«ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ»

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β΄

Ιωάννη  Ελ. Σιδηρά
 Θεολόγου –Εκκλησιαστικού ιστορικού –Νομικού

Βιβλιοπαρουσίαση

Σε καιρούς αναληθείας ή μάλλον ψεύδους και χαλκευμένων φημών στο πλαίσιο μιας προπαγανδιστικής παραπληροφορήσεως εν μέσω δεινής οικονομικής αλλά κυρίως πνευματικής κρίσεως και καταπτώσεως, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος ο Β΄ ετόλμησε και έγραψε κατ’ αληθείαν, χωρίς φόβο και πάθος, ένα αξιόλογο και τεκμηριωμένο επί αδιάψευστων ιστορικών πηγών και δεδομένων πόνημα, το οποίο αφορά «την Εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.
    Στο 210 σελίδων έργο του πνεύματος και των χειρών του Μακαριωτάτου, που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 2012 ερχόμενο ως ευλογία αρχιεπισκοπική μέχρι και  στον γράφοντα, ο συγγραφέας, επιστήμονας και πρόεδρος της ιεράς Συνόδου, Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β΄, γράφει ως εν είδει «καταθέσεως ψυχής και πνεύματος» την αλήθεια για όσα μυθεύματα, για όσα ασύστολα  ψεύδη, για όσα προπαγανδιστικά, αντεκλησιαστικά και αντορθόδοξα κατά καιρούς και κυρίως στα τελευταία τρία έτη της «οικονομικής κρίσεως» έχουν γραφεί και ειπωθεί περί της δήθεν αμυθήτου εκκλησιαστικής περιουσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόσο από μίσθαρνα όργανα της δημοσιογραφίας, πολιτικούς, αρνητές απροκάλυπτους της Πίστεως και από παντός είδους λαϊκιστές και δημαγωγούς δήθεν υπερασπιστές «των δικαίων του λαού», όσο και από τους διατεταγμένους εκφραστές  αόρατων και υπόπτων κέντρων, οι οποίοι ευκαίρως – ακαίρως χύνουν το δηλητήριό τους διασύροντας και συκοφαντώντας την εκκλησία υπηρετώντας συνάμα αλλότριους σκοπούς και όχι φυσικά το καλώς νοούμενο συμφέρον του λαού μας.
    Ο συγγραφέας στο Α΄ Κεφάλαιο αναφέρεται στο σκοπό της Εκκλησιαστικής Περιουσίας  από τω  αρχαιοτάτων χρόνων, όταν η πρώτη Εκκλησία είχε οργανώσει μια ιδανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, βασισμένη στην αγάπη και ο καθένας συνέβαλε με τον καρπό της εργασίας του στην ανάγκη των εν πίστει αδελφών, ανδρών και γυναικών. Στη συνέχεια αναφέρεται στον 2ο και 3ο αιώνα, όταν ο επίσκοπος και οι διάκονοί του διεύθυναν το φιλανθρωπικό πρόγραμμα της κάθε τοπικής εκκλησίας συγκεντρώνοντας προσφορές από τους πλουσιότερους Χριστιανούς και ενισχύοντας τους φτωχότερους. Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Μακαριώτατος στους Καππαδόκες Πατέρες επειδή αυτοί ανακεφαλαίωσαν όλη τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και επεξήγησαν σοφά το σκοπό της Εκκλησίας Του στη διακονία του λαού Του. Αναφέρεται ιδιαίτερα στον Μέγα Βασίλειο, στον αδερφό του Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, στον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και στον Ιερό Χρυσόστομο, τονίζοντας ότι το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας συνεργάστηκε απαραμείωτο και κατά τη βυζαντινή περίοδο.
    Στην Β΄ Ενότητα του πονήματος και υπό τον τίτλο «Μοναχισμός. Τρόπος κτήσεως της Μοναστηριακής περιουσίας», αναφέρεται στη γέννηση του μοναχισμού και στη θεσμοποίησή του από την Εκκλησία και το κράτος, υπογραμμίζοντας με έμφαση: «η ίδρυση των πρώτων κοινοβίων και η συγκέντρωση πολλών μοναχών υπό την ίδια στέγη δημιούργησαν υλικές ανάγκες, τις οποίες έπρεπε οι προϊστάμενοι να αντιμετωπίσουν. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η ταυτόχρονος με την  ίδρυση του μοναστηριού δημιουργία πυρήνος της μοναστηριακής ιδιοκτησίας και ο καταρτισμός ενός υποτυπώδους οικονομικού προγράμματος. Η Δ΄ οικουμενική Σύνοδος και η νομοθεσία του Ιουστινιανού εθέσπισαν διατάξεις και έθεσαν κανόνες δικαίου που αναφέρονταν στην κτήση, τη διοίκηση, την εκμετάλλευση, τη φορολογία, τη χρήση και την απαλλοτρίωση της μοναστηριακής  περιουσίας, κανόνες που ίσχυσαν σχεδόν σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο».
    Στο πλαίσιο τούτο ο Μακαριώτατος καταγράφει τους τρόπους κτήσης της μοναστηριακής περιουσίας ανά τους αιώνες, που ήταν: 1)Δια καταλήψεως, 2)Δια χρησικτησίας, 3)Εκ της εργασίας  των μοναχών, 4)Εκ δωρεών, 5)Εξ’ αποταγών των μοναχών, 6)Εκ κληρονομιάς μοναχού, 7)Εκ της προσενώσεως μονής, 8)Εξ αγοροπωλησιών. Στην ίδια ενότητα ο Μακαριώτατος κάνει ιδιαίτερη μνεία στην επικράτηση των Οθωμανών  στον Ελλαδικό χώρο και στην ανάδειξη νέων τρόπων βιώσεως και αναγνωρίσεως αυτής της περιουσίας. Γράφει συγκεκριμένα: «Η μοναστηριακή περιουσία κηρύσσεται ιερά και σεβαστή σύμφωνα με τον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Η κατάκτηση καμία συνέπεια δεν είχε επ’ αυτής, αφού ο ίδιος ο Προφήτης Μωάμεθ στη συνθήκη του Όρους Σινά, που υπέγραψε το δεύτερο έτος της Εγίρας, κατοχυρώνει την περιουσία των μονών ….». Παραθέτει κατά λέξη τον σχετικό Αχτιναμέ ως πράξη του ίδιου του Μωάμεθ, επειδή αποτελεί νομική διάταξη, δηλαδή έγγραφη υπόσχεση και υποχρέωση καθ’ όσον απαγορεύεται σε κάθε άρχοντα Μουσουλμάνο και δικαστή και εν γένει σε όλους να επεμβαίνουν οπουδήποτε στην εσωτερική και εξωτερική διαβίωση της Μονής, στην κινητή και ακίνητη περιουσία της, απαλλαγμένη παντός φόρου και δοσίματος ».
    Ο συγγραφέας εμφατικά υπογραμμίζει ότι την ίδια αυτή υπόσχεση του ιερού νόμου επαναλάμβαναν πανηγυρικά ως δική τους υπόσχεση οι κατακτητές στα Βεράτια που εξέδιδαν στους Πατριάρχες. Το καθεστώς αυτό σεβάστηκαν και οι νεώτεροι οθωμανικοί νόμοι, οι οποίοι όριζαν το αναπαλλοτρίωτο της μοναστηριακής περιουσίας. Τη ρύθμιση αυτή για τη μοναστηριακή και εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία  σεβάστηκαν όλοι οι μετά τον Μωάμεθ Χαλίφηδες και Σουλτάνοι, ακόμη και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πάντοτε ότι οι κατακτητές  σέβονταν την επιταγή του ιερού νόμου τους και τις επιταγές του Προφήτη τους.
Στην ίδια ενότητα ο Μακαριώτατος κάνει μια σκόπιμη διευκρίνηση, αναφέροντας ότι «Εκκλησιαστική περιουσία είναι αυτή που ανήκει στους ενοριακούς ναούς και μοναστηριακή εκείνη που ανήκει στα μοναστήρια».
    Την τύχη της όλης (συνολικής) εκκλησιαστικής περιουσίας εν Ελλάδι, τόσο κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας όσο και κατά την περίοδο της Βαυαρικής  αντιβασιλείας στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο, ο Μακαριώτατος την καταγράφει περιορίζοντας την έρευνά του στη μοναστηριακή περιουσία στα όρια του Νομού Βοιωτίας και μάλιστα της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, πιστεύοντας ότι το δείγμα αυτό θα δώσει την εικόνα και την πραγματικότητα στο σύνολο της χώρας και την εκκλησιαστική απάντηση στο ζητούμενο θέμα «Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου».
    Στην επόμενη ενότητα αναφέρεται στην ιστορία και στη λεγόμενη μοναστηριακή περιουσία των εν Βοιωτία παλαιφάτων  Ιερών Μονών του Οσίου Λουκά, Κοιμήσεως Θεοτόκου «Ιερουσαλήμ», Οσίου Σεραφείμ (Δομπούς), όπως αυτά λειτουργούσαν κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας.
    Η τεράστια προσφορά των  Ιερών Μονών κατά την περίοδο της εθνικής παλιγγενεσίας καθώς και στα πρώτα βήματα ανασυγκροτήσεως του νέου ελληνικού κράτους καταγράφεται από τον Μακαριότατο με την παράθεση πολύ αξιόλογων και αδιάψευστων ιστορικών γραπτών μαρτυριών, οι οποίες επιβεβαιώνουν την αφειδώς προσφερθείσα, κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια, παντοειδή υλική βοήθεια των Ιερών Μονών προς τους αγωνιστές για την επίτευξη της πολυπόθητης ελευθερίας του γένους.
    Γι’ αυτά όλα και ο Μακρυγιάννης ομολογεί: «αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθήκες) μας και όλα τα αναγκαία του πολέμου, «οτ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους τούρκους».
    Ειδική αναφορά κάνει ο Μακαριώτατος στην εθνική συνεισφορά του ήρωος επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ στον αγώνα της παλιγγενεσίας, αλλά και στη συγκέντρωση χρημάτων όταν υπήρχε παντελής έλλειψη ρευστού και δανειστών. Οι προσπάθειες για τη λήψη «δανείου εξωτερικού τεσσάρων μιλλιουνίων ταλλήρων ισπανικών για τη θεραπείαν των αναγκών του Έθνους» δεν φαινόταν αποτελεσματικές. Την κρίσιμη αυτή ώρα αναδεικνύεται το φρόνημα του επισκόπου και μινίστρου «της προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος», Επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ, ο οποίος ως Έλληνας πατριώτης και αληθινός ποιμένας γράφει την περίφημη πρότασή του «προς τον Εκλαμπρότατον πρόεδρον του Εκτελεστικού»:
«…….Επειδή το Έθνος ει μεν έχει τώρα παρά ποτέ την μεγίστην ανάγκην και δείται χρημάτων όσων εις απάντησιν των δεινών, και δεν υπάρχουν άλλοθεν δανεισταί, κρίνω συμφέρον και αναγκαίον και όσιον το να εξαργυρωθώσιν  εκ των Ιερών σκευών μερικά, δια τα οποία να δώσει το Γένος εις τους πατέρας εθνικάς ομολογίας και να λάβει ταύτα τα αργυρά σκεύη, οιόν κανδήλας αργυράς, θυμιατήρια, ζώνας, δίσκους, θήκας  ιερών λειψάνων και άλλα όμοια. Επειδή ταύτα, αν ο μη γένοιτο, αποτύχει το Γένος, θέλουσι μείνει των τυχόντων, ευδοκιμήσαι όμως, δύνατοι να αναπληρώσει συν τόκων το δάνειον…»
    Η παραπάνω πρόταση του Μινίστρου της Θρησκείας» Ανδρούσης Ιωσήφ έγινε αποδεκτή από τον Πρόεδρο Α. Μαυροκορδάτο. Η πρωτοβουλία και σωτήρια αυτή ενέργεια του Ανδρούσης Ιωσήφ απέφερε οκτακόσιες (800) οκάδες χρυσού και αργύρου, που ετέθησαν στη διάθεση του Εθνικού Ταμείου,  «ώστε αυτό, κατά τον σκοπόν να κατασθή επιτήδειον εις το να παρέξη τας απαιτούμενας δαπάνας προς υπεράσπισιν της πατρίδος».
        Ο Μακαριώτατος επικαλείται σχετικώς τη μαρτυρία του ιστορικού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ’ Oικονόμων, ο οποίος αναφερόμενος  στο συγκλονιστικό αυτό γεγονός το περιγράφει απλά: «και συνεισέφερον  προθύμως αι κατά τόπους Εκκλησίαι και Μοναί: λυχνίας αργυράς και κηροπήγια και ει τι των εντός της Θείας Τραπέζης καθιερωμένων χρυσών και αργυρών, επαρκούσε προς διατροφήν των αγωνιζομένων πενήτων, και κουφίζεσθαι το δυνατόν τας φοβεράς ανάγκας του πολέμου. Συνήχθησαν σε περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ή 800 οκάδες) αργύρου και χρυσού και νόμισμα από τούτον ήθελον κόπτειν».
Ιδιαίτερη έμφαση δίδει ο Μακαριώτατος στο κεφάλαιο του πονήματός του για την «Μισθοδοσία του κλήρου» από τη Δ΄ Εθνική Συνέλευση μέχρι και τον Βασιλέα Όθωνα.
Στις συνεδριάσεις της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης (Άργος, 11η Ιουλίου 1829)συζητήθηκαν και απεφασίσθηκαν πολλά μεταξύ των οποίων αναφέρεται ρητώς ότι: «εξετασθέντος δε και του προβλήματος πόθεν αν έχει η κυβέρνησις ασφαλή και διαρκή τον πόρον εις βελτίωση της παρούσης καταστάσεως των εκκλησιών και της παιδείας». Στο πλαίσιο τούτο η Κυβέρνηση ψήφισε και τα κάτωθι: «Η κυβέρνηση θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον υπό την ιδίαν την  άμεσον διεύθυνσιν, εις το οποίον θέλει αποτίθεσθαι τα επί των κληροδοσιών και τα από των Ιερών καταστημάτων (Μοναστηριών) συλλεγόμενα χρήματα προσδιορισμένα εξηρημένως εις βελτίωσιν του Ιερατείου».
Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας όταν ήλθε στην Ελλάδα «ανέλαβε και την περί της οικονομίας των Εκκλησιαστικών» και όπως γράφει ο Μακαριώτατος, «Απέστειλε επιστολή στους ιεράρχες της εκκλησίας γράφοντας τα εξής: Προκαλείσθε και υμείς σεβάσμιοι Ιεράρχαι να διευθύνησθε προς την Κυβέρνησιν δια της Υπηρεσίας ταύτης, καθόσον ανάγεται εις την σφαίραν των καθηκόντων της χορηγούντες όλας τας πληροφορίας, δι’ ων θέλει δυνηθή να συντελέση εις τον σκοπόν του Έθνους και της κυβερνήσεως, όστις είναι η βελτίωσις του κλήρου, η εκκλησιαστική ευνομία και αυταξία και η επάρκεια των αναγκαίων εις τους λειτουργούς του θεού, ίνα σχολάζοντες των βιοτικών μεριμνών ενασχολώνται επιμελέστερον περί την υπηρεσίαν των Θείων και των ψυχών παιδαγωγίαν και προστασίαν».
Το όραμα του Καποδίστρια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω της δολοφονίας του και έτσι ήλθε η λαίλαπα της Βαυαρικής αντιβασιλείας, η οποία όπως εύστοχα γράφει ο Μακαριώτατος, είχε τρεις στόχους: «α)την αποκοπή της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, β)το κλείσιμο των Ορθοδόξων  Μοναστηριών και τη δήμευση της περιουσίας των και γ)την απομόνωση της εκκλησίας γενικότερα και την απώθηση αυτής στο περιθώριο».
Το ανίερο σχέδιο των Βαυαρών ετέθη σε εφαρμογή με το από 25ης Σεπτεμβρίου 1833 Διάταγμα στο οποίο ορίζονταν τα παρακάτω: α)όλα τα έρημα μοναστήρια, όσα δεν έχουν κανένα  μοναχό, τον αριθμό εκατόν δέκα εξι (116), διαλύονται και υπάγονται εις την κυβέρνηση. β)Άλλα εκατόν δεκαεννιά (119) υπάγονται και αυτά εις το κράτος και οι υπάρχοντες μοναχοί οφείλουν να μεταβούν σε άλλο μοναστήρι. γ)Άλλα διακόσια είκοσι έξι (226) υποβάλλονται εις φόρον, ο οποίος ανέρχεται εις 405.650 δρχ.
Ο Μακαριώτατος γράφει ότι κατά την αναφορά της Ιεράς Συνόδου όλα τα μοναστηριακά κτήματα περιέρχονται στο Δημόσιο και «θέλουν εισοδεύεσθαι από τον νυν δια των γενικών εφόρων εις λογαριασμόν του δημοσίου και προς την σκοπουμένην βελτίωσιν των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας». Η Ιερά Σύνοδος απέστειλε εγκύκλιο στις 12 Οκτωβρίου 1833 προς τους Μητροπολίτες και Επισκόπους της Ελληνικής Επικρατείας, όπου σύμφωνα με το Βαυαρικό Βασιλικό διάταγμα ανέφερε ότι: «τα έρημα και ερειπωμένα μοναστήρια οποιασδήποτε τάξεως και καταστάσεως, καθώς και τα έχοντα ολιγότερους των έξι μοναχών, μεθ΄ όλων των εις αυτά ανηκόντων κινητών και ακινήτων κτημάτων παραλαμβάνονται παρά της Κυβερνήσεως εις λογαριασμόν του συνιστωμένου Εκκλησιαστικού Ταμείου, εξ ου θέλουσι  μισθοδοτείσθαι οι Επίσκοποι της Επικρατείας και οι άλλοι κληρικοί …»
Με το διάταγμα αυτό περιήλθαν στο Δημόσιο τα ¾ της Εκκλησιαστικής Περιουσίας και το περιβόητο Εκκλησιαστικό Ταμείο που ίδρυσε η Πολιτεία διοικούνταν από αρμόδια Επιτροπή που απεφάσισε (26 Απριλίου 1833): «οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ’ ευθείαν παρά της Κυβερνήσεως από των επί τούτω προσδιορισθησομένων πόρων (έσοδα Μοναστηριακής περιουσίας) οι δε πρεσβύτεροι, διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών να μισθοδοτώνται κυρίως μεν παρά των κοινοτήτων (σημειωτέον ότι η περιουσία των ενοριών, των σκοπών και η όλη διοίκησις της ενορίας περιήλθε στη διοίκηση και κυριότητα του Δήμου ή της Κοινότητας), όταν δε οι πόροι της Κοινότητας δεν επαρκούν, η Κυβέρνησις αναπληροί το ελλείπον από των προευρημένων πόρων».
Αλλά και όταν ο Βασιλιάς Όθωνας  με νεώτερα Διατάγματα (1838 και 1843) κατάργησε την επιτροπή του Εκκλησιαστικού Ταμείου και ανέθεσε τα καθήκοντα αυτής στη «Γραμματεία των επί των Εκκλησιαστικών» και πάλι οριζόταν ότι οι πόροι αυτοί «να χρησιμεύωσιν αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του Ιερού κλήρου και την εκπαίδευσιν της νεολαίας». Εύστοχα λοιπόν γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: «Τα εκκλησιαστικά έσοδα ρίχθηκαν στη χοάνη του κρατικού κορβανά και έκτοτε «άκρα του τάφου σιωπή».
Η Βαβυλώνιος αιχμαλωσία της Εκκλησίας συνεχίστηκε μέχρι το 1909, όταν εμφανίστηκε στα πολιτικά δρώμενα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος από το 1910 είχε δημοσίως προσδιορίσει τους άξονες της νέας ελπιδοφόρου εκκλησιαστικής πολιτικής του λέγοντας:  «Εκκλησία στερημένη εσωτερικής ζωής, περιορισμένη εις ξερούς τόπους και της οποίας ο ενοριακός, ιδία, κλήρος κατατρεχόμενος υπό πενίας και αμαθείας είναι εντελώς ανίκανος όπως εξυπηρετήσει την υψηλά αυτής αποστολήν». Δυστυχώς όμως ο Εθνικός Διχασμός ανέτρεψε τα πάντα και καθώς γράφει ο Μακαριώτατος «η άνοιξη των εκκλησιαστικών πραγμάτων δεν ήλθε ποτέ». Τότε άρχισε η άβυσσος της κλοπής της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Κατά τα επόμενα έτη και κυρίως στη δεκαετία του  1930 αρχίζουν οι αθρόες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις της εκκλησιαστικής ακινήτου περιουσίας χωρίς η εκκλησία να εκφράσει παράπονα για αυτές τις αντικανονικές και αυταρχικές απαλλοτριώσεις επειδή η δήθεν «φιλόχριστη  ελληνική πολιτεία» υποσχόταν αφειδώς ότι οι αποζημιώσεις θα κατετίθεντο  στο εκκλησιαστικό Ταμείο. Από αυτά όλα ούτε δραχμή αποζημιώσεως έλαβε η εκκλησία της οποίας εκατομμύρια στρέμματα, αστικά ακίνητα, συμπαγή κτήματα Ι. Μονών και λοιπά οικόπεδα καταφαγώθηκαν  από το αδηφάγο ελληνικό κράτος. Επιμελώς ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος καταγράφει στο πόνημά του καταλόγους –πίνακες από τα αυταρχικώς απαλλοτριωμένα Μοναστηριακά και Εκκλησιαστικά κτήματα, τα οποία δεν αποζημιώθηκαν ποτέ και ανέρχονται σε 261 περιπτώσεις αχανών εκτάσεων γης, που καταγράφονται στους πίνακες του βιβλίου και αντιστοιχούν σε εκατομμύρια στρέμματα. Όλα τα έδωσε η εκκλησία στο κράτος χωρίς να λάβει ούτε μία δραχμή. Αυτά δεν τα έπραξαν ούτε οι Βαυαροί ……τελικώς και πάλι την ταφόπλακα στην εκκλησιαστική και Μοναστηριακή περιουσία έθεσαν οι Έλληνες Ορθόδοξοι……
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 18ης Σεπτεμβρίου 1952 «περί κυρώσεως της Συμβάσεως μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος (ΟΔΕΠ ) και του  Δημοσίου» και πάλι η Εκκλησία αδικείται καθώς συνεχίζεται η νέα ληστρική διαρπαγή της υπολοίπου εκκλησιαστικής περιουσίας. Η εκκλησία τότε παρεχώρησε 650.000 στρέμματα γης στο 1/3 της αξίας τους αλλά παρά τα συμφωνηθέντα περί μισθολογίου του εφημεριακού κλήρου, δεν έγινε καμμία απολύτως μνεία εκ μέρους του ελληνικού κράτους.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ψήφιση Νόμου (24 Ιουλίου 1968) «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της εκκλησίας της Ελλάδος» σύμφωνα με τον οποίο θα μισθοδοτούνταν από ειδικό λογαριασμό. Έτσι μετά πάροδο πολλών δεκαετιών και εν μέσω πολλών ταλαιπωριών υλοποιήθηκε τόσο η απόφαση της Δ΄ Εθνικής Συνελεύσεως  στο Άργος, όσο και τα προβλεπόμενα από Β.Δ. του 1834 «περί Εκκλησιαστικού Ταμείου της Εκκλησίας».
Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β΄ αναφέρεται στην απροκάλυπτη επιδρομή κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας που έγινε με τον Ν.1700/1987 και τον συνακόλουθο Ν.1811/1988 δια των οποίων όπως γράφει ο Μακαριώτατος με αυθαίρετο, παράνομο και αντικανονικό τρόπο απεφασίζετο: «Από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού περιέρχεται αυτοδικαίως στον οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της ακινήτου περιουσίας των Ιερών Μονών ….και μέσα σε προθεσμία 6 μηνών από της ενάρξεως ισχύος του Νόμου αυτού, ο ΟΔΕΠ και οι ΟΔΜΠ (Κρήτης )μπορούσαν να μεταβιβάσουν προς το ελληνικό Δημόσιο την κυριότητα της εν λόγω περιουσίας, αφού ο ΟΔΕΠ και οι ΟΔΜΠ θα διοικούνταν από μέλη διοριζόμενα κατά πλειοψηφία από την Πολιτεία.
Ο Νόμος αυτός προσεβλήθη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο με την από 9-12-1994 απόφασή του  αποδέχθηκε την προσφυγή των Ιερών Μονών επειδή ο Νόμος παραβίαζε το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του ανθρώπου και έκτοτε προς ταπείνωση της ελληνικής Δικαιοσύνης «Παν φυσικόν ή Νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας  αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του Νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου».
Στο παράρτημα του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος δημοσιεύει σειρά ιστορικού –αρχειακού υλικού, όπως Πατριαρχικά Σιγίλλια, οθωμανικά φιρμάνια, εκθέσεις, αναφορές περί την εκκλησιαστική περιουσία κ.α., τα οποία πιστοποιούν ακράδαντα τα δίκαια της εκκλησίας και τις κατά καιρούς αυθαίρετες επιδρομές του Κράτους σε βάρος της Μοναστηριακής και Εκκλησιαστικής περιουσίας. Στο δε «Επίμετρο» ο Μακαριώτατος καταγράφει τις εκτροπές του Κράτους σε βάρος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων  Πετράκη, η οποία παρά τις τόσες προσφορές και δωρεές προς το Γένος και την πατρίδα, γνώρισε και αυτό τις αντικανονικές επιδρομές, τις παρανομίες και τις αυθαιρεσίες του νεοελληνικού κράτους το οποίο βιαίως αφαίρεσε από την Ιερά Μονή τον περιβάλλοντα χώρο μέχρι και τα «παραπήγματά» του. Τα ίδια υπέστη και η Ιερά Μονή Πελαγίας Ακραιφνίου, όπως και τόσες άλλες Ιερές Μονές.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος δημοσιεύει εικόνες –φωτογραφίες από μερικά δημόσια κτήρια, κοινωφελή ιδρύματα και Νοσοκομεία, τα οποία εκτίσθηκαν σε οικόπεδα ανήκοντα στην ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας, όπως: Η Ακαδημία Αθηνών, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία, το Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», η Εθνική Πινακοθήκη, το Νοσοκομείο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, το «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, το «Αρεταίειο» Νοσοκομείο, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το κτίριο της Σχολής Χωροφυλακής (πρώην Εκκλησιαστική Ακαδημία).
Ο Μακαριώτατος στο τεκμηριωμένο πόνημά του δεν καταγράφει μόνον την αλήθεια, αλλά και καταθέτει δημοσίως τις προτάσεις του. Εν προκειμένω γράφει χαρακτηριστικά: «Ακούγονται σήμερα πλείστες όσες φωνές από διαφόρους χώρους για διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου εκ μέρους του Δημοσίου .Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κυβέρνησις που θα επιχειρούσε το τόλμημα αυτό, ωθώντας σε δεινή περιπέτεια δέκα περίπου χιλιάδες οικογένειες και προσθέτοντας σωρεία προβλημάτων στα ήδη υπερπλεονάζοντα. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει την επιστροφή στην εκκλησία όλης της δημευθείσης περιουσίας της. Το παρόν πόνημα μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Θα χρειαστεί εν προκειμένω να επανεξετασθεί η συμβατική υποχρέωση του Κράτους, βάσει των υπαρχόντων διαταγμάτων. Να μελετηθούν οι γενόμενες απαλλοτριώσεις, οι οποίες δεν έχουν συντελεσθεί αφού δεν έχει καταβληθεί το τίμημα των αποζημιώσεων ….
Υπάρχει και άλλη πρόταση. Να συνεχίσουμε τη ζωή μας και την παράδοσή μας, χωρίς να προσθέσουμε προβλήματα άλλα στον ταλαιπωρημένο αυτό τόπο.
Όπως είδαμε μέχρι τώρα το 96% αυτής της περιουσίας σχεδόν λεηλατήθηκε ή εξυπηρέτησε μερικούς «καταφερτζήδες και τσαρλατάνους» που δυστυχώς καπηλεύθηκαν τα ιερά. Διασώζεται μόνον το 4% αυτής της περιουσίας. Λίγο, αλλά πολύ για να σηκώσει αυτή την ώρα το βάρος και να ανακουφίσει το λαό μας και την πατρίδα μας. Αυτό το υπόλοιπο της περιουσίας μας να αξιοποιηθεί καταλλήλως, ευπρεπώς και με διαφάνεια. Τα προϊόντα από αυτή την αξιοποίηση θα προορίζονται σε έργα διακονίας και φροντίδας ευπαθών ομάδων της κοινωνίας μας και την εξυπηρέτηση του ανθρώπινου προσώπου.
Ως Αρχιεπίσκοπος αυτής της χώρας, αυτή, τη δεύτερη πρόταση έχω να παρουσιάσω».
Τέλος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος στον «Επίλογο»  εμπεριστατωμένης μελέτης του επισημαίνει με έμφαση προς κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη τα παρακάτω: «Με το πέρας της παρούσης προσπάθειας για την αποκατάσταση της αλήθειας ως προς τα οικονομικά της Εκκλησίας θα ήθελα να υπενθυμίσω στον αναγνώστη, αυτό που ελέχθη εισαγωγικά: «στις κρίσιμες ώρες που ζούμε, χρειαζόμαστε φως σε μικρά ή μεγάλα θέματα που αφέθησαν από αδράνεια, από αμέλεια και περισσότερο από σκοπιμότητες να δηλητηριάζουν τις ψυχές των,  τις σχέσεις των ανθρώπων και να δημιουργούν επικίνδυνες κοινωνικές καταστάσεις στις μέρες μας».
Παρόμοιο θέμα στις μέρες μας είναι και αυτό της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο μύθος δηλαδή ότι υπάρχει «πακτωλός» διαθεσίμων χρημάτων και ότι η μισθοδοσία του κλήρου είναι εις βάρος της Πολιτείας από την οποία πρέπει αυτή να απαλλαγεί.
Ο καλοπροαίρετος και αντικειμενικός αναγνώστης θα βρεί στο βιβλίο αυτό πολλά στοιχεία, τα οποία επιμελώς όχι μόνο αποκρύπτονται αλλά και διαστρεβλώνονται.
Στα χέρια μου κρατώ  τους απολογισμούς της οικονομικής διαχειρίσεως του Κεντρικού Οργανισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος των ετών 2010 και 2011, στοιχεία των οποίων και παραθέτω:
 
2010 : ΕΣΟΔΑ: 10.038.976,90 Ευρώ
           ΕΞΟΔΑ: 16.596.078.58 Ευρώ
Χρεωστικό Υπόλοιπο: 6.557.101.68   Ευρώ
Μεταξύ των εξόδων συμπεριλαμβάνεται και η καταβολή φόρων στο Δημόσιο ύψους 1.185.000,00€

2011 :   ΕΣΟΔΑ: 9.400.615,50 Ευρώ
             ΕΞΟΔΑ: 15.811.494,75 Ευρώ
Χρεωστικό Υπόλοιπο : 6.410.879,24  Ευρώ
Μεταξύ των εξόδων συμπεριλαμβάνεται και η καταβολή φόρων στο Δημόσιο ύψους 2.584.139,92€

Σε αυτό επικεντρώθηκε η προσπάθειά μας. Να ρίξει φως σε ένα θέμα που πολλές φορές έγινε και συνεχίζει να γίνεται εκμεταλλεύσιμο αντικείμενο. Η Εκκλησία μας θα συνεχίσει την πορεία της στο πλαίσιο που χάραξε ο Ιδρυτής τη : Τα  έσοδά της θα διατίθενται για τα λειτουργικά έξοδα και κυρίως για να καλύπτουν τις ανάγκες του ποιμνίου της, των συνανθρώπων μας, «των εν ανάγκαις όντων».