του Φώτη Κραλίδη
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι μια περιληπτική και συνάμα όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίαση ενός αθέατου, εν πολλοίς, πραγματικού και νομικού κόσμου, του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος της περιοχής του Αγίου Όρους. Η παρουσίαση αυτή θα λάβει χώρα υπό το πρίσμα της συνταγματικής τυποποίησης και κατοχύρωσης του Αγιορείτικου καθεστώτος στο άρθρο 105 του Συντάγματος, ενώ θα επιχειρηθεί μια σκιαγράφηση των βασικών αρχών που χαρακτηρίζουν αυτή την ιδιάζουσα δικαιοταξία, με αναγκαίες –πλην όμως περιορισμένες- αναφορές στην ιστορική προέλευση και την μακρά και πλούσια παράδοση αυτού του καθεστώτος, και με μια σαφώς πιο λεπτομερειακή παρουσίαση των βασικών σύγχρονων νομικών αρχών, οργάνων και κανόνων που συναποτελούν το νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους.
Ιστορική εξέλιξη και διαχρονία
Η πρώιμη εποχή εμφανίσεως του μοναχισμού στη χερσόνησο του Άθω περί τον 8ο αι. μ.Χ. , κατά την οποία νομικές διατάξεις δεν υπήρχαν, καθώς οι τότε μοναχοί, αφοσιωμένοι στην λατρεία και στην αναζήτηση της αρετής και της Χριστιανικής αγάπης, στέκονταν υπεράνω κάθε έννοιας θετού κανόνα δικαίου, υπηρετώντας και εφαρμόζοντας στις μεταξύ τους σχέσεις αποκλειστικά και μόνο τον άγραφο κανόνα της Μοναχικής Υπακοής, λήγει το 883 μ.Χ. με την έκδοση του σιγιλίου1 του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου του Α΄ του Μακεδόνα (867-886). Το έγγραφο αυτό θεωρείται ιστορικά το απώτατο νομικό θεμέλιο του δικαίου του Αγίου Όρους, με το οποίο παραχωρήθηκε για πρώτη φορά στους μοναχούς του Όρους διοικητική ανεξαρτησία από κάθε περιφερειακή ή κεντρική αρχή της τότε κρατικής εξουσίας, ενώ παράλληλα κατακυρώθηκε η κυριαρχία των μοναχών στην εδαφική επικράτεια της αθωνικής χερσονήσου, καθιερώνοντας ουσιαστικά ένα προνομιακό καθεστώς, το οποίο επρόκειτο να ανανεωθεί με πολλαπλά ανάλογα κείμενα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου των επόμενων αιώνων. Έτσι, καθιερώνεται διαχρονικά μια συνολική αντιμετώπιση της Αθωνικής Μοναστικής Πολιτείας ως μιας αυτοτελούς οργανικής ενότητας, με εσωτερική αυτοδιοίκηση και ελεύθερη ανάδειξη των προσώπων των και των οργάνων εκείνων που την εκπροσωπούν στις εξωτερικές της σχέσεις2.
Η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς αυτό δοκιμάστηκε σημαντικά ανά τους αιώνες. Από την εποχή των ρηξικέλευθων μεταρρυθμίσεων εξωστρέφειας που επέφερε στον Αγιορείτικο μοναχισμό και στο καθεστώς του Aγίου Όρους ένας φωτισμένος μοναχός, ο Αθανάσιος ο Τραπεζούντιος, οι οποίες και επικρίθηκαν έντονα στο εσωτερικό της Πολιτείας, μέχρι τα κανονιστικά κείμενα του Ιωάννη Τσιμισκή, γνωστά ως «Τυπικά3», που παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της κοινότητας και διαμορφώνουν τις γενικές και ειδικές αρχές οργάνωσης και διοίκησής της, τυποποιώντας κυρίως άγραφες αρχές του αθωνικού μοναχισμού, και από εκεί στις αλλαγές των οργάνων αυτοδιοίκησης της κοινότητας που έλαβαν χώρα τον 16ο αι., μέχρι και την δύσκολη, από κάθε άποψη, περίοδο της Οθωμανικής Κατοχής, που διατηρεί ονομαστικά την αυτοδιοίκηση, αλλά την υπονομεύει ουσιαστικά με μια πλειάδα άμεσων ή έμμεσων υπέρμετρων φόρων και άλλων εκβιαστικών οικονομικών επιβαρύνσεων που αναγκάζουν σε μαρασμό και παρακμή τον αθωνικό μοναχισμό4, αλλά και τέλος τις παλινωδίες των μεγάλων Διεθνών Συνθηκών Ειρήνης του 19ου και των αρχών του 20ου όπου η νομική παράδοση, και όχι μόνο, του Αγίου Όρους δοκιμάστηκε από τις επεκτατικές βλέψεις του Πανσλαβισμού των Ρώσσων και των Εθνικισμών των βαλκανικών λαών (Ρουμάνων, Σέρβων και Βουλγάρων), η Αγιορείτικη παράδοση της αυτοδιοίκησης, παρά όλες αυτές τις ταλαντώσεις, επιβιώνει για πάνω από χίλια χρόνια. Αυτήν την υπερχιλιετή παράδοση κληρονομεί μαζί με την εδαφική επικυριαρχία στην περιοχή της Χερσονήσου το σύγχρονο ελληνικό κράτος και επίσημα με την Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920) αρχικά και της Λωζάνης (24.7.1923) τελικά.
Μόλις 10 μήνες μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, και μέσα σε 10 ημέρες, τον Μάιο του 1924 η Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη του Αγίου Όρους καταρτίζει και ψηφίζει το σχέδιο του Καταστατικού Χάρτη(στο εξής ΚΧΑΟ) του Αγίου Όρους και το θέτει στη διάθεση της Ελληνικής πολιτείας για επικύρωση. Η βιαστική σύνταξη και ψήφιση του σχεδίου, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπου της Πολιτείας αλλά ούτε και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δημιουργεί σημαντικές ατέλειες και ελλείψεις, τις οποίες θεραπεύει και συμπληρώνει τελικώς το προς κύρωση του Κ.Χ εκδοθέν Ν.Δ της 10/16 Σεπτεμβρίου του 1926 (στο εξής ΝΔΑΟ) που συνέταξε η Ελληνική πολιτεία, με το όποιο συμφώνησε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα δύο αυτά νομοθετήματα ρύθμιζαν στο εξής το Αγιορείτικο καθεστώς. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν νέο δίκαιο, αλλά απλώς διατύπωναν και συγκέντρωναν το ισχύον εδώ και αιώνες προνομιακό καθεστώς του αυτοδιοίκητου του Αγίου Όρους5. Βρισκόμενα σε πλήρη αρμονία με το Σύνταγμα και εν γένει με την ελληνική έννομη τάξη6, τα δύο αυτά νομοθετήματα περιελήφθησαν στα άρθρα 106-109 του προσωρινού Συντάγματος των ετών 1925/1926, ενώ όμοιες διατάξεις επαναλήφθηκαν στα άρθρα 109-112Σ. του 1927, 103Σ. του 1952, 122Σ. του 1968 και αρθ.105 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975(1986/2001/2008/2019).
Συνταγματική Κατοχύρωση (άρθρο 105 του Συντάγματος)
Στο ισχύον Σύνταγμα το προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους, με την ιστορική προέλευση και την μακρά παράδοση που περιγράψαμε, κατοχυρώνεται στο άρθρο 105Σ., το οποίο αποτελεί αυτοτελές κεφάλαιο του Γ΄ Μέρους του Συντάγματος («Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας», Τμήμα ΣΤ’: «Διοίκηση»).
Κωδικοποιώντας τις επιμέρους ρυθμίσεις του άρθρου 105 θα λέγαμε πως η παράγραφος 1 καθορίζει τα γεωγραφικά όρια του Αγίου Όρους («από την Μεγάλη Βίγλα και πέρα»), αναγνωρίζει το «αρχαίο προνομιακό καθεστώς» και αναφέρει ρητά πως, υπό το κράτος του εν ισχύι Συντάγματος, η περιοχή του Αγίου Όρους αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία παραμένει ακέραια και άθικτη. Επίσης, διασφαλίζει την πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στην Αθωνική μοναστική πολιτεία και με αυτόν τον τρόπο η Ελληνική Δημοκρατία συμπράττει νομικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο ανώτατο νομικό της κείμενο, αναγνωρίζοντας το Φανάρι ως υποκείμενο Διεθνούς Δικαίου. Επιπλέον, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 105Σ. καθιερώνει την απόκτηση, χωρίς άλλη διατύπωση, της ελληνικής ιθαγένειας από όλους όσους προσλαμβάνονται ως δόκιμοι ή μοναχοί σε μονή του Αγίου Όρους ή σε εξάρτημά της (σκήτες, κελιά, ησυχαστήρια και λοιπά ιδρύματα).
Στην παράγραφο 2 του 105Σ. θεμελιώνεται η αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους από τις είκοσι μονές του και την Ιερά Κοινότητα (βλ. παρακάτω στα Όργανα Αυτοδιοίκησης). Ορίζεται επίσης σαφώς το έδαφος του Αγίου Όρους ως «αναπαλλοτρίωτο» και κατανεμημένο μεταξύ των είκοσι μονών του. Τέλος, εισάγεται με την παράγραφο αυτή η απαγόρευση οποιασδήποτε μεταβολής του διοικητικού συστήματος του Αγίου Όρους, του αριθμού των μονών, της ιεραρχικής του τάξης και της υποτελούς θέσης των αγιορείτικων εξαρτημάτων, καθώς και η απαγόρευση της εγκατάστασης στην μοναστική πολιτεία «ετερόδοξων» ή «σχισματικών»7.
Στην παράγραφο 3 καθορίζεται η διαδικασία σύνταξης και ψήφισης του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, που ρυθμίζει λεπτομερειακά τους εσωτερικούς κανόνες του Αγιορείτικου Καθεστώτος, ως προϊόν σύμπραξης των είκοσι μονών με τον αντιπρόσωπο του Κράτους, καθώς και η διαδικασία επικύρωσης του Χάρτη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Στην παράγραφο 4 επαναλαμβάνεται ότι η πιστή τήρηση του εσωτερικού δικαίου του Αγίου Όρους ως προς το πνευματικό μέρος τελεί υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Θρόνου, ενώ ως προς το διοικητικό υπό την εποπτεία του Ελληνικού Κράτος, η οποία περιλαμβάνει και τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Τέλος, στην παράγραφο 5 υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του Διοικητή του Αγίου Όρους (βλ. παρακάτω), ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Κράτους και είναι επιφορτισμένος με την άσκηση της διοικητικής εξουσίας και εποπτείας στην Αθωνική πολιτεία. Επιφύλαξη υπέρ του νόμου υφίσταται επίσης και για την απονομή της δικαιοσύνης εντός της κοινότητας, καθώς και για τα φορολογικά και τελωνειακά προνόμια του Αγίου Όρους.
Η ελληνική έννομη τάξη κατοχυρώνοντας το Αγιορείτικο Καθεστώς στο Σύνταγμα προσέδωσε στους κανόνες του χαρακτήρα αυξημένης τυπικής ισχύος, με αποτέλεσμα την κατίσχυσή τους σε περίπτωση συγκρούσεώς τους με κοινό τυπικό ή ουσιαστικό νόμο και την τροποποίησή τους μονάχα μέσω της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης (άρθρο 110Σ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισχύς των κανόνων αυτών δεν αναστέλλεται ούτε σε περίοδο πολιορκίας (άρθρο 48Σ.)8,9
Το νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Το ιδιότυπο προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους διασφαλίστηκε και με την υπ’ αριθ. 4 Κοινή Δήλωση των συμβαλλομένων κατά την Πράξη Προσχωρήσεως της Ελλάδος στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η οποία αναγνώρισε το ειδικό καθεστώς, το δικαιολόγησε για πνευματικούς και θρησκευτικούς λόγους και υπογράμμισε την υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να μεριμνήσει, ώστε η ιδιαιτερότητα της περιοχής αυτής να εκτιμηθεί κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, «ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές, καθώς και το δικαίωμα εγκαταστάσεως». Η δήλωση αυτή συμβάδιζε απόλυτα με την πάγια βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, η οποία είχε ήδη εκφραστεί πανηγυρικά στις ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης, για πλήρη σεβασμό της πολιτιστικής πολυμορφίας και διαφορετικότητας των κρατών μελών της, αναγνωρίζοντάς την ως αδιάσπαστο κομμάτι της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.10
Χωρίς να υποτιμούμε την αξία της Κοινής Δήλωσης, με την οποία η Ένωση αναγνώρισε ότι η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου θα πρέπει να προσαρμοστεί στον τοπικό μοναστικό πολιτισμό και την θρησκευτική φύση της πολιτείας του Αγίου Όρους, πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι κοινές δηλώσεις, ως φύσει πολιτικά κείμενα, δεν παράγουν νομική δεσμευτικότητα και άρα όλες οι προνομιακές εκφάνσεις και εκδηλώσεις του Αγιορείτικου καθεστώτος δεν τυγχάνουν πλήρους νομικής κατοχύρωσης από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.11 Θα λέγαμε καλύτερα πως η Κοινή Δήλωση 4 αποτελεί το θεμέλιο μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης στα πλαίσια της Ε.Ε, η οποία κινείται κατόπιν αποκλειστικής πρωτοβουλίας της Ελληνικής Πολιτείας και η οποία αποσκοπεί στην προσαρμογή του εκάστοτε θεσπιζόμενου κοινοτικού κανόνα στις ιδιαιτερότητες του Αγιορείτικου καθεστώτος12.
Διοικητική εποπτεία, αυτοδιοίκηση και «αυτονομία»
Το κράτος ασκεί σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ.4Σ. διοικητική εποπτεία στη μοναστική πολιτεία, μέσω του Πολιτικού Διοικητή του Αγίου Όρους, ενός ανθρώπου που επιλέγεται από τον Υπουργό Εξωτερικών, με κριτήρια το επιστημονικό κύρος, τη διοικητική εμπειρία και τη γνώση των ζητημάτων του Αγίου Όρους. Διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, δεν είναι μόνιμος και έχει βαθμό και αποδοχές Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Η Πολιτική Διοίκηση αποτελεί μονοπρόσωπη και αυτοτελή δημόσια αρχή, με έδρα τις Καρυές, της οποίας η οργάνωση και η λειτουργία ρυθμίζονται από το ΠΔ 227/1998 «περί του Οργανισμού της Διοικήσεως του Αγίου Όρους», ενώ οι αρμοδιότητές της απαριθμούνται σε ένα πλέγμα διατάξεων (άρθρα 3-5 και 34 του ΝΔΑΟ, άρθρο 21 του Ν2594/1998 και στο ΠΔ227/1998). Κοινός παρονομαστής των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι η παραδοχή ότι ο Διοικητής του Αγίου Όρους ασκεί στη μοναστική πολιτεία περιορισμένη διοικητική εξουσία, χωρίς να αποτελεί όργανο της αγιορείτικης αυτοδιοίκησης.
Το ελληνικό κράτος, μέσω του Διοικητή, ασκεί εποπτεία είτε προληπτικά κατά την λήψη αποφάσεων από το όργανο της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, εφόσον κληθεί στις εργασίες της, είτε κατασταλτικά ασκώντας έλεγχο νομιμότητας επί των αποφάσεων της Ιεράς Κοινότητας και όλων των μοναστηριακών αρχών της αγιορείτικης αυτοδιοίκησης.13Στα πλαίσια του ανωτέρου ελέγχου ο Διοικητής επισημαίνει και τυχόν παραλείψεις των αυτοδιοικητικών αρχών να ενεργήσουν σύμφωνα με επιταγές του ΚΧΑΟ και του ΝΔΑΟ. Οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις του Διοικητή υπάγονται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (στο εξής ΣτΕ), το οποίο στην νομολογία του έχει προσδιορίσει το εύρος της διοικητικής εποπτείας σε βαθμό που να μην θίγονται πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται η πνευματική δραστηριότητα των Μονών, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και την ορθόδοξη παράδοση14.
Το σύγχρονο καθεστώς της αυτοδιοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (105Σ.) και στον ΚΧΑΟ(αρ.9), εκδηλώνεται κυρίως με την αναγνώριση νομοθετικής εξουσίας στην Έκτακτη Εικοσαμελή Σύναξη που δικαιούται να ψηφίζει κανονιστικές διατάξεις στα πλαίσια του ΚΧΑΟ, τις οποίες επικυρώνει ασκώντας έλεγχο νομιμότητας ο Υπουργός Εξωτερικών, ακόμη με την άσκηση δικαστικής εξουσίας από διάφορα αγιορείτικα όργανα για την επίλυση υποθέσεων ιδιωτικής ή και ποινικής φύσεως (αρ.41-83 ΚΧΑΟ), και με την δυνατότητα κατάρτισης δημόσιων εγγράφων από την Ιερά Κοινότητα ή τις Μοναστηριακές αρχές, επικυρωμένων από την Ιερά Επιστασία.
Παρατηρούμε λοιπόν πως για λόγους θρησκευτικής, ιστορικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας των τοπικών νομοκανονικών θεσμών του Αγίου Όρους έχει παραχωρηθεί στη μοναστική πολιτεία ένα σύστημα αυτοδιοίκησης, που ασκείται από το σύνολο των διοικητικών οργάνων του Αγίου Όρους (Μοναστηριακές Αρχές, Ιερά Επιστασία, Ιερά Κοινότητα, Έκτακτη Εικοσαμελής Σύναξη). Η παραχώρηση αυτή δεν επιφέρει όμως σε καμία περίπτωση μείωση της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στην περιοχή του Άθωνα, ούτε δημιουργεί καθεστώς αυτονομίας, παρά το γεγονός ότι συχνά ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μάλλον αδόκιμα και συναισθηματικά.
Όργανα της αγιορείτικης αυτοδιοίκησης
Παρά την, αναγόμενη σε ιστορικούς λόγους και με τιμητικό περιεχόμενο, ιεραρχική τάξη, σήμερα στο Άγιο Όρος λειτουργούν είκοσι μονές (105παρ1Σ.), νομικά και διοικητικά ίσες μεταξύ τους. Δεδομένου ότι η καταστατική νομοθεσία δεν ρυθμίζει τη νομική προσωπικότητα των είκοσι μονών, και παρά τις αντίθετες απόψεις μερίδας της θεωρίας15, της διοίκησης16, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (στο εξής ΝΣΚ)17, και του Αρείου Πάγου (στο εξής ΑΠ)18, που χαρακτηρίζουν τις μονές ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (στο εξής ΝΠΔΔ), η ΟλΣτΕ 2629/1988 απεφάνθη ότι οι αγιορείτικες μονές δεν αποτελούν ΝΠΔΔ, ούτε αυτοτελείς διοικητικές αρχές.
Οι μονές αυτοδιοικούνται μέσω των εσωτερικών τους κανονισμών, τους οποίους συντάσσουν και ψηφίζουν οι ίδιοι οι μοναχοί της μονής, και οι οποίοι τίθενται υπό την έγκριση και τον διαρκή έλεγχο της Ιεράς Κοινότητας. Κάθε μοναστηριακός κανονισμός καθορίζει τα ειδικότερα οργανωτικά, διοικητικά και λειτουργικα ζητήματα της μονής. Εσωτερικά διοικητικά όργανα της μονής αποτελούν ο Ηγούμενος, η Γεροντική Σύναξη (αποφασιστικό όργανο) και η Επιτροπή (εκτελεστικό όργανο). Οι ανάλογοι εσωτερικοί κανονισμοί των εξαρτημάτων κάθε μονής εγκρίνονται από την κυρίαρχη μονή.
Κάθε μονή εκλέγει σύμφωνα με τον εσωτερικό της κανονισμό έναν αντιπρόσωπό, που θα την εκπροσωπεί με ετήσια θητεία, χωρίς δυνατότητα επανέκλογης στην Ιερά Κοινότητα, το κεντρικό, συλλογικό και διαρκές όργανο της Αγιορείτικης αυτοδιοίκησης19, το οποίο διαθέτει αρμοδιότητες δικαστικής και διοικητικής φύσης. Οι αποφάσεις της Ιεράς Κοινότητας εκτελούνται από το τετραμελές όργανο της Ιεράς Επιστασίας (28-40 ΚΧΑΟ), της οποίας τα μέλη καθορίζονται σε πέντε τετράδες που προκύπτουν με βάση την τιμητική ιεραρχική τάξη έτσι, ώστε επικεφαλής κάθε τετράδας να τίθεται μια από τις πέντε πρώτες τη τάξει μονές. Οι τετράδες ασκούν ετήσια θητεία και εναλλάσονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε τετράδα να ασκεί την επιστασία μια φορά στα πέντε χρόνια.
Τέλος, την Έκτακτη Εικοσαμελη Σύναξη, το ανώτερο νομοθετικό και δικαστικό όργανο της Αθωνικής Πολιτείας (αρ.43 ΚΧΑΟ), συγκροτούν σε σώμα οι Ηγούμενοι των είκοσι μονών, το οποίο συνεδριάζει αυτοδίκαια δύο φορές τον χρόνο, την 15η μέρα μετά το Πάσχα και την 2Οη Αυγούστου, κατόπιν τυπικής πρόσκλησης της Ιεράς Κοινότητας. Οι κανονιστικές αποφάσεις της επικυρώνονται από τον ΥΠ.ΕΞ. Σε έκτακτες περιπτώσεις, όταν προκύψουν ζητήματα μείζονος σημασίας για το Άγιο Όρος, συγκροτείται η Έκτακτη Διπλή Ιερά ή η Έκτακτη Τριπλή Ιερά Σύναξη, με διπλασιασμό ή τριπλασιασμό των μελών της Σύναξης αντίστοιχα, με σκοπό να προσδοθεί αυξημένο κύρος και βαρύτητα στις αποφάσεις του οργάνου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο Καταστατικός Χάρτης του Άγιου Όρους (ΚΧΑΟ) ψηφίστηκε το 1924 από Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη.
Ενδεικτικές εκδηλώσεις του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος
Ευρέως γνωστός είναι ο θεσμός του αβάτου, της απαγόρευσης δηλαδή εισόδου των γυναικών στο Άγιο Όρος (αρ.186 ΚΧΑΟ). Ένας θεσμός που έχει επικριθεί πολλάκις, συν τοις άλλοις, ως αντισυνταγματικός με βάση την αρχή της ισότητας (άρθρο 4παρ.1 και 2Σ.) και την ελευθερία κίνησης και κυκλοφορίας (άρθρο 5 παρ.3Σ.). Βάσιμα, ωστόσο, κατά την γνώμη μου, έχει υιοθετηθεί από την Ελληνική Δικαιοσύνη η γνώμη ότι ο θεσμός του αβάτου αποτελεί εκδήλωση της θρησκευτικής ελευθερίας των αγιορειτών μοναχών αφ΄ενός , και αφ΄ετέρου προστατεύεται και από το άρθρο 17 του Συντάγματος βάσει του γεγονότος ότι η πλήρης και αποκλειστική κυρίοτητα επί του αναπαλλοτρίωτου εδάφους του Αγίου Όρους ανήκει στις είκοσι μονές του, οι οποίες κατά συνέπεια έχουν και το δικαιώμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την είσοδο οποιουδήποτε σε αυτό20. Έτσι, και η νόμιμη είσοδος οποιουδήποτε μη αγιορείτη μοναχού στο Άγιο Όρος, προυποθέτει την έκδοση διαμονητηρίου από την Ιερά Επιστασία, ενός ειδικού εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων και η διαρκεία επίσκεψης του κάθε φιλοξενούμενου.
Ακόμη, έναν ιδιαίτερο θέσμο αποτελεί και η αυτοδίκαιη κτήση, βάσει και Συντάγματος (άρθρο 105 παρ.1), της ελληνικής ιθαγένειας οποιουδήποτε μοναχού μόλις προσληφθεί ως δόκιμος ή ως μοναχός, δηλαδή με την εγγραφή του στο δοκιμολόγιο ή μοναχολόγιο, που διατηρεί κάθε μονή και τα εξαρτήματα της. Μια εξαιρετικά στοχευμένη νομική κατάσταση, που σκοπό έχει να αποτρέψει ύποπτες παρεμβάσεις άλλων κράτων, επικαλούμενων την προστάσια των υπηκόων τους, στην νευραλγική γεωπολιτικά περιοχή του Άθωνα, καθώς και να προστατέψει τους αλλογενείς αγιορείτες μοναχούς από την υπαγωγή τους στην νομοθεσία περί αλλοδαπών.
Τέλος, παρά τα όσα ακούστηκαν ειδικά τη δεκαετία του 2000 και που μονοπώλησαν τον δημόσιο διάλογο, η διαχείριση και διοίκηση της περιουσίας των είκοσι μονών διενεργείται με μια λεπτομερειακή, εξαντλητική και διαφανή διαδικασία, που περιγράφεται αναλυτικά στα άρθρα 86-90 του ΚΧΑΟ, για την οποία θα μπορούσε να γίνει ξεχωριστή δημοσίευση και πιθανόν να αποτέλεσει και υποδείγμα χρηστής διαχείρισης για την πολύπαθη ελληνική δημόσια διοίκηση.
Ο αναχωρητισμός άλλωστε, που διαπνέει σε επίπεδο οργάνωσης το σύνολο της αθωνικής μοναστικής πολιτείας, και η εμμονή σε μεθόδους και ρυθμούς επιβίωσης που θυμίζουν άλλες εποχές, έχουν αφήσει την “αθωνική οικονομία” να φαίνεται στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή, με μια σύγχρονη οπτική, ότι έχει μείνει σε επίπεδα προβημιοχανικής αγροτικής εποχής.
Επίλογος
Ανεξάρτητα από τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός, αλλά και τις εν γένει αντιλήψεις του και την κοσμοθεωρία του, είναι άδικο να μην αναγνωρίσει κανείς ότι η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους δεν αποτελεί απλώς μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική ιδιαιτερότητα και έναν πραγματικό θησαυρό για την Ορθοδοξία και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αλλά συνιστά και έναν εξαιρετικά σύνθετο, αυτοδύναμο και πολυεπίπεδο ζωντανό εκκλησιαστικό νομικό οργανισμό, ο οποίος έχει κατορθώσει να εμφανίζει για χίλια και πλέον έτη μια συνεχή και ολοκληρώμενη οργάνωση και λειτουργία σε όλα σχεδόν τα θεσμικά επίπεδα. Η Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους έχει διαμορφώσει, πέρα από όλα τα άλλα, και έναν αθέατο νομικό κόσμο, τον οποίο επιχείρησα να σκιαγραφήσω, επιφανειακά, ως εξωτερικός παρατηρητής, με το παρόν άρθρο.
[1] Τα σιγίλλια (σιγίλια, σιγγίλια) ήταν προνομιακού χαρακτήρα αυτοκρατορικά έγγραφα, εφοδιασμένα με sigillum, δηλαδή εξαρτημένη σφραγίδα. Περισσότερα βλ. σε Ι.Καραγιανόπουλος, Βυζαντινή Διπλωματική, τόμος Α΄: Αυτοκρατορικά Έγγραφα, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1972, σ.227-228, 246-249.
[2] Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ostracon, 22017, σ. 467-468.
[3] Σ. Τρωιάνος, Οι Πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, ΑΝΤ. Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 1999, σ.364-371, 414-416.
[4] Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ostracon, 22017, σ. 472-473.
[5] Σ. Παπαδάτος, Η πολιτειακή θέσις του Αγίου Όρους, 1965, σ.94-95.
[6] Ν. Σαρίπολος, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ,1993, σ.233επ.
[7] ΣτΕ 736/2005, 470-473, οπού αναφέρεται ότι η απαγόρευση διαμονής στο Άγιο Όρος ετερόδοξων ή σχισματικών δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.4 και 13παρ.1Σ. καθώς και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ.
[8] Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας, Παρατηρητής, 2000, σ. 72 επ., 100.
[9] Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 21993, 616-620.
[10] Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 12011, σ.216-220.
[11] Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ostracon, 22017, σ. 480-481.
[12] Ν.Σκανδάμης, Το Άγιο Όρος και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 1983, σ.280.
[13] ΑΠ 1290/1989, ΟλΝΣΚ 621/1979.
[14] ΟλΣτΕ 339/1976, 472-474.
[15] Σπ. Τρωιάνος, Η φύση της νομικής προσωπικότητας των Ι.Μονών του Αγίου Όρους, 1984, 110-116.
[16] Εγκύκλιος Υπουργείου Οικονομικών 1059318/Β0012/24-6-2003.
[17] ΝΣΚ 133/1997.
[18] ΑΠ 783/2000.
[19] Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ostracon, 22017, σ. 493-495.