Ἀντισυνταγματική ἡ ἐπιβολή φόρου γιά e-δαπάνες πού δέν κάνουν οἱ φορολογούμενοι.

Γνωμοδότηση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Βουλῆς πού ἀνατρέπει τήν Κυβερνητική προπαγάνδα ὑπέρ τοῦ πλαστικοῦ χρήματος.

Ὁ φόρος μέ συντελεστή 22% γιά ἠλεκτρονικές δαπάνες πού δέν ἔκανε ὁ φορολογούμενος χαρακτηρίζεται ὡς μή συνταγματικά ἀνεκτός ἀπό τήν Ἐπιστημονική Ὑπηρεσία τῆς Βουλῆς.

Φόρος ἐπιβάλλεται στίς δαπάνες καί ὄχι στίς μη-δαπάνες – ἐκτιμᾶ ἡ Ἐπιστημονική Ὑπηρεσία τῆς Βουλῆς, ἀμφισβητώντας τήν πρόβλεψη τῆς φορολόγησης δαπανῶν πού δέν γίνονται ἠλεκτρονικά πού περιγράφει τό φορολογικό νομοσχέδιο.

«Δέν προκύπτει ὁ λόγος τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ νομοθέτη πρός φορολογουμένους οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουν νά δαπανοῦν ἐτησίως λιγότερο ἀπό τό 30% τοῦ εἰσοδήματός τους, ἀλλά οὔτε καί τό δημόσιο συμφέρον πού ὑ-πηρετεῖται ἀπό τήν ἔμμεση ἐπιβολή ὑποχρέωσης στούς φορολογουμένους νά δαπανοῦν τουλάχιστον 30% τοῦ εἰσοδήματός τους (καί μέχρι 20.000 εὐ-ρώ) κατ’ ἔτος». Ἡ ἔκθεση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Βουλῆς, χαρακτηρίζει «μή συνταγματικά ἀνεκτή», τήν ἐπιβολή φόρου 22% γιά e-δα-πάνες πού δἐν ἔκανε ὁ φορολογούμενος.

Στήν Ἔκθεσή της γιά τό φορολογικό νομοσχέδιο, ἡ Ἐπιστημονική Ὑπηρεσία ἑστιάζει ἰδιαίτερα στήν νέα διάταξη (παράγραφος 6 στό ἄρθρο 15 τοῦ ΚΦΕ), ἡ ὁποία ὅμως ὅπως καί στό παρελθόν εἶχε ἰσχύσει (μέ ἐξαίρεση τό 2014) ὁρίζει «ἀπαιτούμενο ποσό δαπανῶν».

Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς ἐπιβολῆς «φόρου» μέ συντελεστή 22% ἐπί τοῦ ποσοῦ πού οἱ πραγματοποιούμενες ἀπό τόν φορολογούμενο δαπάνες ὑπολείπονται σέ ἀξία ποσοστό 30% τοῦ ἀτομικοῦ εἰσοδήματός του (καί μέ-χρι τοῦ ποσοῦ τῶν 20.000 εὐρώ), ἡ Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς τονίζει τά ἑξῆς:

1 Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ καί σέ παλαιότερες ἐκθέσεις τῆς Ἐπιστημονι-κῆς Ὑπηρεσίας τῆς Βουλῆς (ἐνδεικτικῶς, ἐπί τοῦ ν. 4024/2011), συμφώνως πρός τό ἄρθρο 78 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, ἀντικείμενο τοῦ φόρου μπορεῖ νά εἶναι τό εἰσόδημα, ἡ περιουσία ἤ οἱ δαπάνες καί οἱ συναλλαγές τοῦ φορολογουμένου. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἐπιβαλλόμενη φορολογική ἐπιβάρυνση δέν φαίνεται νά βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τήν ἀνωτέρω διάταξη, δεδομένου ὅτι δέν φαίνεται νά ἐπιβάλλεται ἐπί τοῦ εἰσοδήματος ἤ τῆς δαπάνης ἤ τῆς περιουσίας, ἀλλά ἐπί τῆς μή διενέργειας δαπάνης, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ, κατά τά ἀνωτέρω, νά ἀποτελεῖ ἀντικείμενο φορολόγησης.

2 Πέραν αὐτοῦ, ἡ ἐπιβαλλόμενη ἐπιβάρυνση δέν παρίσταται συνταγματικῶς ἀνεκτή οὔτε ὑπό τήν ἐκδοχή ὅτι δέν συνιστᾶ φόρο, ἀλλά κύρωση, ἐξεταζόμενη, ὡς ἐκ τούτου, καί ὑπό τό πρῖσμα τῆς ἀρχῆς τῆς ἀνα-λογικότητας, δεδομένου ὅτι ἀπό τήν αἰτιολογική ἔκθεση (στήν ὁποία ἀναφέρεται ἁπλῶς ὅτι «οἱ δικαιοῦχοι εἰσοδημάτων ἀπό μισθωτή ἐργασία συντάξεις, ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς καί ἀπό ἀκίνητη περιουσία, θά πρέπει, προκειμένου νά μήν ὑπόκεινται σέ συμπληρωματική φορολογία, νά προβαίνουν σέ συναλλαγές μέ ἠλεκτρονικά μέσα πληρωμῆς, ἀνάλογα μέ τό ὕψος τοῦ πραγματικοῦ εἰσοδήματός τους») δέν προκύπτει ὁ λόγος τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ νομοθέτη πρός φορολογουμένους οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουν νά δαπανοῦν ἐτησίως λιγότερο ἀπό τό 30% τοῦ εἰσοδήματός τους, ἀλλά οὔτε καί τό δημόσιο συμφέρον πού ὑπηρετεῖται ἀπό τήν ἔμμεση ἐπιβολή ὑποχρέωσης στούς φορολογουμένους νά δαπανοῦν τουλάχιστον 30% τοῦ εἰσοδήματός τους (καί μέχρι 20.000 εὐρώ) κατ’ ἔτος.

Ἐξ ἄλλου, ὡς πρός τήν διενέργεια τῶν ἀνωτέρω δαπανῶν, ὑποχρεωτικῶς μέ ἠλεκτρονικά μέσα πληρωμῆς, ἡ Ἐπιστημονική Ὑπηρεσία ἐπικαλεῖται καί τήν γνωμοδότηση τῆς ΕΚΤ (διά χειρός Κριστίν Λαγκάρντ), πού τονίζει ὅτι τά μετρητά εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν νόμιμο μέσο συναλλαγῆς.

Κατά τήν Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή, δέν αἰτιολογεῖται ἐπαρκῶς πῶς ὁ τρόπος ἐξόφλησης μίας συναλλαγῆς συνιστᾶ κίνητρο γιά τόν ἰδιώτη φο-ρολογούμενο νά ζητήσει τήν ἔκδοση τοῦ προβλεπόμενου φορολογικοῦ παραστατικοῦ.

Συγκεκριμένα ἡ Ἔκθεση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ὑπηρεσίας ἀναφέ-ρει τά ἑξῆς:

«Συμφώνως πρός τήν αἰτιολογική ἔκθεση, σκοπός τῆς ἐν λόγῳ ρύθμισης, κατ’ ἐφαρμογήν τῆς ὁποίας, δαπάνες οἱ ὁποῖες ἔχουν διενεργηθεῖ μέ μετρητά δέν λαμβάνονται ὑπόψη ἀκόμη καί ἄν ἔχουν ἐκδοθεῖ τά οἰκεῖα φορολογικά παραστατικά, εἶναι «ἡ διεύρυνση τῆς χρήσης ἠλεκτρονικῶν μέσων πληρωμῆς κατά τίς ἀγορές ἀγαθῶν καί ὑπηρεσιῶν, μέ σκοπό τήν μείωση τῆς φοροδιαφυγῆς καί τήν διεύρυνση τῆς φορολογικῆς βάσης, γιά λόγους δημοσίου συμφέροντος».

Συμφώνως πρός τίς παραγράφους 2.4 ἕως 2.10 τῆς ἀπό 20-11-2019 Γνώμης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τράπεζας «σχετικά μέ φορολογικά ἀντικίνητρα ὅσον ἀφορᾶ τήν χρήση μετρητῶν» (CON/2019/39), μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ προτεινόμενη ρύθμιση, «ἄν καί ἡ ΕΚΤ ἀναγνωρίζει ὅτι στήν Ἑλλάδα ὑ-πάρχουν ἐν γένει νόμιμα μέσα διακανονισμοῦ νομισματικῶν ὀφειλῶν πέ-ραν τῶν μετρητῶν, θά πρέπει νά ἐξακριβώνεται προσεκτικά ἀπό τίς ἑλληνικές ἀρχές ἡ πρόσβαση ὅλων τῶν τμημάτων τῆς κοινωνίας στά ἐν λόγῳ μέσα μέ κόστος συγκρίσιμο μέ ἐκεῖνο τῶν μετρητῶν. Τοῦτο, διότι τά συγκεκριμένα ἄλλα μέσα ἐνδέχεται νά ἔχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σέ σύγκριση μέ τά μετρητά καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐνδέχεται νά μήν ἀποτελοῦν πλήρως ἰσοδύναμες ἐναλλακτικές δυνατότητες. Ἐν προκειμένῳ ἡ ΕΚΤ σημειώνει ὅτι ἡ ὁδηγία 2014/92/ΕΕ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καί τοῦ Συμβουλίου κατέστησε εὐκολότερη γιά τούς καταναλωτές τῆς Ἕνωσης τήν χρήση λογαριασμῶν πληρωμῶν καί συναφῶν ὑπηρεσιῶν ἠλεκτρονικῶν πληρωμῶν ὡς λύση ἐναλλακτική τῆς χρήσης μετρητῶν. Ἡ ὁδηγία 2014/92/ΕΕ μεταφέρθηκε στό ἐσωτερικό δίκαιο τῆς Ἑλλάδας μέ τόν νόμο 4465/2017, ὁ ὁποῖος θεσπίζει τό νομικό πλαίσιο δημιουργίας τῶν προϋποθέσεων πού καθιστοῦν προσιτή σέ ὅλους τούς καταναλωτές μία ἐλάχιστη δέσμη τραπεζικῶν ὑπηρεσιῶν. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγῳ τραπεζικές ὑπηρεσίες καί οἱ ὑπηρεσίες ἠλεκτρονικῶν πληρωμῶν τίς ὁποῖες παρέχουν οἱ ἐμπορικές ὀντότητες ἐνδέχεται νά ὑπόκεινται σέ ἐπιβαρύνσεις.

Η ΕΚΤ ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ στόχοι τοῦ σχεδίου νόμου, δηλαδή i) ἡ κα-ταπολέμηση τῆς φοροδιαφυγῆς καί ii) ἡ διεύρυνση τῆς φορολογικῆς βάσης, μέ παράλληλη διατήρηση τῆς δημοσιονομικῆς ἰσορροπίας κατόπιν τῶν μειώσεων τοῦ φόρου εἰσοδήματος ἑταιρειῶν καί τοῦ φόρου εἰσοδήματος φυσικῶν προσώπων, μποροῦν ἐν γένει νά συνιστοῦν «λόγους δημόσιας τάξης» πού δικαιολογοῦν τήν εἰσαγωγή ἀντικινήτρων μέσῳ τῆς φορο-λόγησης τῶν πληρωμῶν μέ χρήση μετρητῶν καί τοῦ συνακόλουθου περιορισμοῦ τους. Ὡστόσο, κάθε τέτοιος περιορισμός δέν πρέπει νά ἀντιβαίνει στήν ἰδιότητα νόμιμου χρήματος τῶν τραπεζογραμματίων εὐρώ πού κατοχυρώνεται στά ἄρθρα 128 παράγραφος 1 καί 282 παράγραφος 3 τῆς Συν-θήκης.

Ἔτσι, θά πρέπει νά καταδεικνύεται ὅτι οἱ προτεινόμενοι περιορισμοί στήν διενέργεια πληρωμῶν μέ χρήση μετρητῶν πού ἀφοροῦν τήν ἰδιότητα νόμιμου χρήματος τῶν τραπεζογραμματίων εὐρώ θά εἶναι ἀποτε-λεσματικοί ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐπίτευξης τῶν δημόσιου χαρακτήρα στόχων πού δικαιολογημένα ἐπιδιώκουν. Συνεπῶς, θά πρέπει νά ἀποδεικνύεται σαφῶς ὅτι οἱ περιορισμοί αὐτοί εἶναι πιθανόν στήν πράξη νά ἐπιτύ-χουν τόν δεδηλωμένο, δημόσιου χαρακτήρα στόχο τῆς καταπολέμησης τῆς φοροδιαφυγῆς. Τυχόν ἄμεσοι ἤ ἔμμεσοι περιορισμοί στήν διενέργεια πληρωμῶν μέ χρήση μετρητῶν θά πρέπει ἀκόμη νά εἶναι ἀνάλογοι πρός τούς ἐπιδιωκόμενους σκοπούς καί νά μήν ὑπερβαίνουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίτευξή τους μέτρα, λαμβανομένου ἰδίως ὑπόψη τοῦ ὅτι τά μέτρα πού προβλέπει τό σχέδιο νόμου ἐπηρεάζουν τίς συναλλαγές τῶν φορολογούμενων-φυσικῶν προσώπων καί βασίζονται σέ ὑφιστάμενα νομοθετικά μέτρα τά ὁποῖα εἶχαν θεσπιστεῖ τό 2016 καί ἐπιβάλλουν ἄμεσους περιορισμούς στίς πληρωμές μέ χρήση μετρητῶν, ἀπαγορεύοντας κάθε τέτοια πληρωμή ἀξίας ἄνω τῶν 500 εὐρώ στό πλαίσιο συναλλαγῶν μεταξύ κατα-ναλωτῶν καί ἐπιχειρήσεων.

Γιά τόν λόγο αὐτό τυχόν ἀρνητικές ἐπιπτώσεις τῶν προτεινόμενων περιορισμῶν θά πρέπει νά σταθμίζονται προσεκτικά σέ σχέση μέ τά προσδοκώμενα δημόσια ὀφέλη. Κατά τήν ἐξέταση τῆς ἀναλογικότητας ἑνός περιορισμοῦ θά πρέπει πάντοτε νά λαμβάνονται ὑπόψη οἱ ἀρνητικές του ἐπιπτώσεις καί ἡ δυνατότητα ἐκπλήρωσης τοῦ σκοποῦ του μέσῳ τῆς θέσπισης ἐναλλακτικῶν μέτρων μέ λιγότερο ἀρνητικές ἐπιπτώσεις. Ἐπιπλέον, θά πρέπει νά λαμβάνεται ὑπόψη ὅτι ἡ δυνατότητα διενέργειας πληρωμῶν τοῖς μετρητοῖς παραμένει ἰδιαίτερα σημαντική γιά ὁρισμένες κοινωνικές ὁμάδες πού γιά διάφορους θεμιτούς λόγους προτιμοῦν νά χρησιμοποιοῦν μετρητά ἔναντι ἄλλων μέσων πληρωμῆς.

Γενικά, τά μετρητά ὡς μέσο πληρωμῆς ἐκτιμῶνται ἐπίσης διότι, ὡς νόμιμο χρῆμα, γίνονται εὐρέως καί γρήγορα ἀποδεκτά καί διευκολύνουν τόν πληρωτή στήν παρακολούθηση τῶν δαπανῶν του. Ἐπιπλέον, πρόκειται γιά μέσο πληρωμῆς πού ἐπιτρέπει στούς πολῖτες νά διακανονίζουν στιγμιαῖα μία συναλλαγή, εἶναι δέ ἡ μόνη μέθοδος διακανονισμοῦ σέ χρῆμα κεντρικῆς τράπεζας, καί στήν ὀνομαστική ἀξία, τῆς ὁποίας ἡ χρήση δέν ὑπόκειται ἀπό νομική ἄποψη στήν ἐπιβολή τελῶν. Ἐξάλλου, οἱ πληρωμές μέ χρήση μετρητῶν δέν ἀπαιτοῦν λειτουργική τεχνική ὑποδομή καί συναφεῖς ἐπενδύσεις καί εἶναι πάντα διαθέσιμες· αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό σέ περίπτωση διακοπῆς τῆς δυνατότητας ἠλεκτρονικῶν πληρωμῶν. Ἀκόμη, διευκολύνουν τήν συμμετοχή τοῦ συνόλου τοῦ πληθυσμοῦ στήν οἰκονομία, ἐπιτρέποντας τόν διακανονισμό κάθε εἴδους χρηματοοι-κονομικῆς συναλλαγῆς. Ἐνόψει τῶν παραπάνω, (…) οἱ ἁρμόδιες ἀρχές καλοῦνται νά ἀξιολογήσουν τήν ἀναλογικότητα καί συμβατότητα τῶν ὑπολοίπων περιορισμῶν πού ἰσχύουν γιά τίς πληρωμές μέ χρήση μετρητῶν σέ σχέση μέ τήν ἰδιότητα νόμιμου χρήματος τῶν τραπεζογραμματίων, προκειμένου νά διασφαλιστεῖ ὅτι τά ἀποτελέσματα τῶν μέτρων αὐτῶν δέν ὑπερβαίνουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου τῆς καταπολέ-μησης τῆς φοροδιαφυγῆς».

Ὑπό τό φῶς τῶν ἀνωτέρω, τονίζει ἡ Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή, παρατηρεῖται ὅτι στήν αἰτιολογική ἔκθεση πού συνοδεύει τό ὑπό ἐξέταση νομοσχέδιο δέν αἰτιολογεῖται ἐπαρκῶς πῶς, ἐπί συναλλαγῶν γιά τίς ὁποῖες ἔχουν ἐκδοθεῖ τά οἰκεῖα φορολογικά παραστατικά, ἡ ἐξόφλησή τους μέ χρήση ἠλεκτρονικῶν μέσων ἐξυπηρετεῖ καλύτερα «τήν μείωση τῆς φορο-διαφυγῆς καί τήν διεύρυνση τῆς φορολογικῆς βάσης», ἐν σχέσει πρός τήν ἐξόφληση τῶν ὡς ἄνω συναλλαγῶν μέ χρήση μετρητῶν.

Μέ ἄλλα λόγια, τό ζητούμενο δέν εἶναι ὁ ἐξαναγκασμός τῆς ἐξόφλησης συναλλαγῶν γιά τίς ὁποῖες ἔχουν ἐκδοθεῖ τά οἰκεῖα φορολογικά παραστατικά μέ ἠλεκτρονικά μέσα (τό ὁποῖο, προφανῶς, ἐπιτυγχάνεται διά τῶν προτεινόμενων διατάξεων), ἀλλά ὁ περιορισμός τῆς φοροδιαφυγῆς πού συνεπάγεται ἡ διενέργεια συναλλαγῶν γιά τίς ὁποῖες (μέ ἀπό κοινοῦ συμφωνία καί τῶν δύο συμβαλλομένων) δέν ἐκδίδονται φορολογι-κά παραστατικά καί οἱ ὁποῖες ἐξοφλοῦνται μέ μετρητά. Κατά τοῦτο, δέν αἰτιολογεῖται ἐπαρκῶς πῶς ὁ τρόπος ἐξόφλησης μίας συναλλαγῆς συνι-στᾶ κίνητρο γιά τόν ἰδιώτη φορολογούμενο νά ζητήσει τήν ἔκδοση τοῦ προβλεπομένου φορολογικοῦ παραστατικοῦ.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ προτεινόμενη ρύθμιση δέν φαίνεται νά βρίσκεται σέ ἁρμονία οὔτε πρός τίς ἀρχές τῆς ἰσότητας καί τῆς ἀναλογικότητας, δεδομένου ὅτι ὁ σκοπός πάταξης τῆς φοροδιαφυγῆς ἐπί συναλλαγῶν μεταξύ καταναλωτῶν καί ἐπιχειρήσεων ἐπιτυγχάνεται ἐφόσον ἐκδοθεῖ τό οἰ-κεῖο φορολογικό παραστατικό, ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου ἐξόφλησής του.

Ἐπισημαίνεται, τέλος, ὅτι στήν προτεινόμενη περίπτωση β΄ τῆς νέας παραγράφου 6 τοῦ ἄρθρου 15 τοῦ ΚΦΕ δέν εἶναι σαφές τί ἐννοεῖται διά τῆς φράσης «Στόν ὑπολογισμό τοῦ πραγματικοῦ εἰσοδήματος δέν περι-λαμβάνεται τό ποσό τῆς εἰσφορᾶς ἀλληλεγγύης τοῦ ἄρθρου 43 Α (…)», δεδομένου ὅτι ἡ εἰσφορά ἀλληλεγγύης δέν συνιστᾶ εἰσόδημα, ἀλλά φόρο πού βαρύνει τό εἰσόδημα».