὺ ἀρέσει στὰ παιδιά. Δυσκολεύονται μὲ τὴ γλῶσσα κι ἔτσι μὲ τραγούδια κι ἄλλες δραστηριότητες προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τὸ μάθημα πιὸ εὐχάριστο. Τοὺς μεταλαμπαδεύουμε τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὴ γλῶσσα, καὶ κατ’ ἐπέκταση γιὰ τὴν Ἑλλάδα», λέει.

Μὲ ταμπουρέλο καὶ τσεραμέντo

Ἡ μουσικὴ τῆς ἑλληνόφωνης Καλαβρίας, μὲ γλυκόπικρους ἀλλὰ καὶ χαρούμενους ρυθμούς, σταλάζει τὶς μνῆμες τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας μὲ τραγούδια τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγάπης, νανουρίσματα καὶ μοιρολόγια. Μὲ τὰ παραδοσιακὰ ὄργανα, τὴν «τσεραμέντα» (εἶδος τσαμπούνας), τὸ «ὀργανέτο» (μιὰ μικρὴ καὶ πρωτόγονη παραλλαγὴ τοῦ ἀκορντεόν), τὴ βυζαντινὴ καλαβρέζικη λύρα καὶ τὸ «ταμπουρέλο» δένουν τὸ χθὲς μὲ τὸ σήμερα. Ἡ πανάρχαια γλῶσσα γίνεται τραγούδι καὶ σχεδὸν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τῆς Καλαβρίας τραγουδοῦν στὰ γκρεκάνικα καὶ παίζουν μουσική, λὲς καὶ εἶναι γραμμένη στὰ γονίδιά τους. Ὁ Sergio di Giorgio, μουσικὸς καὶ κατασκευαστὴς παραδοσιακῶν ὀργάνων τῆς Καλαβρίας, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ γιαγιά του ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, μᾶς εἶπε: «Νιώθω μιὰ ἑλληνικότητα σὲ ὅλα, στὰ ἐπίθετα, στὴ γλῶσσα, στὴν καταγωγὴ γενικότερα. Παίζουμε μουσικὴ μὲ ὅλα τὰ παραδοσιακὰ ὄργανα τῆς περιοχῆς, τὰ ὁποῖα καὶ κατασκευάζω. Ἡ μουσικὴ παίζει σημαντικὸ ρόλο στὴ διατήρηση τῆς προφορικῆς κουλτούρας τοῦ τόπου ἀπὸ πατέρα στὸν γιό. Εἶμαι εὐτυχὴς ποὺ μπορῶ νὰ συμβάλλω κι ἐγὼ σὲ αὐτό».

Ὁδοιπορικὸ στὰ χωριὰ τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας

Τὸ Ρήγιο εἶναι μιὰ πόλη ποὺ ἁπλώνεται πλάι στὴ θάλασσα καὶ ἀνακαλεῖ ἀρχαῖες μνῆμες τοῦ ἀποικισμοῦ τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας. Τὰ νεοκλασικά της κτίρια διαφόρων ἀρχιτεκτονικῶν ἐπιρροῶν καὶ ἡ βόλτα κατὰ μῆκος τῆς παραλίας μὲ τὰ φοινικόδεντρα ἀνοίγουν ἐκστασιακὰ τὴ ματιά. Οἱ κάτοικοι καλοντυμένοι καὶ φιλόξενοι κρατοῦν τὶς ἑλληνικὲς συνήθειες τῶν κερασμάτων, ὁπότε εὔκολα ὁ ἕνας καφὲς διαδέχεται τὸν ἄλλον. Τὸ Ρήγιο ἀποτελεῖ ξεκάθαρα μιὰ γῆ ἑλληνικὴ, ποὺ ζητᾶ ἀνάσα ἀπὸ τὴ μητέρα Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν πολιτισμό, τὴν κουλτούρα καὶ τὴν ἱστορία τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας.

Οἱ ἀρχέτυπες μνῆμες ὁδηγοῦν τὸ ταξίδι μας στὶς ψηλὲς κορυφὲς τῆς Καλαβρίας. Ὁ δρόμος εἶναι μαιανδροειδής. Πάνω στὶς σχισμάδες τῶν βουνῶν, σὲ ὑψόμετρο 900-1.000 μέτρων, ἀπελευθερώνονται τὰ εἴδωλα καὶ οἱ ζωὲς τῶν ἑλληνόφωνων χωριῶν, ποὺ βιώνουν τὸ ἴδιο φῶς, τὴν ἴδια βροχὴ καὶ τὸν ἴδιο ἄνεμο αἰῶνες τώρα.

Τὰ περισσότερα χωριὰ ἀντικρίζουν τὸν χείμαρρο Amendolea, στὴν κοίτη τοῦ ὁποίου μοιάζει νὰ κυλᾶ ἀσήμι χάρις στὸ λαμπερὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἡ Bova Marina (Γιαλὸς τοῦ Βούα) εἶναι μιὰ παραλιακὴ κωμόπολη, ὅπου βρῆκαν καταφύγιο οἱ κάτοικοι τῆς ὀρεινῆς Bova, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν καὶ διατηροῦν σὰν κερὶ ἀναστάσιμο τὴν πολιτιστικὴ καὶ γλωσσική τους κληρονομιά. Ἐκεῖ, μάλιστα, βρίσκεται τὸ Κέντρο Ἑλληνόφωνων Σπουδῶν, ὅπου διδάσκονται τὰ γκρεκάνικα, μιὰ μικρὴ λαογραφικὴ συλλογὴ καὶ ἡ Βιβλιοθήκη μὲ πολλὰ ἑλληνικὰ βιβλία.

