ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΚΑΚΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΚΑΚΙΑΣ

Ένα μυθιστόρημα για την υψοποιό ταπείνωση, την ανυπόκριτη αγάπη, τη δύναμη της προσευχής. Μια ιστορία που συναντά αναπόφευκτα την πολυτάραχη Ιστορία του έθνους μας. Γιατί κανένας βίος δε ξέφυγε απ’ αυτήν, ζυμώθηκε μαζί της και χτυπήθηκε, κάθε φορά που την αντάμωσε στα δικά του σταυροδρόμια.
Στην αρχή κάθε κεφαλαίου ένας στίχος απ’ τη Σοφία Σειράχ δίνει το στίγμα, το απαύγασμα, εισάγοντας σ’ αυτό τον αναγνώστη. Ίσως, φίλε μου, αναρωτηθείς γι’ αυτή μου την επιλογή. Ο Σειράχ, ένας άνθρωπος που ζήτησε απ’ το Θεό σα δώρο τη σοφία, την χρησιμοποιεί για στηρίξει και να διδάξει το λαό. Ένα λαό που ζει σε κατάσταση δύσκολη και παρακμιακή, όπως οι Ισραηλίτες τότε. Το διάλεξα γιατί βρίσκω πολλές ομοιότητες με τη δική μας εποχή, αυτή που ζει η Ελλάδα σήμερα. Μια εποχή σε παρακμή, υπό οικονομική κατοχή, έχει ανάγκη από ένα Σειράχ που να καλέσει το λαό να επιστρέψει σε τούτη Σοφία.

-Υπάρχουν δυο ουρανοί, καπετάνιο μου, είπε ήρεμα η Ευγενία. Ένας πάνω μας κι ένας μέσα μας. Εσύ, για ποιόν απ’ τους δυο μιλάς;
Εκείνος, με μια ανεπαίσθητη κίνηση, σήκωσε τα βλέφαρα και την κοίταξε καχύποπτα με την άκρη του ματιού.
-Γι’ αυτόν, επάνω, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, συνέχισε εκείνη σηκώνοντας το βλέμμα ψηλά. Αυτός βρέχει όποτε θέλει. Αλλά, στον ουρανό που κουβαλάμε μέσα μας, είναι στο χέρι μας να ‘χουμε ξαστεριά.

Η Ευγενία είναι μια γυναίκα απλή, τόσο απλή που θεωρείται ασήμαντη. Στα μάτια όσων ρίχνουν μια φευγαλέα ματιά, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άχρηστο, ακατέργαστο χαλίκι. Η ίδια όμως, κατεργάζεται την ψυχή της, έτσι ώστε να την μεταμορφώσει σε καλοδουλεμένη ψηφίδα στο περίτεχνο ψηφιδωτό του Ουρανού.
Γι’ αυτό κι η ιστορία της δεν είναι ένα κουβάρι που ξετυλίγεται σιγά-σιγά. Είναι ένα μωσαϊκό. Οι πολύχρωμες ψηφίδες του προστίθενται με σειρά που, ίσως, να φαίνεται τυχαία. Όταν δεις τις ψηφίδες μια-μια χωριστά, ίσως να τις περάσεις κι εσύ για ακατέργαστες πετρούλες. Μόνο όταν τοποθετηθούν στη θέση τους, αποκαλύπτουν την ομορφιά της συνολικής εικόνας. Την ομορφιά μιας ψυχής που αγάπησε τον Κύριο βαθιά, πλατιά, ακραία και πάλεψε γι’ αυτήν τη ξαστεριά, του ουρανού που κρύβουμε μέσα μας.
Η Ευγενία περνά απαρατήρητη, μ’ όλα όσα τη σημάδεψαν. Κι όμως, αν το καλοσκεφτείς, κάπου την έχεις συναντήσει, να σκύβει το κεφάλι ταπεινά και να υψώνει στον ουρανό δεήσεις σωτήριες για όλους εμάς που προσπεράσαμε αδιάφορα. Της λείπουν όλα όσα ελκύουν την προσοχή. Μόρφωση, χρήματα, καταγωγή, επιβλητική εμφάνιση… Μοιάζει με ακατέργαστη ψηφίδα. Σμιλεύεται μέσα από τις φουρτούνες της ζωής, καθώς περνά τα «σταυροδρόμια» της μ’ ένα μόνο κριτήριο, την κατεύθυνση για τον ουρανό. Ωστόσο, μη σκεφτείς ότι αυτή γεννήθηκε ξεχωριστή. Έγινε, όσο πάλευε για ν’ αναδείξει το «καθ’ ομοίωσιν», στη ρημαγμένη ανθρώπινη «εικόνα».
Υπάρχουν «Ευγενίες» γύρω μας. Υπάρχουν για να εμπνέουν, να παρακινούν, για να θυμίζουνε βουβά το «Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί». Γιατί η αγιότητα δεν είναι δρόμος χωριστός, είναι ο μόνος δρόμος. Αυτός που έδειξε ξεκάθαρα ο Κύριος λέγοντας «εγώ ειμί η οδός».
Κοντά σ’ αυτήν η Άννα, μια ιστορία παράλληλη, ένα άλλο πνεύμα, μια άλλη εποχή. Ένας εκφραστής του σύγχρονου καιρού, ακόλουθος ενός κυρίαρχου «εγώ» που έχει ταυτίσει με την έννοια της ελευθερίας. Κι όμως μένει μια ευαίσθητη ψυχή που αποζητά μια άπιαστη, θαμμένη αλήθεια. Τι έχει να πει μια Ευγενία σ’ έναν άνθρωπο του σήμερα, που η ταπείνωση μοιάζει με ηττοπάθεια, η αγάπη είναι έννοια σχετική κι η υπομονή μια κακιά συνήθεια; Άραγε οι δυο τους θα συναντηθούν ποτέ; Πόσο μακριά μπορούν να φτάσουνε οι στεναγμοί μιας Ευγενίας;

Κρατούσε το γράμμα με τρεμάμενα δάχτυλα και το κοιτούσε σα χαμένη. Το ανθάκι της γιαγιάς είχε αφήσει το αποτύπωμά του στο παλιό χαρτί. Το ίδιο κι η τρυφερότητα που έβγαζαν οι αραδιασμένες λέξεις. Αυτό, ξερό και πεθαμένο από χρόνια, είχε γλιστρήσει κι ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Έσκυψε και το σήκωσε απαλά. Η μητέρα της δεν της το έδωσε ποτέ. Αλλά, αυτή την αγάπη που έβγαζε το ξέθωρο μελάνι στις αράδες, πώς μπόρεσε να την αφήσει να πέσει κάτω;
Ένα ανθάκι απ’ την ακακία τη φυτεμένη στην αυλή, δίπλα στην εκκλησία! Που ταξίδεψε μέσα στο χρόνο για να φτάσει στα χέρια της μόλις τώρα. Γιατί άραγε, της έστειλε έναν ανθό ακακίας;
Κι αυτό το γράμμα… Σα να ’ταν γραμμένο για κείνην. Ένιωθε να απευθύνεται όχι στη μάνα της, αλλά στην ίδια. Τι κρίμα που δεν γνώρισε ετούτη τη γιαγιά, που και τα γράμματά της, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, μιλούσαν στη ψυχή της!
Έφερε το ξερό λουλούδι στη μύτη της. Δεν μύριζε πια. Ήταν έτοιμο να θρυμματιστεί, να γίνει σκόνη. Είχε ήδη φτάσει πολύ μακριά… Αυτό το ανθάκι το έλαβε αργά, πολύ αργά…
Ή μήπως όχι;
«Πόσο μακριά είναι απέραντα μακριά;» ένιωσε να την ρωτάνε τα δακρυσμένα μάτια της Εύας, καθώς, μ’ ένα αχνό χαμόγελο και μια απαλή κίνηση των δαχτύλων, έτεινε προς το μέρος της τη γαλάζια κλωστή…
Μήπως δεν είναι ολότελα αργά; Μήπως υπάρχει ακόμα γυρισμός;
Ενώ έσφιγγε το παλιό γράμμα στην αγκαλιά της, μεσ’ τα υγρά της μάτια ζωγραφίστηκε το μοναστήρι με το ξύλινο μπαλκονάκι. Σαν να την έδενε μ’ αυτό, το γαλάζιο νήμα της Εύας. Σαν να την τραβούσε εκεί, αυτό το γαλανό κομμάτι ουρανού, που στεκόταν ατάραχο και λαμπερό, πίσω και πέρα από κάθε πίκρα, στολισμένο με την λεζάντα της Νατάσας: Veritá/Αλήθεια…
Πόσο λαχταρούσε να μπορούσε ν’ αρπάξει αυτό το γαλάζιο κομμάτι κλωστής και να κεντήσει μ’ αυτό τη ζωή της! Να βρει το δρόμο για την αλήθεια! Ίσως να μην ήταν ακόμη «απέραντα μακριά» για κείνη. Ίσως να υπήρχε ακόμα γυρισμός…
Γι’ αυτό είχε επιστρέψει. Για να κυνηγήσει αυτή τη veritá της λεζάντας…
Αλλά… Κάποιες φορές… Θα έλεγε ότι συνέβαινε το αντίθετο. Ότι ήταν η veritá που κυνηγούσε την Άννα…
Άλλοτε υπέροχα όμορφη…
Κι άλλες φορές απίστευτα σκληρή…

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα