ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ
Ο ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου –Φιλολόγου
Μ.Α. Θεολογίας – ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας
Ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ ὁ Μακεδών γεννήθηκε τό 958 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν γιός τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ καί ἐγγονός τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου. Μητέρα του ἦταν ἡ Θεοφανώ. Σημαντικές πληροφορίες γιά τόν Βασίλειο ἀντλοῦμε κυρίως ἀπό τρεῖς πηγές: α) ἀπό τή Χρονογραφία τοῦ Ψελλοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται κυρίως σέ προφορική παράδση[1], β) ἀπό τή Σύνοψη Ἱστοριῶν τοῦ Σκυλίτζη[2], ὁ ὁποία ἂν καί εἶναι μεταγενέστερη τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλείου, ἐντούτοις θεωρεῖται ἀξιόπιστη, ἐνῷ συχνά γιά ὅσα γράφονται, ὑπάρχει ἀνάλογη παραπομπή σέ ἕνα μή σωζόμενο στίς μέρες μας ἱστόρημα τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας Θεοδώρου καί γ) στήν Ἐπιτομή Ἱστοριῶν τοῦ Ἰωάννου Ζωναρᾶ.
Ὁ Ρωμανός ὁ Β΄, πατέρας τοῦ Βασιλείου θεωροῦνταν ἕνας αὐτοκράτορας πού δέν ἐνδιαφερόταν γιά τό καλό τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα τό μόνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν τά γλέντια, τά ποτά, τά ξενύχτια καί γενικότερα μία ζωή πού ταίριαζε σέ ἕναν χαροκόπο καί ὄχι σέ ἕναν αὐτοκράτορα. Ὁ Ρωμανός εἶχε ἀφήσει τή διακυβέρνηση τῆς χώρας στόν εὐνοῦχο παρακοιμώμενό του Ἰωσήφ Βρίγγα, ἐνῷ οἱ ἐπιτυχίες του τόσο στό στρατιωτικό, ὅσο καί στό διπλωματικό πεδίο ἀποδίδονταν στούς ἄξιους συνεργάτες του, πού βρίσκονταν σέ καίριες στρατηγικές θέσεις. Τό τελευταῖο δείχνει ὅτι ὁ Ρωμανός εἶχε διοικητικές ἱκανότητες, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιλέξει τούς κατάλληλους ἀνθρώπους στίς κατάλληλες θέσεις. Ἐπιπλέον ἡ ἐσωτερική πολιτική του χαρακτηριζόταν ἀπό ἐνδιαφέρον καί φροντίδα γιά τούς ἀδυνάτους καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τους[3].
Σέ ἡλίκία δύο ἐτῶν, τό 960, ὁ Ρωμανός στέφει τόν γιό του Βασίλειο συναυτοκράτορά του καί τό ἴδιο κάνει τό 962 μέ τόν γιό του Κωνσταντῖνο, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Η΄ (1025-1028). Ὅταν τό 963, ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανός ὁ Β΄ πεθαίνει, αὐτοκράτορας ἀνακηρύσσεται ἀπό τόν στρατό ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Φωκᾶς νυμφεύεται τή χήρα Θεοφανώ, νομιμοποιώντας ἔτσι τήν ἐξουσία του. Ἡ Θεοφανώ, ὅμως ἦταν γυναίκα πανούργα καί φιλόδοξη. Ἔτσι τό 969, συνωμοτεῖ μέ κάποιους δυσαρεστημένους ἀξιωματικούς τοῦ Φωκᾶ καθώς καί μέ τόν ἀνιψιό του Φωκᾶ, Ἰωάννη Τσιμισκῆ καί δολοφονεῖ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ. Ἡ ἄνοδος τοῦ Τσιμισκῆ στόν θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας συνοδεύτηκε, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου, μέ τήν τιμωρία τῶν ἐνόχων τῆς δολοφονίας τοῦ Φωκᾶ καί τήν ἐκδίωξη τῆς Θεοφανοῦς ἀπό τό Παλάτι.
Τό 976, στίς 10 Ἰανουαρίου, πεθαίνει ὁ Τσιμισκῆς καί βασιλεῖς ἀναλαμβάνουν οἱ δύο γιοί τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ δεκαοκτάχρονος Βασίλειος Β΄ καί ὁ ἀδερφός του Κωνσταντῖνος Η΄[4]. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, γιά πάνω ἀπό ἑννέα χρόνια, τήν ἐξουσία τῆς αὐτοκρατορίας ἀσκοῦσε ὁ πανίσχυρος εὐνοῦχος Βασίλειος[5], πρώην πρόεδρος τῆς Συγκλήτου καί παρακοιμώμενος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄. Τό 985 ὁ Βασίλειος καταφέρνει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν εὐνοῦχο Βασίλειο[6] καί ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τά ἡνία τῆς αὐτοκρατορίας.
Κύριο μέλημα τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Σαμουήλ, γιοῦ τοῦ κόμιτος Νικολάου. Αὐτός, ἔπειτα ἀπό τόν θάνατο τοῦ τσάρου Βόρι καί τῶν τριῶν γιῶν τοῦ κόμιτος Νικολάου, ἀναλαμβάνει τήν ἐξουσία τῶν Βουλγάρων μέ σκοπό νά πετύχει τήν ἀνασύσταση τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους. Τό νέο βουλγαρικό κράτος εἶχε ἐπίκεντρο τήν Ἀχρίδα, ἐνῷ ἐπιδίωξη τοῦ Σαμουήλ ἦταν νά ἐπεκτείνει τό κράτός του ἕως τή Λάρισα, ἴσως καί νοτιότερα[7]. Ὁ Σαμουήλ ὑπῆρξε ἕνας ἡγεμόνας αἱμοσταγής, χωρίς ἠθικούς φραγμούς, ὁ ὁποῖος δέν ἔδειχνε κανένα ἔλεος στούς κατοίκους τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πού λεηλατοῦσε. Οἱ στρατιιῶτες του βίαζαν τίς γυναῖκες, τά κορίτσια τίς μοναχές, ἐνῷ συγχρόνως σκόπριζαν παντοῦ τόν θάνατο. Τό 986, ἡ ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου ἐναντίον τοῦ Σαμουήλ κατέληξε σέ πλήρη ἀποτυχία. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀμφισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ Βασιλείου ὅσο καί τήν ἱκανότητά του νά διοικήσει τό κράτος. Ὁ αὐτοκράτορας ἀντιμετώπισε μέ ἐπιτυχία τήν ἐξέγερση τῶν δυνατῶν Βάρδα Σκληροῦ καί Βάρδα Φωκᾶ χάρη στή βοήθεια τοῦ πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, τοῦ Ρώσου ἡγεμόνα Βλαδίμηρου. Σέ ἀντάλλαγμα τῆς βοήθειας αὐτῆς ὁ Βλαδίμηρος ζήτησε νά νυμφευτεῖ τήν ἀδελφή τοῦ Βασιλείου τήν προρφυρογέννητη Ἄννα. Ὁ Βασίλειος, πιεζόμενος ἀπό τίς καταστάσεις καί τούς ἐξωτερικούς ἀλλά καί ἐσωτερικούς ἐχθρούς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας του δέχθηκε μέ τόν ὄρο ὅτι ὁ Βλαδίμηρος καί ὅλος ὁ λαός του θά ἀσπάζονταν τή χριστιανική θρησκεία.
Ἡ ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ Βασιλείου νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τόν μεγάλο βουλγαρικό κίνδυνο καί νά περιορίσει τή δύναμη τῶν μεγαλογαιοκτημόνων[8], ἀλλά καί τῶν διαφόρων ἐχθρῶν του εἶχαν ἐμφανεῖς συνέπειες στόν χαρακτῆρα του. Ἔπαψε νά εἶναι χαμογελαστός, ἀνοιχτόκαρδος καί νά διασκεδάζει. Ἔγινε καχύποπτος, αὐταρχικός, κλεισμένος στόν ἑαυτό του, λιτοδίαιτος, ζοῦσε αὐστηρά σάν ἀσκητής καί στρατιώτης καί στόχος του ἔγινε ἡ νίκη του ἔναντι τῶν Βουλγάρων. Γιά τόν λόγο αὐτό μελετοῦσε συνεχῶς ἐγχειρίδια στρατιωτικῆς τέχνης[9]. Κατάφερε μέ νόμους νά περιορίσει τήν ἰσχύ τῶν μεγαλογαιοκτημόνων καί τόν κίνδυνο στρατιωτικῶν πραξικοπημάτων. Τό τελευταῖο τό πέτυχε μέ διάφορους νόμους, τίς Νεαρές.
Τό διάστημα, ὅμως, πού ὁ Βασίλειος καταγινόταν γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα κοινωνικά ζητήματα πού ἔχρηζαν ἄμεσης προτεραιότητας, ὁ Σαμουήλ ἐπιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. Μετά τήν κατάκτησή της ἐπακολούθησε σφοδρή λεηλασία της. Στή συνέχεια στράφηκε πρός τά νότια, στή Βοιωτία, στήν Ἀττική, ἀκόμα καί στήν ἴδια τήν Πελοπόννησο. Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Σαμουήλ μέ τόν στρατό του ἔκαιγαν καί κατέστρεφαν τά πάντα[10]. Ὁ Σαμουήλ, ἀφοῦ χόρτασε μέ αἵμα καί λάφυρα, ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του μαζί μέ χιλιάδες αἰχμαλώτους. Κατά τήν ἐπιστροφή του, αἰφνιδιάστηκε ἀπό τόν βυζαντινό ἀρχιστράτηγο Νικηφόρο Οὐρανό. Ὁ τελευταῖος ἀποδεκάτισε τόν βουλγαρικό στρατό, καί μέ δυσκολία μεγάλη κατάφεραν νά τοῦ ξεφύγουν ὁ τραυματισμένος Σαμουήλ καί ὁ γιός του Ρωμανός.
Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν τροπή τῆς εἰσβολῆς τοῦ Σαμουήλ στήν Κεντρική καί Νότια Ἑλλάδα, ἐκεῖνος στράφηκε στά βόρεια καί τά δυτικά ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε ὁ Βασίλειος ἀποφάσισε πώς ἔπρεπε νά χτυπηθοῦν κέντρα μέ ἀμιγῶς βουλγαρικό πληθυσμό. Σιγά –σιγά ὁ Βασίλειος κατόρθωσε νά κατακτήσει πολλές βουλγαρικές πόλεις, στρατηγικῆς σημασίας. Ὁ κλοιός γύρω ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ Σαμουήλ γινόταν ὅλο καί πιό ἀσφυκτικός. Ὁ Σαμουήλ μήν μπορώντας νά ἀντιμετωπίσει τόν στρατό τοῦ Βασιλείου εἶχε καταφύγει σέ ἕναν πόλεμο φθορᾶς πού ἔπληττε ὄχι μόνο τά αὐτοκρατορικά ἐδάφη, ἀλλά περιοχές ἀποκομμένες ἀπό τή βυζαντινή διοίκηση μέ πληθυσμούς πού στήριζαν τόν βούλγαρο ἡγέτη[11].
Ὁ Βασίλειος ἔδωσε τό τελικό χτύπημα στόν βούλγαρο Σαμουήλ στίς 29 Ἰουλίου 1014. Τότε ὁ βυζαντινός στρατός κέρδισε τήν ἀποφασιστική μάχη τοῦ Κλειδιοῦ. Ὁ Βασίλειος ἔδωσε διαταγή οἱ δεκαπέντε χιλιάδες περίπου βούλγαροι αἰχμάλωτοι νά τυφλωθοῦν καί μπαίνοντας σέ σειρά ἀνά ἑκατό πού τούς ὁδηγοῦσε ἕνας μονόφθαλμος νά γυρίσουν στή Βουλγαρία. Τό θέαμα ἦταν πολύ σκληρό. Ὁ Σαμουήλ πέθανε ἀπό τή μεγάλη του στενοχώρια καί ὁ Βασίλειος ἔδωσε ἕνα ὁριστικό, ἴσως καί κυνικό, τέλος στίς ἐπεκτατικές βλέψεις κάθε ἐπίδοξου συνεχιστῆ τοῦ Σαμουήλ. Ὁ Βασίλειος, ὅμως, ἤξερε ὄχι μόνο νά εἶναι σκληρός ἐκεῖ πού ἔπρεπε, ἀλλά ἄφηνε νά φανεῖ καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπό του, ὅπως συνέβη μέ τή χήρα τοῦ ἡγεμόνος Ἰωάννη Βλαδισθλάβου Μαρία, τήν ὁποία πῆρε ὑπό τήν προστασία του. Ἐπιεικής καί γενναιόδωρος ὑπῆρξε καί μέ τά μέλη τῆς βουλγαρικῆς βασιλικῆς οἰκογένειας καί τῆς ἡγετικῆς στρατιωτικῆς τάξεως, τά ὁποῖα τά ἔνταξε στή βυζαντινή αὐλική ἱεραρχία μέ τιμητικές διακρίσεις.
Ὁ Βασίλειος συνέχισε νά ζῆ μέ λιτό στρατιωτικό τρόπο τή ζωή του ἕως τό 1025 πού πέθανε. Στά χρόνια του τό βυζαντινό κράτος εἶχε συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά ἀποθέματα στό θησαυροφυλάκιο[12], παρόλες τίς συνεχεῖς στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις, οἱ πτωχοί καί οἱ ἀδύνατοι βοηθήθηκαν καί ἡ αὐτοκρατορία εἶχε ἀντιμετωπίσει μέ ἐπιτυχία ὅλους τούς βασικούς ἐχθρούς της.
Ἡ ἱστορία τίμησε τόν Βασίλειο μέ τό προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Ἄλλωστε αὐτό ἦταν ἡ ἐλάχιστη τιμή πού μποροῦσε νά τοῦ ἀποδοθεῖ, ἀφοῦ ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Βασίλειος, ἴσως οἱ Βούλγαροι νά εἶχαν καταλάβει τό μεγαλύτερος μέρος τῶν βυζαντινῶν ἐδαφῶν καί νά ἦταν διαφορετικός ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας. Σήμερα πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού αὐθαίρετα ἀποφασίζουν νά διαγράψουν αὐτόν τόν χαρακτηρισμό πού ἡ ἱστορία ἔδωσε στόν Βασίλειο μέ τό πρόσχημα τῆς καλῆς γειτονίας τῶν λαῶν. Ἡ ἱστορία δέν πρέπει οὔτε νά ἀλλοιώνεται οὔτε νά καπηλεύεται ἀπό κάποιους. Ἐν ὀνόματι τῶν καλῶν σχέσεων μεταξύ τῶν κρατῶν δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά θυσιάζεται ἕνα μέρος τῆς ἱστορίας τους ἤ νά παραποιεῖται ἐξολοκλήρου αὐτή. Ἡ ἱστορία διδάσκει. Οἱ λαοί μαθαίνουν ἀπό τά λάθη τους, ἐνῷ ἡ ἱστορία ἀποτελεῖ τό καλύτερο ὀχυρό στή διασφάλιση τῶν ἐδαφικῶν καί κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τοῦ κάθε λαοῦ καί εἶναι στενά δεμένη μέ τή μέχρι τώρα ὑπόστασή του. Ὁ ἀρχαῖος ἕλληνας ἱστορικός Θουκυδίδης προειδοποιεῖ ὅτι ὁ λαός πού ξεχνάει τήν ἱστορία του, ἐξαφανίζεται. Ὅταν δέν ἔχεις παρελθόν ὡς λαός, δέν μπορεῖς νά ἔχεις οὔτε μέλλον. Ἄς τιμοῦμε, λοιπόν, τόν Βασίλειο τόν Β΄ τόν Μακεδόνα, ὡς Βουλγαροκτόνο, ἀναφερόμενοι στίς τότε στρατιωτικές ἐπιτυχίες του ἔναντι τῶν Βουλγάρων, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν θά ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε καί νά διατηροῦμε καλές φιλικές σχέσεις μέ τά ὅμορα κράτη, χωρίς ὅμως νά θυσιάζουμε στό παιχνίδι τῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων οὔτε τήν ἱστορία μας οὔτε τά κυριαρχικά μας δικαιώματα.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011
[1] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία Ι, ἐκδ. R. Renauld, Paris, 1926, σ. 4, κεφ. IV: «Τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς ὅσοι τῶν καθ’ ἡμᾶς τεθέανται τὸν βασιλέα Βασίλειον… ὡς δ’ ἐγὼ τῶν ἀρχαιολογούντων περὶ αὐτὸν ξυγγραφέων ἤκουσα». Βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σ. 150.
[2] Σκυλ. , σ. 4 και 313.
[3] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, 383.
[4] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 2, κεφ. 2,: «θαυμάσειεν ἄν τις … τὸν Κωνσταντῖνον, ὅτι ἐξὸν κατ’ ἰσομοιρίαν τὸν πατρῷον κλῆρον, τὴν ἡγεομονίαν φημί, τῷ ἀδελφῷ διανείμασθαι, ὁ δὲ τοῦ πλείονος αὐτῷ παρακεχωρήκει…». Συναφῶς βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, «Ἡ ἀντιβασιλεία εἰς τό Βυζάντιον», Σύμμεικτα Κέντρου βυζαντινῶν ἐρευνῶν 2 (1970) 1-144, σ. 62-64.
[5] Ὁ εὐνοῦχος Βασίλειος ἦταν νόθος γιός τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ Λεκαπηνοῦ καί κατά συνέπειαν θεῖος τοῦ Βασιλείου Β΄ καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Η΄.
[6] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σσ. 12-13, κεφ. 20. Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 335.
[7] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, «Συμβολή στό ζήτημα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Κομητοπούλων», τιμητικός τόμος στόν καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο, τ. Α΄ –Γ΄ ἐκδ. Ἁρμός, Θεσσαλονίκη 1990, 1991, σ. 883 κ. ἑ.
[8] Jus Graeco – Romanum, I, ἐκδ. Ι καί Π. Ζέποι, Ἀθῆναι 1931, σ. 267-272. Βλ. Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 447-.448
[9] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 4, κεφ. 4, σσ. 18-24, κεφ. 29 -34.
[10] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Τό Βυζαντινό Κράτος, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 20014, 167.
[11] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σσ. 168-169.
[12] Αὐτόθι, σ. 175.