«Τὰ γκρεκάνικα τῆς Καλαβρίας ποὺ μιλᾶμε μέχρι σήμερα ἐδῶ εἶναι ἕνας ἀνεκτίμητος θησαυρὸς γλωσσικῆς ἀξίας, ἕνα μνημεῖο ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε, ἀλλὰ τὸ ἀκοῦμε», μᾶς λέει ὁ καθηγητὴς Elio Cotronei. Ἡ ἔγνοια καὶ ἡ προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ διάσωση τῶν γκρεκάνικων εἶναι διαρκής: «Προσπαθοῦμε νὰ μὴ σβήσει ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ γλῶσσα αἰώνων. Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ εἶναι κοντά μας καὶ νὰ μὴν ξεχνάει αὐτὴ τὴ γωνιά της», παρατηρεῖ ὁ Carmelo Nucera, πρόεδρος τοῦ Συλλόγου Apodiafazzi. Τὰ γκρεκάνικα τὰ μιλᾶ ἀπὸ μικρὸς («platago ti glοssa» ὅπως λέγεται) καὶ ὁ Pepe Zindatta, πρόεδρος τοῦ Κέντρου Συντονισμοῦ τῆς Καλαβρίας: «Θέλουμε νὰ ζήσει ἡ γλῶσσα καὶ νὰ πάει μπροστά. Καὶ ὄχι μόνο ἡ γλῶσσα. Διατηροῦμε τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά μας καὶ κυρίως τὴ μουσική μας. Ἐγὼ παίζω ταμπουρέλο, τσαμπούνα, λύρα τῆς Καλαβρίας καὶ φλάουτο. Ἔχουμε τὸ ἴδιο αἷμα καὶ μιλοῦμε τὴν ἴδια γλῶσσα, εἴμαστε ἀδέλφια, ὅπως λέει κι ἕνα τραγούδι μας».

Ἀκρογωνιαῖος λίθος γιὰ τὴ διάσωση τῆς γκρεκάνικης γλώσσας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὴν Καλαβρία εἶναι ὁ παιδίατρος Tito Squillaci, ποὺ διδάσκει ἑλληνικά:

«Ἔμαθα ἑλληνικὰ ἀπὸ τοὺς παπποῦδες καὶ τοὺς γονεῖς μου, γιατὶ ἔνιωσα μιὰ ἀνάγκη ἐσωτερικὴ νὰ κρατήσω τὶς ρίζες μου. Τὰ νέα ἑλληνικὰ τὰ ἔμαθα στὸ πανεπιστήμιο καὶ πῆγα δύο φορὲς στὴ Θεσσαλονίκη. Εἶμαι ὁ μόνος ἐδῶ ποὺ μιλῶ στὸ σπίτι, στὰ τρία παιδιά μου, μόνο ἑλληνικά. Ἐμεῖς εἴμαστε ἐθνικά, πολιτιστικά, γλωσσικὰ Ἕλληνες ἀλλὰ Ἰταλοὶ πολῖτες. Ὁ τόπος μιλᾶ 2.800 χρόνια τὸ γκρέκο – εἴμαστε κομμάτι τῆς Ρωμιοσύνης. Διδάσκω τὴ γλῶσσα, γιατὶ ὅλοι πρέπει νὰ μάθουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία». Σὲ ἕνα παλιὸ μοναστήρι τῆς Bova Marina συναντήσαμε μιὰ ὁμάδα παιδιῶν μὲ ἑλληνικὴ καταγωγὴ νὰ κάνει πρόβα γιὰ μιὰ θεατρικὴ παράσταση. Ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μας καὶ μᾶς μίλησαν γιὰ τὴ μεγάλη τους ἀγάπη γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἐνῷ εὐχήθηκαν νὰ τοὺς ἐπισκέπτονται πιὸ συχνὰ Ἕλληνες, νὰ μὴν τοὺς ξεχνοῦν. Ἀνάλογα συναισθήματα εἰσπράξαμε καὶ στὸ ἑστιατόριο «Μεσόγειος»,

ὅπου μᾶς ὑποδέχτηκαν ἐγκάρδια ὁ ἰδιοκτήτης καὶ φιλόλογος Salvatore Dienni καὶ ἡ γυναῖκα του Alba. Μᾶς τράταραν τὶς λιχουδιὲς τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἑλληνικὰ ἐδέσματα, ὅπως σουβλάκι καὶ τζατζίκι. «Διδάσκω στὸ γυμνάσιο τὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ κάθε Σαββατοκύριακο κάνω μάθημα καὶ σὲ ἀρκετὰ ἄτομα στὸ Νέο Ροχούδι», μᾶς εἶπε ὁ Salvatore καὶ συμπλήρωσε:

«Αἰσθάνομαι πνευματικὰ Ἕλληνας. Οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ ἐπισκέπτονται τὴν περιοχὴ καὶ νὰ γίνονται ἐπισκέψεις μαθητῶν, ὅπως γίνονται ἀπὸ τὰ δικά μας σχολεῖα στὴν Ἑλλάδα. Στὸ ἑστιατόριό μας συνδέουμε τὴ γαστρονομία ποὺ κληρονομήσαμε μὲ τὴν ἑλληνική. Εὐχόμαστε «kala pramata» σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες καὶ ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία νὰ μᾶς 

θυμοῦνται πάντα».

 

ΠΗΓΗ

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα